Τετάρτη 11 Δεκεμβρίου 2013

Ὅσιος Συμεών ὁ νέος Θεολόγος – Περί Θεολογίας

Ὅσιος Συμεών ὁ νέος Θεολόγος – Περί Θεολογίας
                                   
    Στις 12 Οκτωβρίου η Ορθόδοξος Εκκλησία εορτάζει τήν μνήμη του οσίου καί θεοφόρου πατρός ημών Συμεώνος του νέου Θεολόγου.
    Ο όσιος Συμεών ήκμασε στά τέλη του 10ου καί στίς αρχές του 11ου αιω. στήν Κων/λη. Γεννήθηκε τό 957 καί κοιμήθηκε τό 1035. Ήταν ηγούμενος της  Ιεράς Μονής του Στουδίου.
    Γιατί, όμως, ονομάσθηκε «νέος θεολόγος»; Ονομάσθηκε από τούς μαθητές του «νέος» γιά νά ξεχωρίζει από τούς παλαιούς θεολόγους˙ τόν άγιο Ιωάννη τόν Θεολόγο καί τόν άγιο Γρηγόριο τόν Θεολόγο.
    Όπως είναι γνωστό η Ορθόδοξος Εκκλησία έδωσε τόν τίτλο «θεολόγος» καί αναγνωρίζει μόνο τρεις αγίους ως «θεολόγους»˙ τόν άγιο Ιωάννη τόν Θεολόγο, τόν άγιο Γρηγόριο τόν Θεολόγο καί τόν  όσιο Συμεώνα τόν νέο Θεολόγο.

Μόνο αυτοί οι τρεις είναι οι πιό γνήσιοι καί πιό αυθεντικοί θεολόγοι, μετά, βεβαίως, από τόν ίδιο τόν Θεό Λόγο, τόν Χριστό. Γιατί, θεολόγος αποκαλείται αυτός πού έχει δει τόν Θεό Λόγο, πού έχει εμπειρία του Θεού Λόγου. Θεολόγος εν πρώτοις είναι ο θεόπτης, ο αυτόπτης καί αυτήκοος του Θεού Λόγου. Θεολογία είναι η θεοπτία. Με την έννοια αυτή οι πρώτοι θεολόγοι είναι οι άγιοι Απόστολοι, που είδαν, έζησαν και βίωσαν με τον Χριστό.
Θεολόγος, κατά δεύτερον, είναι ο «επόμενος τοις αγίοις πατράσι», είναι αυτός που ακολουθεί πιστά και με πνεύμα ταπεινώσεως τους γνησίους και αυθεντικούς θεολόγους και θεόπτες, τους αγίους Αποστόλους και τους αγίους Πατέρες. Θεολόγος, επίσης, είναι καί όποιος προσεύχεται. «Ει προσεύχη, θεολόγος ει», λέει ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος.
Το Ορθοδόξως θεολογείν είναι το αλιευτικώς θεολογείν και όχι το αριστοτελικώς και φιλοσοφικώς θεολογείν, όπως συμβαίνει κατ’αρχήν στην αιρετική και εκπεσούσα Δύση, ιδίως στις αιρετικές παρασυναγωγές του Παπισμού και του Προτεσταντισμού, και κατά δεύτερον στην καθ’ημάς Ανατολή, ιδίως στους κόλπους της παναιρέσεως του συγκρητιστικού Οικουμενισμού.
Θεολόγος δέν καθίσταται όποιος περνά μέ εξετάσεις στις Θεολογικές και Εκκλησιαστικές Σχολές και Ακαδημίες, φοιτά σ’αυτές καί παίρνει τό πτυχίο θεολογίας, το μεταπτυχιακό και το διδακτορικό και ακόμη γίνεται πανεπιστημιακός, ακαδημαϊκός καθηγητής θεολογίας. Γιατί, όπως έχει αποδειχθεί πολλές φορές ιστορικά και αποδεικνύεται και μέχρι σήμερα, πολλοί απ’αυτούς τούς πτυχιούχους καί ακαδημαϊκούς θεολόγους, με ελάχιστες φωτεινές εξαιρέσεις, κηρύττουν και πράττουν αντίθετα πράγματα πρός τήν Ορθόδοξη θεολογία και πίστη, το Ευαγγέλιο, την Αγία Γραφή, τους Ιερούς Κανόνες, τους Αγίους Πατέρες και την εν γένει Ορθόδοξη Παράδοση καί καταντούν αθεολόγητοι θεολόγοι ή καλύτερα θολολόγοι, σύμφωνα με τον Γέροντα Παΐσιο, καταντούν αντίχριστοι, άθεοι, αιρετικοί, οικουμενιστές, επειδή τούς λείπει ακριβώς αυτή η εμπειρική σχέση μέ τόν ίδιο τόν Θεό Λόγο.
Επομένως, η θεολογία είναι πρωτίστως εν Χριστώ βίωμα καί εμπειρία καί όχι ξερές ακαδημαϊκές, γνωσιολογικές καί νοησιαρχικές σπουδές και γνώσεις. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η σωστή, ορθόδοξη θεολογία καλλιεργήθηκε καί καλλιεργείται στά μοναστήρια (όσα απ’αυτά παραμένουν ορθόδοξα και δεν έχουν κλίνει γόνυ στον οικουμενισμό) καί ότι από’κει έβγαιναν καί βγαίνουν οι πραγματικοί θεολόγοι καί όχι από τίς σχολές.
    Ένας μεγάλος θεολόγος της περιόδου της Τουρκοκρατίας, ο όσιος και θεοφόρος πατήρ ημών Νικόδημος ο Αγιορείτης ο Νάξιος, στο βιβλίο του «Νέα Κλίμαξ» , ομιλώντας περί θεολογίας, καταθέτει τα εξής αξιοπρόσεκτα :
    «Γνωρίζω ότι το χάρισμα της ιεράς θεολογίας είναι το υψηλότερο και πλατύτερο απ’όλα τα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος. Γι’αυτό και τα σκεπάζει όλα, όπως η όρνις (η κότα) σκεπάζει τα νοσσία της (τα κοτοπουλάκια της), όπως έλεγε, παρομοιάζοντας το χάρισμα, ο όσιος Μάξιμος ο Καυσοκαλύβης. Γι’αυτό και περισσότερο από τα άλλα χαρίσματα ελκύει και κεντά την καρδιά, την αγάπη και τον έρωτά της.
Γιατί, όπως το υποκείμενο της θεολογίας είναι το πάντων ανώτατο και ερωτικώτατο, επειδή είναι αυτό το υπέρτατο όν και άκρον εφετόν, δηλ. ο άγιος Τριαδικός Θεός, έτσι και η περί αυτού θεολογία είναι η πάντων υπερτάτη και ερασμιωτάτη. Γι’ αυτό έτσι ορίζει την θεολογία ο όσιος Ιωσήφ ο Βρυέννιος στον τρίτο λόγο του περί Τριάδος : «Θεολογία είναι τέχνη τεχνών και επιστήμη κατ’εξοχήν των επιστημών, της οποίας αρχή και υποκείμενο και τέλος είναι αυτός ο Θεός» . Και εξηγεί στον πέμπτο λόγο του περί Τριάδος την αιτία : «Γιατί η θεολογία υπέρκειται κατ’ασύγκριτο λόγο της φιλοσοφίας και δεν υπόκειται σ’αυτή» .
    Στη συνέχεια ο Όσιος Νικόδημος μάς δίνει τις προϋποθέσεις του θεολογείν, μάς συμβουλεύει και μάς παρακινεί όλους μας, κληρικούς και λαϊκούς : «Εάν, λοιπόν, κι εσύ, αγαπητέ, ποθείς να αποκτήσεις το χάρισμα αυτό, πρέπει να γνωρίζεις και να φυλάττεις τα ακόλουθα οκτώ πράγματα :
    Α) Πρέπει να φυλάττεις τις εντολές του Θεού και διά της πράξεως να ανεβαίνεις στη θεωρία, καθώς μάς συμβουλεύει ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος στον πρώτο λόγο του περί θεολογίας .
    Β) Πρέπει να υποτάσσεις το σώμα και τα πάθη του σώματος και να καθαίρεις τις αισθήσεις του σώματος και της ψυχής. Προτού να καθάρεις τον εαυτό σου, δεν είναι ασφαλές για’σένα ούτε οικονομία ψυχών να λάβεις ούτε να θεολογείς, όπως παραινεί ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος στον πρώτο λόγο του περί θεολογίας : «Διά τούτο καθαρτέον εαυτόν πρώτον, είτα τω καθαρώ προσομιλητέον».  Εάν δεν έφθασες στην τελεία κάθαρση, αλλά ακόμη καθαίρεσαι, δεν ταιριάζει να θεολογείς : «Ου γαρ του παντός θεολογείν, αλλά των κεκαθαρμένων, ήγουν των καθαιρουμένων, το μετριώτατον». Λέει και ο όσιος Ιωάννης ο Σιναΐτης, ο συγγραφεύς της Κλίμακος, ότι το τέλος της καθάρσεως είναι υπόθεση θεολογίας, αύξηση φόβου, αρχή αγάπης.
    Γ) Πρέπει να γνωρίζεις ότι η θεολογία είναι διττή : α) προηγουμένη και β) επομένη.                           α) Προηγουμένη θεολογία είναι αυτή, που διαλέγεται περί της υπάρξεως του Θεού. β) Επομένη θεολογία είναι αυτή, που συνάγει, που συμπεραίνει, από τη δημιουργία και την πρόνοια των κτισμάτων, ότι υπάρχει Θεός, που δημιούργησε τα πάντα και προνοεί γι’αυτά. Αλλά και ο Θεοφόρος Μάξιμος ο Ομολογητής  στη β΄ εκατοντάδα των θεολογικών κεφαλαίων διττή λέει ότι είναι η θεολογία : α) καταφατική και β) αποφατική. 
α) Καταφατική θεολογία ή κατάφαση είναι «η των όντων θέσις», δηλ. η απόδοση θετικών ιδιοτήτων στο Θεό, λόγω της αιτιώδους σχέσεώς Του με τον κόσμο. Η καταφατική θεολογία αναφέρεται στην προσιτή, καταληπτή και γνωστή όψη του Θεού. Λέμε π.χ. ότι ο Θεός είναι αγαθός, σοφός, παντοδύναμος, δίκαιος κ.λπ. β) Αποφατική θεολογία είναι απόδοση αποφατικών, αρνητικών ιδιοτήτων στο Θεό, με τα οποία διαφοροποιείται πλήρως από την κτιστή πραγματικότητα και μέσω των οποίων υπογραμμίζεται η υπεροχή του Θεού έναντι των κτιστών όντων. Η αποφατική θεολογία αναφέρεται στην απρόσιτη, ακατάληπτη και άγνωστη όψη του Θεού. Λέμε π.χ. ότι ο Θεός είναι άκτιστος, άναρχος, αόρατος, άχρονος, αΐδιος, ακατάληπτος, απρόσιτος, ανερμήνευτος, υπέρχρονος, υπερέκεινα κ.λπ.
Η αποφατική θεολογία είναι υψηλότερη της καταφατικής. Ο Θεός, όμως, τελικώς, είναι υπεράνω, υπέρκειται τόσο της καταφατικής όσο και της αποφατικής θεολογίας. Και ο άγιος Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης στο «Περί θείων ονομάτων»  έργο του σε δύο διαιρεί την θεολογία : α) σε ενωμένη και β) σε διακεκριμένη. α) Ενωμένη θεολογία ονομάζεται τα φυσικά ιδιώματα της θείας ουσίας, που είναι κοινά σ’αυτή. Δηλ. το υπεράγαθο, το υπέρθεο, το υπερούσιο, το υπέρζωο, το υπέρσοφο, η αγνωσία, το παννόητον, η πάντων θέση, η πάντων αφαίρεση, το υπέρ κάθε θέση και αφαίρεση. Και όλα τα αιτιολογικά, δηλ. το αγαθό, το καλό, το όν, το ζωογόνο, το σοφό. Και όλα όσα προέρχονται από τις αγαθοπρεπείς δωρεές της Θεότητος, δηλ. η πάντων αγαθών αιτία.
β) Διακεκριμένη θεολογία είναι τα υπερούσια ονόματα του Πατρός, του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, χωρίς να υπάρχει σ’αυτά καμμία αντιστροφή ή να εισάγεται κάποια κοινότητα. Διακεκριμένα είναι επίσης και τα ακοινώνητα υποστατικά ιδιώματα των τριών προσώπων της Αγίας Τριάδος. Δηλ. το αγέννητο για τον Πατέρα, το γεννητό για τον Υιό και το εκπορευτό για το Άγιον Πνεύμα. Διακεκριμένη, επίσης, είναι η παντελής και αναλλοίωτη ύπαρξη του Ιησού.
    Δ) Πρέπει να διαβάζεις και να μελετάς την Παλαιά Γραφή και μάλιστα τη Νέα, γιατί η Αγία Γραφή θεολογία ονομάζεται σε πολλά μέρη από τον άγιο Διονύσιο τον Αρεοπαγίτη. Ο ίδιος ο άγιος ονομάζει τους θείους Αποστόλους κυρίως θεολόγους. Μελέτησε επίσης την δογματική θεολογία, ιδίως του οσίου Ιωάννου του Δαμασκηνού, την επιτομή των δογμάτων της πίστεως του κυρού Αθανασίου, την δογματική πανοπλία και τους θεολογικούς λόγους του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου, του Μ. Βασιλείου, του οσίου Μαξίμου του Ομολογητού, του αγίου Γρηγορίου Νύσσης, του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, του οσίου Ιωσήφ του Βρυεννίου κ.ά.
    Ε)  Πρέπει να γνωρίζεις αυτό, που παραγγέλλει ο όσιος Ιωσήφ ο Βρυέννιος στον πρώτο λόγο του περί Τριάδος  : «Πρέπει αυτός που θεολογεί πριν από κάθε άλλο πράγμα να γνωρίζει επιστημονικώς τους όρους των θείων ονομάτων και επισταμμένως την σημασία τους. Δηλ. τί σημαίνει Μονάδα στον Θεό και τί Τριάδα. Τί Πατήρ, τί Υιός, τί Πνεύμα. Τί Θεότητα, ουσία, φύση, μορφή και είδος, τα οποία όλα ένα και το αυτό δηλώνουν. Τί ιδίωμα, υπόσταση, πρόσωπο, χαρακτήρας και άτομο, τα οποία όλα ένα και το αυτό δηλώνουν. Τί ενούσιο, τί ομοούσιο, τί ενυπόστατο κ.τ.λ.».
    ΣΤ) Πρέπει να γνωρίζεις τον Κανόνα, που παραδίδει ο ίδιος ο όσιος Ιωσήφ ο Βρυέννιος σ’αυτούς, που μελετούν τα θεολογικά βιβλία, λέγοντας στον έκτο λόγο του περί Τριάδος  : «Αυτοί, που ακούνε τις θεολογικές φωνές, αυτό προ πάντων θα πρέπει να λογίζονται, ότι στην θεία Τριάδα υπάρχει μία ουσία και τρείς υποστάσεις. Αυτός είναι ο ακριβής κανόνας για όσους ακούνε συνετώς τα θεολογικά (πράγματα). Ποτέ δεν πρέπει αυτά, που λέγονται εξαιρέτως για την θεία ουσία, να τα προσάπτουμε στις τρεις υποστάσεις, ούτε αυτά, που λέγονται για τις τρεις υποστάσεις, να νομίζουμε ιδίως ότι είναι κοινά και στη θεία φύση». Εδώ βεβαίως γίνεται λόγος περί της διακρίσεως, που διακατέχει την Ορθόδοξη Θεολογία, μεταξύ ουσίας και υποστάσεως, φύσεως και προσώπου.
    Ζ) Εάν αγαπάς να θεολογείς, άκουσε τί σε διδάσκει ο θεοφόρος και θεολόγος όσιος Μάξιμος ο Ομολογητής, λέγοντας στο κζ΄ κεφ. της β΄ εκατοντάδος των περί αγάπης κεφαλαίων  : «Όταν πρόκειται να θεολογήσεις, μην αναζητήσεις τους λόγους περί της ακαταλήπτου ουσίας και φύσεως του Θεού. Αυτούς δεν πρόκειται να τους βρει ποτέ ανθρώπινος νους. Αλλά αναζήτησε τους λόγους περί των ενεργειών του Θεού, δηλ. τους λόγους περί αϊδιότητος, απειρίας, αοριστίας, αγαθότητος, σοφίας, δημιουργικής και προνοητικής δυνάμεως». Εδώ βεβαίως γίνεται λόγος περί της διακρίσεως, που διέπει την Ορθόδοξη Θεολογία, μεταξύ ακτίστου, αμεθέκτου θείας ουσίας και ακτίστων, μεθεκτών θείων ενεργειών.
    Η) και τελευταίο, φύλαττε για πάντα, δηλ. παρακάλεσε το Άγιον Πνεύμα, αδελφέ, να χαρίσει και σ’εσένα το δώρο της θεολογίας ή καλύτερα της θεοπτείας. Διότι, η θεολογία δίδεται εν Αγίω Πνεύματι. Γιατί, γνώριζε ότι σε όποιου ανθρώπου την καρδιά ενεργεί η Χάρις του Αγίου Πνεύματος, αυτός ευθύς είναι θεολόγος απλανής και ασφαλέστατος. Αντιθέτως, σε όποιου ανθρώπου την καρδιά δεν ενεργεί το Άγιον Πνεύμα, αυτός όσα κι αν θεολογεί, είναι λόγοι που έρχονται έξωθεν, εξ ακοής και όχι από την καρδιά, που ενεργείται από το Άγιον Πνεύμα, όπως λέει και ο Κάλλιστος ο Καταφυγιώτης, ο υψίνους εκείνος θεολόγος, στη Φιλοκαλία . Εάν, λοιπόν, θεολογείς, ενεργούμενος από το Άγιο Πνεύμα, δόξα και τιμή προσφέρεις στον Θεό.
    Αυτές είναι, σύμφωνα με τον άγιο Νικόδημο τον Αγιορείτη, οι οκτώ προϋποθέσεις του ορθοδόξως θεολογείν.
    Όσον αφορά την σημερινή εποχή μας, τις αποκαλυπτικές και έσχατες αυτές ημέρες, που ζούμε, είναι δυστύχημα και θλιβερό να διαπιστώνει κανείς ότι οι παραπάνω πνευματικές προϋποθέσεις του ορθοδόξως θεολογείν δεν τηρούνται από την πλειάδα των θεολόγων. Μόνο ένα ευσεβές λήμα τις διασώζει.
    Είναι απαραίτητο και αναγκαίο να κάνουμε την παρακάτω διάκριση : Να διακρίνουμε τούς παραδοσιακούς, πατερικούς, ορθοδόξους θεολόγους από τους εκσυγχρονιστές, μεταπατερικούς, οικουμενιστές θεολόγους. Οι παραδοσιακοί, πατερικοί, ορθόδοξοι θεολόγοι εκφράζουν την αληθινή, την όντως Ορθόδοξη Θεολογία, όπως αυτή αποτυπώθηκε στην Αγία Γραφή, στο Ευαγγέλιο, στις άγιες Οικουμενικές και Τοπικές Συνόδους, στους Ιερούς Κανόνες, στα συγγράμματα των αγίων Πατέρων και την εν γένει Ιερά Παράδοση. 
Οι οικουμενιστές θεολόγοι εκφράζουν μία καινή (καινούργια-νεωτεριστική) και κενή (άδεια) θεολογία ή μάλλον ψευδοθεολογία, θολολογία των παθών τους. Προωθούν την παναίρεση του διαχριστιανικού και διαθρησκειακού Οικουμενισμού, ο οποίος είναι η χειρότερη και μεγαλύτερη εκκλησιολογική αίρεση όλων των εποχών και ο τελευταίος πρόδρομος του Αντιχρίστου, διότι στόχο έχει να ενώσει όλες τις αιρέσεις και θρησκείες, σε μία παγκόσμια θρησκεία, ένα παγκόσμιο θεό, προσβάλλοντας την αποκλειστικότητα και τη μοναδικότητα της σωτηρίας, που κατέχει και παρέχει η Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Ορθόδοξος Εκκλησία, και αδιαφορώντας για τις τεράστιες δογματικές και θεολογικές διαφορές.
Οι Οικουμενιστές θεολόγοι πρωτοστατούν στην αποστασία εκ της Πίστεως, στη νόθευση των ιερών μυστηρίων της Εκκλησίας και στην προδοσία των ιερών κανόνων. Συλλειτουργούν με τους αιρετικούς, διοργανώνουν διαχριστιανικές και διαθρησκειακές διασκέψεις, αναγνωρίζουν τους Παπικούς και τους Προτεστάντες ως μέλη κανονικών «Εκκλησιών», προσκαλούν τον Πάπα στις ορθόδοξες έδρες τους, διοργανώνουν συμπροσευχές με τον Πάπα, τον προσφωνούν «αγιώτατο αδελφό», τον υποδέχονται ως «ευλογημένο ερχόμενο», προσπαθούν να περιθωριοποιήσουν την Πατερική θεολογία και τους αγίους Πατέρες με τους θεολογικούς διαλόγους για το πρωτείο του Πάπα και με την καινοφανή αίρεση της μεταπατερικής, νεοπατερικής, συναφειακής «θεολογίας», νοθεύουν το ορθόδοξο μυστήριο της Βαπτίσεως, αναγνωρίζουν τα «μυστήρια» και την «ιερωσύνη» του Βατικανού, προχωρούν στην περιθωριοποίηση του ιερού ράσου και την απαλλαγή του κλήρου απ’ αυτό.
Χωρίς ίχνος ντροπής αποδέχονται την χειροτονία των γυναικών, τις παστόρισσες και τις επισκοπίνες, οι οποίες αρκετές φορές είναι και ομοφυλόφιλοι, και παρακάθονται μαζί τους στο λεγόμενο «Π.Σ.Ε», το προωθημένο όργανο επιβολής του Οικουμενισμού, το οποίο μάλλον πρέπει να λέγεται Παγκόσμιο Συνονθύλευμα Αιρέσεων και Π.Σ.Ε.ύδους, όπως έγινε πρόσφατα, αρχές του περασμένου Σεπτεμβρίου, στην Κρήτη, στην εκεί Οικουμενιστική Ακαδημία Κρήτης (ΟΑΚ). 
Διακηρύσσουν ότι «κατά βάθος μία εκκλησία ή ένα τέμενος (τζαμί) αποβλέπουν στην ίδια πνευματική καταξίωση», ότι το κοράνιο είναι «άγιο» και «σπουδαίο», το οποίο προσφέρουν ως δώρο, αντί της Αγίας Γραφής, ότι οι εβραϊκές συναγωγές είναι «τόποι λατρείας του Θεού» και είναι «ευλογημένες», ότι με τους Εβραίους, τους σταυρωτές του Κυρίου μας, μάς ενώνουν κοινά θεμέλια, οι Ιερές Γραφές, οι Πατριάρχες και οι Προφήτες, κ.ά. φοβερά και τραγικά και βλάσφημα.
Είναι δυστύχημα και πολύ οδυνηρό να διαπιστώνει κανείς ότι στη σημερινή εκκλησιαστική πραγματικότητα-κατάσταση, στο τωρινό εκκλησιαστικό γίγνεσθαι, σε καίριες ηγετικές εκκλησιαστικές θέσεις και αξιώματα κυριαρχούν οι οικουμενιστές θεολόγοι. Και δεν είναι καθόλου υπερβολή να λεχθεί ότι  ορθόδοξη θεολογία διέρχεται μια κρίση. Κρίση οικουμενιστική. Βρίσκεται υπό οικουμενιστική αιχμαλωσία, δεμένη με οικουμενιστικά δεσμά.
Πολλά λέγονται για την κατάργηση ή μη των Θεολογικών, εκκλησιαστικών Σχολών, των Ακαδημιών, το άνοιγμα της Σχολής της Χάλκης. Ποιος ο σκοπός όμως της υπάρξεώς τους, όταν η πλειάδα των καθηγητών τους, με ελάχιστες φωτεινές εξαιρέσεις, έχουν οικουμενιστική νοοτροπία και διδάσκουν στους φοιτητές ανοικτά πλέον τον οικουμενισμό; Ποια η προσφορά τους; Το να καυχώνται ότι βγάζουν οικουμενιστές θεολόγους;
Προς τι το όφελος για την Ορθοδοξία, όταν η μία Σχολή ανακηρύττει τους αιρετικούς Μονοφυσίτες ως Ορθοδόξους ή όταν αρνείται την ορθόδοξη επιχειρηματολογία εναντίον της χειροτονίας των γυναικών; Ή όταν η μία Ακαδημία διδάσκει την μεταπατερική αίρεση, τη λειτουργική αναγέννηση-ανανέωση, τη μετάφραση των λειτουργικών μας κειμένων, την μετατροπή του κατηχητικού-ομολογιακού χαρακτήρος του μαθήματος των Θρησκευτικών σε θρησκειολογικό-μη ομολογιακό;
Ή όταν η άλλη Ακαδημία φιλοξενεί μετά χαράς την συνέλευση της κεντρικής επιτροπής του Π.Σ.Ε.; Σε τίποτε δεν οφελούν, αλλά μάλλον ζημία γίνεται, με την ακολουθούσα-εφαρμοζόμενη τακτική. Δεν τασσόμαστε βεβαίως υπέρ της καταργήσεως των ανωτέρων σχολών και ακαδημιών, αλλά θεωρούμε επιτακτική ανάγκη την μεταμόρφωσή τους από κέντρα οικουμενισμού σε κέντρα όντως ορθόδοξης, πατερικής θεολογίας.
    Τις παραπάνω, λοιπόν, οκτώ προϋποθέσεις, που μας ανέφερε ο όσιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, ετήρησε και εφήρμοσε ο όσιος Συμεών και γι’αυτό ανεδείχθη αυθεντικός, γνήσιος και μέγας θεολόγος, θεόπτης.
    Ο όσιος Συμεών ονομάσθηκε «θεολόγος» εξαιτίας του βάθους της διδασκαλίας του. Γι’αυτό καί ο τύπος του ονόματος «Συμεών ο νέος Θεολόγος». Τό ότι αυτός μαζί μέ τούς άλλους δύο, τόν άγιο Ιωάννη τόν Θεολόγο καί τόν άγιο Γρηγόριο τόν Θεολόγο, μεταξύ όλων των άλλων εκκλησιαστικών ανδρών ονομάσθηκε Θεολόγος, είναι ενδεικτικό των τάσεών του. Όπως εκείνοι οι δύο, έτσι κι αυτός ομιλεί περί αγάπης, περί φωτός, περί αμέσου εμπειρίας του Θεού. Ο βιογράφος του, Νικήτας Στηθάτος, αναφέρει ότι θεολογούσε όπως ο ηγαπημένος άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος˙ «ως ο ηγαπημένος εθεολόγει».
    Στήν εποχή του οσίου Συμεώνος επικρατούσε η παρακάτω αίρεση. Πολλοί, ακόμη καί μοναχοί της μονής Στουδίου, αρνούνταν τήν δυνατότητα θεωρίας καί θεοπτίας. Ο αγγελικός βίος θεωρούνταν ως υπόθεση του μέλλοντος αιώνος καί η εξομοίωση μέ τούς παλαιούς πατέρες κρινόταν αδύνατη τώρα. Η μυστική οδός είχε λησμονηθεί από αιώνων. Σέ εποχή κατά τήν οποία από αιώνες είχε λησμονηθεί η παλαιότερη τάση γιά μυστική θεωρία του Θεού καί βασίλευε η τελετουργική τάξη, ο όσιος Συμεών ανέλαβε νέα πρωτοβουλία πρός αναζήτηση της εσωτερικής πνευματικής εμπειρίας. Δέν απέρριψε τά εξωτερικά μέσα της λατρείας ούτε περιφρόνησε τήν εκκλησιαστική οργάνωση, αλλά έδωσε τήν πρώτη θέση στήν προσωπική επαφή μέ τόν Θεό.
    Κατά τόν όσιο Συμεώνα, αδυναμία υπάρχει μόνο γιά εκείνους, οι οποίοι δέν επιδιώκουν τήν θεωρία καί τήν θεοπτία. Αυτοί, ισχυριζόμενοι αδυναμία, κλείνουν τήν άνοδο πρός τόν Θεό, τήν οποία άνοιξε ο Χριστός καί είναι πάνω από κάθε αίρεση αιρετικοί. Ο όσιος Συμεών ζητούσε από τούς μοναχούς τήν πράξη, αλλά καί κάτι πέρα απ’αυτήν˙ τήν θεωρία. Απαιτούσε νά καταστούν θεωρητικοί.
    Τα έργα, τα συγγράμματα του οσίου Συμεώνος είναι ουκ ολίγα και μεγίστης σημασίας. Έχει γράψει α) κεφάλαια πρακτικά και θεολογικά εκατόν ένα, β) κεφάλαια γνωστικά και θεολογικά είκοσι πέντε, γ) κεφάλαια θεολογικά και πρακτικά εκατό, δ) κατηχήσεις,  ε) λόγους και στ) θείων ερώτων ύμνους.
    Σύμφωνα μέ τήν πνευματική διδασκαλία του, ο όσιος Συμεών διακρίνει τρία στάδια πνευματικής τελειώσεως, κατά τά οποία επικρατούν αντιστοίχως η πράξη, η γνώση καί η θεολογία. Πράξη είναι κυρίως ο αγώνας γιά τήν απόκτηση της απαθείας. Γνώση είναι ο αγώνας γιά τήν κατανόηση του θείου. Θεολογία είναι η θεωρία των θείων, γι’αυτό καί ο όσιος εναλλάσσει τίς λέξεις θεωρία καί θεολογία. Η θεολογία είναι τό ύψιστο στάδιο τελειώσεως.
    Ο όσιος Συμεών είναι ο ποιητής, ο συγγραφεύς της εβδόμης ευχής της ακολουθίας προ της Θείας Μεταλήψεως, που λέει «Από ρυπαρών χειλέων, από βλερυράς καρδίας, από ακαθάρτου γλώσσης, εκ ψυχής ερρυπωμένης…». Στην ευχή αυτή, που είναι γραμμένη σε στίχο πολιτικό, ο όσιος περιγράφει με ζοφερό τρόπο την κατάσταση της αμαρτωλότητος του ανθρώπου και παρακαλεί τον Θεό να δεχθεί την δέηση.
    Εκεί πού ο όσιος Συμεών πρωτοτυπεί είναι η περί φωτός διδασκαλία, στήν οποία ξεπέρασε τούς παλαιοτέρους. Στή διατύπωση των σκέψεών του σ’αυτό τό σημείο ξεκίνησε από δική του εμπειρία, τήν οποία δοκίμασε σέ νεαρή ηλικία. Περιγράφει κάποιον νεανία, πού στεκόταν στό δωμάτιό του, τήν στιγμή κατά τήν οποία φανερώθηκε άνωθεν πλουσίως θεία έλλαμψη καί γέμισε όλο τόν τόπο.
Ο νεανίας τόσο μεταρσιώθηκε, ώστε λησμόνησε αν βρίσκεται στό σπίτι ή κάτω από στέγη. Έβλεπε μόνο φως καί δέν γνώριζε αν πατούσε στή γη. Δέν αισθανόταν ότι έχει σώμα, αλλά ενωμένος ολόκληρος μέ τό άυλο φως καί γενόμενος κι αυτός φως καί ξεχνώντας όλα τά του κόσμου, γέμισε από δάκρυα, ανέκφραστη χαρά καί αγαλλίαση. Έπειτα ανέβηκε στόν ουρανό καί είδε άλλο φως τρανότερο από τό προηγούμενο.
    Τά συγγράμματα του οσίου Συμεώνος περικλείουν σέ κάθε σχεδόν σελίδα τους τίς λέξεις φως, έλλαμψη καί τίς παρόμοιες. Αλλά ο όσιος Συμεών δέν διδάσκει ότι τελικός σκοπός της πνευματικής ανατάσεως είναι η θεωρία του φωτός. Κατ’αυτόν σκοπός είναι η συνάντηση του προσώπου του Χριστού, του οποίου τό σύμβολο είναι τό φως. Η ένωση μέ τόν Χριστό καί τόν Θεό είναι τό τέρμα της πνευματικής τελειώσεως.
    Η ένωση του θείου καί του ανθρωπίνου στοιχείου στόν Θεάνθρωπο Χριστό είναι γεγονός, τό οποίο επαναλαμβάνεται πάντοτε σέ κάθε άνθρωπο, πού επιδιώκει καί επιτυγχάνει τήν τελείωση. Ο άνθρωπος συλλαμβάνει τόν Λόγο του Θεού στήν καρδιά του, όπως τόν συνέλαβε η Παρθένος στήν κοιλία της. Έτσι ο Χριστός μορφώνεται μέσα του καί αυτός μορφώνεται στόν Θεό. Τά μέλη του είναι καί αυτά Χριστός.
    Τά ανωτέρω σημαίνουν ότι η πνευματική εμπειρία αρχίζει από τόν παρόντα ήδη κόσμο και ολοκληρώνεται, τελειώνεται στον όγδοο αιώνα, σε αντίθεση με τους αιρετικούς Λουθηρανούς, που τοποθετούν τη θέωση μετά θάνατον. Σημαίνουν επίσης ότι η ανάσταση είναι παρούσα πραγματικότητα, είναι πνευματική ανάσταση καί πιό αξιόλογη από τήν ανάσταση των σωμάτων .
    Σήμερα, λοιπόν, πού εορτάζουμε τήν μνήμη του οσίου Συμεώνος, ας τόν ικετεύσουμε νά δώσει καί σ’εμάς λίγο από τό χάρισμα της θεολογίας καί θεωρίας του Θεού, νά μας αξιώσει νά περάσουμε επιτυχώς τά τρία στάδια της πνευματικής τελειώσεως, τήν πράξη, τήν γνώση καί τήν θεολογία, ώστε, μέ τήν θεωρία του φωτός, νά επιτύχουμε του σκοπού της πνευματικής ανατάσεως, πού δέν είναι άλλος από τήν συνάντηση του προσώπου του Χριστού καί τήν ένωσή μας μέ τόν Χριστό καί τόν Θεό. Αμήν!
 Πρεσβυτέρου π. Ἀγγέλου Ἀγγελακοπούλου  

Η ΜΝΗΜΕΙΩΔΗΣ ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΤΟΥ Ι. ΚΟΡΝΑΡΑΚΗ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ ΠΡΟΣ ΟΛΟΥΣ!


Η ΜΝΗΜΕΙΩΔΗΣ ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΤΟΥ Ι. ΚΟΡΝΑΡΑΚΗ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ ΠΡΟΣ ΟΛΟΥΣ!

«Οι βαρείς λύκοι, λοιπόν, των αιρέσεων, και, μάλιστα, της λοιμώδους νόσου της οικουμενιστικής παναιρέσεως, δεν εξορκίζονται με έναν χαρτοπόλεμο αντιαιρετικών κειμένων -ανιαρό και ανίερο-, ο οποίος χαρτοπόλεμος, κάθε φορά, πληροφορεί το ποίμνιο, απλώς, τι είναι η αίρεσις και ποια καταστροφικά αποτελέσματα προκαλεί στην ζωή της Εκκλησίας»!

«Ο Οικουμενισμός προχωρεί στον χώρο της Εκκλησίας και συνεχώς ισχυροποιείται, επειδή ακριβώς δεν θίγονται οι ορθόδοξοι οικουμενιστές, αφού δεν αποκαλύπτονται τα ονόματά τους».

«Στην όλη σύναξη, κυριάρχησε ομοφώνως η πρόταση να συνταχθεί ένα κείμενο, στο οποίο, επιτέλους, να αποκαλύπτονται όλα τα ονόματα των Οικουμενιστών Ορθοδόξων».

«Γράφετε, σεβαστοί πατέρες, ότι οι οικουμενιστές πατριάρχες και λοιποί, αυτήν την παναίρεση του οικουμενισμού:
«την διδάσκουν "γυμνή τη κεφαλή", την εφαρμόζουν και την επιβάλλουν στήν πράξη κοινωνούντες παντοιοτρόπως μέ τούς αιρετικούς, με συμπροσευχές, ανταλλαγές επισκέψεων και ποιμαντικές συνεργασίες»!

Με το κείμενο αυτό, περιγράφετε κατά λέξη τον ΙΕ΄ κανόνα της πρωτοδευτέρας, ο οποίος σας δίνει το δικαίωμα να διακόψετε το μνημόσυνο των πατριαρχών, αρχιεπισκόπων και επισκόπων.
Δεν το κάνετε όμως, και δεν θα το κάνετε ποτέ»!



 Προς τους σεβαστούς κληρικούς
της Συντακτικής Επιτροπής του κειμένου
ΟΜΟΛΟΓΙΑ ΠΙΣΤΕΩΣ κατά του οικουμενισμού

Του ομότιμου Καθηγ
ητού της Θεολογικής Σχολής κ. Ιωάννου ΚΟΡΝΑΡΑΚΗ




προς Γέροντα Ιωσήφ, Αγίου Ορους, π. Γ. Μεταλληνό, π. Θ. Ζήση, π. Μάρκον Μανώλη και π. Σαράντη Σαράντο.


Έλαβα και ανέγνωσα με ιδιαίτερη προσοχή, τόσο το κείμενο τής παρακλήσεώς σας να συμμετάσχω στην αντιοικουμενιστική σας προσπάθεια, όσο και εκείνο τής διακηρύξεώς σας.
Στο κείμενο της παρακλήσεώς σας, απευθύνεσθε προσωπικώς και ονομαστικώς στον υποφαινόμενο, και σημειώνετε:
«Σας παρακαλούμε θερμά, εφ' όσον συμφωνείτε με το περιεχόμενο της ομολογίας, να προσυπογράψετε το κείμενο, προκειμένου να χαροποιήσουμε έτσι και να καθησυχάσουμε τούς πιστούς, πού αγωνιούν για τα τεκταινόμενα και αναμένουν λόγους αληθείας».
Σκοπός, λοιπόν, της αντιοικουμενιστικής σας προσπάθειας είναι η καθησύχαση των πιστών για την συνεχή ισχυροποίηση της οικουμενιστικής λαίλαπας στον χώρο της Ορθοδόξου Εκκλησίας, και η καθησύχασίς τους ότι, εσείς εγγυάσθε την προστασία της Εκκλησίας από τις καταστροφικές, γι' αυτήν, συνέπειες της οικουμενιστικής δραστηριότητος των Ορθοδόξων ταγών της.

Δυστυχώς, σας δηλώνω ότι, δεν μπορώ να προσυπογράψω το κείμενο, το οποίο εσείς χαρακτηρίζετε ως «Ομολογία Πίστεως», επειδή η ομολογία αυτή δεν γίνεται με τούς όρους και τις απαιτήσεις του Ταμείου των Ιερών Κανόνων της Εκκλησίας, αλλά και της αγιοπνευματικής πατερικής παραδόσεως του μαρτυρίου αίματος και ψυχής, με το οποίο, και μόνον, οι θείοι Πατέρες, ως δούλοι γνησιώτατοι Χριστού, «όλην συλλεξάμενοι ποιμαντικήν επιστήμην και θυμόν ιερόν κινήσαντες, τους βαρείς εξεδίωξαν και λοιμώδεις λύκους των αιρέσεων, εκσφενδονήσαντες αυτούς, με την σφενδόνα του πνεύματος, έξω του της Εκκλησίας πληρώματος», κατά τον υμνογράφον της Εκκλησίας!

Οι βαρείς λύκοι, λοιπόν, των αιρέσεων, και, μάλιστα, της λοιμώδους νόσου της οικουμενιστικής παναιρέσεως, δεν εξορκίζονται με έναν χαρτοπόλεμο αντιαιρετικών κειμένων -ανιαρό και ανίερο-, ο οποίος χαρτοπόλεμος, κάθε φορά, πληροφορεί το ποίμνιο, απλώς, τι είναι η αίρεσις και ποια καταστροφικά αποτελέσματα προκαλεί στην ζωή της Εκκλησίας!
Μέχρι σήμερα, έχει κυκλοφορήσει μεγάλος αριθμός τέτοιων κειμένων, από την ηγουμενική διοίκηση του Αγίου Όρους, από την δική σας ομάδα κληρικών και μοναχών, αλλά και από άλλες αντιοικουμενιστικές προσπάθειες.
Έχει χυθεί πολύ μελάνι και έχει ξοδευθεί πολύ χαρτί, για τα ίδια θέματα, το ίδιο μοτίβο, το δήθεν «μαχητικό», χωρίς κανένα ουσιαστικό αποτέλεσμα εις βάρος των εκκλησιαστικών οικουμενιστών.

Ο Οικουμενισμός προχωρεί στον χώρο της Εκκλησίας και συνεχώς ισχυροποιείται, επειδή ακριβώς δεν θίγονται οι ορθόδοξοι οικουμενιστές, αφού δεν αποκαλύπτονται τα ονόματά τους.
Γι' αυτό και δεν ανησυχούν και είναι σίγουροι ότι θα κερδίσουν τους στόχους τους, χάρη στη δική σας ανημποριά να αγωνισθείτε θεοφιλώς με το πνεύμα της θυσιαστικής σταυρώσιμης μαρτυρίας.

Στην προς εμέ πρόσκλησή σας, γράφετε:

«Υπέρ της Ορθοδοξίας αγωνίσθηκαν και ομολόγησαν, πολλά παθόντες, Αγιοι Μάρτυρες, Ιεράρχαι, Όσιοι και Ομολογηταί».
Εσείς, τι πάθατε, μέχρι σήμερα;
Η αντιοικουμενιστική σας προσπάθεια περιορίζεται στα όρια της ασφαλείας σας, ώστε να μείνετε ανέγγιχτοι από συνέπειες δυσάρεστες για σας.
Παράδειγμα: στην σ. 17 του κειμένου σας, γράφετε:

«Αυτήν την παναίρεση (του Οικουμενισμού) έχουν αποδεχθεί εκ των Ορθοδόξων πολλοί πατριάρχες, αρχιεπίσκοποι, επίσκοποι, κληρικοί, μοναχοί και λαϊκοί».
Ποιοι είναι αυτοί;
Δεν τους κατονομάζετε, όπως οφείλατε να το κάνετε.
Σύμφωνα, μάλιστα, με ειλημμένη απόφαση της συνάξεως των κληρικών και μοναχών.

Σας υπενθυμίζω τα γεγονότα:
Μετά από κάποιο χρόνο από το ανοσιούργημα της παπικής εισβολλής στο Φανάρι, με τις ευλογίες και την σύμπραξη του Πατριάρχου, συνήλθε η Ομάδα, παρόντος του υποφαινομένου, στο Πήλιο, στο Μετόχι της αγιορείτικης Μονής της Λαύρας, για να μελετήσει τους νέους στόχους της.
Στην όλη σύναξη, κυριάρχησε ομοφώνως η πρόταση να συνταχθεί ένα κείμενο, στο οποίο, επιτέλους, να αποκαλύπτονται όλα τα ονόματα των Οικουμενιστών Ορθοδόξων.
Στην σύναξη αυτή, επιτρέψατε και σε πολλούς λαϊκούς να παραστούν, άνδρες και γυναίκες, οι οποίοι ενθουσιάσθηκαν με την πρόταση αυτή και την επικρότησαν, όλοι οι παρόντες.

Απήλθαμε από τον χώρο της συνάξεως εκείνης, τελούντες εν αναμονή λήψεως του κειμένου αυτού, προκειμένου να το υπογράψουμε, για να κυκλοφορήσει το συντομώτερον.
Όμως, ο καιρός περνούσε και καμμία κίνηση δεν εφαίνετο πουθενά, για την συνέχεια τής ζωής της Ομάδος κληρικών και μοναχών.
Ούτε κάποιο κείμενο είχε αποσταλεί.
Έτσι, η δραστηριότητα της Ομάδος περιήλθε στην αβεβαιότητα και στην ακινησίαν για μακρό χρονικό διάστημα.
Το μάκρος αυτής της ακινησίας και της σιωπής, και ήδη, η ματαίωση της κυκλοφορίας του αναμενομένου κειμένου με τα ονόματα των οικουμενιστών ταγών της Εκκλησίας, έδειχνε πειστικώς ότι, ήδη έληγε πλέον η δραστηριότητα της Ομάδος!
Τι μπορεί να συνέβη;
Η απορία αυτή λύθηκε στον υποφαινόμενο, όταν, τον Σεπτέμβριο του περασμένου έτους, δημοσιεύθηκε, στον ΟΡΘΟΔΟΞΟ ΤΥΠΟ, πρωτοσέλιδο άρθρο ενός εξ υμών, με θέμα «Ορθόδοξοι Αντιστάσεις».
Στην πρώτη παράγραφο του άρθρου αυτού με τίτλο «1. Αποδυναμώθηκαν οι αγωνιστές», γράφει:

«Υπάρχει διάχυτη η αίσθηση ότι οι ορθόδοξες αντιστάσεις στην συνεχιζόμενη λαίλαπα του συγκρητιστικού Οικουμενισμού έχουν μειωθεί" ελάχιστες φωνές ακούγονται πλέον. Δυναμικά και συγκροτημένα σύνολα, αποτελούμενα από παραδοσιακούς κληρικούς και μοναχούς, τα οποία αγωνίσθηκαν με σθένος, παρρησία και ομολογιακή διάθεση, και τα οποία με υπογραφές κειμένων, διοργάνωση συνεδρίων, ομιλίες και άλλες εκδηλώσεις, προσπάθησαν να κρατήσουν άγρυπνη την ορθόδοξη αυτοσυνειδησία, δεν εμφανίζονται στο προσκήνιο" μοιάζει σαν να έχουν αποδυναμωθεί εσωτερικά, σαν να έχουν παραιτηθεί από τον αγώνα».
Ήταν φανερό για τι μιλούσε το άρθρο:
για την «κηδεία» της Ομάδος.
Αποδίδοντας την ευθύνη για την σιωπή, στα μέλη της.
Έπρεπε η Ομάδα να διαλυθεί, για να ησυχάσουν οι οικουμενιστές εκκλησιαστικοί ταγοί!
Αν ξαναζωντάνευσε η δραστηριότητα της Ομάδος κληρικών και μοναχών, με νέο χαρτοπόλεμο, αυτό οφείλεται σε λόγους τους οποίους πρέπει, προς το παρόν, να αποσιωπήσω!

Αυτό, πάντως, το πνεύμα, που επικρατεί στο σύνολο των υπευθύνων της Ομάδος αυτής, αποκαλύπτεται στην ανουσιότητα της αντιοικουμενιστικής προσπάθειας. Στην κενότητα της μαρτυρίας της και στο ατελεσφόρητο, γενικά, του αγώνος της. Χαρτοπόλεμος και τίποτε άλλο! Για το θεαθήναι μόνον!
Το γεγονός επιβεβαιώνεται και από την σ. 17 της διακηρύξεως.
Γράφετε, σεβαστοί πατέρες, ότι οι οικουμενιστές πατριάρχες και λοιποί, αυτήν την παναίρεση του οικουμενισμού:
«την διδάσκουν "γυμνή τη κεφαλή", την εφαρμόζουν και την επιβάλλουν στήν πράξη κοινωνούντες παντοιοτρόπως μέ τούς αιρετικούς, με συμπροσευχές, ανταλλαγές επισκέψεων και ποιμαντικές συνεργασίες»!
Με το κείμενο αυτό, περιγράφετε κατά λέξη τον ΙΕ΄ κανόνα της πρωτοδευτέρας, ο οποίος σας δίνει το δικαίωμα να διακόψετε το μνημόσυνο των πατριαρχών, αρχιεπισκόπων και επισκόπων.
Δεν το κάνετε όμως, και δεν θα το κάνετε ποτέ!
Εν τούτοις, με την στάση σας αυτή, παραλογίζεσθε.
Διότι αποφαίνεσθε ότι, οι οικουμενιστές «θέτουν εαυτούς εκτός της Εκκλησίας», εφ' όσον παραβαίνουν κανόνες της Εκκλησίας.
Αλλά, άραγε, είναι εντός της Εκκλησίας οι ιερείς εκείνοι, οι οποίοι καταγγέλλουν ανωνύμως, απλώς με χαρτοπόλεμο -ανιαρό και ανίερο-, πατριάρχες, αρχιεπισκόπους και επισκόπους;
Επιπλέον, τους αναγνωρίζουν, τους κάνουν, κάποτε, και δώρα, και δημοσίως τούς χαρακτηρίζουν ορθοδόξους θεολόγους;

Την στιγμή πού δεν κάνουν οι ίδιοι χρήση του κανόνος που γνωρίζουν, αλλά συμπορεύονται με αυτούς, τους οποίους αναγνωρίζουν και καταγγέλλουν ως οικουμενιστές, πρέπει να μην είναι, και αυτοί, μέλη της Εκκλησίας.
Θα ήσαν μέσα στην Εκκλησία, εφ' όσον θα διέκοπταν το μνημόσυνο των οικουμενιστών προϊσταμένων τους" και, τότε, σύμφωνα με τον κανόνα αυτόν, θα ήσαν «ορθόδοξοι μετά τιμής της πρεπούσης», επειδή: «ουχί σχίσμα επροξένησαν εις την Εκκλησίαν με τον χωρισμόν αυτό, αλλά μάλλον ελευθέρωσαν την Εκκλησίαν από το σχίσμα και την αίρεσιν των ψευδοεπισκόπων αυτών» (Πηδ. σ. 35).

Σεβαστοί Πατέρες!
Το βασικό πρόβλημα της υπάρξέως μας είναι σε ποιο μέτρο αληθεύει η ζωή μας εν Χριστώ Ιησού.
Ο Χριστός, η κατ' εξοχήν ανυπέρβατη αλήθεια, μας υποχρεώνει, εφ' όσον θέλουμε «οπίσω αυτής περιπατείν», να αληθεύουμε εν παντί.
Όταν δεν το κάνουμε, «παίζουμε εν ου παικτοίς», στο τραπέζι των ευαγγελικών αληθειών.
Οι σκοτεινές μεθοδεύσεις, η κάλυψη της αληθείας με το καπέλο του ψεύδους, οι διπλωματίες και οι ποικίλες σκοπιμότητες αυτοπροστασίας, δεν εξαγιάζονται μ' έναν χαρτοπόλεμο αντιαιρετικών κειμένων, μονόδρομο, στον αγώνα της Ομολογίας!



Αυτόν το μονόδρομο αδυνατώ να προσυπογράψω στην προχωρημένη ώρα της ζωής μου, που με πλησιάζει στην κρίση του Θεού!

Ιωάννης Κορναράκης

www.entoytwnika.gr

Σάββατο 19 Οκτωβρίου 2013

π. Νικόλαος Χατζηνικολάου Ταφή ἢ καύση: Ἀμετάκλητη λήθη ἢ αἰώνια μνήμη;

π. Νικόλαος Χατζηνικολάου

Ταφή ἢ καύση: Ἀμετάκλητη λήθη ἢ αἰώνια μνήμη;



Ὑπάρχουν δυὸ βασικὲς ἀλήθειες γιὰ τὴν Ὀρθόδοξη χριστιανικὴ πίστη σχετικὰ μὲ τὸν ἄνθρωπο. Ἡ πρώτη εἶναι ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἔχει ψυχοσωματικὴ ὀντότητα καὶ ἡ δεύτερη ὅτι ἡ ψυχή του εἶναι αἰώνια στὴ φύση της. Τὸ σῶμα τοῦ εἶναι ἀδιάρρηκτα συνδεδεμένο μὲ τὴν ψυχή του καὶ ἡ ψυχὴ μὲ τὴν θεϊκὴ πραγματικότητα.
Ἡ Ἐκκλησία δὲν ἔχει μόνο διδασκαλία περὶ τῆς ψυχῆς, ἀλλὰ βαθιὰ ἐμπειρία της. Δὲν ἔχει ἁπλὰ ἄποψη ἐπὶ τοῦ θέματος ἔχει βίωση ἀληθείας. Ἡ ἀποκάλυψή της δὲν τῆς προσφέρεται μόνον διδακτικά, ἀλλὰ τῆς ἐπαληθεύεται βιωματικά. Δὲν λέει αὐτὸ ποὺ ξέρει ἀλλὰ μεταγγίζει αὐτὸ ποὺ ζεῖ. Ὅταν βλέπει τὸν ἄνθρωπο, τὸν κάθε ἄνθρωπο, δὲν ἀντικρίζει σ᾿ αὐτὸν μόνο τὸ σῶμα του ἢ τὴ χρονικὴ παρουσία του, ἀλλὰ βλέπει τὴν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ νὰ ἀντικατοπτρίζεται στὴν ψυχή του καὶ διακρίνει τὴν αἰώνια διάστασή του. Αὐτὸ πῶς νὰ τὸ ἀρνηθεῖ ἡ Ἐκκλησία;
Ἄνθρωπος δὲν εἶναι τὸ σῶμα, ἡ ὑγεία, αὐτὸ ποὺ βλέπουμε. Οὔτε πάλι ἡ ψυχὴ ὡς διάθεση, ὡς ψυχισμός, ὡς ἔκφραση τῶν ἐγκεφαλικῶν λειτουργιῶν, ὡς φυσικὸ στοιχεῖο συμπεριφορᾶς - αὐτὸ ποὺ ἀντιλαμβανόμαστε. Ὁ θησαυρὸς τῆς ἀνθρώπινης ὑπόστασης εἶναι ἡ ψυχὴ ὡς πρόσωπο, ὡς εἰκόνα τῆς θεϊκῆς δόξης, ὡς αὐτεξούσιο, ὡς δυνατότητα μετοχῆς στὴν αἰωνιότητα, ὡς χάρις αὐθυπέρβασης. Κάθε τι ποὺ σχετίζεται μὲ τὴν ψυχὴ ἀποτελεῖ ἱερὸ γεγονὸς ἢ στοιχεῖο ἔχει νὰ κάνει μὲ τὴν σωτηρία, τὸν ἐξαγιασμό, τὴν ἕνωση μὲ τὸν Θεό, τὴν βίωση τῆς αἰώνιας προοπτικῆς τοῦ ἀνθρώπου. Αὐτὸ εἶναι τὸ στοιχεῖο πού, ἐπειδὴ εἶναι ὑπαρκτὸ καθιστᾶ τὸν ἄνθρωπο ἱερό.
Ἡ ψυχὴ μ᾿ αὐτὴν τὴν ἔννοια, περιφρουρεῖται μέσα στὸ σῶμα ποὺ τὸ μεταμορφώνει σὲ ναό. Τὸ σῶμα ποὺ διαφυλάσσει τὸ θησαυρὸ τῆς ψυχῆς δὲν εἶναι φυλακή. Ἕνα σῶμα ὅμως ποὺ ἐν ζωῇ δὲν τὸ σεβαστήκαμε, οὔτε κὰν φιλόζῳα τὸ διατηρήσαμε, ποὺ βιολογικὰ μὲν τὸ περιποιηθήκαμε στὰ ἐργαστήρια, οὐσιαστικὰ ὅμως τὸ καταστρέψαμε στὴν πρακτική της ζωῆς ἕνα σῶμα στὸ ὁποῖο ἡ ἰατρικὴ δὲν καλεῖται νὰ θεραπεύσει μόνο τὶς συνέπειες τῆς φυσιολογικῆς φθορᾶς ἐπάνω του, ἀλλὰ καὶ τοῦ ἀνορθόδοξου τρόπου καὶ τῆς ἀντίληψης ζωῆς μέσα του, ἕνα σῶμα ποὺ ἡ ἴδια ἡ ψυχή μας τὸ ἀγνόησε, καὶ ἀντὶ μαζί του νὰ ἐπιτελέσει τὸν ἱερουργικὸ σκοπό της, ἱκανοποίησε τὶς φιλήδονες τάσεις καὶ τὶς ἁμαρτωλὲς διαθέσεις της -καὶ μάλιστα μὲ τὴν ἀποδοχὴ καὶ νομικὴ κάλυψη τῆς κοινωνίας-, αὐτὸ τὸ σῶμα εἶναι εὔκολο αὐτὴ ἡ κοινωνία καὶ ψυχὴ νὰ θέλουν νὰ τὸ κάψουν γιὰ νὰ ὁλοκληρώσουν τὸ ἔργο τους καὶ νὰ ἐξαφανίσουν τὴν ἀσέβειά τους.
Γιὰ τὴν Ἐκκλησία τὰ πράγματα εἶναι ἐντελῶς διαφορετικά. Τὸ σῶμα, ὅσο ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἐν ζωῇ, τὸ βλέπει ὡς θυσιαστήριο. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἡ βάναυση ἐπέμβαση ἐπάνω του καὶ ἡ ὑποταγή του στὶς ὁρμές, ποὺ δουλώνουν τὸ αὐτεξούσιο, δηλώνουν ἀσέβεια καὶ ἀποτελοῦν βεβήλωση καὶ ἁμαρτία. Ἡ συντήρηση καὶ τροφοδοσία τοῦ γίνεται πάντοτε μὲ προσευχὴ -προσευχὲς τῆς τραπέζης- ἡ φροντίδα τῆς ὑγείας του ποὺ συνδυάζεται μὲ μυστήριο - τὸ εὐχέλαιο-, ἡ ἀναπαραγωγή του μὲ ἄλλο μυστήριο - τὸ γάμο- καὶ τέλος ὁ ἐξαγιασμός του ἐπιτυγχάνεται μὲ τὴν μετάληψη τοῦ σώματος καὶ τοῦ αἵματος τοῦ Χριστοῦ.
Μόλις ὁ ἄνθρωπος πεθάνει, τὸ σῶμα του γίνεται λείψανο. Τότε αὐξάνει καὶ ὁ σεβασμός μας σ᾿ αὐτό. Τὸ λείψανο ἀποτελεῖ τὴν ἀνάμνηση μίας ἱερουργίας ποὺ μέσα του ἐπιτελεῖτο - τῆς σωτηρίας τῆς ψυχῆς- καὶ τὴν ὑπόμνηση μίας ἄλλης ποὺ τώρα «ἀγνώστως» συνεχίζεται ἔξω ἀπὸ αὐτό- τῆς δόξης τῆς ψυχῆς. Τὸ σῶμα δὲν περιμένει τὴν καταστροφή του, ἀλλὰ τὴν «ἑτέρα μορφή του» (Μαρκ. ιστ´ 12), τὴν ἀναμόρφωσή του «εἰς τὸ ἀρχαῖον κάλλος». Αὐτὴ εἶναι ἡ αἰτία ποὺ ἡ Ἐκκλησία προσεγγίζει τὸ σῶμα μὲ ἰδιαίτερο σεβασμὸ καὶ αἰσθήματα ἱερά. Δὲν καῖμε τοὺς ναούς, πολλῶ δὲ μᾶλλον τοὺς ἔμψυχους ναούς.
Αὐτὸ βέβαια δὲν σημαίνει ὅτι τὸ σῶμα εἶναι κάτι ποὺ δὲν ἐγγίζεται καὶ στὸ ὁποῖο ἀρνούμεθα κάθε παρέμβαση. Τὸ σῶμα εἶναι τὸ ὑποκείμενο στὴ φθορὰ στοιχεῖο τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ φυσικὴ φθορὰ εἶναι ἡ ἰσχυρότερη ἴσως ὑπόμνηση τῆς πτωτικῆς μας φύσεως. Κάθε βίαιη κίνηση ποὺ συνηγορεῖ στὴ συρρίκνωσή του, προσβάλλει καὶ τὴν ψυχή. Γιὰ τὸν λόγο αὐτό, στὸ σῶμα παρεμβαίνουμε μόνο θεραπευτικά, ἀναστέλλοντας τὴν ἐξέλιξη τῆς φθορᾶς, ὅταν καὶ ὅσο μποροῦμε. Ἡ διαδικασία της πρέπει νὰ εἶναι ἐντελῶς φυσικὴ καὶ ποτὲ ἐξαναγκασμένη. Τὴν ἀναλαμβάνει μόνον ὁ Θεὸς μέσα ἀπὸ τὶς συνθῆκες ποὺ ὁ ἴδιος προνοεῖ ἢ ἡ φύση μέσα ἀπὸ τὴν εὐθύνη ποὺ τῆς ἔχει ἀνατεθεῖ. Αὐτὸς εἶναι ἕνας ἄλλος λόγος ποὺ ἡ Ἐκκλησία μας ἀρνεῖται τὴν καύση τῶν νεκρῶν. Ἀφήνει στὴ φύση νὰ ἀναλάβει τὴν εὐθύνη τῆς φθορᾶς τοῦ σώματος. Δὲν τὸ καίει, ἀλλὰ τὸ ἀφήνει νὰ σβήσει. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ ἡ φύση ἐπιτρέπει νὰ μείνει κάποιο ὑπόλειμμα, αὐτὸ ἔχει τὸ λόγο του. Ὅταν καὶ ἡ φύση ἀρνεῖται τὴν ὁλοσχερῆ διάλυσή του ἀνθρωπίνου σώματος, τότε ἡ νομοθετημένη καύση του δὲν εἶναι πράξη ἐπιλήψιμης βίας;
Τὰ ὀστὰ ὑπαινίσσονται ὅτι τὰ σώματα ἔχουν μὲν ὅλα μία ὁμοιότητα, ἀλλὰ ἔχουν καὶ διαφορές. Ἄλλα εἶναι τὰ κοκαλάκια ἑνὸς μικροῦ παιδιοῦ στὴ θέα τους καὶ ἄλλα ἑνὸς ἐνήλικα. Ἄλλα ἑνὸς ἀνθρώπου καὶ ἄλλα κάποιου ζῴου. Ὅταν ὅμως καοῦν, ἡ στάχτη ἐξομοιώνει τὰ πάντα. Καὶ στὴν περίπτωση αὐτὴ ποὺ διατηρεῖται καὶ δὲν σκορπίζεται, δὲν διακρίνονται οἱ διαφορές, ἔχουν ἐξαλειφθεῖ γιὰ πάντα. Μαζὶ μὲ τὰ χαρακτηριστικὰ τοῦ προσώπου, ἔχει ἐξαφανιστεῖ καὶ ἡ εἰκόνα τοῦ ἀνθρώπου μόλις δὲ σκορπιστοῦν καὶ τὰ ὑπολείμματα τῆς στάχτης,μαζὶ μὲ τὰ ψήγματα τοῦ κοινωνικοῦ σεβασμοῦ, ὁριστικοποιεῖται καὶ ἡ διαγραφὴ κάθε ἴχνους παρουσίας του. Ὁ ὑπαρκτικὸς θάνατος ἔχει προσυπογράψει τὸν φυσιολογικό.
Τὸ ὑπόλειμμα τοῦ ἀνθρώπου δὲν εἶναι ἡ ἰσοπέδωση καὶ ἡ ἀπουσία, ἀλλὰ ἡ ταυτότητα καὶ τοῦ εἴδους καὶ τοῦ προσώπου καὶ ἡ παρουσία. Ὁ ἀγώνας νὰ διατηρήσουμε τὰ ὀστά, τὰ λείψανα, ὅ,τι περισσότερο ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο μποροῦμε σ᾿ αὐτὸν τὸν κόσμο, ἰσοδυναμεῖ μὲ τὴν ἀνάγκη μας νὰ διατηρηθεῖ ὅσο περισσότερο γίνεται τὸ πρόσωπό του στὸν ἄλλο. Ὁ σεβασμός μας στὰ νεκρὰ λείψανα πιστοποιεῖ τὴν πίστη μας στὴν ἀθάνατη ψυχή.
Οἱ νεκροὶ δὲν εἶναι «πεθαμένοι» ἀλλὰ κεκοιμημένοι. Τοποθετοῦνται μὲ σεβασμὸ στὸν τάφο, στραμμένοι πρὸς ἀνατολᾶς μὲ τὴν προσδοκία τῆς ἀναστάσεώς τους. Ἡ Ἐκκλησία συνειδητὰ ἀρνεῖται τὸν ὄρο «νεκροταφεῖα» καὶ ἐπιμένει στὸν ὄρο «κοιμητήρια». Καὶ τὸ κάνει αὐτὸ ὄχι γιὰ λόγους ψυχολογικοῦ -γιὰ νὰ μὴν ἀγριεύουμε- ἀλλὰ γιὰ λόγους καθαρὰ πνευματικούς: νεκρὸς δὲν σημαίνει τελειωμένος (ποὺ ἔχει τελειώσει) ἀλλὰ τετελειωμένος (ποὺ ἔχει τελειωθεῖ). Τέλος δὲν σημαίνει λήξη, ἀλλὰ τελείωση. Τὰ ὀστὰ τῶν νεκρῶν ἀποτελοῦν ἀνάμνηση τῆς παρελθούσης ζωῆς τους, ἐνθύμηση τῆς παρούσης καταστάσεώς τους, ἀλλὰ καὶ ὑπόμνηση τῆς μελλούσης προοπτικῆς μας. Αὐτὰ μὲ κανένα νόμο δὲν καίγονται.
Ἡ Ἐκκλησία δὲν τιμᾶ τὸ σῶμα καὶ χωριστὰ τὴν ψυχή, ἀλλὰ τὸν σύνδεσμο τῶν δυό, τὸν ἄνθρωπο ὡς ὅλον. Στὸν κίνδυνο νὰ ξεχαστεῖ ὁ ἄνθρωπος, ἐπειδὴ δὲν φαίνεται ἡ ψυχῆ του, διατηροῦμε τὸ σῶμα, ποὺ δὲν μᾶς τὴν θυμίζει μόνο ὅταν λειτουργεῖ ἀλλὰ καὶ ὅταν ἁπλὰ ὑπάρχει. Ἡ ὁριστικὴ καταστροφὴ τοῦ σώματος, ἡ καύση του, δὲν εἶναι καύση νεκροῦ ἀνθρώπου -κάτι ποὺ καίγεται - ἀλλὰ προσπάθεια καύσης τῆς ζωντανῆς ψυχῆς του, κάτι ποὺ δὲν καταστρέφεται.
Ἡ ψυχῆ ζεῖ. Αὐτὸ φαίνεται ἀπὸ τὸ ὅτι τὰ λείψανα ἔχουν ζωὴ ὄχι βιολογικὴ βέβαια ἀλλὰ κάποιας μορφῆς πνευματική, ποὺ ὅμως διαπιστώνεται. Ὅταν ἔχουμε ἄτομα ποὺ ἡ βίωσή τους τῆς πνευματικῆς πραγματικότητος ἦταν τόσο ἔντονη ὥστε καὶ ἀπὸ τότε ποὺ ζοῦσαν ἐν χρόνῳ τὴν παχύτητα αὐτοῦ τοῦ κόσμου, αὐτὰ νὰ λειτουργοῦν στὶς συχνότητες τοῦ ἄλλου, τότε ὁ θάνατός τους εἶναι κοίμηση ποὺ ἀποτυπώνεται στὰ λείψανά τους. Εἶναι πολύτιμη ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας, διαρκῶς ἐπαληθευόμενη, ὅτι πλεῖστα ὅσα ἐξ αὐτῶν ἐμφανίζουν ἰδιάζουσα χάρι. Εἶναι γνωστὸ ὅτι συχνὰ τὰ λείψανα τῶν ἁγιορειτῶν μοναχῶν ἀλλὰ καὶ τῶν ἄλλων ἐξαγιασμένων ἀνθρώπων ποὺ ἡ ζωὴ τοὺς τίμησε τὸ σῶμα καὶ ἡ ψυχῆ τοὺς φανέρωσε μεγαλύτερη εὐρωστία καὶ ζωτικότητα ἀπὸ αὐτό, διατηροῦν μία ἐντυπωσιακὴ εὐκαμψία γιὰ ὦρες μετὰ θάνατον. Δὲν κοκαλώνουν!
Ἀλλὰ καὶ ἡ ἀποδεδειγμένη εὐωδία, τὸ κέρινο χρῶμα τους, ἡ θαυματουργικὴ χάρι τους ἢ ἡ φυσικὴ ἀφθαρσία ὁλόσωμων ἁγίων, στοιχεῖα ἀσυνήθη καὶ φυσικῶς ἀνεξήγυτα, εἶναι ἀναμενόμενα φαινόμενα τῆς πνευματικῆς πραγματικότητος. Αὐτὰ τὰ λείψανα, γιὰ τὴν ὀρθόδοξη ἐκκλησιαστικὴ παράδοση καὶ συνείδηση, ἀποτελοῦν περιουσία πολυτιμότερη καὶ ἀπὸ τὴ διδασκαλία της θησαυροὺς ἀναγκαιότερους καὶ ἀπὸ τὰ σκεύη της. Στὰ λείψανα τῶν μαρτύρων της ἑδράζονται οἱ ἅγιες τράπεζές της. Ἂν αὐτὰ κάψει, θὰ ἔχει ἤδη θυσιάσει τὰ ἱερὰ θυσιαστήριά της θὰ ἔχει καταστρέψει τὰ ζωτικὰ σπλάχνα της.
Ἡ ψυχὴ ὑπάρχει, ζεῖ καὶ ἀναγνωρίζει τὸ σῶμα της καὶ μετὰ θάνατον. Βλέπει καὶ μπορεῖ νὰ ἀντικρύσει τὴν καύση του. Ἄραγε θὰ τὴν ἐγκρίνει; Ἡ ἴδια στὴν κατάσταση ποὺ εἶναι δὲν βλάπτεται ἀπὸ τὶς δικές μας ἐνέργειες οὔτε καὶ ὅταν τῆς καταστρέφουν τὸ δικό της σῶμα.
Ἡ ἀσέβεια ἐπάνω της ὅμως φθείρει ἐμᾶς. Τὸ ἠθικὸ κριτήριο σὲ μία τόσο καίρια ἀπόφαση γιὰ τὴν Ἐκκλησία εἶναι πνευματικὸ δὲν ἔχει νὰ κάνει μὲ τὶς ἐπιλογὲς μίας πεθαμένης κοινωνίας, μίας κοινωνίας ποὺ ἀρνεῖται τὴν ἀθανασία της, ἀλλὰ μὲ τὶς προτιμήσεις τῆς ἀθάνατης ψυχῆς, τῆς ψυχῆς ποὺ ἐπιβεβαιώνει τὴν αἰωνιότητά της.
Ἂν μᾶς ρωτοῦσαν πὼς θὰ προτιμούσαμε νὰ φύγει ἀπ᾿ αὐτὸν τὸν κόσμο κάποιος δικός μας: ἀπὸ ἐγκεφαλικὴ ἀποπληξία, ἀπὸ καρδιακὴ ἀνακοπή, μὲ παραμορφωτικὰ ἐγκαύματα, ἢ νὰ ἀποτεφρωθεῖ ἀπὸ ἀνάφλεξη καὶ πυρκαγιά, ἔχω τὴν ἐντύπωση πὼς ὁ τραγικότερος τρόπος θὰ ὁμολογούσαμε πὼς εἶναι ὁ τελευταῖος.
Εἶναι φυσικὸ στὸν ἄνθρωπο, ὅταν ἀποχαιρετᾶ τὸν ἄνθρωπό του, νὰ θέλει νὰ ἀντικρύσει γιὰ τελευταῖα φορὰ τὴν οἰκεία σ᾿ αὐτὸν ὄψη καὶ ὄχι τὸ ἀποτρόπαιο κατάντημά του σὲ ἀπάνθρωπη, ἀνοίκεια καὶ ἀπρόσωπη στάχτη. Ἡ λεπτὴ ἀγάπη τῶν στιγμῶν ἐκείνων ἐκφράζεται ὡς ἀνάγκη νὰ ἀγκαλιάσει κανείς, νὰ φιλήσει, νὰ χορτάσει τὸ βλέμμα του, νὰ ἐκδηλωθεῖ τρυφερὰ πάνω στὸ ἄψυχο σῶμα. Ἂν μᾶς πληγώνει ἡ βία τῆς φύσεως, πῶς ἐμεῖς ἐπιλέγουμε τὴ βία τοῦ αὐτεξουσίου μας; Ὅταν κάτι εἶναι πολύτιμο καὶ τὸ χάνουμε, προσπαθοῦμε νὰ κρατήσουμε ὅσο περισσότερο ἀπ᾿ αὐτὸ μποροῦμε. Ποτὲ δὲν νομοθετοῦμε τὴ βίαιη μείωση τοῦ τελευταίου ἀνεκτίμητου ὑπολείμματός του.
Ἡ ἀπόφαση ὅτι δὲν ἔχουμε χῶρο στὰ κοιμητήριά μας ἰσοδυναμεῖ μὲ προσβολή. Ἂν δὲν ἔχουμε, νὰ δημιουργήσουμε χῶρο. Ἡ ἀγάπη δημιουργεῖ καὶ χῶρο καὶ προϋποθέσεις. Ἡ χρηστικὴ ἀνάγκη ποτὲ δὲν εἶναι οὐσιαστικὴ καὶ πάντα πιστοποιεῖ τὴ στενότητα τοῦ καρδιακοῦ χώρου. Ἡ ἀνάγκη τοῦ σεβασμοῦ εἶναι πολὺ μεγαλύτερη γι᾿ αὐτὸν ποὺ τὸν ἐκχωρεῖ παρὰ γι᾿ αὐτὸν ποὺ ἀποδέχεται.
Ἔτσι ποὺ βαδίζει ἡ κοινωνία μας δὲν θὰ ἔχει μόνον ἔλλειψη χώρου, ἀλλὰ καὶ ἀνθρώπους δὲν θὰ βρίσκει γιὰ νὰ θάψουν, ἴσως καὶ νὰ κάψουν, τοὺς νεκρούς της. Στὸ ἀπέραντο γηροκομεῖο τοῦ «πολιτισμένου» κόσμου μας, ὅπου οἱ νέοι τείνουν νὰ γίνουν πολὺ λιγότεροι ἀπὸ τοὺς ἡλικιωμένους καὶ οἱ γεννήσεις πολὺ πιὸ σπάνιες ἀπὸ τοὺς θανάτους, θὰ ὑπάρχουν νεκροὶ καὶ ὄχι νεκροθάφτες. Ἀντὶ νὰ ἐνδιαφέρεται ἡ κοινωνία μας γιὰ τὴν ἀρχὴ τῆς ζωῆς, π.χ. τὸ δημογραφικὸ πρόβλημα, ὑπερ-ἀπασχολεῖται μὲ τὸ τέλος, τὴν καύση. Ἡ ἴδια νοοτροπία ποὺ ἀποφεύγει, τὴ γέννηση, δηλαδὴ τὴ ζωή, αὐτὴ ποὺ ἀπορρίπτει καὶ τοὺς γέρους, αὐτὴ ποὺ προτείνει τὴν εὐθανασία, αὐτὴ ποὺ ἡ ἴδια δὲν ἀντέχει καὶ τοὺς νεκροὺς ἀρνεῖται τὴ δημιουργία καὶ ἐπιλέγει τὴν καύση. Αὐτὴ ὑπογράφει τὸ ὁριστικὸ τέλος τοῦ τέλους τὸ τέλος τοῦ σκοποῦ τὸ τέλος τοῦ ἀνθρώπου.
Αὐτοὶ ποὺ ἀγνόησαν τὸ δικαίωμα τοῦ ἀνθρώπου γιὰ τὸ Θεὸ καὶ πρόσβαλαν τὰ ἀπαράγραπτα δικαιώματα τοῦ Θεοῦ γιὰ τὸν ἄνθρωπο, αὐτοὶ καὶ μόνον μποροῦν νὰ ἐπικαλοῦνται τὰ λεγόμενα ἀνθρώπινα δικαιώματα γιὰ νὰ νομιμοποιήσουν τὴν ἀσέβειά τους στὸν ἄνθρωπο.
Ἡ καύση τῶν νεκρῶν δὲν εἶναι ἀτομικὸ δικαίωμα τοῦ νεκροῦ πλέον ἀνθρώπου. ἡ διατήρηση τοῦ σώματός τους ἀποτελεῖ κοινωνικὴ ὑποχρέωση σεβασμοῦ καὶ ἐπιβιώσεως τοῦ προσώπου του. Εἶναι ἀδύνατο τὸ θέλημα τοῦ ἑνὸς -καὶ ἂς ἀποκαλεῖται αὐτὸ δικαίωμα- νὰ προσκρούει στὴν ἀνάγκη γιὰ σεβασμὸ τοῦ συνόλου. Δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι δικαίωμα κάποιου νὰ τὸν ... κάψουμε ἐμεῖς! Τὸ θέμα δὲν εἶναι ἂν κάποιος ἐπιθυμεῖ νὰ καεῖ. Εἶναι ἂν ἡ κοινωνία θὰ δεχθεῖ νὰ τὸν κάψει.
Ἡ κοινωνία μὲ τὴν καύση τῶν νεκρῶν προσυπογράφει τὸ δικό της τέλος: τὸν μηδενισμό της. Μία κοινωνία ποὺ δὲν ἀντέχει τὸν ἄνθρωπο οὔτε στὴν ἀσθένειά του, οὔτε στὴν ἀδυναμία του, οὔτε στὸν θάνατό του, μία κοινωνία ποὺ καίει τοὺς νεκρούς της, μία κοινωνία ποὺ καταστρέφει καὶ τὴν ἀνάμνηση τῆς ζωῆς καὶ τὴν ἐνθύμηση τῶν μελῶν της -αὐτὸ εἶναι τὰ λείψανα- μία κοινωνία ποὺ κάνει τὴν ἀρχὴ τοῦ ἀνθρώπου τεχνητὴ καὶ μηχανικὴ καὶ τὸ τέλος του ὁριστικὸ καὶ ἀμετάκλητο, μία κοινωνία ποὺ ἀρνεῖται τὴν πνοὴ τοῦ αἰώνιου καὶ ἐγκλωβίζεται στὴν ἀσφυξία τοῦ ἐφήμερου, τί σχέση μπορεῖ νὰ ἔχει αὐτὴ ἡ κοινωνία μὲ τὴ ζωή; Ἀκόμη καὶ οἱ ἄθεοι ὑπογράμμιζαν τὴν ἀνάμνηση τῶν ἐπίγειων θεῶν τους μὲ ταριχεύσεις τῶν σωμάτων τους (περίπτωση Λένιν), ἢ ὅπου αὐτὸ δὲν ἦταν δυνατόν, μὲ κατασκευὲς ἀγαλμάτων καὶ ψεύτικων ὁμοιωμάτων.
Φαίνεται πὼς τὸ ἀποτέλεσμα τοῦ ἀνθρωπισμοῦ χωρὶς Θεό, τοῦ πολιτισμοῦ χωρὶς ἀξίες καὶ τοῦ μηδενισμοῦ χωρὶς σκοπό, τὸ ἀποτέλεσμα τῆς σύγχυσης τῆς ἀθεΐας, εἶναι ἡ ἐξαφάνιση τοῦ ἀνθρώπου, ἡ καύση καὶ τοῦ τελευταίου ὑπολείμματός του. Ἡ καύση τῶν νεκρῶν ὁδηγεῖ στὴν καύση τῆς ἀνθρώπινης ἀξιοπρέπειας.
Κατόπιν τούτων, δὲν εἶναι ὅτι δὲν τῆς ἐπιτρέπεται, ἀλλὰ ἡ Ἐκκλησία ἀδυνατεῖ καὶ ἀρνεῖται νὰ δεχθεῖ μία ἁπλῶς χρηστικὴ καὶ καθόλου πειστικὴ λύση ἐλάσσονος πρακτικῆς βαρύτητος καὶ νὰ θυσιάσει τὸ βίωμα τοῦ σεβασμοῦ της στὴ θεϊκότητα τοῦ προσώπου τοῦ κάθε ἀνθρώπου, πολλῷ μᾶλλον τοῦ ἀνθρώπου ποὺ αὐτὴ βάφτισε στὴ κολυμβήθρα της, τιμώντας ταυτόχρονα καὶ τὴν ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα του. Τὸ μεῖζον δὲν μπορεῖ νὰ ὑποταχθεῖ στὸ ἔλασσον. Εἶναι ἀδύνατον ὅποιος πιστεύει στὴν Ἐκκλησία καὶ ἀποδέχεται τὴν πρόταση ζωῆς της, ὅποιος ζεῖ τὴν πραγματικότητα τῆς ψυχῆς, ὅποιος σέβεται τὸν ἄνθρωπο νὰ μὴν τιμᾶ καὶ τὸ σῶμα. Τὸ σῶμα χρῄζει μεγαλύτερης τιμῆς καὶ σεβασμοῦ ἀπὸ τὴν κοινωνία μετὰ θάνατον ἀπ᾿ ὅση περιποίηση καὶ προστασία δέχθηκε ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν ἄνθρωπο κατὰ τὴ διάρκεια τῆς ζωῆς του.

Τετάρτη 16 Οκτωβρίου 2013

Η ευγονική και ευθανασιακή νοοτροπία του συγχρόνου ανθρώπου (Σεβ. Μητροπολίτης Ναυπάκτου & Αγ. Βλασίου Ιερόθεος) alopsis

Η ευγονική και ευθανασιακή νοοτροπία του συγχρόνου ανθρώπου (Σεβ. Μητροπολίτης Ναυπάκτου & Αγ. Βλασίου Ιερόθεος) alopsis
ΒΙΟΗΘΙΚΗ
Παρατηρούμε ότι η εποχή μας διακρίνεται από μια ευγονική και ευθανασιακή νοοτροπία, και τις εκδηλώσεις αυτής της νοοτροπίας τις βλέπουμε καθημερινά στην ζωή των συνανθρώπων μας, αλλά πολλές φορές αυτό επηρεάζει και εμάς τους ίδιους.
Θεολογικά μπορούμε να πούμε ότι τόσο η ευγονική όσο και η ευθανασιακή νοοτροπία συνδέεται με το πάθος της φιλαυτίας και της ευζωίας, αλλά και της απολυτοποίησης της παρούσης ζωής, με την παραθεώρηση της μετά τον θάνατον ζωής. Στην πραγματικότητα πρόκειται για μια νοοτροπία που αρνείται την θνητότητα και παθητότητα, τον πόνο που συνδέεται με αυτές, αλλά παραθεωρεί και την εμπιστοσύνη στην Πρόνοια του Θεού. Ενώ η ζωή και ο θάνατος είναι δεδομένα και συνδέονται με τον Θεό, οι άνθρωποι τα ιδιοποιούνται και συμπεριφέρονται ως ιδιοκτήτες. Τα συνθήματα που επικρατούν περί της «διαχειρίσεως και επιλογής της ζωής» και της «διαχειρίσεως του θανάτου» και του δικαιώματος στην ζωή και τον θάνατο συνιστούν μια διαφωτιστική νοοτροπία που απολυτοποιεί και αυτονομεί την ανθρώπινη ζωή. Νομίζει κανείς ότι και στο θέμα αυτό εφαρμόζεται πρακτικά η θεωρία του υπερανθρώπου του Νίτσε.
Όπως είναι γνωστόν ο Νίτσε είναι ο εκφραστικότερος εκπρόσωπος μιας τάσης που αναπτύχθηκε στα μέσα του 19ου αιώνος που χαρακτηρίζεται ως «φιλοσοφία της ζωής». Μεταξύ των άλλων ο Νίτσε διακηρύσσει ότι οι ηθικές έννοιες δεν είναι αντικειμενικές, όπως διατυπώνεται στο βιβλίο του «Ανθρώπινα, πάρα πολύ ανθρώπινα» και ακόμη ότι ο μόνος υπαρκτός κόσμος είναι ο φυσικός κόσμος όπως διατυπώνεται στο βιβλίο του «Πέραν του καλού και του κακού». Στα βιβλία του «Τάδε έφη Ζαρατούστρας» και «Η θέλησις προς δύναμιν» παρουσιάζεται η δική του αξία, που είναι η δύναμη, η υγεία και η ευτυχία. Γενικά, «ο υπεράνθρωπος» του Νίτσε διακρίνεται για τέσσερα γνωρίσματα, ήτοι ο Θεός πέθανε, η μη λύπη για τον πλησίον, ο ανεύθυνος και ανελέητος πόθος για την εξουσία και όλα επιτρέπονται. Η ρήση του Ντοστογιέφσκι «δίχως Θεό όλα επιτρέπονται» εκφράζει απόλυτα την νιτσεϊκή θεωρία. Νομίζει κανείς ότι μερικές απολυτοποιημένες απόψεις γύρω από θέματα της γενετικής μηχανικής, της ευγονικής και της ευθανασίας εκφράζουν απόψεις της νιτσεϊκής φιλοσοφίας.
Είναι ευνόητον ότι η Εκκλησία πρέπει να ποιμαίνη τον συγκεκριμένο άνθρωπο κάθε εποχής και να τον βοηθά να υπερβαίνη τα προβλήματά του και στην πραγματικότητα να επιλύη τα υπαρξιακά του ερωτήματα, που σχετίζονται με την ζωή και τον θάνατο. Όσο κι αν προχωρή η επιστήμη και αναπτύσσεται ο τεχνολογικός πολιτισμός, ο άνθρωπος είναι ο ίδιος, με τα αιώνια υπαρξιακά ερωτήματα που τον βασανίζουν. Αυτό σημαίνει ότι η Εκκλησία θα πρέπη να αντιμετωπίζη όλα τα προβλήματα που απασχολούν τον σύγχρονο άνθρωπο μέσα από την θεολογική της προοπτική, που είναι η σωτηρία του. Έτσι, η ποιμαντική είναι η προσπάθεια της Εκκλησίας να οδηγήση τον συγκεκριμένο άνθρωπο, κάθε εποχής και κάθε νοοτροπίας, στην κατά Χάρη θέωση, την εν-Χρίστωσή του.
Με αυτήν την έννοια το θέμα «η ποιμαντική της Εκκλησίας στην ευγονική και ευθανασιακή εποχή μας» είναι σημαντικό και αναγκαίο.


1. Οι όροι ευγονία και ευθανασία


Πριν προχωρήσουμε στο να δούμε τα προβλήματα της ευγονικής και της ευθανασιακής νοοτροπίας θα πρέπη, όπως γίνεται σε όλες τις επιστήμες, να γίνη μια ανάλυση των όρων ευγονία και ευθανασία, όπως χρησιμοποιούνται σήμερα, για να αντιληφθούμε το πλαίσιο μέσα στο οποίο θα κινηθούμε.
Και οι δυό αυτές λέξεις είναι σύνθετες, των οποίων το πρώτο συνθετικό είναι το «ευ», που σημαίνει καλώς. Με το επίρρημα ευ στις λέξεις γόνος και θάνατος προσδιορίζεται ο καλός γόνος-απόγονος και ο καλός θάνατος.
Ο όρος «ευγονία» παράγεται από το ευ και το γονία. Η λέξη γονία προέρχεται από την λέξη γόνος, αλλά χρησιμοποιείται και η λέξη γονίδιο. Διατυπώνεται, όμως, η άποψη ότι αντί της λέξεως γονίδιο θα ήταν καλύτερο να χρησιμοποιηθή η λέξη γενίδιο, που προέρχεται από την λέξη γενεά, από την οποία προέρχονται και οι λέξεις γενετική, γενότυπος. Πάντως, ο όρος γονίδιο «αποδίδεται στην θεμελιώδη φυσική κληρονομική μονάδα, η οποία ταυτοποιείται από τις αλληλόμορφες παραλλαγές της και κατέχει ένα τόπο στο χρωμόσωμα».
Είναι γνωστόν ότι μέσα σε κάθε κύτταρο υπάρχει το DNA που είναι το ιδιαίτερο κληρονομικό υλικό κάθε όντος και το οποίο βρίσκεται στα χρωματοσώματα. «Τα γονίδια είναι τμήματα του DNA κατά μήκος των χρωματοσωμάτων και περιέχουν τις οδηγίες που χρειάζεται ο οργανισμός για να λειτουργεί». Για να κατανοηθή καλύτερα η σχέση που υπάρχει μεταξύ του DNA, των γονιδίων και των χρωματοσωμάτων, μπορεί να χρησιμοποιηθή μια εικόνα. «Εάν τα χρωμοσώματα είναι μια κασέτα ήχου, το DNA είναι η ταινία της και τα γονίδια είναι τα τραγούδια που είναι μαγνητοφωνημένα στην ταινία».
Από την λέξη γονίδιο παράγονται οι όροι που καθορίζουν τις ιδιαίτερες επιστήμες, οι οποίες ασχολούνται με παρόμοια ζητήματα, όπως η γενετική, που ασχολείται με τα γονίδια και την δράση τους, η γονιδιωματική, που εξετάζει ολόκληρο το γενετικό υλικό του γονιδιώματος, η επιγενετική, που εξετάζει όλο το πολύπλοκο σύστημα των αλληλεπιδράσεων στα γονίδια, η συγκριτική γονιδιωματική, που συγκρίνει τα γονιδιώματα μεταξύ των ειδών, η μεταγονιδιωματική, που μελετά και καταγράφει το γονιδίωμα των μικροβίων.
Κατ' επέκταση ευ-γονική είναι «η μελέτη μεθόδων ευρισκομένων κάτω από κοινωνικό έλεγχο για τη γενετική βελτίωση του είδους μας’  διακρίνεται σε αρνητική και θετική με την πρώτη να αφορά την απομάκρυνση βλαπτικών μεταλλάξεων και τη δεύτερη την αύξηση των ωφελίμων’ εφαρμόσθηκε από τους Ναζί και σήμερα επανέρχεται ως Νέα Ευγονική». Βέβαια στον παραπάνω ορισμό ο χαρακτηρισμός αρνητική και θετική δεν έχει αξιολογικό-ηθικό χαρακτήρα.
Το όλο θέμα και τον προβληματισμό που δημιουργεί η Νέα Ευγονική και γενικά η ευγονική νοοτροπία του συγχρόνου ανθρώπου σε σχέση με την σύγχρονη επιστήμη της μοριακής βιολογίας, της γενετικής και της βιοτεχνολογίας θα το δούμε πιο κάτω και, βεβαίως, όπως γίνεται αντιληπτό, σχετίζεται με όλα τα βιοηθικά διλήμματα που ανακύπτουν από τις σύγχρονες εξελίξεις στους παραπάνω τομείς και κυρίως με αυτές που σχετίζονται με την αρχή της ζωής, όπως οι αναπαραγωγικές τεχνολογίες, και πιθανόν οι γονιδιακές και κυτταρικές θεραπείες.
Η λέξη ευθανασία προέρχεται από την το «ευ» και το «θνήσκειν», που δηλώνει τον καλό θάνατο. Και αυτό συνδέεται με όλα εκείνα τα γεγονότα που σχετίζονται με το τέλος της βιολογικής ζωής.
Υπάρχουν πολλές μορφές ευθανασίας, αλλά θα παραμείνουμε σε δύο από αυτές. Η παθητική ευθανασία είναι όταν από τους ιατρούς και το νοσηλευτικό προσωπικό εγκαταλείπεται η θεραπευτική νοσηλεία του αρρώστου, καθώς επίσης εγκαταλείπεται και η διαδικασία ανάνηψης. Η ενεργητική ευθανασία είναι όταν διάφοροι παρεμβαίνουν με διάφορες χημικές ουσίες που τις θέτουν μέσα στον οργανισμό του ανθρώπου και επέρχεται η δηλητηρίαση και ο θάνατος.
Επίσης, με μια ευρύτερη έννοια, μέσα στην ευγονική (ευζωία) και την ευθανασιακή προοπτική μπορούμε να εντάξουμε και τις άλλες ενδιάμεσες καταστάσεις, μεταξύ της ενάρξεως και του πέρατος της βιολογικής ζωής, όπως είναι η προσπάθεια παράτασης της βιολογικής ζωής που γίνεται με τις νέες σύγχρονες μορφές θεραπειών, όπως οι μεταμοσχεύσεις, οι κυτταρικές και γονιδιακές θεραπείες κλπ.
Γενικά, όμως, η ευγονική αναφέρεται στις περιπτώσεις εκείνες που συνδέονται με την αρχή της βιολογικής ζωής και η ευθανασία σε εκείνες που συνδέονται με το τέλος της βιολογικής ζωής.


2. «Ένας ευγονικός πολιτισμός»

Πολλοί κάνουν λόγο για το ότι ευρισκόμαστε σε μια ευγονική εποχή και δημιουργείται ένας ευγονικός «πολιτισμός» με όλες τις συνέπειες και τις θετικές πολύ δε περισσότερο τις αρνητικές προεκτάσεις του.
Ο ακτιβιστής Jeremy Rifkin στο βιβλίο του «Ο αιώνας της βιοτεχνολογίας» ασχολείται, σε ένα κεφάλαιο με τίτλο «Ένας ευγονικός πολιτισμός», με το σημαντικό αυτό θέμα. Θα παρατεθούν μερικές από τις απόψεις του για να φανή έκδηλα η ευγονική νοοτροπία του συγχρόνου ανθρώπου.
Στην αρχή γράφει ότι τον όρο «ευγονική» τον συνέλαβε τον 19ο αιώνα ο εξάδελφος του Κάρολου Δαρβίνου Φράνσις Γκάλτον και διαιρείται, σύμφωνα με το Rifkin, σε δυό κατευθύνσεις. «Στην αρνητική ευγονική που συνεπάγεται μια συστηματική εξάλειψη των αποκαλούμενων ανεπιθύμητων γενετικών γνωρισμάτων και στη θετική ευγονική που ασχολείται με την χρησιμοποίηση της επιλεκτικής διασταύρωσης με στόχο τη "βελτίωση" των χαρακτηριστικών ενός οργανισμού η ενός είδους».
Στην εποχή μας με την χαρτογράφηση του ανθρωπίνου γονιδιώματος, την δυνατότητα ελέγχου για όλο και περισσότερες γενετικές ασθένειες, αλλά και την ανίχνευση προδιαθέσεων για διάφορες ασθένειες, τις νέες αναπαραγωγικές τεχνολογίες και τις νέες τεχνικές για τον γενετικό χειρισμό του ανθρώπου τίθενται τα θεμέλια «για έναν εμπορικό ευγονικό πολιτισμό». Πολλοί διαπιστώνουν ότι «η σάρωση και η θεραπεία των ανθρωπίνων γονιδίων» δημιουργούν την δυνατότητα «να είμαστε σε θέση να επανασχεδιάσουμε τα γενετικά σχεδιαγράμματα του είδους μας και να αλλάξουμε την κατεύθυνση της μελλοντικής πορείας της βιολογικής μας εξέλιξης πάνω στην γη». Η επιδίωξη είναι να δημιουργηθούν «ευγονικοί άνδρες και γυναίκες».
Βεβαίως, υπάρχει προϊστορία ως προς το θέμα αυτό, διότι, όπως περιγράφει αναλυτικά ο συγγραφεύς, υπάρχει το λεγόμενο «ευγονικό παρελθόν της Αμερικής». Πρόκειται για ένα κίνημα που παρατηρήθηκε στην δεκαετία του 1890 «και η γέννησή του ήταν το επακόλουθο του πρώτου μαζικού μεταναστευτικού κύματος». Παρατίθεται μάλιστα ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα του Προέδρου των ΗΠΑ Θεοδώρου Ρούσβελτ, ο οποίος έλεγε: «Οι εγκληματίες θα έπρεπε να στειρώνονται και να απαγορεύεται στα διανοητικά καθυστερημένα άτομα να αφήνουν απογόνους… η έμφαση πρέπει να δοθή στην αναπαραγωγή των επιθυμητών ανθρώπων».
Προ του Α Παγκοσμίου Πολέμου στην Αμερική παρατηρήθηκε ένα ευγονικό κίνημα και ιδρύθηκαν επιτροπές και εταιρείες ευγονικής, το θέμα της ευγονικής ήταν το αγαπημένο θέμα συζήτησης στα σχολεία, στις πολιτικές συναθροίσεις, στις λέσχες γυναικών, στις εκκλησιαστικές συνάξεις και στα λαϊκά περιοδικά.
Οι υπέρμαχοι της ευγονικής «στην προσπάθειά τους να ξεριζώσουν το βιολογικά κατώτερο στοιχείο από τον αμερικανικό πληθυσμό» θεωρούσαν ότι το καλύτερο μέσο ήταν η στείρωση. Έτσι, «μέχρι το 1931, τριάντα Πολιτείες είχαν θεσπίσει νόμους για τη στείρωση και δεκάδες χιλιάδες Αμερικανοί πολίτες είχαν "επιδιορθωθεί" χειρουργικά».
Μετά τον Α Παγκόσμιο Πόλεμο εκφράσθηκε ο μεγαλύτερος θρίαμβος των οπαδών της ευγονικής «με την επιτυχημένη τους καμπάνια για τη θέσπιση ενός μεταναστευτικού νόμου βασισμένου στις προδιαγραφές της ευγονικής». Παρατηρήθηκε μια εκστρατεία με την οποία η μετανάστευση είχε σαφώς βιολογικές κατευθύνσεις, αφού δημοσιεύθηκαν μελέτες και εκθέσεις «για να αποδείξουν την βιολογική κατωτερότητα μερικών ομάδων μεταναστών».
Έπειτα, όλο αυτό το ευγονικό κίνημα που παρατηρήθηκε στην Αμερική και αναφέρεται σε έναν βιολογικό καθαρμό μεταφέρθηκε και στην Γερμανία του Χίτλερ με τα γνωστά αποτελέσματα.
Στις ημέρες μας η ευγονική απέκτησε άλλα εργαλεία τα οποία είναι πιο δυνατά και πιο επικίνδυνα. Πρόκειται για την πρόοδο της μοριακής βιολογίας και της γενετικής μηχανικής. Ο ανασυνδυασμός του DNA, οι γονιδιακές θεραπείες, οι νέες αναπαραγωγικές τεχνολογίες, είναι τα νέα εργαλεία της ευγονικής, η οποία καλείται νέα ευγονική. «Οι μοριακοί βιολόγοι επιλέγουν καθημερινά ποιά γονίδια θα αλλοιώσουν, θα εισαγάγουν και θα ακυρώσουν στον γενετικό κώδικα διαφόρων ειδών». Οι επιστήμονες, οι εταιρείες, το Κράτος λαμβάνουν αποφάσεις «για το ποιά είναι τα καλά γονίδια που πρέπει να εισαχθούν και να διατηρηθούν και ποιά είναι τα κακά γονίδια που πρέπει να αλλοιωθούν η να ακυρωθούν». Είναι επόμενο «ότι η νέα τεχνολογία της γενετικής μηχανικής εισάγει ξανά στην ζωή μας την ευγονική».
Η σύγχρονη (νέα) ευγονική με τις γονιδιακές θεραπείες επεμβαίνει και στα σωματικά κύτταρα και στην αναπαραγωγική σειρά, αφού «οι γενετικές μεταβολές γίνονται στο σπέρμα, στα ωάρια η στα εμβρυακά κύτταρα» που περνούν στις επόμενες γενεές.
Οι σκοποί της ευγονικής επιτυγχάνονται με τις εξής μεθόδους: Την τεχνητή γονιμοποίηση του ωαρίου της γυναικός με σπέρμα από δότη, με όλα όσα συνδέονται με αυτή, τον υβριδισμό κυττάρων διαφόρων ειδών, την εισαγωγή νέων γονιδίων στον άνθρωπο και τα ζώα για την βελτίωση του είδους (τρανσγενετικά ζώα), την αναπαραγωγική κλωνοποίηση.
Έτσι σήμερα υπάρχει δυνατότητα να γίνονται επεμβάσεις στα γονίδια, να εισάγονται σε ασθενείς τροποποιημένα γονίδια, να επιχειρούνται γενετικές μεταβολές στην ανθρώπινη αναπαραγωγική σειρά, να γίνονται διορθωτικές παρεμβάσεις στα κύτταρα του φύλου η στα εμβρυακά κύτταρα κλπ. Οι ενέργειες αυτές μπορεί να έχουν ορισμένα θετικά αποτελέσματα, ενέχουν όμως κινδύνους και για αρνητικά αποτελέσματα, αφού δεν γνωρίζουμε τα πλήρη και μακροχρόνια αποτελέσματα αυτών των επεμβάσεων, όπως ενέχουν και τον κίνδυνο να δημιουργηθούν ανωμαλίες που θα περάσουν στις επόμενες γενεές.
Στα πλαίσια της ευγονικής εντάσσεται και ο προγεννητικός έλεγχος και η προεμφυτευτική γενετική εξέταση των εμβρύων στα πρώτα στάδια της αναπτύξεώς τους για την εύρεση διαφόρων ατελειών.
Βεβαίως, όλα αυτά ενέχουν πολλούς κινδύνους, όπως προαναφέραμε. Πέρα από το άγνωστο της συμπεριφοράς των εισαχθέντων γονιδίων η του νέου ανασυνδυασμένου DNA που μπορεί να χρησιμοποιηθή, δημιουργούνται πολλά και μεγάλα διλήμματα, όπως το αν οι γονείς θα κρατήσουν το έμβρυο η θα κάνουν άμβλωση, το αν θα επιλέξουν να προχωρήσουν σε γονιδιακές θεραπείες η όχι, το αν θα αποφασίσουν να κάνουν «παιδιά κατά παραγγελία», το αν θα επιλέξουν την ενισχυτική θεραπεία κλπ. Ακόμη αναφύονται και άλλα προβλήματα, όπως το ότι μπορούν να δημιουργηθούν ενοχές στους γονείς που δεν επιθυμούν η δεν έχουν χρήματα να προβούν σε τέτοιες τεχνικές της ευγονικής. Επίσης δημιουργούνται και άλλα ηθικά και κοινωνικά προβλήματα, όπως για παράδειγμα ο κίνδυνος του γενετικού στιγματισμού, η η υποχρεωτική υποβολή σε γενετικό έλεγχο των μελλονύμφων προκειμένου να προχωρήσουν σε γάμο. Μάλιστα τον τελευταίο καιρό στην Αμερική παρατηρείται το φαινόμενο να υποβάλλονται αγωγές των γονέων εναντίον των ιατρών και των νοσοκομείων για «αδικαιολόγητη ζωή» και «αδικαιολόγητη γέννηση», επειδή δεν συμβούλευσαν τους γονείς για το πρόβλημα που είχε το αγέννητο παιδί και δεν τους έδωσαν τις απαραίτητες πληροφορίες για να επιλέξουν αν θα έπρεπε να το γεννήσουν η όχι. Ενδεχομένως αργότερα θα παρατηρηθή το φαινόμενο ελαττωματικά παιδιά να υποβάλλουν αγωγές «για αδικαιολόγητη ζωή» εναντίον των γονέων τους, διότι επέδειξαν αμέλεια ως προς το θέμα αυτό κλπ..
Από την ευσύνοπτη αυτή αναφορά φαίνεται καθαρά ότι η ευγονική νοοτροπία της εποχής μας μπορεί να αποβή μια μεγάλη απειλή για την ανθρωπότητα. Βεβαίως, υπάρχει δυνατότητα θεραπείας διαφόρων ασθενειών, αλλά τα γενετικά, κοινωνικά, ανθρωπολογικά, ηθικά διλήμματα και προβλήματα θα είναι αρκετά. Παρατηρείται και στο σημείο αυτό ένας «βιοηθικός δυϊσμός».


3. Η «διαχείριση του θανάτου»

Η ευθανασία είναι ένα θέμα που συνδέεται με το τέλος της βιολογικής ζωής. Πρόκειται για μια ευθανασιακή νοοτροπία που επικρατεί στις ημέρες μας.

Το θέμα είναι ευρύτερο και δεν θα περιορισθή στον τρόπο με τον οποίον επιλέγουμε να περατωθή ο ανθρώπινος βίος, γι' αυτό θα γίνη ιδιαίτερος λόγος για τον θάνατο και πως τον αντιμετωπίζει ο άνθρωπος της εποχής μας. Έτσι θα εκτιμηθή ακόμη περισσότερο η ευθανασιακή νοοτροπία του συγχρόνου ανθρώπου.

Ο θάνατος δεν είναι πορεία προς την ανυπαρξία, αλλά πορεία προς μια συνάντηση. Ακόμη, ο θάνατος είναι ένα γεγονός που απασχολεί τους φίλους και τους γνωστούς και γενικά τα αγαπητά πρόσωπα, τα οποία περιβάλλουν με αγάπη τον μελλοθάνατο. Η ώρα του θανάτου είναι και μυστήριο, αλλά και χρόνος τακτοποιήσεως πολλών θεμάτων και χρόνος προετοιμασίας για την μέλλουσα ζωή και τρόπος του κατάλληλου αποχαιρετισμού των αγαπωμένων προσώπων μεταξύ τους.

Όμως, στην σημερινή εποχή που χαρακτηρίζεται από τα γνωρίσματα της νεωτερικότητας έχουν διαφοροποιηθή οι συνθήκες του θανάτου. Αυτήν την πραγματικότητα αναλύει η Μυρτώ Ρήγου στο βιβλίο της με τίτλο «Ο θάνατος στην νεωτερικότητα». Σε ένα κεφάλαιο του βιβλίου με τίτλο: «Ο κρατικοποιημένος θάνατος» αναλύεται ότι ο θάνατος στην περίοδο της νεωτερικότητας δεν είναι τόσο προσωπικός η οικογενειακός, αλλά κυρίως κρατικοποιημένος, δηλαδή ξέφυγε από τον οικογενειακό χώρο και τον οικογενειακό ιατρό και πέρασε στο Κράτος με την «παρέμβαση του Κράτους-Πρόνοιας». Αλλά και εδώ μπορεί να υπάρξουν σοβαρά προβλήματα, αφού παρατηρούνται φαινόμενα «μειωμένης» ηθικής «στους κόλπους Κράτους-Πρόνοιας εξαιτίας των "ανήθικων" και "δελεαστικών" συμφωνιών που απειλούν την ίδια τη ζωή και που συνάπτονται ανάμεσα στον ιδιωτικό και δημόσιο τομέα με μοναδικό σκοπό το κέρδος των οργανωμένων ολιγοπωλείων». Ο ευαίσθητος χώρος της ιατρικής επιστήμης στις περιπτώσεις αυτές «αποτελεί το κατ' εξοχήν παράδειγμα συγκρότησης και αλληλοδιαπλοκής της γνώσης, της εξουσίας και της ηθικής».

Μελετώντας το θέμα του «κρατικοποιημένου θανάτου», η συγγραφεύς αναλύει διεξοδικά τρεις μορφές που συνδέονται με την σχέση θανάτου και νεωτερικότητας, ήτοι την «αποεθιμοποίηση», την «εμπορευματοποίηση» και την «νοσοκομειοποίηση».

Η πρώτη μορφή που συνδέεται με τον θάνατο στην εποχή της νεωτερικότητας, αλλά και στις ημέρες μας, είναι η «αποεθιμοποίηση».

Ζούμε σε μια εποχή στην οποία τα πάντα διαφοροποιούνται, ακόμη και οι ταξικές σχέσεις και οι πολιτιστικές αξίες. Αυτό παρατηρείται και στα θέματα που συνδέονται με τον θάνατο. Η στάση του ανθρώπου προς τον θάνατο την περίοδο της νεωτερικότητας εκφράζεται με το «ψέμμα», την «ντροπή», και την «αποστροφή».

Ο θάνατος αποκρύπτεται από τον ασθενή και η σύγχρονη τεχνολογία προσπαθεί να τον τιθασεύση, οπότε κυριαρχεί η απώθηση του θανάτου και το «ψέμμα» γύρω από αυτόν. Ακόμη, η ύπαρξη του θανάτου και όλα εκείνα που συνδέονται με αυτόν θεωρούνται «ντροπή και πρόκληση για την τεχνολογική υπεροψία». Οι άνθρωποι αισθάνονται ντροπή να αναφέρωνται στον θάνατο, να πενθούν, να εκφράζωνται συναισθηματικά. Επίσης, τον ρόλο της οικογένειας στον ετοιμοθάνατο τον αναλαμβάνει το Κράτος. Ο οικογενειακός ιατρός αντικαθίσταται από το «απρόσωπο της ιατρικής σχέσης». Δηλαδή, «ο άρρωστος πρέπει να μεταφερθεί αμέσως σε ίδρυμα που διαθέτει τον τεχνολογικό εξοπλισμό και που εγγυάται την επέκταση της ζωής, μέσω της αποανθρωποποίησής του. Στο ίδρυμα άλλωστε θα πρέπει να αποβιώσει. Έτσι, η οικογένεια δέχεται με ανακούφιση την απαλλαγή της από τις φροντίδες που έπρεπε να προσφέρει στον άρρωστο, την στιγμή που ο διαθέσιμος χρόνος γι' αυτές είναι και δυσεύρετος και πολύτιμος. Μεταθέτει λοιπόν την ευθύνη αλλά και τις ενοχές της στο νοσοκομείο, αφαιρώντας από τον εαυτό της ένα μέρος από την ίδια της την "αξιοπρέπεια (που είναι) συνυφασμένη με την επιθανάτια αγωνία του (ετοιμοθάνατου) να πεθαίνει στο σπίτι του"».

Εκτός από το «ψέμμα» και την «ντροπή» που περιβάλλει τον θάνατο κατά την περίοδο της νεωτερικότητας, και εν πολλοίς και σήμερα, επικρατεί και το στοιχείο της «αποστροφής» στην σχέση «με το σώμα του αρρώστου και του νεκρού». «Η θέα του αρρώστου και οι μυρωδιές που αναδύει το σώμα του γίνονται ανυπόφορες». Μέσα σε αυτήν την προοπτική με τον άρρωστο, ο οποίος αντιμετωπίζει την διαδικασία του θανάτου, εργάζεται κυρίως η αποκλειστική νοσοκόμα, τα νεκρά σώματα μπαίνουν στο ψυγείο για όσο καιρό χρειασθή να γίνη η κηδεία, τα σώματα αποτρεφρώνονται για να εξασφαλίσουν όσον το δυνατόν μικρότερο χώρο να μη μας θυμίζουν τον θάνατο.

Η δεύτερη μορφή που συνδέεται με τον θάνατο στην εποχή της νεωτερικότητας είναι η λεγομένη «εμπορευματοποίηση του θανάτου και η βιο-εξουσία».

Η εμπορευματοποίηση εκφράζεται κατ' αρχάς με το γεγονός ότι ο θάνατος πρέπει να απωθηθή στο περιθώριο, σε μια κοινωνία που πολλοί ενδιαφέρονται για το εμπόριο και την αύξηση του κατά κεφαλήν εισοδήματος. Ο θάνατος είναι «καταλύτης όλων των αξιών που επιστεγάζουν την σύγχρονη κοινωνία» και γι' αυτό «ο νεκρός είναι άχρηστος τουλάχιστον ο ζωντανός υποψήφιος νεκρός δεν πρέπει να θυμάται». Και δεν πρέπει να θυμάται, αφού «η μνήμη του πρέπει να νεκρωθεί γιατί οτιδήποτε παραπέμπει σ' αυτή τη μνήμη μιαίνει τον άσηπτο κόσμο της ισχύος και ανατρέπει την λογική τάξη των πραγμάτων».

Όμως, όχι μόνον εξοβελίζεται ο θάνατος από την κοινωνία και την ανάμνηση, επειδή δεν βοηθά την παραγωγικότητα της κοινωνίας, αλλά θα πρέπη ο άνθρωπος να απελευθερωθή και από το πένθος και την μελαγχολία που είναι συνέπεια της απώλειας ενός αγαπητού προσώπου. Και αυτό πρέπει να γίνη, γιατί αν υπάρχη το πένθος και η μελαγχολία, τότε διαταράσσεται η ισορροπία των κοινωνικών σχέσεων. «Η θλίψη, η απελπισία, η απομόνωση του πενθούντα, η ακινησία, η απραξία του, διαβάλλουν το νόημα της ζωής του, αλλοιώνουν τη μορφή της πραγματικότητας, υποσκελίζοντας έτσι την αύξηση του παραγωγικού πλούτου». Έτσι, ο θάνατος «εξορίζεται απ' τις συνειδήσεις, τις αναπαραστάσεις και τα σύμβολα και ξενοδοχείται απ' τους διάφορους επαγγελματίες του θανάτου». Δηλαδή, δεν ασχολείται πια ο μοντέρνος άνθρωπος με τον νεκρό, αλλά γι' αυτόν ενδιαφέρονται οι ειδικοί επαγγελματίες.

Έτσι αναπτύσσεται η λεγόμενη «βιο-εξουσία». Πρόκειται για έναν όρο που εμφανίσθηκε τον 17ο αιώνα ως νέα μορφή «πολιτικής ορθολογικότητας», που σημαίνει «συνύπαρξη πρακτικών» με τέτοιο τρόπο ώστε «να αναδεικνύεται μια τάξη πραγμάτων που απαντά με όρους υγείας και παραγωγικότητας».

Βεβαίως, η «εμπορευματοποίηση του θανάτου» γίνεται εμφανής και σε άλλες εκδηλώσεις της «εμπορευματικής κοινωνίας» που «εκμεταλλεύεται ακόμη και τον θάνατο επωνύμων νεκρών της για να τους ενσωματώσει στην πραγμοποιημένη - καταναλωτική της συνείδηση». Στην ορθολογιστική και καταναλωτική κοινωνία μας, ενώ ο θάνατος κοντινών ανθρώπων αποκρύπτεται και απωθείται, παρατηρούνται και άλλα φαινόμενα, κατά τα οποία ο θάνατος μη συγγενικών προσώπων υπερ-προβάλλεται στα πλαίσια της εμπορευματικοποίησής του, αφού «άνισες εικόνες θανάτου, αν όχι με ταξικό, αλλά με θεαματικό διαφοροποιημένο δείκτη, εισβάλλουν καθημερινά ως θέαμα από τα μαζικά μέσα ενημέρωσης και καταναλώνονται από τους νεκροβόρους θεατές». Στα ΜΜΕ παρουσιάζονται καθημερινά «θάνατοι επωνύμων», αλλά και «θάνατοι ανωνύμων» από πολέμους και πείνα στον τρίτο κόσμο, από εγκληματικότητα και τερατογενέσεις λόγω των πυρηνικών ατυχημάτων και άλλες παράξενες αρρώστιες στις «αναπτυγμένες χώρες».

Τρίτη μορφή θανάτου στην νεωτερική εποχή είναι η λεγόμενη «νοσοκομειοποίηση» η «το κράτος των νοσοκομείων: η ιδρυματοποίηση του θανάτου».

Ήδη έχουμε προαναφέρει ότι στην νεωτερικότητα η οικογένεια μετέθεσε τις ευθύνες της για τον θάνατο των μελών της «σ' ένα απρόσωπο και ομοιόμορφο πεδίο, σε "ένα ναό του θανάτου", όπως ονομαζόταν παλαιότερα ο νοσοκομειακός θεσμός». Βέβαια, σήμερα το νοσοκομείο θεραπεύει ασθένειες, αλλά είναι και χώρος που κυρίως πεθαίνουν οι άνθρωποι. Έτσι, αποποιείται η οικογένεια «το στάδιο της αρρώστιας» των βαρέως πασχόντων ασθενών που βρίσκονται στο λεγόμενο «προθανάτιο στάδιο», και αναλαμβάνει μόνον την κοινωνική αντιμετώπιση του ανθρώπου που είναι οι μεταθανάτιες φροντίδες, τα ταφικά έθιμα, η τύχη της περιουσίας του νεκρού. Με τις εξελίξεις της ιατρικής επιστήμης και του ιατροτεχνολογικού εξοπλισμού οι νέες εξελιγμένες διαγνωστικές και θεραπευτικές μέθοδοι απαιτούν οργάνωση, εξοπλισμό και διαχείριση που μόνον το νοσοκομείο μπορεί να έχη και το οποίο έτσι γίνεται μια «εστία εξουσίας». Αυτό μέσα στα πλαίσια της καπιταλιστικής νοοτροπίας δίνει την ευκαιρία στον επιχειρηματικό κόσμο να βλέπη τα νοσοκομεία ως μια «επικερδή ιδιωτική πρωτοβουλία». Από την άλλη, επειδή το Κράτος διαχειρίζεται την πολιτική της υγείας αλλά και τα Νοσοκομεία, με τον τρόπο αυτόν εμπλέκεται στην διαχείριση της ζωής και του θανάτου, με τα Νοσοκομεία να είναι ο κύριος χώρος όπου παρατηρείται αυτή «η σχέση της πολιτικής εξουσίας με τον ιατρικό λόγο».

Τα Νοσοκομεία επίσης αφού είναι κέντρα θεραπείας και έρευνας, αλλά κυρίως αφού είναι ο χώρος όπου ασκείται η ιατρική, είναι ο κατ' εξοχήν χώρος όπου τίθενται «ζητήματα δεοντολογικής και ηθικής τάξης όπως το πρόβλημα της ευθανασίας, των αμβλώσεων, της "θεραπευτικής μανίας"». Έτσι γίνονται ο χώρος που η ηθική από φιλοσοφική, μεταφυσική, θεολογική πρέπει να γίνη και πρακτική.

Βέβαια, δεν μπορεί κανείς να αρνηθή την αξία των νοσοκομείων στην θεραπεία ασθενών, αλλά πέρα από τα ηθικά διλήμματα, η «νοσοκομειοποίηση» μερικές φορές διευκολύνει την εμφάνιση μορφών εκμετάλλευσης του ανθρώπινου πόνου και της ανθρώπινης αγωνίας μπροστά στον θάνατο.

Πάντως, επειδή δημιουργούνται διάφορα προβλήματα από αυτήν την λεγόμενη «βιο-εξουσία», γι' αυτό την δεκαετία του '70 αναπτύχθηκε η «βιο-ηθική», η οποία «έρχεται αντιμέτωπη με την βιο-εξουσία». Επίσης φαίνεται ότι η «νοσοκομειοποίηση» εγκαθιδρύει ένα νέο επικοινωνιακό καθεστώς μεταξύ του ιατρού και του ασθενούς, του ασθενούς και του περιβάλλοντός του, του ιατρού και του περιβάλλοντος του αρρώστου. Στα μάτια του ασθενούς ο ιατρός μπορεί να είναι «φύλακας της ζωής» η «ιατρός θανατοκράτης».

Όταν ο θάνατος μεταφέρεται από την οικογένεια στον νοσοκομειακό ιατρό, τότε «απομονώνεται και ο θάνατος στο νοσοκομειακό ίδρυμα», με αποτέλεσμα ο θάνατος συχνά στα νοσοκομεία να θεωρήται μια απλή υπόθεση ρουτίνας.

Με την σύγχρονη τεχνολογία και την εξέλιξη της ιατρικής ήταν επόμενο αυτή η μεγαλύτερη δυνατότητα διαχείρισης του ανθρωπίνου σώματος και οι δυνατότητες επιμήκυνσης του χρόνου ζωής, να θέσουν και την αναγκαιότητα επαναπροσδιορισμού της ζωής και του θανάτου, οπότε και άρχισε να εισάγεται και η έννοια της ευθανασίας. Ο επαναπροσδιορισμός της εννοίας του θανάτου την δεκαετία του '60 είχε σχέση με την «διευκόλυνση των μεταμοσχεύσεων». Οπότε και εισήχθη η έννοια του εγκεφαλικού θανάτου. Όμως πέρα και από τον καθορισμό των εννοιών του θανάτου και παρά τις αμφισβητήσεις που υπάρχουν και στους ορισμούς αυτούς, «η ιατρική κρίση για τις διαδικασίες διατήρησης στη ζωή η καταδίκης σε θάνατο καθορίζεται όχι μόνον από την γραφειοκρατική οργάνωση του νοσοκομειακού χώρου, αλλά και από τους τεχνικούς και οικονομικούς προσδιορισμούς του. Επειδή το κόστος των τεχνολογικών μέσων που είναι απαραίτητα για να κρατηθούν οι ασθενείς στη ζωή, είναι μεγάλο, επόμενο είναι να σώζεται πολύ μικρότερος αριθμός ανθρώπων από τον δυνάμενον τεχνικά να σωθή. Έτσι, άνισα κριτήρια θανάτου, από πλευράς ηλικίας (οι ηλικιωμένοι εντάσσονται στη κατηγορία των μη παραγωγικών δυνάμεων) η ηθικά και ταξικά (κοινωνική θέση των περιθωριακών: άποροι, πόρνες, ναρκομανείς, αλκοολικοί) καθορίζουν πολιτικές επιλογές και ασκούν μια νέα μορφή ευθανασίας: την κοινωνική».

Όλα αυτά τα προβλήματα είναι αντικείμενα της βιο-ηθικής, που αντιμετωπίζει την «βιο-εξουσία», η οποία θέλει να διαχειρίζεται την ζωή και τον θάνατο των ανθρώπων.

Ως συμπέρασμα αυτού του κεφαλαίου η συγγραφεύς παρατηρεί ότι ο τρόπος αντιμετωπίσεως της ζωής και του θανάτου διακρίνεται σε τρεις περιόδους.

Στην πρώτη (τέλη 18ου αιώνος-αρχές 19ου αιώνος), με την επίδραση του Διαφωτισμού, κυριαρχούν δύο αρχές: «η ζωή ως ύψιστο αγαθό» και «η επιστημονική γνώση που εξετάζει τη ζωή και το θάνατο ως γνωστικό αντικείμενο». Κατά την άποψη της συγγραφέως, αυτήν την περίοδο το Κράτος «αποδέχεται την είσοδο του αρρώστου στο νοσοκομείο για να προφυλάξει το φτωχό πληθυσμό που εκτίθεται στις μολυσματικές ασθένειες και τις επιδημίες και, συγχρόνως, για να οικειοποιηθεί την ιατρική γνώση και να την ελέγξει».

Στην δεύτερη περίοδο που φθάνει μέχρι την δεκαετία του '60 του 20ου αιώνος, «η μετάβαση στον ώριμο καπιταλισμό και η αύξηση της επεμβατικής δραστηριότητος του Κράτους» φαίνεται να προωθή σαν ιδέα: «την διαχείριση της ζωής, δια μέσου της τεχνολογίας και των δικτύων εξουσίας (νοσοκομείο)».

Στην τρίτη περίοδο, την αρχή της οποίας η συγγραφεύς τοποθετεί γύρω στο 1967, «ο επαναπροσδιορισμός του θανάτου, που εμφανίζεται απαραίτητος μετά τις πρώτες καρδιακές μεταμοσχεύσεις» προβάλλει την «βιο-ηθική».

Επομένως, η «αποεθιμοποίηση», η «εμπορευματοποίηση» και η «νοσοκομειοποίηση» του θανάτου, δημιουργούν μια νέα πραγματικότητα που χρειάζεται πολλή μελέτη και ποιμαντική αντιμετώπιση. Απαιτείται μια ποιμαντική του αρρώστου, του ιατρού, του περιβάλλοντος, του νοσοκομείου, σε αναφορά με την νοηματοδότηση της ζωής και του θανάτου.

4. Εκκλησιαστική ποιμαντική

Η Εκκλησία ομολογεί τον Χριστό και τα όσα Εκείνος απεκάλυψε για τον Θεό, τον άνθρωπο, την κτίση και με αυτήν την ομολογία ποιμαίνει τα μέλη της. Μερικές φορές εργάζεται και αντιαιρετικά, μέσα όμως στην προοπτική της ομολογίας και της ποιμαντικής.

Η Εκκλησία ασκεί ποιμαντική διακονία στα μέλη της, που σημαίνει βλέπει τα προβλήματά τους και καταγράφει τις απαραίτητες προϋποθέσεις για την επίλυσή τους, χωρίς να καταργήται η προσωπική ελευθερία των ανθρώπων. Ο,τι γίνεται, γίνεται με ελευθερία, γιατί η παραβίαση της ελευθερίας συνιστά την αλλοίωση της ανθρωπολογίας και της σωτηριολογίας.

Όταν κάνουμε λόγο για ποιμαντική διακονία, εννοούμε ότι η Εκκλησία διαφυλάσσει τα βασικά σημεία της αποκαλυπτικής αλήθειας, περί του Θεού, του κόσμου, του ανθρώπου, και της σωτηρίας και με αυτά καθοδηγεί τον άνθρωπο για να αποκτήση πνευματικά - χριστοκεντρικά βιώματα. Και, βεβαίως, αυτό σημαίνει ότι ο άνθρωπος πρέπει να πορεύεται από το κατ’ εικόνα στο καθ’ ομοίωση, στην θέωση, που είναι ο βαθύτερος σκοπός του. Ακόμη όταν ο άνθρωπος αποτυγχάνη να ζήση σύμφωνα με τον νόμο του Θεού και μετανοή γι' αυτό, τότε η Εκκλησία με την δύναμη του Χριστού τον θεραπεύει.

Ύστερα από αυτές τις σύντομες διευκρινίσεις θα τονισθούν μερικά κεντρικά σημεία γύρω από το θέμα της ευγονικής και ευθανασιακής νοοτροπίας της εποχής μας.


α) Υπαρξιακά προβλήματα της ζωής και του θανάτου.

Είναι δεδομένο ότι τα βασικά προβλήματα που απασχολούν τον άνθρωπο είναι τα λεγόμενα υπαρξιακά, αυτά που έχουν σχέση με την ζωή και τον θάνατο. Αυτή είναι η βαθύτερη αιτία των βιο-ηθικών προβλημάτων. Ο άνθρωπος δεν δημιουργήθηκε για να πεθαίνη, αλλά ο θάνατος είναι αποτέλεσμα της απομακρύνσεώς του από τον Θεό. Με το προπατορικό αμάρτημα ο άνθρωπος γυμνώθηκε από την θεία Χάρη, σκοτίσθηκε ο νους του και εισήλθε ο θάνατος μέσα στην ύπαρξή του. Έτσι, ο θάνατος είναι συνάρτηση της απομακρύνσεως του ανθρώπου από τον Θεό, είναι ο σκοτασμός του νοός. Έκτοτε τον άνθρωπο τον απασχολεί έντονα το γεγονός της ζωής και του θανάτου.

Από τις αρχές της ηλικίας του ο άνθρωπος αναρωτιέται: τι είναι η ζωή και ο θάνατος• γιατί γεννήθηκα χωρίς να γνωρίζω και χωρίς να μπορώ να προσδιορίζω τον τρόπο της βιολογικής μου ζωής, για το φύλο, την εθνικότητα, τις ατομικές διαφορές από τους άλλους• γιατί να μην έχω απόλυτη ελευθερία• γιατί πεθαίνω και τι γίνεται μετά τον θάνατο• τι είναι η αρρώστια• ποιό είναι το νόημα του πόνου κλπ. Στην θεολογική γλώσσα γίνεται λόγος για την φθαρτότητα και την θνητότητα που υπάρχουν μέσα στον άνθρωπο και πιστοποιείται ακόμη και από την σύγχρονη μοριακή βιολογία.

Αν τα ερωτήματα αυτά που συνδέονται με την φθαρτότητα και την θνητότητα δεν επιλυθούν στα όρια της προσωπικής ζωής, τότε δεν θα μπορέση ο άνθρωπος, όσο κι αν προσπαθήση, να δώση απαντήσεις στα βιοηθικά ζητήματα που προκύπτουν σήμερα, στον αιώνα της βιοτεχνολογίας, από τις εξελίξεις και εφαρμογές της μοριακής βιολογίας και γενετικής, και αφορούν τόσο στην έναρξη όσο και στο τέλος της βιολογικής ζωής. Είναι δυνατόν να μπορέση να λύση μεμονωμένες περιπτώσεις, αλλά συνεχώς θα αναφύωνται άλλα προβλήματα. Έτσι, το βαθύτερο πρόβλημα που πρέπει να επιλυθή είναι το υπαρξιακό και το να μπορέση ο άνθρωπος να υπερβή το γεγονός της βιολογικής ζωής και του θανάτου, να αποκτήση νόημα και η ζωή και ο θάνατος.


β) Ποιμαντική στον άρρωστο, τους συγγενείς και τον ιατρό.

Πέρα από την γενική αυτή θεώρηση που είναι η βάση κάθε ποιμαντικής διακονίας σε όλες τις ηλικίες, πρέπει να εξασκήται και μια ειδική ποιμαντική για κάθε πρόβλημα που τίθεται από τους ανθρώπους. Για την αντιμετώπιση των προβλημάτων αυτών χρειάζεται φωτισμένος και διακριτικός Πνευματικός Πατέρας, ο οποίος αφ’ ενός μεν θα γνωρίζη την διδασκαλία της Εκκλησίας και τα προβλήματα στο βάθος τους, αφ’ ετέρου δε θα πλησιάζη ευαίσθητα και διακριτικά τον κάθε άνθρωπο, που θέλει τον ιδιαίτερο λόγο για να αποκτήση νόημα ζωής και προ παντός εσωτερική ελευθερία. Βεβαίως, θα πρέπη να τεθούν τα απαραίτητα πλαίσια μέσα στα οποία θα κινήται. Πάντως, είναι γνωστόν ότι δεν μας δημιουργούν προβλήματα μόνον τα καθημερινά γεγονότα της ζωής και οι ασθένειες, αλλά η εσωτερική ακαταστασία, η έλλειψη νοήματος για την ζωή. Μπορεί ένας άρρωστος να έχη νόημα ζωής και να δοξάζη τον Θεό, ενώ ένας υγιής να είναι δυστυχής λόγω της ανυπαρξίας νοήματος για την ζωή.

Ως προς τα θέματα που εθίγησαν στην προηγούμενη ενότητα, η ποιμαντική της Εκκλησίας πρέπει να στραφή σε τρεις παράγοντες, ήτοι στον άρρωστο, που υποφέρει, στους συγγενείς του αρρώστου που ενδιαφέρονται για την υγεία του αγαπητού τους προσώπου και τον ιατρό που θα ασχοληθή με την θεραπεία του αρρώστου.

Ο άρρωστος, όπως γνωρίζουμε, βρίσκεται σε μια ιδιαίτερη υπαρξιακή και ψυχολογική κατάσταση και χρειάζεται μεγάλη προσοχή. Το βαθύτερο πρόβλημα που τον απασχολεί είναι ο πόνος, που εκφράζεται ψυχικά και σωματικά, αφού υπάρχει ψυχικός και σωματικός πόνος. Άλλοτε προηγείται ο ψυχικός πόνος και ακολουθεί ο σωματικός, και άλλοτε προηγείται ο σωματικός πόνος και ακολουθεί ο ψυχικός. Πέρα από αυτά ο πόνος προέρχεται από διάφορες ενοχές που έχει ο άνθρωπος μέσα του, αλλά και από την έλευση του θανάτου, τον οποίον θεωρεί ότι διασπά την ενότητα με τους ανθρώπους που αγαπά και με την ίδια την βιολογική ζωή, καθώς επίσης από την αγωνία του θανάτου, τον χρόνο και τον τρόπο με τον οποίον θα έλθη, αλλά και το τι θα επακολουθήση.

Ψυχικός πόνος είναι η απουσία νοήματος για την ζωή, απουσία αγάπης από τους συνανθρώπους του και απουσία του Θεού από την ζωή. Σωματικός πόνος δημιουργείται από την αντανάκλαση του ψυχικού πόνου στο σώμα, από την σωματοποίηση των υπαρξιακών και ψυχολογικών προβλημάτων, αλλά και από διάφορες ασθένειες που εκδηλώνονται σε διάφορες φάσεις της ζωής του ανθρώπου.

Πρέπει να γίνη αντιληπτό ότι ο πόνος είναι κλήρος όλων των ανθρώπων, αφού είναι αποτέλεσμα της προπατορικής αμαρτίας. Όπως διδάσκουν οι άγιοι Πατέρες, ο πόνος - οδύνη, όταν αντιμετωπίζεται σωστά, είναι θεραπεία της ηδονής. Η δυαδική σχέση ηδονής και οδύνης είναι αυτή που επιλύει πολλά προβλήματα στην ζωή μας. Η αρχική, αλλά και η καθημερινή ηδονή επιφέρει την οδύνη και η βίωση της οδύνης, με τον ασκητικό τρόπο της Εκκλησίας, θεραπεύει την ηδονή. Η προσπάθεια να υπερβούμε την οδύνη με νέα ηδονή, δημιουργεί έναν φαύλο κύκλο χωρίς κανένα αποτέλεσμα.

Η κατά Χριστόν άσκηση, ως στροφή και απόλυτη πίστη στον Θεό και στην Πρόνοιά Του, η ανάληψη του σταυρού στην καθημερινή ζωή, η αντιμετώπιση των ασθενειών και των ποικίλων προβλημάτων με πίστη στην Πρόνοια του Θεού, όλες οι εκφράσεις της ασκητικής ζωής, είναι εκείνα που γίνονται με πόνο και θεραπεύουν την ηδονή. Οι ασκητικοί Πατέρες διδάσκουν ότι η εκούσια άρση του σταυρού των ποικίλων θλίψεων μας θεραπεύει από την ακούσια επιφορά των θλίψεων που δοκιμάζουμε καθημερινά.

Άλλωστε, μια από τις μεγαλύτερες αποκαλύψεις που γνωρίσαμε με την ενανθρώπηση του Χριστού είναι η αξία του πόνου. Ο Χριστός, αν και αναμάρτητος, προσέλαβε την αμαρτία όλων των ανθρώπων και πέθανε επάνω στον Σταυρό. Έτσι, μας υπέδειξε ότι ο ηθελημένος και εκούσιος σταυρός, η ανάληψη του εκούσιου πόνου θεραπεύει τα αποτελέσματα της ηδονής και ελευθερώνει τον άνθρωπο από την φυλακή των αισθήσεων και των αισθητών.

Ως προς τους συγγενείς πρέπει να τονίσουμε ότι η αγάπη συνδέεται με την εκούσια σταύρωση, την εκούσια προσφορά και κένωση. Η αγάπη δεν είναι ένας συναισθηματικός λόγος που προσφέρεται σε υγιείς ανθρώπους, δεν έχει ανταποδοτικό χαρακτήρα, αλλά είναι θυσία και υπέρβαση του ατομικού εγώ, είναι ανάληψη του οδυνηρού σταυρού του άλλου, είναι το πάσχειν υπέρ αυτού, κατά το πρότυπο του Χριστού. Ο Χριστός αγάπησε τον άνθρωπο και σταυρώθηκε γι’ αυτόν. Δεν αρκέσθηκε σε μια διδασκαλία και έναν αλτρουϊσμό, σε ένα βερμπαλιστικό κήρυγμα, αλλά προχώρησε στην δική του προσφορά, πέθανε Αυτός για τους άλλους.

Η νοοτροπία που επικρατεί στην κοινωνία μας να επιδιώκουμε να απαλλασσόμαστε από τους αρρώστους συγγενείς μας, προσφέροντας χρήματα και κλείνοντάς τους σε Κρατικά η ιδιωτικά Ιδρύματα, δεν συνιστά την πραγματική αγάπη. Βεβαίως, τα Ιδρύματα –Νοσοκομεία και Γηροκομεία– είναι αναγκαία, όταν χρειάζεται να προσφερθή αποτελεσματική επιστημονική βοήθεια, όταν αυτό δεν είναι δυνατόν να προσφερθή στο σπίτι, αλλά όταν ο εγκλεισμός στα Ιδρύματα γίνεται για την απαλλαγή μας από την φροντίδα, και την εξοικονόμηση χρόνου και ανέσεως για να εκτελέσουμε το δικό μας πρόγραμμα δεν είναι ορθό. Ο άρρωστος και ανήμπορος άνθρωπος χρειάζεται πάνω και από την ιατρική και την νοσοκομειακή περίθαλψη την αγάπη, την στοργή, το χάδι, την παρουσία του αγαπητού του προσώπου και όχι τόσο τις ποικίλες σωματικές ανέσεις.

Ως προς τους ιατρούς και το νοσηλευτικό προσωπικό πρέπει να γνωρίζουμε και να τονίζουμε ότι υπάρχει μεγάλη διαφορά μεταξύ επαγγέλματος και λειτουργήματος-διακονίας. Το επάγγελμα είναι το έργο που εξασκούμε προκειμένου να ζήσουμε, αλλά το λειτούργημα–διακονία γίνεται με αγάπη και στοργή. Το έργο των ιατρών και του νοσηλευτικού προσωπικού δεν είναι ένα συνηθισμένο επάγγελμα, αλλά έργο διακονίας και προσφοράς, που δεν αναφέρεται απλώς στις σωματικές ασθένειες, αλλά στον υπαρξιακό πόνο και τα εσωτερικά προβλήματα των ασθενών. Όταν κανείς βλέπη μόνον το σώμα του αρρώστου, επιδιώκοντας να το θεραπεύση και αγνοή τα ψυχικά και ψυχολογικά του προβλήματα, τότε τον εκλαμβάνει ως μια ζωντανή μηχανή και αυτό τον πληγώνει βαθειά.

Προηγουμένως κάναμε λόγο για την σχέση μεταξύ του ψυχικού και σωματικού πόνου και μεταξύ της ηδονής και της οδύνης, για την απουσία νοήματος για την ζωή και το πρόβλημα του θανάτου. Αν κανείς δεν δη αυτήν την πραγματικότητα στην ολότητά του, αλλά αντιμετωπίζη μόνον ένα τμήμα της, τότε αστοχεί στο έργο του. Ο άρρωστος που πλησιάζει τον ιατρό η εισέρχεται στο Νοσοκομείο, μαζί με την συγκεκριμένη αρρώστια, μεταφέρει και μια ζωή γεμάτη πόνο και οδύνη, από προσωπικές ενοχές, από απουσία ανθρώπων η προδοσία και εγκατάλειψη αγαπητών προσώπων, από τον φόβο του θανάτου. Πως μπορεί κανείς να αγνοήση αυτήν την πραγματικότητα και να βλέπη τους ανθρώπους εξωτερικά και μηχανικά;

Όσοι ασχολούνται με τον πόνο των ανθρώπων σε οριακές καταστάσεις, όπως είναι οι αρρώστιες, αυτοί γνωρίζουν καλά ότι ο άρρωστος περισσότερο ενδιαφέρεται για το εάν επέρχεται το τέλος της βιολογικής ζωής. Γι’ αυτό και όταν ερωτά τον ιατρό για κάποια ασθένειά του, στην πραγματικότητα εντείνει την προσοχή του για να διαπιστώση όχι τι θα του απαντήση ο ιατρός, αλλά τι θα του αποκρύψη. Οπότε, ο ιατρός δεν πρέπει να αρκεσθή απλώς στο να τον αντιμετωπίση ως ασθενή σωματικά, αλλά να τον δη ως έναν πονεμένο άνθρωπο που αναζητά απάντηση για το νόημα της ζωής και του θανάτου, για το πως μπορεί να υπερβή τον θάνατο, και όχι να λάβη μια παράταση της βιολογικής ζωής. Η μοναξιά, η ανάγκη για αγάπη και ο φόβος της ανυπαρξίας είναι τα προβλήματα που διακατέχουν τους ανθρώπους, ιδιαιτέρως όμως τους αρρώστους που πλησιάζουν πιο πολύ σε αυτήν την φλεγόμενη περιοχή των υπαρξιακών προβλημάτων.

Γίνεται αντιληπτό ότι η ποιμαντική διακονία είναι ολόκληρη επιστήμη, προϋποθέτει όχι μόνον γνώσεις, αλλά κυρίως ανθρωπιά, και προ παντός το να έχη κανείς προσωπική γνώση αυτών των προβλημάτων. Εκείνος που αντιμετώπισε η αντιμετωπίζει τις συνέπειες των ασθενειών στην προσωπική του ζωή και βίωσε η βιώνει τον πόνο ως προσωπικό γεγονός, εκείνος είναι κατάλληλος για να πλησιάζη ευαίσθητα τέτοιους πονεμένους ανθρώπους. Άλλωστε, κάθε πονεμένος είναι ιδιόρρυθμος και εκφράζει ποικιλοτρόπως αυτήν την ιδιορρυθμία του, οπότε χρειάζεται ιδιαίτερη μεταχείριση με υπομονή και αγάπη.


γ) Ειδική ποιμαντική

Πέρα από την γενική ποιμαντική, προκειμένου κανείς να αντιμετωπίση και θέματα που προέρχονται από την ευγονική και την ευθανασιακή νοοτροπία της εποχής μας, πρέπει να εξασκήση και μια ειδική ποιμαντική. Η γενική άποψη είναι ότι η Εκκλησία πρέπει να κηρύσση την αποκαλυπτική αλήθεια για τον Θεό και τον άνθρωπο, ο άνθρωπος είναι ελεύθερος να κάνη τις επιλογές του και η Εκκλησία θεραπεύει τις επιπτώσεις των αρνητικών επιλογών του.

Τρία ειδικά θέματα, που έχουν σχέση με το θέμα, θα θιγούν ακροθιγώς στην συνέχεια.

Το πρώτο είναι η απόκτηση παιδιών.

Σκοπός του γάμου είναι η ένωση του ανδρός και της γυναικός, η υπέρβαση διαφόρων προβλημάτων –ατομικών και κοινωνικών– η αγάπη μεταξύ των συζύγων και προ παντός η σωτηρία τους. Άλλωστε, η πορεία τους πρέπει να είναι κοινή προς την κοινή ανάσταση. Καρπός και αποτέλεσμα αυτής της αγάπης και της από κοινού πορείας είναι και η γέννηση των παιδιών. Οπότε, η γέννηση των παιδιών δεν απολυτοποιείται.

Κατά την διδασκαλία της Εκκλησίας η γέννηση των παιδιών δεν είναι αποτέλεσμα μιας φυσικής διαδικασίας, αλλά καρπός της ενεργείας του Θεού, δια της συνεργείας των συζύγων. Η ζωοποιός ενέργεια του Θεού ενεργεί δια της φυσικής διαδικασίας των δερματίνων χιτώνων και έτσι συλλαμβάνεται το έμβρυο. Όταν εξετάζη κανείς προσεκτικά το πως γίνεται η γονιμοποίηση και η οργανογέννηση του εμβρύου, τότε καταλαμβάνεται από δέος, και εκπλήσσεται από το μυστήριο της δημιουργίας. Η παρέμβαση του ανθρώπου, ως διορθωτική στα όργανα του σώματος, μπορεί ως ένα σημείο να είναι επιτρεπτή, όταν πρόκειται για θεραπεία, αλλά η υπερβολική μέριμνα και αγωνία, καθώς και η υπερβολή στις χρησιμοποιούμενες μεθόδους, όταν μάλιστα γίνεται μέσα στα πλαίσια της ύβρεως, δεν μπορεί να γίνη αποδεκτή.

Έπειτα, η απουσία παιδιών δεν μπορεί να αναιρέση τον σκοπό του γάμου, αλλά και η παρουσία τους, δεν μπορεί να δώση νόημα ζωής στον γάμο και να αναπληρώση την αγάπη, όταν δεν υπάρχη. Η αγωνιώδης αναζήτηση παιδιών πολλές φορές δείχνει ένα πρόβλημα στις προσωπικές σχέσεις των συζύγων. Οπότε, το πρόβλημα είναι βαθύτερο και δεν μπορεί να εξαντληθή μόνο στην επιφάνεια και στην εξωτερική του διάσταση.

Εάν επιθυμή κανείς να αποκτήση παιδιά, μπορεί να υιοθετήση τόσα ορφανά και εγκαταλελειμμένα παιδιά η να γίνη ανάδοχος οικογένεια, οπότε λύεται και ένα κοινωνικό πρόβλημα.

Η εξωσωματική γονιμοποίηση, η λεγόμενη ιατρικώς υποβοηθούμενη αναπαραγωγή, που είναι νέα τεχνική για την σύλληψη εμβρύων, δημουργεί διάφορα ηθικά προβλήματα. Με ορισμένες προϋποθέσεις μπορούν μερικές μέθοδοι να γίνουν αποδεκτές, όπως η ομόλογη σπερματέγχυση. Όμως με γεγονότα που σχετίζονται με την ετερόλογη σπερματέγχυση, την ομόλογη εξωσωματική γονιμοποίηση, την γονιμοποίηση πολλών ωαρίων και την δημιουργία πολλών εμβρύων που καταψύχονται και στην συνέχεια αγνοείται η τύχη των περισσοτέρων από αυτά, την «επιλεκτική μείωση των εμβρύων» που σκοτώνονται μέσα στην μήτρα, δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε. Ούτε ακόμη μπορούμε να αποδεχθούμε ενέργειες που καταλήγουν στην καταστροφή της βλαστοκύστης και του εμβρύου. Μπορεί να γίνη αποδεκτή η ομόλογη εξωσωματική γονιμοποίηση που δεν αφήνει «πλεονάζοντα» έμβρυα.

Το δεύτερο θέμα είναι ο προγεννητικός και προεμφυτευτικός έλεγχος.

Τα τελευταία χρόνια εισήχθησαν νέες διαγνωστικές τεχνικές για τον έλεγχο του εμβρύου, όταν βρίσκεται στην μήτρα (in vivo), ο προγεννητικός έλεγχος, η όταν συνελήφθη με την εξωσωματική γονιμοποίηση (in vitro), ο προεμφυτευτικός έλεγχος.

Ο προγεννητικός έλεγχος, παρ’ ο,τι δεν μπορεί να απαγορευθή, δημιουργεί πολλές ενοχές και οδηγεί στις αμβλώσεις, αν οι γονείς δεν μπορούν να αντέξουν την γέννηση και την ανάπτυξη παιδιών με γενετικές ανωμαλίες.

Έπειτα, ο προεμφυτευτικός έλεγχος των εμβρύων ενέχει τον κίνδυνο της ευγονικής προοπτικής, όπως την προσδιορίσαμε πιο πάνω (επιλογή φύλου, εξωτερικών γνωρισμάτων, ευφυΐας κλπ.), οπότε ο άνθρωπος επεμβαίνει αδιάκριτα μέσα στο μυστήριο της ζωής. Αλλά και η καταστροφή των μη επιλεγμένων εμβρύων είναι φόνος, αφού κατά την ορθόδοξη παράδοση το έμβρυο από την πρώτη στιγμή της συλλήψεώς του είναι εμψυχωμένο (η διδασκαλία περί της «εξ άκρας συλλήψεως») και η υπάρχουσα ψυχή θα εκδηλώση την παρουσία της, κατά την ανάπτυξη των οργάνων του σώματος.

Και το τρίτο θέμα είναι η ευθανασία.

Ο άνθρωπος έχει αρμοδιότητα σε αυτά που κατασκευάζει και όχι σε εκείνα για τα οποία δεν έκανε απολύτως τίποτε για να τα φέρη στην ύπαρξη και επομένως δεν έχει καμμία αρμοδιότητα. Η ύπαρξή του είναι δώρο του Θεού, το σώμα του είναι ενωμένο με την ψυχή σε μια υπόσταση.

Η ευθανασία συνδέεται με την απόγνωση και την απελπισία, τις ψυχολογικές ασθένειες και την απουσία νοήματος για την ζωή. Ακόμη, η επιθυμία του ανθρώπου για ευθανασία συνιστά μια άγνοια της ευεργετικής παρουσίας του πόνου στην ζωή μας, καθώς επίσης είναι και μια έκφραση δειλίας έναντι των διαφόρων δυσκολιών.

Ειδικά ο Χριστιανός που θεωρεί το σώμα του ναό του Αγίου Πνεύματος και μέλος του Σώματος του Χριστού, δεν διανοείται να προβή σε πράξη ευθανασίας, που είναι μια αυτοκτονία, για τον επιπρόσθετο λόγο, ότι αφού είναι μέλος του Σώματος του Χριστού, κάθε αμάρτημα είναι αμάρτημα προς τον Ίδιο τον Χριστό. Είναι γνωστόν ότι η αμαρτία έχει πάντοτε θεολογικό και χριστολογικό περιεχόμενο.

Επομένως, η ευθανασία, κυρίως η ενεργητική, είναι μια «τεχνικοποίηση του θανάτου», μια ιδιοποίηση και διαχείριση της ζωής και του θανάτου που δεν υπάγεται στην αρμοδιότητα του ανθρώπου, αλλά αποτελεί «δικαίωμα» του Θεού. Επομένως, δεν μπορεί να γίνη αποδεκτή από την Εκκλησία, ούτε φυσικά μπορούμε να αποδεχθούμε τις «Διαθήκες του θανάτου».


Επίλογος

Στην εισήγηση αυτή έγινε λόγος για το πως ορίζονται σήμερα οι όροι ευγονία-ευγονική και ευθανασία, πως επικρατούν πρακτικά στην κοινωνία και τον σύγχρονο πολιτισμό και ποιά πρέπει να είναι η ποιμαντική της Εκκλησίας στις περιπτώσεις αυτές.

Στο τέλος αυτής της εισηγήσεως θα ήθελα να δώσω και μια διαφορετική, δηλαδή εκκλησιαστική οριοθέτηση αυτών των όρων. Κατά την προοπτική της Ορθοδόξου Παραδόσεως, ορθόδοξη ευγονία δεν είναι μόνον η καλή βιολογική γέννηση παιδιών, αλλά και η ανατροφή τους με μια παιδεία που αναφέρεται στον όλο άνθρωπο, καθώς επίσης και η αναγέννησή τους με τα μυστήρια της Εκκλησίας και την κατά Χριστόν άσκηση. Δεν αρκεί, δηλαδή, το «ζην», αλλά πρέπει ο άνθρωπος να επεκταθή και στο «ευ ζην», με την εν Χριστώ και την εν τη Εκκλησία ζωή. Επί πλέον η ορθόδοξη ευθανασία δεν είναι απλώς το να πεθάνη κανείς χωρίς οδύνη, αλλά να πεθάνη και χωρίς αισχύνη και με ειρήνη, καθώς επίσης να δώση και καλή απολογία στον δημιουργό του, αφού η ζωή δεν εξαντλείται στην βιολογική ζωή. Έτσι, η ορθόδοξη ευθανασία εκφράζεται με την ευχή της Εκκλησίας: «Χριστιανά τα τέλη της ζωής ημών ανώδυνα, ανεπαίσχυντα, ειρηνικά και καλήν απολογίαν την παρά του φοβερού βήματος του Χριστού αιτησώμεθα».

Γενικά, η ορθόδοξη εκκλησιαστική ευγονία και ευθανασία είναι η πλήρωση του ανθρώπου από το Άγιον Πνεύμα, το να περνά ο άνθρωπος διαδοχικώς στην ζωή του, με την Χάρη του Θεού και τον προσωπικό του αγώνα, από την κάθαρση, τον φωτισμό και την θέωση.–


(Εισήγηση του Σεβασμιωτάτου στο Ιερατικό Συνέδριο της Ιεράς Μητροπόλεως Πειραιώς, την 7η Ιουνίου 2007)