Σάββατο 19 Οκτωβρίου 2013

π. Νικόλαος Χατζηνικολάου Ταφή ἢ καύση: Ἀμετάκλητη λήθη ἢ αἰώνια μνήμη;

π. Νικόλαος Χατζηνικολάου

Ταφή ἢ καύση: Ἀμετάκλητη λήθη ἢ αἰώνια μνήμη;



Ὑπάρχουν δυὸ βασικὲς ἀλήθειες γιὰ τὴν Ὀρθόδοξη χριστιανικὴ πίστη σχετικὰ μὲ τὸν ἄνθρωπο. Ἡ πρώτη εἶναι ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἔχει ψυχοσωματικὴ ὀντότητα καὶ ἡ δεύτερη ὅτι ἡ ψυχή του εἶναι αἰώνια στὴ φύση της. Τὸ σῶμα τοῦ εἶναι ἀδιάρρηκτα συνδεδεμένο μὲ τὴν ψυχή του καὶ ἡ ψυχὴ μὲ τὴν θεϊκὴ πραγματικότητα.
Ἡ Ἐκκλησία δὲν ἔχει μόνο διδασκαλία περὶ τῆς ψυχῆς, ἀλλὰ βαθιὰ ἐμπειρία της. Δὲν ἔχει ἁπλὰ ἄποψη ἐπὶ τοῦ θέματος ἔχει βίωση ἀληθείας. Ἡ ἀποκάλυψή της δὲν τῆς προσφέρεται μόνον διδακτικά, ἀλλὰ τῆς ἐπαληθεύεται βιωματικά. Δὲν λέει αὐτὸ ποὺ ξέρει ἀλλὰ μεταγγίζει αὐτὸ ποὺ ζεῖ. Ὅταν βλέπει τὸν ἄνθρωπο, τὸν κάθε ἄνθρωπο, δὲν ἀντικρίζει σ᾿ αὐτὸν μόνο τὸ σῶμα του ἢ τὴ χρονικὴ παρουσία του, ἀλλὰ βλέπει τὴν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ νὰ ἀντικατοπτρίζεται στὴν ψυχή του καὶ διακρίνει τὴν αἰώνια διάστασή του. Αὐτὸ πῶς νὰ τὸ ἀρνηθεῖ ἡ Ἐκκλησία;
Ἄνθρωπος δὲν εἶναι τὸ σῶμα, ἡ ὑγεία, αὐτὸ ποὺ βλέπουμε. Οὔτε πάλι ἡ ψυχὴ ὡς διάθεση, ὡς ψυχισμός, ὡς ἔκφραση τῶν ἐγκεφαλικῶν λειτουργιῶν, ὡς φυσικὸ στοιχεῖο συμπεριφορᾶς - αὐτὸ ποὺ ἀντιλαμβανόμαστε. Ὁ θησαυρὸς τῆς ἀνθρώπινης ὑπόστασης εἶναι ἡ ψυχὴ ὡς πρόσωπο, ὡς εἰκόνα τῆς θεϊκῆς δόξης, ὡς αὐτεξούσιο, ὡς δυνατότητα μετοχῆς στὴν αἰωνιότητα, ὡς χάρις αὐθυπέρβασης. Κάθε τι ποὺ σχετίζεται μὲ τὴν ψυχὴ ἀποτελεῖ ἱερὸ γεγονὸς ἢ στοιχεῖο ἔχει νὰ κάνει μὲ τὴν σωτηρία, τὸν ἐξαγιασμό, τὴν ἕνωση μὲ τὸν Θεό, τὴν βίωση τῆς αἰώνιας προοπτικῆς τοῦ ἀνθρώπου. Αὐτὸ εἶναι τὸ στοιχεῖο πού, ἐπειδὴ εἶναι ὑπαρκτὸ καθιστᾶ τὸν ἄνθρωπο ἱερό.
Ἡ ψυχὴ μ᾿ αὐτὴν τὴν ἔννοια, περιφρουρεῖται μέσα στὸ σῶμα ποὺ τὸ μεταμορφώνει σὲ ναό. Τὸ σῶμα ποὺ διαφυλάσσει τὸ θησαυρὸ τῆς ψυχῆς δὲν εἶναι φυλακή. Ἕνα σῶμα ὅμως ποὺ ἐν ζωῇ δὲν τὸ σεβαστήκαμε, οὔτε κὰν φιλόζῳα τὸ διατηρήσαμε, ποὺ βιολογικὰ μὲν τὸ περιποιηθήκαμε στὰ ἐργαστήρια, οὐσιαστικὰ ὅμως τὸ καταστρέψαμε στὴν πρακτική της ζωῆς ἕνα σῶμα στὸ ὁποῖο ἡ ἰατρικὴ δὲν καλεῖται νὰ θεραπεύσει μόνο τὶς συνέπειες τῆς φυσιολογικῆς φθορᾶς ἐπάνω του, ἀλλὰ καὶ τοῦ ἀνορθόδοξου τρόπου καὶ τῆς ἀντίληψης ζωῆς μέσα του, ἕνα σῶμα ποὺ ἡ ἴδια ἡ ψυχή μας τὸ ἀγνόησε, καὶ ἀντὶ μαζί του νὰ ἐπιτελέσει τὸν ἱερουργικὸ σκοπό της, ἱκανοποίησε τὶς φιλήδονες τάσεις καὶ τὶς ἁμαρτωλὲς διαθέσεις της -καὶ μάλιστα μὲ τὴν ἀποδοχὴ καὶ νομικὴ κάλυψη τῆς κοινωνίας-, αὐτὸ τὸ σῶμα εἶναι εὔκολο αὐτὴ ἡ κοινωνία καὶ ψυχὴ νὰ θέλουν νὰ τὸ κάψουν γιὰ νὰ ὁλοκληρώσουν τὸ ἔργο τους καὶ νὰ ἐξαφανίσουν τὴν ἀσέβειά τους.
Γιὰ τὴν Ἐκκλησία τὰ πράγματα εἶναι ἐντελῶς διαφορετικά. Τὸ σῶμα, ὅσο ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἐν ζωῇ, τὸ βλέπει ὡς θυσιαστήριο. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἡ βάναυση ἐπέμβαση ἐπάνω του καὶ ἡ ὑποταγή του στὶς ὁρμές, ποὺ δουλώνουν τὸ αὐτεξούσιο, δηλώνουν ἀσέβεια καὶ ἀποτελοῦν βεβήλωση καὶ ἁμαρτία. Ἡ συντήρηση καὶ τροφοδοσία τοῦ γίνεται πάντοτε μὲ προσευχὴ -προσευχὲς τῆς τραπέζης- ἡ φροντίδα τῆς ὑγείας του ποὺ συνδυάζεται μὲ μυστήριο - τὸ εὐχέλαιο-, ἡ ἀναπαραγωγή του μὲ ἄλλο μυστήριο - τὸ γάμο- καὶ τέλος ὁ ἐξαγιασμός του ἐπιτυγχάνεται μὲ τὴν μετάληψη τοῦ σώματος καὶ τοῦ αἵματος τοῦ Χριστοῦ.
Μόλις ὁ ἄνθρωπος πεθάνει, τὸ σῶμα του γίνεται λείψανο. Τότε αὐξάνει καὶ ὁ σεβασμός μας σ᾿ αὐτό. Τὸ λείψανο ἀποτελεῖ τὴν ἀνάμνηση μίας ἱερουργίας ποὺ μέσα του ἐπιτελεῖτο - τῆς σωτηρίας τῆς ψυχῆς- καὶ τὴν ὑπόμνηση μίας ἄλλης ποὺ τώρα «ἀγνώστως» συνεχίζεται ἔξω ἀπὸ αὐτό- τῆς δόξης τῆς ψυχῆς. Τὸ σῶμα δὲν περιμένει τὴν καταστροφή του, ἀλλὰ τὴν «ἑτέρα μορφή του» (Μαρκ. ιστ´ 12), τὴν ἀναμόρφωσή του «εἰς τὸ ἀρχαῖον κάλλος». Αὐτὴ εἶναι ἡ αἰτία ποὺ ἡ Ἐκκλησία προσεγγίζει τὸ σῶμα μὲ ἰδιαίτερο σεβασμὸ καὶ αἰσθήματα ἱερά. Δὲν καῖμε τοὺς ναούς, πολλῶ δὲ μᾶλλον τοὺς ἔμψυχους ναούς.
Αὐτὸ βέβαια δὲν σημαίνει ὅτι τὸ σῶμα εἶναι κάτι ποὺ δὲν ἐγγίζεται καὶ στὸ ὁποῖο ἀρνούμεθα κάθε παρέμβαση. Τὸ σῶμα εἶναι τὸ ὑποκείμενο στὴ φθορὰ στοιχεῖο τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ φυσικὴ φθορὰ εἶναι ἡ ἰσχυρότερη ἴσως ὑπόμνηση τῆς πτωτικῆς μας φύσεως. Κάθε βίαιη κίνηση ποὺ συνηγορεῖ στὴ συρρίκνωσή του, προσβάλλει καὶ τὴν ψυχή. Γιὰ τὸν λόγο αὐτό, στὸ σῶμα παρεμβαίνουμε μόνο θεραπευτικά, ἀναστέλλοντας τὴν ἐξέλιξη τῆς φθορᾶς, ὅταν καὶ ὅσο μποροῦμε. Ἡ διαδικασία της πρέπει νὰ εἶναι ἐντελῶς φυσικὴ καὶ ποτὲ ἐξαναγκασμένη. Τὴν ἀναλαμβάνει μόνον ὁ Θεὸς μέσα ἀπὸ τὶς συνθῆκες ποὺ ὁ ἴδιος προνοεῖ ἢ ἡ φύση μέσα ἀπὸ τὴν εὐθύνη ποὺ τῆς ἔχει ἀνατεθεῖ. Αὐτὸς εἶναι ἕνας ἄλλος λόγος ποὺ ἡ Ἐκκλησία μας ἀρνεῖται τὴν καύση τῶν νεκρῶν. Ἀφήνει στὴ φύση νὰ ἀναλάβει τὴν εὐθύνη τῆς φθορᾶς τοῦ σώματος. Δὲν τὸ καίει, ἀλλὰ τὸ ἀφήνει νὰ σβήσει. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ ἡ φύση ἐπιτρέπει νὰ μείνει κάποιο ὑπόλειμμα, αὐτὸ ἔχει τὸ λόγο του. Ὅταν καὶ ἡ φύση ἀρνεῖται τὴν ὁλοσχερῆ διάλυσή του ἀνθρωπίνου σώματος, τότε ἡ νομοθετημένη καύση του δὲν εἶναι πράξη ἐπιλήψιμης βίας;
Τὰ ὀστὰ ὑπαινίσσονται ὅτι τὰ σώματα ἔχουν μὲν ὅλα μία ὁμοιότητα, ἀλλὰ ἔχουν καὶ διαφορές. Ἄλλα εἶναι τὰ κοκαλάκια ἑνὸς μικροῦ παιδιοῦ στὴ θέα τους καὶ ἄλλα ἑνὸς ἐνήλικα. Ἄλλα ἑνὸς ἀνθρώπου καὶ ἄλλα κάποιου ζῴου. Ὅταν ὅμως καοῦν, ἡ στάχτη ἐξομοιώνει τὰ πάντα. Καὶ στὴν περίπτωση αὐτὴ ποὺ διατηρεῖται καὶ δὲν σκορπίζεται, δὲν διακρίνονται οἱ διαφορές, ἔχουν ἐξαλειφθεῖ γιὰ πάντα. Μαζὶ μὲ τὰ χαρακτηριστικὰ τοῦ προσώπου, ἔχει ἐξαφανιστεῖ καὶ ἡ εἰκόνα τοῦ ἀνθρώπου μόλις δὲ σκορπιστοῦν καὶ τὰ ὑπολείμματα τῆς στάχτης,μαζὶ μὲ τὰ ψήγματα τοῦ κοινωνικοῦ σεβασμοῦ, ὁριστικοποιεῖται καὶ ἡ διαγραφὴ κάθε ἴχνους παρουσίας του. Ὁ ὑπαρκτικὸς θάνατος ἔχει προσυπογράψει τὸν φυσιολογικό.
Τὸ ὑπόλειμμα τοῦ ἀνθρώπου δὲν εἶναι ἡ ἰσοπέδωση καὶ ἡ ἀπουσία, ἀλλὰ ἡ ταυτότητα καὶ τοῦ εἴδους καὶ τοῦ προσώπου καὶ ἡ παρουσία. Ὁ ἀγώνας νὰ διατηρήσουμε τὰ ὀστά, τὰ λείψανα, ὅ,τι περισσότερο ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο μποροῦμε σ᾿ αὐτὸν τὸν κόσμο, ἰσοδυναμεῖ μὲ τὴν ἀνάγκη μας νὰ διατηρηθεῖ ὅσο περισσότερο γίνεται τὸ πρόσωπό του στὸν ἄλλο. Ὁ σεβασμός μας στὰ νεκρὰ λείψανα πιστοποιεῖ τὴν πίστη μας στὴν ἀθάνατη ψυχή.
Οἱ νεκροὶ δὲν εἶναι «πεθαμένοι» ἀλλὰ κεκοιμημένοι. Τοποθετοῦνται μὲ σεβασμὸ στὸν τάφο, στραμμένοι πρὸς ἀνατολᾶς μὲ τὴν προσδοκία τῆς ἀναστάσεώς τους. Ἡ Ἐκκλησία συνειδητὰ ἀρνεῖται τὸν ὄρο «νεκροταφεῖα» καὶ ἐπιμένει στὸν ὄρο «κοιμητήρια». Καὶ τὸ κάνει αὐτὸ ὄχι γιὰ λόγους ψυχολογικοῦ -γιὰ νὰ μὴν ἀγριεύουμε- ἀλλὰ γιὰ λόγους καθαρὰ πνευματικούς: νεκρὸς δὲν σημαίνει τελειωμένος (ποὺ ἔχει τελειώσει) ἀλλὰ τετελειωμένος (ποὺ ἔχει τελειωθεῖ). Τέλος δὲν σημαίνει λήξη, ἀλλὰ τελείωση. Τὰ ὀστὰ τῶν νεκρῶν ἀποτελοῦν ἀνάμνηση τῆς παρελθούσης ζωῆς τους, ἐνθύμηση τῆς παρούσης καταστάσεώς τους, ἀλλὰ καὶ ὑπόμνηση τῆς μελλούσης προοπτικῆς μας. Αὐτὰ μὲ κανένα νόμο δὲν καίγονται.
Ἡ Ἐκκλησία δὲν τιμᾶ τὸ σῶμα καὶ χωριστὰ τὴν ψυχή, ἀλλὰ τὸν σύνδεσμο τῶν δυό, τὸν ἄνθρωπο ὡς ὅλον. Στὸν κίνδυνο νὰ ξεχαστεῖ ὁ ἄνθρωπος, ἐπειδὴ δὲν φαίνεται ἡ ψυχῆ του, διατηροῦμε τὸ σῶμα, ποὺ δὲν μᾶς τὴν θυμίζει μόνο ὅταν λειτουργεῖ ἀλλὰ καὶ ὅταν ἁπλὰ ὑπάρχει. Ἡ ὁριστικὴ καταστροφὴ τοῦ σώματος, ἡ καύση του, δὲν εἶναι καύση νεκροῦ ἀνθρώπου -κάτι ποὺ καίγεται - ἀλλὰ προσπάθεια καύσης τῆς ζωντανῆς ψυχῆς του, κάτι ποὺ δὲν καταστρέφεται.
Ἡ ψυχῆ ζεῖ. Αὐτὸ φαίνεται ἀπὸ τὸ ὅτι τὰ λείψανα ἔχουν ζωὴ ὄχι βιολογικὴ βέβαια ἀλλὰ κάποιας μορφῆς πνευματική, ποὺ ὅμως διαπιστώνεται. Ὅταν ἔχουμε ἄτομα ποὺ ἡ βίωσή τους τῆς πνευματικῆς πραγματικότητος ἦταν τόσο ἔντονη ὥστε καὶ ἀπὸ τότε ποὺ ζοῦσαν ἐν χρόνῳ τὴν παχύτητα αὐτοῦ τοῦ κόσμου, αὐτὰ νὰ λειτουργοῦν στὶς συχνότητες τοῦ ἄλλου, τότε ὁ θάνατός τους εἶναι κοίμηση ποὺ ἀποτυπώνεται στὰ λείψανά τους. Εἶναι πολύτιμη ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας, διαρκῶς ἐπαληθευόμενη, ὅτι πλεῖστα ὅσα ἐξ αὐτῶν ἐμφανίζουν ἰδιάζουσα χάρι. Εἶναι γνωστὸ ὅτι συχνὰ τὰ λείψανα τῶν ἁγιορειτῶν μοναχῶν ἀλλὰ καὶ τῶν ἄλλων ἐξαγιασμένων ἀνθρώπων ποὺ ἡ ζωὴ τοὺς τίμησε τὸ σῶμα καὶ ἡ ψυχῆ τοὺς φανέρωσε μεγαλύτερη εὐρωστία καὶ ζωτικότητα ἀπὸ αὐτό, διατηροῦν μία ἐντυπωσιακὴ εὐκαμψία γιὰ ὦρες μετὰ θάνατον. Δὲν κοκαλώνουν!
Ἀλλὰ καὶ ἡ ἀποδεδειγμένη εὐωδία, τὸ κέρινο χρῶμα τους, ἡ θαυματουργικὴ χάρι τους ἢ ἡ φυσικὴ ἀφθαρσία ὁλόσωμων ἁγίων, στοιχεῖα ἀσυνήθη καὶ φυσικῶς ἀνεξήγυτα, εἶναι ἀναμενόμενα φαινόμενα τῆς πνευματικῆς πραγματικότητος. Αὐτὰ τὰ λείψανα, γιὰ τὴν ὀρθόδοξη ἐκκλησιαστικὴ παράδοση καὶ συνείδηση, ἀποτελοῦν περιουσία πολυτιμότερη καὶ ἀπὸ τὴ διδασκαλία της θησαυροὺς ἀναγκαιότερους καὶ ἀπὸ τὰ σκεύη της. Στὰ λείψανα τῶν μαρτύρων της ἑδράζονται οἱ ἅγιες τράπεζές της. Ἂν αὐτὰ κάψει, θὰ ἔχει ἤδη θυσιάσει τὰ ἱερὰ θυσιαστήριά της θὰ ἔχει καταστρέψει τὰ ζωτικὰ σπλάχνα της.
Ἡ ψυχὴ ὑπάρχει, ζεῖ καὶ ἀναγνωρίζει τὸ σῶμα της καὶ μετὰ θάνατον. Βλέπει καὶ μπορεῖ νὰ ἀντικρύσει τὴν καύση του. Ἄραγε θὰ τὴν ἐγκρίνει; Ἡ ἴδια στὴν κατάσταση ποὺ εἶναι δὲν βλάπτεται ἀπὸ τὶς δικές μας ἐνέργειες οὔτε καὶ ὅταν τῆς καταστρέφουν τὸ δικό της σῶμα.
Ἡ ἀσέβεια ἐπάνω της ὅμως φθείρει ἐμᾶς. Τὸ ἠθικὸ κριτήριο σὲ μία τόσο καίρια ἀπόφαση γιὰ τὴν Ἐκκλησία εἶναι πνευματικὸ δὲν ἔχει νὰ κάνει μὲ τὶς ἐπιλογὲς μίας πεθαμένης κοινωνίας, μίας κοινωνίας ποὺ ἀρνεῖται τὴν ἀθανασία της, ἀλλὰ μὲ τὶς προτιμήσεις τῆς ἀθάνατης ψυχῆς, τῆς ψυχῆς ποὺ ἐπιβεβαιώνει τὴν αἰωνιότητά της.
Ἂν μᾶς ρωτοῦσαν πὼς θὰ προτιμούσαμε νὰ φύγει ἀπ᾿ αὐτὸν τὸν κόσμο κάποιος δικός μας: ἀπὸ ἐγκεφαλικὴ ἀποπληξία, ἀπὸ καρδιακὴ ἀνακοπή, μὲ παραμορφωτικὰ ἐγκαύματα, ἢ νὰ ἀποτεφρωθεῖ ἀπὸ ἀνάφλεξη καὶ πυρκαγιά, ἔχω τὴν ἐντύπωση πὼς ὁ τραγικότερος τρόπος θὰ ὁμολογούσαμε πὼς εἶναι ὁ τελευταῖος.
Εἶναι φυσικὸ στὸν ἄνθρωπο, ὅταν ἀποχαιρετᾶ τὸν ἄνθρωπό του, νὰ θέλει νὰ ἀντικρύσει γιὰ τελευταῖα φορὰ τὴν οἰκεία σ᾿ αὐτὸν ὄψη καὶ ὄχι τὸ ἀποτρόπαιο κατάντημά του σὲ ἀπάνθρωπη, ἀνοίκεια καὶ ἀπρόσωπη στάχτη. Ἡ λεπτὴ ἀγάπη τῶν στιγμῶν ἐκείνων ἐκφράζεται ὡς ἀνάγκη νὰ ἀγκαλιάσει κανείς, νὰ φιλήσει, νὰ χορτάσει τὸ βλέμμα του, νὰ ἐκδηλωθεῖ τρυφερὰ πάνω στὸ ἄψυχο σῶμα. Ἂν μᾶς πληγώνει ἡ βία τῆς φύσεως, πῶς ἐμεῖς ἐπιλέγουμε τὴ βία τοῦ αὐτεξουσίου μας; Ὅταν κάτι εἶναι πολύτιμο καὶ τὸ χάνουμε, προσπαθοῦμε νὰ κρατήσουμε ὅσο περισσότερο ἀπ᾿ αὐτὸ μποροῦμε. Ποτὲ δὲν νομοθετοῦμε τὴ βίαιη μείωση τοῦ τελευταίου ἀνεκτίμητου ὑπολείμματός του.
Ἡ ἀπόφαση ὅτι δὲν ἔχουμε χῶρο στὰ κοιμητήριά μας ἰσοδυναμεῖ μὲ προσβολή. Ἂν δὲν ἔχουμε, νὰ δημιουργήσουμε χῶρο. Ἡ ἀγάπη δημιουργεῖ καὶ χῶρο καὶ προϋποθέσεις. Ἡ χρηστικὴ ἀνάγκη ποτὲ δὲν εἶναι οὐσιαστικὴ καὶ πάντα πιστοποιεῖ τὴ στενότητα τοῦ καρδιακοῦ χώρου. Ἡ ἀνάγκη τοῦ σεβασμοῦ εἶναι πολὺ μεγαλύτερη γι᾿ αὐτὸν ποὺ τὸν ἐκχωρεῖ παρὰ γι᾿ αὐτὸν ποὺ ἀποδέχεται.
Ἔτσι ποὺ βαδίζει ἡ κοινωνία μας δὲν θὰ ἔχει μόνον ἔλλειψη χώρου, ἀλλὰ καὶ ἀνθρώπους δὲν θὰ βρίσκει γιὰ νὰ θάψουν, ἴσως καὶ νὰ κάψουν, τοὺς νεκρούς της. Στὸ ἀπέραντο γηροκομεῖο τοῦ «πολιτισμένου» κόσμου μας, ὅπου οἱ νέοι τείνουν νὰ γίνουν πολὺ λιγότεροι ἀπὸ τοὺς ἡλικιωμένους καὶ οἱ γεννήσεις πολὺ πιὸ σπάνιες ἀπὸ τοὺς θανάτους, θὰ ὑπάρχουν νεκροὶ καὶ ὄχι νεκροθάφτες. Ἀντὶ νὰ ἐνδιαφέρεται ἡ κοινωνία μας γιὰ τὴν ἀρχὴ τῆς ζωῆς, π.χ. τὸ δημογραφικὸ πρόβλημα, ὑπερ-ἀπασχολεῖται μὲ τὸ τέλος, τὴν καύση. Ἡ ἴδια νοοτροπία ποὺ ἀποφεύγει, τὴ γέννηση, δηλαδὴ τὴ ζωή, αὐτὴ ποὺ ἀπορρίπτει καὶ τοὺς γέρους, αὐτὴ ποὺ προτείνει τὴν εὐθανασία, αὐτὴ ποὺ ἡ ἴδια δὲν ἀντέχει καὶ τοὺς νεκροὺς ἀρνεῖται τὴ δημιουργία καὶ ἐπιλέγει τὴν καύση. Αὐτὴ ὑπογράφει τὸ ὁριστικὸ τέλος τοῦ τέλους τὸ τέλος τοῦ σκοποῦ τὸ τέλος τοῦ ἀνθρώπου.
Αὐτοὶ ποὺ ἀγνόησαν τὸ δικαίωμα τοῦ ἀνθρώπου γιὰ τὸ Θεὸ καὶ πρόσβαλαν τὰ ἀπαράγραπτα δικαιώματα τοῦ Θεοῦ γιὰ τὸν ἄνθρωπο, αὐτοὶ καὶ μόνον μποροῦν νὰ ἐπικαλοῦνται τὰ λεγόμενα ἀνθρώπινα δικαιώματα γιὰ νὰ νομιμοποιήσουν τὴν ἀσέβειά τους στὸν ἄνθρωπο.
Ἡ καύση τῶν νεκρῶν δὲν εἶναι ἀτομικὸ δικαίωμα τοῦ νεκροῦ πλέον ἀνθρώπου. ἡ διατήρηση τοῦ σώματός τους ἀποτελεῖ κοινωνικὴ ὑποχρέωση σεβασμοῦ καὶ ἐπιβιώσεως τοῦ προσώπου του. Εἶναι ἀδύνατο τὸ θέλημα τοῦ ἑνὸς -καὶ ἂς ἀποκαλεῖται αὐτὸ δικαίωμα- νὰ προσκρούει στὴν ἀνάγκη γιὰ σεβασμὸ τοῦ συνόλου. Δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι δικαίωμα κάποιου νὰ τὸν ... κάψουμε ἐμεῖς! Τὸ θέμα δὲν εἶναι ἂν κάποιος ἐπιθυμεῖ νὰ καεῖ. Εἶναι ἂν ἡ κοινωνία θὰ δεχθεῖ νὰ τὸν κάψει.
Ἡ κοινωνία μὲ τὴν καύση τῶν νεκρῶν προσυπογράφει τὸ δικό της τέλος: τὸν μηδενισμό της. Μία κοινωνία ποὺ δὲν ἀντέχει τὸν ἄνθρωπο οὔτε στὴν ἀσθένειά του, οὔτε στὴν ἀδυναμία του, οὔτε στὸν θάνατό του, μία κοινωνία ποὺ καίει τοὺς νεκρούς της, μία κοινωνία ποὺ καταστρέφει καὶ τὴν ἀνάμνηση τῆς ζωῆς καὶ τὴν ἐνθύμηση τῶν μελῶν της -αὐτὸ εἶναι τὰ λείψανα- μία κοινωνία ποὺ κάνει τὴν ἀρχὴ τοῦ ἀνθρώπου τεχνητὴ καὶ μηχανικὴ καὶ τὸ τέλος του ὁριστικὸ καὶ ἀμετάκλητο, μία κοινωνία ποὺ ἀρνεῖται τὴν πνοὴ τοῦ αἰώνιου καὶ ἐγκλωβίζεται στὴν ἀσφυξία τοῦ ἐφήμερου, τί σχέση μπορεῖ νὰ ἔχει αὐτὴ ἡ κοινωνία μὲ τὴ ζωή; Ἀκόμη καὶ οἱ ἄθεοι ὑπογράμμιζαν τὴν ἀνάμνηση τῶν ἐπίγειων θεῶν τους μὲ ταριχεύσεις τῶν σωμάτων τους (περίπτωση Λένιν), ἢ ὅπου αὐτὸ δὲν ἦταν δυνατόν, μὲ κατασκευὲς ἀγαλμάτων καὶ ψεύτικων ὁμοιωμάτων.
Φαίνεται πὼς τὸ ἀποτέλεσμα τοῦ ἀνθρωπισμοῦ χωρὶς Θεό, τοῦ πολιτισμοῦ χωρὶς ἀξίες καὶ τοῦ μηδενισμοῦ χωρὶς σκοπό, τὸ ἀποτέλεσμα τῆς σύγχυσης τῆς ἀθεΐας, εἶναι ἡ ἐξαφάνιση τοῦ ἀνθρώπου, ἡ καύση καὶ τοῦ τελευταίου ὑπολείμματός του. Ἡ καύση τῶν νεκρῶν ὁδηγεῖ στὴν καύση τῆς ἀνθρώπινης ἀξιοπρέπειας.
Κατόπιν τούτων, δὲν εἶναι ὅτι δὲν τῆς ἐπιτρέπεται, ἀλλὰ ἡ Ἐκκλησία ἀδυνατεῖ καὶ ἀρνεῖται νὰ δεχθεῖ μία ἁπλῶς χρηστικὴ καὶ καθόλου πειστικὴ λύση ἐλάσσονος πρακτικῆς βαρύτητος καὶ νὰ θυσιάσει τὸ βίωμα τοῦ σεβασμοῦ της στὴ θεϊκότητα τοῦ προσώπου τοῦ κάθε ἀνθρώπου, πολλῷ μᾶλλον τοῦ ἀνθρώπου ποὺ αὐτὴ βάφτισε στὴ κολυμβήθρα της, τιμώντας ταυτόχρονα καὶ τὴν ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα του. Τὸ μεῖζον δὲν μπορεῖ νὰ ὑποταχθεῖ στὸ ἔλασσον. Εἶναι ἀδύνατον ὅποιος πιστεύει στὴν Ἐκκλησία καὶ ἀποδέχεται τὴν πρόταση ζωῆς της, ὅποιος ζεῖ τὴν πραγματικότητα τῆς ψυχῆς, ὅποιος σέβεται τὸν ἄνθρωπο νὰ μὴν τιμᾶ καὶ τὸ σῶμα. Τὸ σῶμα χρῄζει μεγαλύτερης τιμῆς καὶ σεβασμοῦ ἀπὸ τὴν κοινωνία μετὰ θάνατον ἀπ᾿ ὅση περιποίηση καὶ προστασία δέχθηκε ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν ἄνθρωπο κατὰ τὴ διάρκεια τῆς ζωῆς του.

Τετάρτη 16 Οκτωβρίου 2013

Η ευγονική και ευθανασιακή νοοτροπία του συγχρόνου ανθρώπου (Σεβ. Μητροπολίτης Ναυπάκτου & Αγ. Βλασίου Ιερόθεος) alopsis

Η ευγονική και ευθανασιακή νοοτροπία του συγχρόνου ανθρώπου (Σεβ. Μητροπολίτης Ναυπάκτου & Αγ. Βλασίου Ιερόθεος) alopsis
ΒΙΟΗΘΙΚΗ
Παρατηρούμε ότι η εποχή μας διακρίνεται από μια ευγονική και ευθανασιακή νοοτροπία, και τις εκδηλώσεις αυτής της νοοτροπίας τις βλέπουμε καθημερινά στην ζωή των συνανθρώπων μας, αλλά πολλές φορές αυτό επηρεάζει και εμάς τους ίδιους.
Θεολογικά μπορούμε να πούμε ότι τόσο η ευγονική όσο και η ευθανασιακή νοοτροπία συνδέεται με το πάθος της φιλαυτίας και της ευζωίας, αλλά και της απολυτοποίησης της παρούσης ζωής, με την παραθεώρηση της μετά τον θάνατον ζωής. Στην πραγματικότητα πρόκειται για μια νοοτροπία που αρνείται την θνητότητα και παθητότητα, τον πόνο που συνδέεται με αυτές, αλλά παραθεωρεί και την εμπιστοσύνη στην Πρόνοια του Θεού. Ενώ η ζωή και ο θάνατος είναι δεδομένα και συνδέονται με τον Θεό, οι άνθρωποι τα ιδιοποιούνται και συμπεριφέρονται ως ιδιοκτήτες. Τα συνθήματα που επικρατούν περί της «διαχειρίσεως και επιλογής της ζωής» και της «διαχειρίσεως του θανάτου» και του δικαιώματος στην ζωή και τον θάνατο συνιστούν μια διαφωτιστική νοοτροπία που απολυτοποιεί και αυτονομεί την ανθρώπινη ζωή. Νομίζει κανείς ότι και στο θέμα αυτό εφαρμόζεται πρακτικά η θεωρία του υπερανθρώπου του Νίτσε.
Όπως είναι γνωστόν ο Νίτσε είναι ο εκφραστικότερος εκπρόσωπος μιας τάσης που αναπτύχθηκε στα μέσα του 19ου αιώνος που χαρακτηρίζεται ως «φιλοσοφία της ζωής». Μεταξύ των άλλων ο Νίτσε διακηρύσσει ότι οι ηθικές έννοιες δεν είναι αντικειμενικές, όπως διατυπώνεται στο βιβλίο του «Ανθρώπινα, πάρα πολύ ανθρώπινα» και ακόμη ότι ο μόνος υπαρκτός κόσμος είναι ο φυσικός κόσμος όπως διατυπώνεται στο βιβλίο του «Πέραν του καλού και του κακού». Στα βιβλία του «Τάδε έφη Ζαρατούστρας» και «Η θέλησις προς δύναμιν» παρουσιάζεται η δική του αξία, που είναι η δύναμη, η υγεία και η ευτυχία. Γενικά, «ο υπεράνθρωπος» του Νίτσε διακρίνεται για τέσσερα γνωρίσματα, ήτοι ο Θεός πέθανε, η μη λύπη για τον πλησίον, ο ανεύθυνος και ανελέητος πόθος για την εξουσία και όλα επιτρέπονται. Η ρήση του Ντοστογιέφσκι «δίχως Θεό όλα επιτρέπονται» εκφράζει απόλυτα την νιτσεϊκή θεωρία. Νομίζει κανείς ότι μερικές απολυτοποιημένες απόψεις γύρω από θέματα της γενετικής μηχανικής, της ευγονικής και της ευθανασίας εκφράζουν απόψεις της νιτσεϊκής φιλοσοφίας.
Είναι ευνόητον ότι η Εκκλησία πρέπει να ποιμαίνη τον συγκεκριμένο άνθρωπο κάθε εποχής και να τον βοηθά να υπερβαίνη τα προβλήματά του και στην πραγματικότητα να επιλύη τα υπαρξιακά του ερωτήματα, που σχετίζονται με την ζωή και τον θάνατο. Όσο κι αν προχωρή η επιστήμη και αναπτύσσεται ο τεχνολογικός πολιτισμός, ο άνθρωπος είναι ο ίδιος, με τα αιώνια υπαρξιακά ερωτήματα που τον βασανίζουν. Αυτό σημαίνει ότι η Εκκλησία θα πρέπη να αντιμετωπίζη όλα τα προβλήματα που απασχολούν τον σύγχρονο άνθρωπο μέσα από την θεολογική της προοπτική, που είναι η σωτηρία του. Έτσι, η ποιμαντική είναι η προσπάθεια της Εκκλησίας να οδηγήση τον συγκεκριμένο άνθρωπο, κάθε εποχής και κάθε νοοτροπίας, στην κατά Χάρη θέωση, την εν-Χρίστωσή του.
Με αυτήν την έννοια το θέμα «η ποιμαντική της Εκκλησίας στην ευγονική και ευθανασιακή εποχή μας» είναι σημαντικό και αναγκαίο.


1. Οι όροι ευγονία και ευθανασία


Πριν προχωρήσουμε στο να δούμε τα προβλήματα της ευγονικής και της ευθανασιακής νοοτροπίας θα πρέπη, όπως γίνεται σε όλες τις επιστήμες, να γίνη μια ανάλυση των όρων ευγονία και ευθανασία, όπως χρησιμοποιούνται σήμερα, για να αντιληφθούμε το πλαίσιο μέσα στο οποίο θα κινηθούμε.
Και οι δυό αυτές λέξεις είναι σύνθετες, των οποίων το πρώτο συνθετικό είναι το «ευ», που σημαίνει καλώς. Με το επίρρημα ευ στις λέξεις γόνος και θάνατος προσδιορίζεται ο καλός γόνος-απόγονος και ο καλός θάνατος.
Ο όρος «ευγονία» παράγεται από το ευ και το γονία. Η λέξη γονία προέρχεται από την λέξη γόνος, αλλά χρησιμοποιείται και η λέξη γονίδιο. Διατυπώνεται, όμως, η άποψη ότι αντί της λέξεως γονίδιο θα ήταν καλύτερο να χρησιμοποιηθή η λέξη γενίδιο, που προέρχεται από την λέξη γενεά, από την οποία προέρχονται και οι λέξεις γενετική, γενότυπος. Πάντως, ο όρος γονίδιο «αποδίδεται στην θεμελιώδη φυσική κληρονομική μονάδα, η οποία ταυτοποιείται από τις αλληλόμορφες παραλλαγές της και κατέχει ένα τόπο στο χρωμόσωμα».
Είναι γνωστόν ότι μέσα σε κάθε κύτταρο υπάρχει το DNA που είναι το ιδιαίτερο κληρονομικό υλικό κάθε όντος και το οποίο βρίσκεται στα χρωματοσώματα. «Τα γονίδια είναι τμήματα του DNA κατά μήκος των χρωματοσωμάτων και περιέχουν τις οδηγίες που χρειάζεται ο οργανισμός για να λειτουργεί». Για να κατανοηθή καλύτερα η σχέση που υπάρχει μεταξύ του DNA, των γονιδίων και των χρωματοσωμάτων, μπορεί να χρησιμοποιηθή μια εικόνα. «Εάν τα χρωμοσώματα είναι μια κασέτα ήχου, το DNA είναι η ταινία της και τα γονίδια είναι τα τραγούδια που είναι μαγνητοφωνημένα στην ταινία».
Από την λέξη γονίδιο παράγονται οι όροι που καθορίζουν τις ιδιαίτερες επιστήμες, οι οποίες ασχολούνται με παρόμοια ζητήματα, όπως η γενετική, που ασχολείται με τα γονίδια και την δράση τους, η γονιδιωματική, που εξετάζει ολόκληρο το γενετικό υλικό του γονιδιώματος, η επιγενετική, που εξετάζει όλο το πολύπλοκο σύστημα των αλληλεπιδράσεων στα γονίδια, η συγκριτική γονιδιωματική, που συγκρίνει τα γονιδιώματα μεταξύ των ειδών, η μεταγονιδιωματική, που μελετά και καταγράφει το γονιδίωμα των μικροβίων.
Κατ' επέκταση ευ-γονική είναι «η μελέτη μεθόδων ευρισκομένων κάτω από κοινωνικό έλεγχο για τη γενετική βελτίωση του είδους μας’  διακρίνεται σε αρνητική και θετική με την πρώτη να αφορά την απομάκρυνση βλαπτικών μεταλλάξεων και τη δεύτερη την αύξηση των ωφελίμων’ εφαρμόσθηκε από τους Ναζί και σήμερα επανέρχεται ως Νέα Ευγονική». Βέβαια στον παραπάνω ορισμό ο χαρακτηρισμός αρνητική και θετική δεν έχει αξιολογικό-ηθικό χαρακτήρα.
Το όλο θέμα και τον προβληματισμό που δημιουργεί η Νέα Ευγονική και γενικά η ευγονική νοοτροπία του συγχρόνου ανθρώπου σε σχέση με την σύγχρονη επιστήμη της μοριακής βιολογίας, της γενετικής και της βιοτεχνολογίας θα το δούμε πιο κάτω και, βεβαίως, όπως γίνεται αντιληπτό, σχετίζεται με όλα τα βιοηθικά διλήμματα που ανακύπτουν από τις σύγχρονες εξελίξεις στους παραπάνω τομείς και κυρίως με αυτές που σχετίζονται με την αρχή της ζωής, όπως οι αναπαραγωγικές τεχνολογίες, και πιθανόν οι γονιδιακές και κυτταρικές θεραπείες.
Η λέξη ευθανασία προέρχεται από την το «ευ» και το «θνήσκειν», που δηλώνει τον καλό θάνατο. Και αυτό συνδέεται με όλα εκείνα τα γεγονότα που σχετίζονται με το τέλος της βιολογικής ζωής.
Υπάρχουν πολλές μορφές ευθανασίας, αλλά θα παραμείνουμε σε δύο από αυτές. Η παθητική ευθανασία είναι όταν από τους ιατρούς και το νοσηλευτικό προσωπικό εγκαταλείπεται η θεραπευτική νοσηλεία του αρρώστου, καθώς επίσης εγκαταλείπεται και η διαδικασία ανάνηψης. Η ενεργητική ευθανασία είναι όταν διάφοροι παρεμβαίνουν με διάφορες χημικές ουσίες που τις θέτουν μέσα στον οργανισμό του ανθρώπου και επέρχεται η δηλητηρίαση και ο θάνατος.
Επίσης, με μια ευρύτερη έννοια, μέσα στην ευγονική (ευζωία) και την ευθανασιακή προοπτική μπορούμε να εντάξουμε και τις άλλες ενδιάμεσες καταστάσεις, μεταξύ της ενάρξεως και του πέρατος της βιολογικής ζωής, όπως είναι η προσπάθεια παράτασης της βιολογικής ζωής που γίνεται με τις νέες σύγχρονες μορφές θεραπειών, όπως οι μεταμοσχεύσεις, οι κυτταρικές και γονιδιακές θεραπείες κλπ.
Γενικά, όμως, η ευγονική αναφέρεται στις περιπτώσεις εκείνες που συνδέονται με την αρχή της βιολογικής ζωής και η ευθανασία σε εκείνες που συνδέονται με το τέλος της βιολογικής ζωής.


2. «Ένας ευγονικός πολιτισμός»

Πολλοί κάνουν λόγο για το ότι ευρισκόμαστε σε μια ευγονική εποχή και δημιουργείται ένας ευγονικός «πολιτισμός» με όλες τις συνέπειες και τις θετικές πολύ δε περισσότερο τις αρνητικές προεκτάσεις του.
Ο ακτιβιστής Jeremy Rifkin στο βιβλίο του «Ο αιώνας της βιοτεχνολογίας» ασχολείται, σε ένα κεφάλαιο με τίτλο «Ένας ευγονικός πολιτισμός», με το σημαντικό αυτό θέμα. Θα παρατεθούν μερικές από τις απόψεις του για να φανή έκδηλα η ευγονική νοοτροπία του συγχρόνου ανθρώπου.
Στην αρχή γράφει ότι τον όρο «ευγονική» τον συνέλαβε τον 19ο αιώνα ο εξάδελφος του Κάρολου Δαρβίνου Φράνσις Γκάλτον και διαιρείται, σύμφωνα με το Rifkin, σε δυό κατευθύνσεις. «Στην αρνητική ευγονική που συνεπάγεται μια συστηματική εξάλειψη των αποκαλούμενων ανεπιθύμητων γενετικών γνωρισμάτων και στη θετική ευγονική που ασχολείται με την χρησιμοποίηση της επιλεκτικής διασταύρωσης με στόχο τη "βελτίωση" των χαρακτηριστικών ενός οργανισμού η ενός είδους».
Στην εποχή μας με την χαρτογράφηση του ανθρωπίνου γονιδιώματος, την δυνατότητα ελέγχου για όλο και περισσότερες γενετικές ασθένειες, αλλά και την ανίχνευση προδιαθέσεων για διάφορες ασθένειες, τις νέες αναπαραγωγικές τεχνολογίες και τις νέες τεχνικές για τον γενετικό χειρισμό του ανθρώπου τίθενται τα θεμέλια «για έναν εμπορικό ευγονικό πολιτισμό». Πολλοί διαπιστώνουν ότι «η σάρωση και η θεραπεία των ανθρωπίνων γονιδίων» δημιουργούν την δυνατότητα «να είμαστε σε θέση να επανασχεδιάσουμε τα γενετικά σχεδιαγράμματα του είδους μας και να αλλάξουμε την κατεύθυνση της μελλοντικής πορείας της βιολογικής μας εξέλιξης πάνω στην γη». Η επιδίωξη είναι να δημιουργηθούν «ευγονικοί άνδρες και γυναίκες».
Βεβαίως, υπάρχει προϊστορία ως προς το θέμα αυτό, διότι, όπως περιγράφει αναλυτικά ο συγγραφεύς, υπάρχει το λεγόμενο «ευγονικό παρελθόν της Αμερικής». Πρόκειται για ένα κίνημα που παρατηρήθηκε στην δεκαετία του 1890 «και η γέννησή του ήταν το επακόλουθο του πρώτου μαζικού μεταναστευτικού κύματος». Παρατίθεται μάλιστα ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα του Προέδρου των ΗΠΑ Θεοδώρου Ρούσβελτ, ο οποίος έλεγε: «Οι εγκληματίες θα έπρεπε να στειρώνονται και να απαγορεύεται στα διανοητικά καθυστερημένα άτομα να αφήνουν απογόνους… η έμφαση πρέπει να δοθή στην αναπαραγωγή των επιθυμητών ανθρώπων».
Προ του Α Παγκοσμίου Πολέμου στην Αμερική παρατηρήθηκε ένα ευγονικό κίνημα και ιδρύθηκαν επιτροπές και εταιρείες ευγονικής, το θέμα της ευγονικής ήταν το αγαπημένο θέμα συζήτησης στα σχολεία, στις πολιτικές συναθροίσεις, στις λέσχες γυναικών, στις εκκλησιαστικές συνάξεις και στα λαϊκά περιοδικά.
Οι υπέρμαχοι της ευγονικής «στην προσπάθειά τους να ξεριζώσουν το βιολογικά κατώτερο στοιχείο από τον αμερικανικό πληθυσμό» θεωρούσαν ότι το καλύτερο μέσο ήταν η στείρωση. Έτσι, «μέχρι το 1931, τριάντα Πολιτείες είχαν θεσπίσει νόμους για τη στείρωση και δεκάδες χιλιάδες Αμερικανοί πολίτες είχαν "επιδιορθωθεί" χειρουργικά».
Μετά τον Α Παγκόσμιο Πόλεμο εκφράσθηκε ο μεγαλύτερος θρίαμβος των οπαδών της ευγονικής «με την επιτυχημένη τους καμπάνια για τη θέσπιση ενός μεταναστευτικού νόμου βασισμένου στις προδιαγραφές της ευγονικής». Παρατηρήθηκε μια εκστρατεία με την οποία η μετανάστευση είχε σαφώς βιολογικές κατευθύνσεις, αφού δημοσιεύθηκαν μελέτες και εκθέσεις «για να αποδείξουν την βιολογική κατωτερότητα μερικών ομάδων μεταναστών».
Έπειτα, όλο αυτό το ευγονικό κίνημα που παρατηρήθηκε στην Αμερική και αναφέρεται σε έναν βιολογικό καθαρμό μεταφέρθηκε και στην Γερμανία του Χίτλερ με τα γνωστά αποτελέσματα.
Στις ημέρες μας η ευγονική απέκτησε άλλα εργαλεία τα οποία είναι πιο δυνατά και πιο επικίνδυνα. Πρόκειται για την πρόοδο της μοριακής βιολογίας και της γενετικής μηχανικής. Ο ανασυνδυασμός του DNA, οι γονιδιακές θεραπείες, οι νέες αναπαραγωγικές τεχνολογίες, είναι τα νέα εργαλεία της ευγονικής, η οποία καλείται νέα ευγονική. «Οι μοριακοί βιολόγοι επιλέγουν καθημερινά ποιά γονίδια θα αλλοιώσουν, θα εισαγάγουν και θα ακυρώσουν στον γενετικό κώδικα διαφόρων ειδών». Οι επιστήμονες, οι εταιρείες, το Κράτος λαμβάνουν αποφάσεις «για το ποιά είναι τα καλά γονίδια που πρέπει να εισαχθούν και να διατηρηθούν και ποιά είναι τα κακά γονίδια που πρέπει να αλλοιωθούν η να ακυρωθούν». Είναι επόμενο «ότι η νέα τεχνολογία της γενετικής μηχανικής εισάγει ξανά στην ζωή μας την ευγονική».
Η σύγχρονη (νέα) ευγονική με τις γονιδιακές θεραπείες επεμβαίνει και στα σωματικά κύτταρα και στην αναπαραγωγική σειρά, αφού «οι γενετικές μεταβολές γίνονται στο σπέρμα, στα ωάρια η στα εμβρυακά κύτταρα» που περνούν στις επόμενες γενεές.
Οι σκοποί της ευγονικής επιτυγχάνονται με τις εξής μεθόδους: Την τεχνητή γονιμοποίηση του ωαρίου της γυναικός με σπέρμα από δότη, με όλα όσα συνδέονται με αυτή, τον υβριδισμό κυττάρων διαφόρων ειδών, την εισαγωγή νέων γονιδίων στον άνθρωπο και τα ζώα για την βελτίωση του είδους (τρανσγενετικά ζώα), την αναπαραγωγική κλωνοποίηση.
Έτσι σήμερα υπάρχει δυνατότητα να γίνονται επεμβάσεις στα γονίδια, να εισάγονται σε ασθενείς τροποποιημένα γονίδια, να επιχειρούνται γενετικές μεταβολές στην ανθρώπινη αναπαραγωγική σειρά, να γίνονται διορθωτικές παρεμβάσεις στα κύτταρα του φύλου η στα εμβρυακά κύτταρα κλπ. Οι ενέργειες αυτές μπορεί να έχουν ορισμένα θετικά αποτελέσματα, ενέχουν όμως κινδύνους και για αρνητικά αποτελέσματα, αφού δεν γνωρίζουμε τα πλήρη και μακροχρόνια αποτελέσματα αυτών των επεμβάσεων, όπως ενέχουν και τον κίνδυνο να δημιουργηθούν ανωμαλίες που θα περάσουν στις επόμενες γενεές.
Στα πλαίσια της ευγονικής εντάσσεται και ο προγεννητικός έλεγχος και η προεμφυτευτική γενετική εξέταση των εμβρύων στα πρώτα στάδια της αναπτύξεώς τους για την εύρεση διαφόρων ατελειών.
Βεβαίως, όλα αυτά ενέχουν πολλούς κινδύνους, όπως προαναφέραμε. Πέρα από το άγνωστο της συμπεριφοράς των εισαχθέντων γονιδίων η του νέου ανασυνδυασμένου DNA που μπορεί να χρησιμοποιηθή, δημιουργούνται πολλά και μεγάλα διλήμματα, όπως το αν οι γονείς θα κρατήσουν το έμβρυο η θα κάνουν άμβλωση, το αν θα επιλέξουν να προχωρήσουν σε γονιδιακές θεραπείες η όχι, το αν θα αποφασίσουν να κάνουν «παιδιά κατά παραγγελία», το αν θα επιλέξουν την ενισχυτική θεραπεία κλπ. Ακόμη αναφύονται και άλλα προβλήματα, όπως το ότι μπορούν να δημιουργηθούν ενοχές στους γονείς που δεν επιθυμούν η δεν έχουν χρήματα να προβούν σε τέτοιες τεχνικές της ευγονικής. Επίσης δημιουργούνται και άλλα ηθικά και κοινωνικά προβλήματα, όπως για παράδειγμα ο κίνδυνος του γενετικού στιγματισμού, η η υποχρεωτική υποβολή σε γενετικό έλεγχο των μελλονύμφων προκειμένου να προχωρήσουν σε γάμο. Μάλιστα τον τελευταίο καιρό στην Αμερική παρατηρείται το φαινόμενο να υποβάλλονται αγωγές των γονέων εναντίον των ιατρών και των νοσοκομείων για «αδικαιολόγητη ζωή» και «αδικαιολόγητη γέννηση», επειδή δεν συμβούλευσαν τους γονείς για το πρόβλημα που είχε το αγέννητο παιδί και δεν τους έδωσαν τις απαραίτητες πληροφορίες για να επιλέξουν αν θα έπρεπε να το γεννήσουν η όχι. Ενδεχομένως αργότερα θα παρατηρηθή το φαινόμενο ελαττωματικά παιδιά να υποβάλλουν αγωγές «για αδικαιολόγητη ζωή» εναντίον των γονέων τους, διότι επέδειξαν αμέλεια ως προς το θέμα αυτό κλπ..
Από την ευσύνοπτη αυτή αναφορά φαίνεται καθαρά ότι η ευγονική νοοτροπία της εποχής μας μπορεί να αποβή μια μεγάλη απειλή για την ανθρωπότητα. Βεβαίως, υπάρχει δυνατότητα θεραπείας διαφόρων ασθενειών, αλλά τα γενετικά, κοινωνικά, ανθρωπολογικά, ηθικά διλήμματα και προβλήματα θα είναι αρκετά. Παρατηρείται και στο σημείο αυτό ένας «βιοηθικός δυϊσμός».


3. Η «διαχείριση του θανάτου»

Η ευθανασία είναι ένα θέμα που συνδέεται με το τέλος της βιολογικής ζωής. Πρόκειται για μια ευθανασιακή νοοτροπία που επικρατεί στις ημέρες μας.

Το θέμα είναι ευρύτερο και δεν θα περιορισθή στον τρόπο με τον οποίον επιλέγουμε να περατωθή ο ανθρώπινος βίος, γι' αυτό θα γίνη ιδιαίτερος λόγος για τον θάνατο και πως τον αντιμετωπίζει ο άνθρωπος της εποχής μας. Έτσι θα εκτιμηθή ακόμη περισσότερο η ευθανασιακή νοοτροπία του συγχρόνου ανθρώπου.

Ο θάνατος δεν είναι πορεία προς την ανυπαρξία, αλλά πορεία προς μια συνάντηση. Ακόμη, ο θάνατος είναι ένα γεγονός που απασχολεί τους φίλους και τους γνωστούς και γενικά τα αγαπητά πρόσωπα, τα οποία περιβάλλουν με αγάπη τον μελλοθάνατο. Η ώρα του θανάτου είναι και μυστήριο, αλλά και χρόνος τακτοποιήσεως πολλών θεμάτων και χρόνος προετοιμασίας για την μέλλουσα ζωή και τρόπος του κατάλληλου αποχαιρετισμού των αγαπωμένων προσώπων μεταξύ τους.

Όμως, στην σημερινή εποχή που χαρακτηρίζεται από τα γνωρίσματα της νεωτερικότητας έχουν διαφοροποιηθή οι συνθήκες του θανάτου. Αυτήν την πραγματικότητα αναλύει η Μυρτώ Ρήγου στο βιβλίο της με τίτλο «Ο θάνατος στην νεωτερικότητα». Σε ένα κεφάλαιο του βιβλίου με τίτλο: «Ο κρατικοποιημένος θάνατος» αναλύεται ότι ο θάνατος στην περίοδο της νεωτερικότητας δεν είναι τόσο προσωπικός η οικογενειακός, αλλά κυρίως κρατικοποιημένος, δηλαδή ξέφυγε από τον οικογενειακό χώρο και τον οικογενειακό ιατρό και πέρασε στο Κράτος με την «παρέμβαση του Κράτους-Πρόνοιας». Αλλά και εδώ μπορεί να υπάρξουν σοβαρά προβλήματα, αφού παρατηρούνται φαινόμενα «μειωμένης» ηθικής «στους κόλπους Κράτους-Πρόνοιας εξαιτίας των "ανήθικων" και "δελεαστικών" συμφωνιών που απειλούν την ίδια τη ζωή και που συνάπτονται ανάμεσα στον ιδιωτικό και δημόσιο τομέα με μοναδικό σκοπό το κέρδος των οργανωμένων ολιγοπωλείων». Ο ευαίσθητος χώρος της ιατρικής επιστήμης στις περιπτώσεις αυτές «αποτελεί το κατ' εξοχήν παράδειγμα συγκρότησης και αλληλοδιαπλοκής της γνώσης, της εξουσίας και της ηθικής».

Μελετώντας το θέμα του «κρατικοποιημένου θανάτου», η συγγραφεύς αναλύει διεξοδικά τρεις μορφές που συνδέονται με την σχέση θανάτου και νεωτερικότητας, ήτοι την «αποεθιμοποίηση», την «εμπορευματοποίηση» και την «νοσοκομειοποίηση».

Η πρώτη μορφή που συνδέεται με τον θάνατο στην εποχή της νεωτερικότητας, αλλά και στις ημέρες μας, είναι η «αποεθιμοποίηση».

Ζούμε σε μια εποχή στην οποία τα πάντα διαφοροποιούνται, ακόμη και οι ταξικές σχέσεις και οι πολιτιστικές αξίες. Αυτό παρατηρείται και στα θέματα που συνδέονται με τον θάνατο. Η στάση του ανθρώπου προς τον θάνατο την περίοδο της νεωτερικότητας εκφράζεται με το «ψέμμα», την «ντροπή», και την «αποστροφή».

Ο θάνατος αποκρύπτεται από τον ασθενή και η σύγχρονη τεχνολογία προσπαθεί να τον τιθασεύση, οπότε κυριαρχεί η απώθηση του θανάτου και το «ψέμμα» γύρω από αυτόν. Ακόμη, η ύπαρξη του θανάτου και όλα εκείνα που συνδέονται με αυτόν θεωρούνται «ντροπή και πρόκληση για την τεχνολογική υπεροψία». Οι άνθρωποι αισθάνονται ντροπή να αναφέρωνται στον θάνατο, να πενθούν, να εκφράζωνται συναισθηματικά. Επίσης, τον ρόλο της οικογένειας στον ετοιμοθάνατο τον αναλαμβάνει το Κράτος. Ο οικογενειακός ιατρός αντικαθίσταται από το «απρόσωπο της ιατρικής σχέσης». Δηλαδή, «ο άρρωστος πρέπει να μεταφερθεί αμέσως σε ίδρυμα που διαθέτει τον τεχνολογικό εξοπλισμό και που εγγυάται την επέκταση της ζωής, μέσω της αποανθρωποποίησής του. Στο ίδρυμα άλλωστε θα πρέπει να αποβιώσει. Έτσι, η οικογένεια δέχεται με ανακούφιση την απαλλαγή της από τις φροντίδες που έπρεπε να προσφέρει στον άρρωστο, την στιγμή που ο διαθέσιμος χρόνος γι' αυτές είναι και δυσεύρετος και πολύτιμος. Μεταθέτει λοιπόν την ευθύνη αλλά και τις ενοχές της στο νοσοκομείο, αφαιρώντας από τον εαυτό της ένα μέρος από την ίδια της την "αξιοπρέπεια (που είναι) συνυφασμένη με την επιθανάτια αγωνία του (ετοιμοθάνατου) να πεθαίνει στο σπίτι του"».

Εκτός από το «ψέμμα» και την «ντροπή» που περιβάλλει τον θάνατο κατά την περίοδο της νεωτερικότητας, και εν πολλοίς και σήμερα, επικρατεί και το στοιχείο της «αποστροφής» στην σχέση «με το σώμα του αρρώστου και του νεκρού». «Η θέα του αρρώστου και οι μυρωδιές που αναδύει το σώμα του γίνονται ανυπόφορες». Μέσα σε αυτήν την προοπτική με τον άρρωστο, ο οποίος αντιμετωπίζει την διαδικασία του θανάτου, εργάζεται κυρίως η αποκλειστική νοσοκόμα, τα νεκρά σώματα μπαίνουν στο ψυγείο για όσο καιρό χρειασθή να γίνη η κηδεία, τα σώματα αποτρεφρώνονται για να εξασφαλίσουν όσον το δυνατόν μικρότερο χώρο να μη μας θυμίζουν τον θάνατο.

Η δεύτερη μορφή που συνδέεται με τον θάνατο στην εποχή της νεωτερικότητας είναι η λεγομένη «εμπορευματοποίηση του θανάτου και η βιο-εξουσία».

Η εμπορευματοποίηση εκφράζεται κατ' αρχάς με το γεγονός ότι ο θάνατος πρέπει να απωθηθή στο περιθώριο, σε μια κοινωνία που πολλοί ενδιαφέρονται για το εμπόριο και την αύξηση του κατά κεφαλήν εισοδήματος. Ο θάνατος είναι «καταλύτης όλων των αξιών που επιστεγάζουν την σύγχρονη κοινωνία» και γι' αυτό «ο νεκρός είναι άχρηστος τουλάχιστον ο ζωντανός υποψήφιος νεκρός δεν πρέπει να θυμάται». Και δεν πρέπει να θυμάται, αφού «η μνήμη του πρέπει να νεκρωθεί γιατί οτιδήποτε παραπέμπει σ' αυτή τη μνήμη μιαίνει τον άσηπτο κόσμο της ισχύος και ανατρέπει την λογική τάξη των πραγμάτων».

Όμως, όχι μόνον εξοβελίζεται ο θάνατος από την κοινωνία και την ανάμνηση, επειδή δεν βοηθά την παραγωγικότητα της κοινωνίας, αλλά θα πρέπη ο άνθρωπος να απελευθερωθή και από το πένθος και την μελαγχολία που είναι συνέπεια της απώλειας ενός αγαπητού προσώπου. Και αυτό πρέπει να γίνη, γιατί αν υπάρχη το πένθος και η μελαγχολία, τότε διαταράσσεται η ισορροπία των κοινωνικών σχέσεων. «Η θλίψη, η απελπισία, η απομόνωση του πενθούντα, η ακινησία, η απραξία του, διαβάλλουν το νόημα της ζωής του, αλλοιώνουν τη μορφή της πραγματικότητας, υποσκελίζοντας έτσι την αύξηση του παραγωγικού πλούτου». Έτσι, ο θάνατος «εξορίζεται απ' τις συνειδήσεις, τις αναπαραστάσεις και τα σύμβολα και ξενοδοχείται απ' τους διάφορους επαγγελματίες του θανάτου». Δηλαδή, δεν ασχολείται πια ο μοντέρνος άνθρωπος με τον νεκρό, αλλά γι' αυτόν ενδιαφέρονται οι ειδικοί επαγγελματίες.

Έτσι αναπτύσσεται η λεγόμενη «βιο-εξουσία». Πρόκειται για έναν όρο που εμφανίσθηκε τον 17ο αιώνα ως νέα μορφή «πολιτικής ορθολογικότητας», που σημαίνει «συνύπαρξη πρακτικών» με τέτοιο τρόπο ώστε «να αναδεικνύεται μια τάξη πραγμάτων που απαντά με όρους υγείας και παραγωγικότητας».

Βεβαίως, η «εμπορευματοποίηση του θανάτου» γίνεται εμφανής και σε άλλες εκδηλώσεις της «εμπορευματικής κοινωνίας» που «εκμεταλλεύεται ακόμη και τον θάνατο επωνύμων νεκρών της για να τους ενσωματώσει στην πραγμοποιημένη - καταναλωτική της συνείδηση». Στην ορθολογιστική και καταναλωτική κοινωνία μας, ενώ ο θάνατος κοντινών ανθρώπων αποκρύπτεται και απωθείται, παρατηρούνται και άλλα φαινόμενα, κατά τα οποία ο θάνατος μη συγγενικών προσώπων υπερ-προβάλλεται στα πλαίσια της εμπορευματικοποίησής του, αφού «άνισες εικόνες θανάτου, αν όχι με ταξικό, αλλά με θεαματικό διαφοροποιημένο δείκτη, εισβάλλουν καθημερινά ως θέαμα από τα μαζικά μέσα ενημέρωσης και καταναλώνονται από τους νεκροβόρους θεατές». Στα ΜΜΕ παρουσιάζονται καθημερινά «θάνατοι επωνύμων», αλλά και «θάνατοι ανωνύμων» από πολέμους και πείνα στον τρίτο κόσμο, από εγκληματικότητα και τερατογενέσεις λόγω των πυρηνικών ατυχημάτων και άλλες παράξενες αρρώστιες στις «αναπτυγμένες χώρες».

Τρίτη μορφή θανάτου στην νεωτερική εποχή είναι η λεγόμενη «νοσοκομειοποίηση» η «το κράτος των νοσοκομείων: η ιδρυματοποίηση του θανάτου».

Ήδη έχουμε προαναφέρει ότι στην νεωτερικότητα η οικογένεια μετέθεσε τις ευθύνες της για τον θάνατο των μελών της «σ' ένα απρόσωπο και ομοιόμορφο πεδίο, σε "ένα ναό του θανάτου", όπως ονομαζόταν παλαιότερα ο νοσοκομειακός θεσμός». Βέβαια, σήμερα το νοσοκομείο θεραπεύει ασθένειες, αλλά είναι και χώρος που κυρίως πεθαίνουν οι άνθρωποι. Έτσι, αποποιείται η οικογένεια «το στάδιο της αρρώστιας» των βαρέως πασχόντων ασθενών που βρίσκονται στο λεγόμενο «προθανάτιο στάδιο», και αναλαμβάνει μόνον την κοινωνική αντιμετώπιση του ανθρώπου που είναι οι μεταθανάτιες φροντίδες, τα ταφικά έθιμα, η τύχη της περιουσίας του νεκρού. Με τις εξελίξεις της ιατρικής επιστήμης και του ιατροτεχνολογικού εξοπλισμού οι νέες εξελιγμένες διαγνωστικές και θεραπευτικές μέθοδοι απαιτούν οργάνωση, εξοπλισμό και διαχείριση που μόνον το νοσοκομείο μπορεί να έχη και το οποίο έτσι γίνεται μια «εστία εξουσίας». Αυτό μέσα στα πλαίσια της καπιταλιστικής νοοτροπίας δίνει την ευκαιρία στον επιχειρηματικό κόσμο να βλέπη τα νοσοκομεία ως μια «επικερδή ιδιωτική πρωτοβουλία». Από την άλλη, επειδή το Κράτος διαχειρίζεται την πολιτική της υγείας αλλά και τα Νοσοκομεία, με τον τρόπο αυτόν εμπλέκεται στην διαχείριση της ζωής και του θανάτου, με τα Νοσοκομεία να είναι ο κύριος χώρος όπου παρατηρείται αυτή «η σχέση της πολιτικής εξουσίας με τον ιατρικό λόγο».

Τα Νοσοκομεία επίσης αφού είναι κέντρα θεραπείας και έρευνας, αλλά κυρίως αφού είναι ο χώρος όπου ασκείται η ιατρική, είναι ο κατ' εξοχήν χώρος όπου τίθενται «ζητήματα δεοντολογικής και ηθικής τάξης όπως το πρόβλημα της ευθανασίας, των αμβλώσεων, της "θεραπευτικής μανίας"». Έτσι γίνονται ο χώρος που η ηθική από φιλοσοφική, μεταφυσική, θεολογική πρέπει να γίνη και πρακτική.

Βέβαια, δεν μπορεί κανείς να αρνηθή την αξία των νοσοκομείων στην θεραπεία ασθενών, αλλά πέρα από τα ηθικά διλήμματα, η «νοσοκομειοποίηση» μερικές φορές διευκολύνει την εμφάνιση μορφών εκμετάλλευσης του ανθρώπινου πόνου και της ανθρώπινης αγωνίας μπροστά στον θάνατο.

Πάντως, επειδή δημιουργούνται διάφορα προβλήματα από αυτήν την λεγόμενη «βιο-εξουσία», γι' αυτό την δεκαετία του '70 αναπτύχθηκε η «βιο-ηθική», η οποία «έρχεται αντιμέτωπη με την βιο-εξουσία». Επίσης φαίνεται ότι η «νοσοκομειοποίηση» εγκαθιδρύει ένα νέο επικοινωνιακό καθεστώς μεταξύ του ιατρού και του ασθενούς, του ασθενούς και του περιβάλλοντός του, του ιατρού και του περιβάλλοντος του αρρώστου. Στα μάτια του ασθενούς ο ιατρός μπορεί να είναι «φύλακας της ζωής» η «ιατρός θανατοκράτης».

Όταν ο θάνατος μεταφέρεται από την οικογένεια στον νοσοκομειακό ιατρό, τότε «απομονώνεται και ο θάνατος στο νοσοκομειακό ίδρυμα», με αποτέλεσμα ο θάνατος συχνά στα νοσοκομεία να θεωρήται μια απλή υπόθεση ρουτίνας.

Με την σύγχρονη τεχνολογία και την εξέλιξη της ιατρικής ήταν επόμενο αυτή η μεγαλύτερη δυνατότητα διαχείρισης του ανθρωπίνου σώματος και οι δυνατότητες επιμήκυνσης του χρόνου ζωής, να θέσουν και την αναγκαιότητα επαναπροσδιορισμού της ζωής και του θανάτου, οπότε και άρχισε να εισάγεται και η έννοια της ευθανασίας. Ο επαναπροσδιορισμός της εννοίας του θανάτου την δεκαετία του '60 είχε σχέση με την «διευκόλυνση των μεταμοσχεύσεων». Οπότε και εισήχθη η έννοια του εγκεφαλικού θανάτου. Όμως πέρα και από τον καθορισμό των εννοιών του θανάτου και παρά τις αμφισβητήσεις που υπάρχουν και στους ορισμούς αυτούς, «η ιατρική κρίση για τις διαδικασίες διατήρησης στη ζωή η καταδίκης σε θάνατο καθορίζεται όχι μόνον από την γραφειοκρατική οργάνωση του νοσοκομειακού χώρου, αλλά και από τους τεχνικούς και οικονομικούς προσδιορισμούς του. Επειδή το κόστος των τεχνολογικών μέσων που είναι απαραίτητα για να κρατηθούν οι ασθενείς στη ζωή, είναι μεγάλο, επόμενο είναι να σώζεται πολύ μικρότερος αριθμός ανθρώπων από τον δυνάμενον τεχνικά να σωθή. Έτσι, άνισα κριτήρια θανάτου, από πλευράς ηλικίας (οι ηλικιωμένοι εντάσσονται στη κατηγορία των μη παραγωγικών δυνάμεων) η ηθικά και ταξικά (κοινωνική θέση των περιθωριακών: άποροι, πόρνες, ναρκομανείς, αλκοολικοί) καθορίζουν πολιτικές επιλογές και ασκούν μια νέα μορφή ευθανασίας: την κοινωνική».

Όλα αυτά τα προβλήματα είναι αντικείμενα της βιο-ηθικής, που αντιμετωπίζει την «βιο-εξουσία», η οποία θέλει να διαχειρίζεται την ζωή και τον θάνατο των ανθρώπων.

Ως συμπέρασμα αυτού του κεφαλαίου η συγγραφεύς παρατηρεί ότι ο τρόπος αντιμετωπίσεως της ζωής και του θανάτου διακρίνεται σε τρεις περιόδους.

Στην πρώτη (τέλη 18ου αιώνος-αρχές 19ου αιώνος), με την επίδραση του Διαφωτισμού, κυριαρχούν δύο αρχές: «η ζωή ως ύψιστο αγαθό» και «η επιστημονική γνώση που εξετάζει τη ζωή και το θάνατο ως γνωστικό αντικείμενο». Κατά την άποψη της συγγραφέως, αυτήν την περίοδο το Κράτος «αποδέχεται την είσοδο του αρρώστου στο νοσοκομείο για να προφυλάξει το φτωχό πληθυσμό που εκτίθεται στις μολυσματικές ασθένειες και τις επιδημίες και, συγχρόνως, για να οικειοποιηθεί την ιατρική γνώση και να την ελέγξει».

Στην δεύτερη περίοδο που φθάνει μέχρι την δεκαετία του '60 του 20ου αιώνος, «η μετάβαση στον ώριμο καπιταλισμό και η αύξηση της επεμβατικής δραστηριότητος του Κράτους» φαίνεται να προωθή σαν ιδέα: «την διαχείριση της ζωής, δια μέσου της τεχνολογίας και των δικτύων εξουσίας (νοσοκομείο)».

Στην τρίτη περίοδο, την αρχή της οποίας η συγγραφεύς τοποθετεί γύρω στο 1967, «ο επαναπροσδιορισμός του θανάτου, που εμφανίζεται απαραίτητος μετά τις πρώτες καρδιακές μεταμοσχεύσεις» προβάλλει την «βιο-ηθική».

Επομένως, η «αποεθιμοποίηση», η «εμπορευματοποίηση» και η «νοσοκομειοποίηση» του θανάτου, δημιουργούν μια νέα πραγματικότητα που χρειάζεται πολλή μελέτη και ποιμαντική αντιμετώπιση. Απαιτείται μια ποιμαντική του αρρώστου, του ιατρού, του περιβάλλοντος, του νοσοκομείου, σε αναφορά με την νοηματοδότηση της ζωής και του θανάτου.

4. Εκκλησιαστική ποιμαντική

Η Εκκλησία ομολογεί τον Χριστό και τα όσα Εκείνος απεκάλυψε για τον Θεό, τον άνθρωπο, την κτίση και με αυτήν την ομολογία ποιμαίνει τα μέλη της. Μερικές φορές εργάζεται και αντιαιρετικά, μέσα όμως στην προοπτική της ομολογίας και της ποιμαντικής.

Η Εκκλησία ασκεί ποιμαντική διακονία στα μέλη της, που σημαίνει βλέπει τα προβλήματά τους και καταγράφει τις απαραίτητες προϋποθέσεις για την επίλυσή τους, χωρίς να καταργήται η προσωπική ελευθερία των ανθρώπων. Ο,τι γίνεται, γίνεται με ελευθερία, γιατί η παραβίαση της ελευθερίας συνιστά την αλλοίωση της ανθρωπολογίας και της σωτηριολογίας.

Όταν κάνουμε λόγο για ποιμαντική διακονία, εννοούμε ότι η Εκκλησία διαφυλάσσει τα βασικά σημεία της αποκαλυπτικής αλήθειας, περί του Θεού, του κόσμου, του ανθρώπου, και της σωτηρίας και με αυτά καθοδηγεί τον άνθρωπο για να αποκτήση πνευματικά - χριστοκεντρικά βιώματα. Και, βεβαίως, αυτό σημαίνει ότι ο άνθρωπος πρέπει να πορεύεται από το κατ’ εικόνα στο καθ’ ομοίωση, στην θέωση, που είναι ο βαθύτερος σκοπός του. Ακόμη όταν ο άνθρωπος αποτυγχάνη να ζήση σύμφωνα με τον νόμο του Θεού και μετανοή γι' αυτό, τότε η Εκκλησία με την δύναμη του Χριστού τον θεραπεύει.

Ύστερα από αυτές τις σύντομες διευκρινίσεις θα τονισθούν μερικά κεντρικά σημεία γύρω από το θέμα της ευγονικής και ευθανασιακής νοοτροπίας της εποχής μας.


α) Υπαρξιακά προβλήματα της ζωής και του θανάτου.

Είναι δεδομένο ότι τα βασικά προβλήματα που απασχολούν τον άνθρωπο είναι τα λεγόμενα υπαρξιακά, αυτά που έχουν σχέση με την ζωή και τον θάνατο. Αυτή είναι η βαθύτερη αιτία των βιο-ηθικών προβλημάτων. Ο άνθρωπος δεν δημιουργήθηκε για να πεθαίνη, αλλά ο θάνατος είναι αποτέλεσμα της απομακρύνσεώς του από τον Θεό. Με το προπατορικό αμάρτημα ο άνθρωπος γυμνώθηκε από την θεία Χάρη, σκοτίσθηκε ο νους του και εισήλθε ο θάνατος μέσα στην ύπαρξή του. Έτσι, ο θάνατος είναι συνάρτηση της απομακρύνσεως του ανθρώπου από τον Θεό, είναι ο σκοτασμός του νοός. Έκτοτε τον άνθρωπο τον απασχολεί έντονα το γεγονός της ζωής και του θανάτου.

Από τις αρχές της ηλικίας του ο άνθρωπος αναρωτιέται: τι είναι η ζωή και ο θάνατος• γιατί γεννήθηκα χωρίς να γνωρίζω και χωρίς να μπορώ να προσδιορίζω τον τρόπο της βιολογικής μου ζωής, για το φύλο, την εθνικότητα, τις ατομικές διαφορές από τους άλλους• γιατί να μην έχω απόλυτη ελευθερία• γιατί πεθαίνω και τι γίνεται μετά τον θάνατο• τι είναι η αρρώστια• ποιό είναι το νόημα του πόνου κλπ. Στην θεολογική γλώσσα γίνεται λόγος για την φθαρτότητα και την θνητότητα που υπάρχουν μέσα στον άνθρωπο και πιστοποιείται ακόμη και από την σύγχρονη μοριακή βιολογία.

Αν τα ερωτήματα αυτά που συνδέονται με την φθαρτότητα και την θνητότητα δεν επιλυθούν στα όρια της προσωπικής ζωής, τότε δεν θα μπορέση ο άνθρωπος, όσο κι αν προσπαθήση, να δώση απαντήσεις στα βιοηθικά ζητήματα που προκύπτουν σήμερα, στον αιώνα της βιοτεχνολογίας, από τις εξελίξεις και εφαρμογές της μοριακής βιολογίας και γενετικής, και αφορούν τόσο στην έναρξη όσο και στο τέλος της βιολογικής ζωής. Είναι δυνατόν να μπορέση να λύση μεμονωμένες περιπτώσεις, αλλά συνεχώς θα αναφύωνται άλλα προβλήματα. Έτσι, το βαθύτερο πρόβλημα που πρέπει να επιλυθή είναι το υπαρξιακό και το να μπορέση ο άνθρωπος να υπερβή το γεγονός της βιολογικής ζωής και του θανάτου, να αποκτήση νόημα και η ζωή και ο θάνατος.


β) Ποιμαντική στον άρρωστο, τους συγγενείς και τον ιατρό.

Πέρα από την γενική αυτή θεώρηση που είναι η βάση κάθε ποιμαντικής διακονίας σε όλες τις ηλικίες, πρέπει να εξασκήται και μια ειδική ποιμαντική για κάθε πρόβλημα που τίθεται από τους ανθρώπους. Για την αντιμετώπιση των προβλημάτων αυτών χρειάζεται φωτισμένος και διακριτικός Πνευματικός Πατέρας, ο οποίος αφ’ ενός μεν θα γνωρίζη την διδασκαλία της Εκκλησίας και τα προβλήματα στο βάθος τους, αφ’ ετέρου δε θα πλησιάζη ευαίσθητα και διακριτικά τον κάθε άνθρωπο, που θέλει τον ιδιαίτερο λόγο για να αποκτήση νόημα ζωής και προ παντός εσωτερική ελευθερία. Βεβαίως, θα πρέπη να τεθούν τα απαραίτητα πλαίσια μέσα στα οποία θα κινήται. Πάντως, είναι γνωστόν ότι δεν μας δημιουργούν προβλήματα μόνον τα καθημερινά γεγονότα της ζωής και οι ασθένειες, αλλά η εσωτερική ακαταστασία, η έλλειψη νοήματος για την ζωή. Μπορεί ένας άρρωστος να έχη νόημα ζωής και να δοξάζη τον Θεό, ενώ ένας υγιής να είναι δυστυχής λόγω της ανυπαρξίας νοήματος για την ζωή.

Ως προς τα θέματα που εθίγησαν στην προηγούμενη ενότητα, η ποιμαντική της Εκκλησίας πρέπει να στραφή σε τρεις παράγοντες, ήτοι στον άρρωστο, που υποφέρει, στους συγγενείς του αρρώστου που ενδιαφέρονται για την υγεία του αγαπητού τους προσώπου και τον ιατρό που θα ασχοληθή με την θεραπεία του αρρώστου.

Ο άρρωστος, όπως γνωρίζουμε, βρίσκεται σε μια ιδιαίτερη υπαρξιακή και ψυχολογική κατάσταση και χρειάζεται μεγάλη προσοχή. Το βαθύτερο πρόβλημα που τον απασχολεί είναι ο πόνος, που εκφράζεται ψυχικά και σωματικά, αφού υπάρχει ψυχικός και σωματικός πόνος. Άλλοτε προηγείται ο ψυχικός πόνος και ακολουθεί ο σωματικός, και άλλοτε προηγείται ο σωματικός πόνος και ακολουθεί ο ψυχικός. Πέρα από αυτά ο πόνος προέρχεται από διάφορες ενοχές που έχει ο άνθρωπος μέσα του, αλλά και από την έλευση του θανάτου, τον οποίον θεωρεί ότι διασπά την ενότητα με τους ανθρώπους που αγαπά και με την ίδια την βιολογική ζωή, καθώς επίσης από την αγωνία του θανάτου, τον χρόνο και τον τρόπο με τον οποίον θα έλθη, αλλά και το τι θα επακολουθήση.

Ψυχικός πόνος είναι η απουσία νοήματος για την ζωή, απουσία αγάπης από τους συνανθρώπους του και απουσία του Θεού από την ζωή. Σωματικός πόνος δημιουργείται από την αντανάκλαση του ψυχικού πόνου στο σώμα, από την σωματοποίηση των υπαρξιακών και ψυχολογικών προβλημάτων, αλλά και από διάφορες ασθένειες που εκδηλώνονται σε διάφορες φάσεις της ζωής του ανθρώπου.

Πρέπει να γίνη αντιληπτό ότι ο πόνος είναι κλήρος όλων των ανθρώπων, αφού είναι αποτέλεσμα της προπατορικής αμαρτίας. Όπως διδάσκουν οι άγιοι Πατέρες, ο πόνος - οδύνη, όταν αντιμετωπίζεται σωστά, είναι θεραπεία της ηδονής. Η δυαδική σχέση ηδονής και οδύνης είναι αυτή που επιλύει πολλά προβλήματα στην ζωή μας. Η αρχική, αλλά και η καθημερινή ηδονή επιφέρει την οδύνη και η βίωση της οδύνης, με τον ασκητικό τρόπο της Εκκλησίας, θεραπεύει την ηδονή. Η προσπάθεια να υπερβούμε την οδύνη με νέα ηδονή, δημιουργεί έναν φαύλο κύκλο χωρίς κανένα αποτέλεσμα.

Η κατά Χριστόν άσκηση, ως στροφή και απόλυτη πίστη στον Θεό και στην Πρόνοιά Του, η ανάληψη του σταυρού στην καθημερινή ζωή, η αντιμετώπιση των ασθενειών και των ποικίλων προβλημάτων με πίστη στην Πρόνοια του Θεού, όλες οι εκφράσεις της ασκητικής ζωής, είναι εκείνα που γίνονται με πόνο και θεραπεύουν την ηδονή. Οι ασκητικοί Πατέρες διδάσκουν ότι η εκούσια άρση του σταυρού των ποικίλων θλίψεων μας θεραπεύει από την ακούσια επιφορά των θλίψεων που δοκιμάζουμε καθημερινά.

Άλλωστε, μια από τις μεγαλύτερες αποκαλύψεις που γνωρίσαμε με την ενανθρώπηση του Χριστού είναι η αξία του πόνου. Ο Χριστός, αν και αναμάρτητος, προσέλαβε την αμαρτία όλων των ανθρώπων και πέθανε επάνω στον Σταυρό. Έτσι, μας υπέδειξε ότι ο ηθελημένος και εκούσιος σταυρός, η ανάληψη του εκούσιου πόνου θεραπεύει τα αποτελέσματα της ηδονής και ελευθερώνει τον άνθρωπο από την φυλακή των αισθήσεων και των αισθητών.

Ως προς τους συγγενείς πρέπει να τονίσουμε ότι η αγάπη συνδέεται με την εκούσια σταύρωση, την εκούσια προσφορά και κένωση. Η αγάπη δεν είναι ένας συναισθηματικός λόγος που προσφέρεται σε υγιείς ανθρώπους, δεν έχει ανταποδοτικό χαρακτήρα, αλλά είναι θυσία και υπέρβαση του ατομικού εγώ, είναι ανάληψη του οδυνηρού σταυρού του άλλου, είναι το πάσχειν υπέρ αυτού, κατά το πρότυπο του Χριστού. Ο Χριστός αγάπησε τον άνθρωπο και σταυρώθηκε γι’ αυτόν. Δεν αρκέσθηκε σε μια διδασκαλία και έναν αλτρουϊσμό, σε ένα βερμπαλιστικό κήρυγμα, αλλά προχώρησε στην δική του προσφορά, πέθανε Αυτός για τους άλλους.

Η νοοτροπία που επικρατεί στην κοινωνία μας να επιδιώκουμε να απαλλασσόμαστε από τους αρρώστους συγγενείς μας, προσφέροντας χρήματα και κλείνοντάς τους σε Κρατικά η ιδιωτικά Ιδρύματα, δεν συνιστά την πραγματική αγάπη. Βεβαίως, τα Ιδρύματα –Νοσοκομεία και Γηροκομεία– είναι αναγκαία, όταν χρειάζεται να προσφερθή αποτελεσματική επιστημονική βοήθεια, όταν αυτό δεν είναι δυνατόν να προσφερθή στο σπίτι, αλλά όταν ο εγκλεισμός στα Ιδρύματα γίνεται για την απαλλαγή μας από την φροντίδα, και την εξοικονόμηση χρόνου και ανέσεως για να εκτελέσουμε το δικό μας πρόγραμμα δεν είναι ορθό. Ο άρρωστος και ανήμπορος άνθρωπος χρειάζεται πάνω και από την ιατρική και την νοσοκομειακή περίθαλψη την αγάπη, την στοργή, το χάδι, την παρουσία του αγαπητού του προσώπου και όχι τόσο τις ποικίλες σωματικές ανέσεις.

Ως προς τους ιατρούς και το νοσηλευτικό προσωπικό πρέπει να γνωρίζουμε και να τονίζουμε ότι υπάρχει μεγάλη διαφορά μεταξύ επαγγέλματος και λειτουργήματος-διακονίας. Το επάγγελμα είναι το έργο που εξασκούμε προκειμένου να ζήσουμε, αλλά το λειτούργημα–διακονία γίνεται με αγάπη και στοργή. Το έργο των ιατρών και του νοσηλευτικού προσωπικού δεν είναι ένα συνηθισμένο επάγγελμα, αλλά έργο διακονίας και προσφοράς, που δεν αναφέρεται απλώς στις σωματικές ασθένειες, αλλά στον υπαρξιακό πόνο και τα εσωτερικά προβλήματα των ασθενών. Όταν κανείς βλέπη μόνον το σώμα του αρρώστου, επιδιώκοντας να το θεραπεύση και αγνοή τα ψυχικά και ψυχολογικά του προβλήματα, τότε τον εκλαμβάνει ως μια ζωντανή μηχανή και αυτό τον πληγώνει βαθειά.

Προηγουμένως κάναμε λόγο για την σχέση μεταξύ του ψυχικού και σωματικού πόνου και μεταξύ της ηδονής και της οδύνης, για την απουσία νοήματος για την ζωή και το πρόβλημα του θανάτου. Αν κανείς δεν δη αυτήν την πραγματικότητα στην ολότητά του, αλλά αντιμετωπίζη μόνον ένα τμήμα της, τότε αστοχεί στο έργο του. Ο άρρωστος που πλησιάζει τον ιατρό η εισέρχεται στο Νοσοκομείο, μαζί με την συγκεκριμένη αρρώστια, μεταφέρει και μια ζωή γεμάτη πόνο και οδύνη, από προσωπικές ενοχές, από απουσία ανθρώπων η προδοσία και εγκατάλειψη αγαπητών προσώπων, από τον φόβο του θανάτου. Πως μπορεί κανείς να αγνοήση αυτήν την πραγματικότητα και να βλέπη τους ανθρώπους εξωτερικά και μηχανικά;

Όσοι ασχολούνται με τον πόνο των ανθρώπων σε οριακές καταστάσεις, όπως είναι οι αρρώστιες, αυτοί γνωρίζουν καλά ότι ο άρρωστος περισσότερο ενδιαφέρεται για το εάν επέρχεται το τέλος της βιολογικής ζωής. Γι’ αυτό και όταν ερωτά τον ιατρό για κάποια ασθένειά του, στην πραγματικότητα εντείνει την προσοχή του για να διαπιστώση όχι τι θα του απαντήση ο ιατρός, αλλά τι θα του αποκρύψη. Οπότε, ο ιατρός δεν πρέπει να αρκεσθή απλώς στο να τον αντιμετωπίση ως ασθενή σωματικά, αλλά να τον δη ως έναν πονεμένο άνθρωπο που αναζητά απάντηση για το νόημα της ζωής και του θανάτου, για το πως μπορεί να υπερβή τον θάνατο, και όχι να λάβη μια παράταση της βιολογικής ζωής. Η μοναξιά, η ανάγκη για αγάπη και ο φόβος της ανυπαρξίας είναι τα προβλήματα που διακατέχουν τους ανθρώπους, ιδιαιτέρως όμως τους αρρώστους που πλησιάζουν πιο πολύ σε αυτήν την φλεγόμενη περιοχή των υπαρξιακών προβλημάτων.

Γίνεται αντιληπτό ότι η ποιμαντική διακονία είναι ολόκληρη επιστήμη, προϋποθέτει όχι μόνον γνώσεις, αλλά κυρίως ανθρωπιά, και προ παντός το να έχη κανείς προσωπική γνώση αυτών των προβλημάτων. Εκείνος που αντιμετώπισε η αντιμετωπίζει τις συνέπειες των ασθενειών στην προσωπική του ζωή και βίωσε η βιώνει τον πόνο ως προσωπικό γεγονός, εκείνος είναι κατάλληλος για να πλησιάζη ευαίσθητα τέτοιους πονεμένους ανθρώπους. Άλλωστε, κάθε πονεμένος είναι ιδιόρρυθμος και εκφράζει ποικιλοτρόπως αυτήν την ιδιορρυθμία του, οπότε χρειάζεται ιδιαίτερη μεταχείριση με υπομονή και αγάπη.


γ) Ειδική ποιμαντική

Πέρα από την γενική ποιμαντική, προκειμένου κανείς να αντιμετωπίση και θέματα που προέρχονται από την ευγονική και την ευθανασιακή νοοτροπία της εποχής μας, πρέπει να εξασκήση και μια ειδική ποιμαντική. Η γενική άποψη είναι ότι η Εκκλησία πρέπει να κηρύσση την αποκαλυπτική αλήθεια για τον Θεό και τον άνθρωπο, ο άνθρωπος είναι ελεύθερος να κάνη τις επιλογές του και η Εκκλησία θεραπεύει τις επιπτώσεις των αρνητικών επιλογών του.

Τρία ειδικά θέματα, που έχουν σχέση με το θέμα, θα θιγούν ακροθιγώς στην συνέχεια.

Το πρώτο είναι η απόκτηση παιδιών.

Σκοπός του γάμου είναι η ένωση του ανδρός και της γυναικός, η υπέρβαση διαφόρων προβλημάτων –ατομικών και κοινωνικών– η αγάπη μεταξύ των συζύγων και προ παντός η σωτηρία τους. Άλλωστε, η πορεία τους πρέπει να είναι κοινή προς την κοινή ανάσταση. Καρπός και αποτέλεσμα αυτής της αγάπης και της από κοινού πορείας είναι και η γέννηση των παιδιών. Οπότε, η γέννηση των παιδιών δεν απολυτοποιείται.

Κατά την διδασκαλία της Εκκλησίας η γέννηση των παιδιών δεν είναι αποτέλεσμα μιας φυσικής διαδικασίας, αλλά καρπός της ενεργείας του Θεού, δια της συνεργείας των συζύγων. Η ζωοποιός ενέργεια του Θεού ενεργεί δια της φυσικής διαδικασίας των δερματίνων χιτώνων και έτσι συλλαμβάνεται το έμβρυο. Όταν εξετάζη κανείς προσεκτικά το πως γίνεται η γονιμοποίηση και η οργανογέννηση του εμβρύου, τότε καταλαμβάνεται από δέος, και εκπλήσσεται από το μυστήριο της δημιουργίας. Η παρέμβαση του ανθρώπου, ως διορθωτική στα όργανα του σώματος, μπορεί ως ένα σημείο να είναι επιτρεπτή, όταν πρόκειται για θεραπεία, αλλά η υπερβολική μέριμνα και αγωνία, καθώς και η υπερβολή στις χρησιμοποιούμενες μεθόδους, όταν μάλιστα γίνεται μέσα στα πλαίσια της ύβρεως, δεν μπορεί να γίνη αποδεκτή.

Έπειτα, η απουσία παιδιών δεν μπορεί να αναιρέση τον σκοπό του γάμου, αλλά και η παρουσία τους, δεν μπορεί να δώση νόημα ζωής στον γάμο και να αναπληρώση την αγάπη, όταν δεν υπάρχη. Η αγωνιώδης αναζήτηση παιδιών πολλές φορές δείχνει ένα πρόβλημα στις προσωπικές σχέσεις των συζύγων. Οπότε, το πρόβλημα είναι βαθύτερο και δεν μπορεί να εξαντληθή μόνο στην επιφάνεια και στην εξωτερική του διάσταση.

Εάν επιθυμή κανείς να αποκτήση παιδιά, μπορεί να υιοθετήση τόσα ορφανά και εγκαταλελειμμένα παιδιά η να γίνη ανάδοχος οικογένεια, οπότε λύεται και ένα κοινωνικό πρόβλημα.

Η εξωσωματική γονιμοποίηση, η λεγόμενη ιατρικώς υποβοηθούμενη αναπαραγωγή, που είναι νέα τεχνική για την σύλληψη εμβρύων, δημουργεί διάφορα ηθικά προβλήματα. Με ορισμένες προϋποθέσεις μπορούν μερικές μέθοδοι να γίνουν αποδεκτές, όπως η ομόλογη σπερματέγχυση. Όμως με γεγονότα που σχετίζονται με την ετερόλογη σπερματέγχυση, την ομόλογη εξωσωματική γονιμοποίηση, την γονιμοποίηση πολλών ωαρίων και την δημιουργία πολλών εμβρύων που καταψύχονται και στην συνέχεια αγνοείται η τύχη των περισσοτέρων από αυτά, την «επιλεκτική μείωση των εμβρύων» που σκοτώνονται μέσα στην μήτρα, δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε. Ούτε ακόμη μπορούμε να αποδεχθούμε ενέργειες που καταλήγουν στην καταστροφή της βλαστοκύστης και του εμβρύου. Μπορεί να γίνη αποδεκτή η ομόλογη εξωσωματική γονιμοποίηση που δεν αφήνει «πλεονάζοντα» έμβρυα.

Το δεύτερο θέμα είναι ο προγεννητικός και προεμφυτευτικός έλεγχος.

Τα τελευταία χρόνια εισήχθησαν νέες διαγνωστικές τεχνικές για τον έλεγχο του εμβρύου, όταν βρίσκεται στην μήτρα (in vivo), ο προγεννητικός έλεγχος, η όταν συνελήφθη με την εξωσωματική γονιμοποίηση (in vitro), ο προεμφυτευτικός έλεγχος.

Ο προγεννητικός έλεγχος, παρ’ ο,τι δεν μπορεί να απαγορευθή, δημιουργεί πολλές ενοχές και οδηγεί στις αμβλώσεις, αν οι γονείς δεν μπορούν να αντέξουν την γέννηση και την ανάπτυξη παιδιών με γενετικές ανωμαλίες.

Έπειτα, ο προεμφυτευτικός έλεγχος των εμβρύων ενέχει τον κίνδυνο της ευγονικής προοπτικής, όπως την προσδιορίσαμε πιο πάνω (επιλογή φύλου, εξωτερικών γνωρισμάτων, ευφυΐας κλπ.), οπότε ο άνθρωπος επεμβαίνει αδιάκριτα μέσα στο μυστήριο της ζωής. Αλλά και η καταστροφή των μη επιλεγμένων εμβρύων είναι φόνος, αφού κατά την ορθόδοξη παράδοση το έμβρυο από την πρώτη στιγμή της συλλήψεώς του είναι εμψυχωμένο (η διδασκαλία περί της «εξ άκρας συλλήψεως») και η υπάρχουσα ψυχή θα εκδηλώση την παρουσία της, κατά την ανάπτυξη των οργάνων του σώματος.

Και το τρίτο θέμα είναι η ευθανασία.

Ο άνθρωπος έχει αρμοδιότητα σε αυτά που κατασκευάζει και όχι σε εκείνα για τα οποία δεν έκανε απολύτως τίποτε για να τα φέρη στην ύπαρξη και επομένως δεν έχει καμμία αρμοδιότητα. Η ύπαρξή του είναι δώρο του Θεού, το σώμα του είναι ενωμένο με την ψυχή σε μια υπόσταση.

Η ευθανασία συνδέεται με την απόγνωση και την απελπισία, τις ψυχολογικές ασθένειες και την απουσία νοήματος για την ζωή. Ακόμη, η επιθυμία του ανθρώπου για ευθανασία συνιστά μια άγνοια της ευεργετικής παρουσίας του πόνου στην ζωή μας, καθώς επίσης είναι και μια έκφραση δειλίας έναντι των διαφόρων δυσκολιών.

Ειδικά ο Χριστιανός που θεωρεί το σώμα του ναό του Αγίου Πνεύματος και μέλος του Σώματος του Χριστού, δεν διανοείται να προβή σε πράξη ευθανασίας, που είναι μια αυτοκτονία, για τον επιπρόσθετο λόγο, ότι αφού είναι μέλος του Σώματος του Χριστού, κάθε αμάρτημα είναι αμάρτημα προς τον Ίδιο τον Χριστό. Είναι γνωστόν ότι η αμαρτία έχει πάντοτε θεολογικό και χριστολογικό περιεχόμενο.

Επομένως, η ευθανασία, κυρίως η ενεργητική, είναι μια «τεχνικοποίηση του θανάτου», μια ιδιοποίηση και διαχείριση της ζωής και του θανάτου που δεν υπάγεται στην αρμοδιότητα του ανθρώπου, αλλά αποτελεί «δικαίωμα» του Θεού. Επομένως, δεν μπορεί να γίνη αποδεκτή από την Εκκλησία, ούτε φυσικά μπορούμε να αποδεχθούμε τις «Διαθήκες του θανάτου».


Επίλογος

Στην εισήγηση αυτή έγινε λόγος για το πως ορίζονται σήμερα οι όροι ευγονία-ευγονική και ευθανασία, πως επικρατούν πρακτικά στην κοινωνία και τον σύγχρονο πολιτισμό και ποιά πρέπει να είναι η ποιμαντική της Εκκλησίας στις περιπτώσεις αυτές.

Στο τέλος αυτής της εισηγήσεως θα ήθελα να δώσω και μια διαφορετική, δηλαδή εκκλησιαστική οριοθέτηση αυτών των όρων. Κατά την προοπτική της Ορθοδόξου Παραδόσεως, ορθόδοξη ευγονία δεν είναι μόνον η καλή βιολογική γέννηση παιδιών, αλλά και η ανατροφή τους με μια παιδεία που αναφέρεται στον όλο άνθρωπο, καθώς επίσης και η αναγέννησή τους με τα μυστήρια της Εκκλησίας και την κατά Χριστόν άσκηση. Δεν αρκεί, δηλαδή, το «ζην», αλλά πρέπει ο άνθρωπος να επεκταθή και στο «ευ ζην», με την εν Χριστώ και την εν τη Εκκλησία ζωή. Επί πλέον η ορθόδοξη ευθανασία δεν είναι απλώς το να πεθάνη κανείς χωρίς οδύνη, αλλά να πεθάνη και χωρίς αισχύνη και με ειρήνη, καθώς επίσης να δώση και καλή απολογία στον δημιουργό του, αφού η ζωή δεν εξαντλείται στην βιολογική ζωή. Έτσι, η ορθόδοξη ευθανασία εκφράζεται με την ευχή της Εκκλησίας: «Χριστιανά τα τέλη της ζωής ημών ανώδυνα, ανεπαίσχυντα, ειρηνικά και καλήν απολογίαν την παρά του φοβερού βήματος του Χριστού αιτησώμεθα».

Γενικά, η ορθόδοξη εκκλησιαστική ευγονία και ευθανασία είναι η πλήρωση του ανθρώπου από το Άγιον Πνεύμα, το να περνά ο άνθρωπος διαδοχικώς στην ζωή του, με την Χάρη του Θεού και τον προσωπικό του αγώνα, από την κάθαρση, τον φωτισμό και την θέωση.–


(Εισήγηση του Σεβασμιωτάτου στο Ιερατικό Συνέδριο της Ιεράς Μητροπόλεως Πειραιώς, την 7η Ιουνίου 2007)

Tα στάδια του αθεϊσμού (Μητροπ. Ναυπάκτου & Αγ. Βλασίου Ιερόθεος)

Tα στάδια του αθεϊσμού (Μητροπ. Ναυπάκτου & Αγ. Βλασίου Ιερόθεος)
alopsis
ΘΕΟΛΟΓΙΑ
Κάθε γεγονός και κάθε πνευματική κατάσταση έχει στάδια. Σταδιακά αναπτύσσεται ο άνθρωπος και σταδιακά μπορεί να ζήσει διάφορες καταστάσεις. Στάδια μπορεί να διακρίνει κανείς στην αμαρτία, αλλά και στην αρετή. Έτσι μπορούμε να μιλήσουμε για στάδια και στον αθεϊσμό.

Όταν μιλάμε για αθεϊσμό πρέπει να είμαστε λίγο προσεκτικοί. Γιατί αυτός που εμείς νοιώθουμε άθεο στην πραγματικότητα δεν είναι. Μπορεί κάποιος να ζει πολύ διαφορετικά από ό,τι ζούμε εμείς, αλλά αυτό δεν μπορεί να κληθεί αθεΐα. Υπάρχει ο θεωρητικός αθεϊσμός και πρακτικός αθεϊσμός, μπορούμε δε να ισχυρισθούμε ότι υπάρχει και ο θρησκευτικός αθεϊσμός. Στον τελευταίο ανήκουν οι άνθρωποι εκείνοι που ζουν στον χώρο της Εκκλησίας πολύ επιφανειακά, χωρίς να αποκτούν προσωπική επίγνωση της θείας Χάριτος, προσωπική γνώση του Θεού. Οι Φαρισαίοι της εποχής του Χριστού ζούσαν μια τέτοια ιδιότυπη αθεΐα. Υποστήριζαν και δίδασκαν τον νόμο και όμως αγνοούσαν τον Νομοθέτη, και όχι μόνον Τον αγνοούσαν αλλά και Τον σταύρωσαν. Γι’ αυτό είναι δύσκολο κανείς να χαράξει μια διαχωριστική γραμμή μεταξύ της πίστεως και της απιστίας. Μπορεί κάποιος να φαίνεται πιστός και όμως να καταλήξει σε πλήρη αθεΐα και αγνωστικισμό. Και μπορεί κάποιος άλλος να φαίνεται εξωτερικά άθεος και όμως να βρει την τέλεια πίστη.
Θα ήθελα στην συνέχεια να παρουσιάσω, παρά την δυσκολία τα στάδια του αθεϊσμού, όπως τα περιγράφει ο Κλεμάν. Βασικά διακρίνει τρία στάδια αθεϊσμού.
«Το πρώτο είναι ο αντιθεϊσμός, η επανάσταση ενάντια στο Θεό, στο όνομα της ελευθερίας και της δικαιοσύνης. Ο αντιθεϊσμός γεννιέται από την αποσύνθεση της χριστιανοσύνης, όταν αυτή, σιωπηρά νεκρή, μεταμορφώνεται σε ιδεολογία και αναζητάει τον ολοκληρωτισμό για να αντικαταστήσει τη χαμένη δύναμη του ολόκληρου». Μια κατεστημένη θρησκεία, που έχει μεταβληθεί σε ιδεολογία, απογοητεύει τους ανθρώπους, οι οποίοι επηρεασμένοι και από άλλα κοσμοθεωρητικά κίνητρα πολεμούν ανοιχτά αυτήν την νεκρά και αποστεωμένη θρησκεία. Οι αντιδράσεις είναι ισχυρές. Κοροϊδεύουν όλα τα της θρησκείας και μάλιστα στο όνομα της δικαιοσύνης και της ελευθερίας. Είναι δηλαδή επαναστατικός και αντιθετικός.
Το δεύτερο στάδιο έρχεται μετά το προηγούμενο. Αφού κουράσθηκαν να εμπαίζουν και να πολεμούν φθάνουν σε άλλη κατάσταση. «Ο επαναστατικός και μαχητικός αθεϊσμός εξασθενεί από την ίδια του τη νίκη. Ενώ οι μάζες γλιστράνε στην αδιαφορία… ή γλιστράνε στη φυγή και τη “διασκέδαση” της “κοινωνίας του θεάματος”, οι πιο απαιτητικοί προσκρούουν στο πεπερασμένο και παραιτούνται από την αισιοδοξία, αναπτύσσουν φιλοσοφίες του παραλόγου και της ναυτίας». Έτσι η αδιαφορία και η απελπισία είναι εκείνα που διακρίνουν αυτό το δεύτερο στάδιο του αθεϊσμού. Από θρησκευτικό βίωμα γίνεται κοινωνιολογικό. Κουρασμένος από την μάχη του ο άνθρωπος πέφτει σε απελπισία, που δεν θεραπεύει απολύτως τίποτα. Αντί να το μετατρέψει αυτό σε απελπισία κατά Θεόν, δηλαδή σε μετάνοια, το μετατρέπει σε απελπισία κατά κόσμον. Είναι απογοητευμένος από όλα. Και ψάχνει να βρει τρόπους για να απαλύνει τον πόνο του, αλλά δεν μπορεί να το καταφέρει.
Όταν τελείως απελπισθεί, τότε καταλήγει σε ένα ιδιότυπο στάδιο αθεϊσμού. «Διαγράφεται κιόλας ένας τρίτος τύπος αθεϊσμού, που θα μπορούσαμε να τον ονομάσουμε μυστικιστικό. Ψάχνει κανείς για αντίδοτα της “κόκκινης ερήμου” της επιστήμης και της τεχνικής, ζητώντας μια εσωτερίκευσή τους, πάντοτε όμως μέσα στα όρια και της μιας και της άλλης – δηλ. μένοντας στην άρνηση του προσωπικού Θεού που έγινε άνθρωπος. Ανακαλύπτουν και πάλι το παράξενο, τις απόκρυφες δυνατότητες του ανθρώπου, τον παλιό συμβολισμό του σύμπαντος». Στο τρίτο αυτό στάδιο αναζητούν την «πνευματικότητα» των ανατολικών θρησκειών, της φιλοσοφίας, αλλά και την ψευδαίσθηση της κοινωνικής δικαιοσύνης μέσα από ψευτομεσσιανισμούς. Και μπορούμε να πούμε ότι ο σύγχρονος άνθρωπος διακατέχεται από αυτόν τον μυστικισμό που είναι αρρωστημένος.
Από την ανάλυση αυτή εξάγονται μερικά συμπεράσματα.
Το πρώτο είναι ότι δυστυχώς αυτό που είναι ξεπερασμένο στον δυτικό χώρο το ζούμε εμείς στην Ελλάδα. Ζούμε καταστάσεις που ζούσαν οι δυτικοί εδώ και 50 χρόνια. Δυστυχώς αυτό συμβαίνει σε όλα τα ζητήματα. Επηρεαζόμαστε από τη Δύση, αλλά την ξεπερασμένη Δύση, από αυτά που ξεπέρασε η Δύση. Έρχονται σε μας καθυστερημένα μοντέλα ζωής. Έτσι σε πολλά σημεία παρατηρείται το φαινόμενο του αντιθεϊσμού, του πρώτου επαναστατικού σταδίου του αθεϊσμού, που τώρα έχει ξεπερασθεί και στην Δύση, στην οποία ήδη φεύγουν από το δεύτερο στάδιο και αναζητούν το τρίτο, δηλαδή αναζητούν λύτρωση και απαλλαγή από τα εσωτερικά βασανιστικά προβλήματα. Εμείς πάντα είμαστε καθυστερημένοι.
Το δεύτερο είναι ότι στην Ορθόδοξη Παράδοση έχουμε μια υγιή πνευματικότητα, ισορροπημένη και ζωντανή, την οποία μπορούμε να ζήσουμε και να ξεφύγουμε από την φενάκη του αρρωστημένου μυστικισμού. Μπορούμε να αποκτήσουμε προσωπική γνώση του Θεού. Ο δικός μας Θεός δεν είναι αφηρημένος, Θεός των φιλοσόφων και των στοχαστών, αλλά Θεός αληθινός, ο Θεός των Πατέρων ημών. Γιατί να πέφτουμε σε απρόσωπο μυστικισμό, ανατολικού τύπου ή να γλιστράμε σε μαγείες και άλλα παρόμοια, όταν στην Παράδοσή μας διαθέτουμε πλήρη διδασκαλία και ζωή, που μας οδηγεί στην βίωση του προσωπικού Θεού;
Η Ορθόδοξη Εκκλησία διαθέτει ένα βάθος απύθμενο, που δεν μπορούμε να το διακρίνουμε με γυμνό οφθαλμό. Μπορεί να βλέπουμε την Εκκλησία ως κατεστημένο θεσμό, αλλά πέρα από την επιφάνεια υπάρχει η ζωντανή πραγματικότητα. Υπάρχει η αλήθεια ενσαρκωμένη σε πρόσωπα. Η αναζήτηση αυτής της αλήθειας  και η βίωσή της μπορούν να αποτρέψουν την πορεία μας σε έναν αθεϊσμό, που απομυζά την ζωή και όλη την ύπαρξή μας.


(Από το βιβλίο του «Ποιότητα ζωής», ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΓΕΝΕΘΛΙΟΥ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ, Λεβαδειά, Σελίδες 316)

Ο τρίτος πειρασμός της Εκκλησίας (Σεβ. Μητροπ. Ναυπάκτου & Αγ. Βλασίου Ιερόθεος)

Ο τρίτος πειρασμός της Εκκλησίας (Σεβ. Μητροπ. Ναυπάκτου & Αγ. Βλασίου Ιερόθεος)
alopsis
ΘΕΟΛΟΓΙΑ
Στην εποχή μας οι άνθρωποι της Εκκλησίας αντιμετωπίζουν τον πειρασμό να μετατρέπωνται σε κοινωνικούς παράγοντες, να χρησιμοποιούν τρόπους και μεθόδους μιας ανθρωποκεντρικής κοινωνίας, προκειμένου να αποκτούν δόξα, χρήμα, επικοινωνία, προβολή.
Αυτό στην ουσία είναι ο τρίτος πειρασμός που αντιμετώπισε ο Χριστός στην έρημο, σύμφωνα με τον οποίο ο διάβολος του έδειξε όλες τις βασιλείες του κόσμου και τη δόξα τους και ζήτησε, προκειμένου να Του τις δώση, να τον προσκυνήση. Ο Χριστός απέρριψε αυτόν τον πειρασμό λέγοντας: «Υπαγε οπίσω μου, σατανά! γέγραπται γαρ, Κύριον τον Θεόν σου προσκυνήσεις και αυτώ μόνω λατρεύσεις» (Ματθ. δ, 10) και μας υπέδειξε τον τρόπο που και εμείς θα αντιμετωπίσουμε αυτόν τον τρίτο πειρασμό.

Η επιστήμη της επικοινωνίας
Ο τρίτος αυτός πειρασμός του Χριστού και της Εκκλησίας εκφράζεται και με την επιστήμη της επικοινωνίας. Στην εποχή μας, εποχή και κοινωνία πληροφορίας, είναι επόμενο να αναπτυχθή στο έπακρο η επιστήμη της επικοινωνίας. Μπορεί κανείς να προσθέση ότι στην εποχή της μη κοινωνίας αναπτύσσεται η αρχή της επικοινωνίας.
Εχουν γίνει πολλές μελέτες και αναλύσεις γύρω από την επιστήμη της επικοινωνίας. Βασικά με τον όρον αυτόν εννοείται ο μηχανισμός εκείνος με τον οποίο αναπτύσσονται οι ανθρώπινες σχέσεις (Cooley), η επικοινωνία είναι μια μορφή «αλληλοερεθισμού» και «αλληλόδρασης» (Park) με σκοπό την κυριαρχία και την εκμετάλλευση. Για την επιτυχία της επικοινωνίας χρησιμοποιούνται πολλοί τρόποι, όπως ο έναρθρος λόγος, οι χειρονομίες, τα συμβατικά σύμβολα (Park), οι εικόνες κτλ. Υπάρχουν πολλές μορφές επικοινωνίας και πολλοί τρόποι με τους οποίους επικοινωνούν οι άνθρωποι μεταξύ τους, όπως επικοινωνία ιδεών, αισθημάτων, διαθέσεων και συγκινήσεως (Park). Στην επιτυχία των επαφών συντελούν πολλοί παράγοντες, όπως η εκφραστικότητα, η μονιμότητα της καταγραφής για την υπέρβαση του χρόνου, η ταχύτητα για την υπέρβαση του χώρου και η διάδοση σε όλες τις τάξεις των ανθρώπων (Cooley). Επίσης, γίνεται λόγος για τη λεγομένη «διφασική ροή της επικοινωνίας», αφού η πληροφορία φθάνει πρώτα στους «καθοδηγητές γνώμης» (opinion leaders) και από αυτούς σε εκείνους τους οποίους αυτοί επηρεάζουν (Katz). Ακόμη οι ειδικοί κάνουν λόγο για «ψευδογεγονότα», τα οποία κατασκευάζονται και είναι «σκηνοθετημένα» και γι' αυτό «δεν είναι ούτε αληθινά ούτε ψεύτικα με τις παλιές γνωστές έννοιες» (Boorstin) και επομένως είναι επικίνδυνα. Στην πραγματικότητα υπάρχει διαφορά μεταξύ επικοινωνίας και κοινωνίας. Κοινωνία σημαίνει στενή υπαρκτική και υπαρξιακή σχέση μεταξύ των ανθρώπων, υπαρξιακή συμμετοχή στον πόνο και τη θλίψη του άλλου. Αντίθετα, επικοινωνία είναι μια εξωτερική σχέση, που αφήνει ανέγγιχτο το βάθος της προσωπικότητας του άλλου. Η κοινωνία αποβλέπει στον άνθρωπο ως πρόσωπο-υπόσταση, ενώ η επικοινωνία αποβλέπει στον άνθρωπο ως μάζα. Ο Park λέγει ότι επικοινωνία μπορεί να έχουν και τα ζώα μεταξύ τους, όπως τα σκυλιά που συναντώνται μεταξύ τους και καταλαβαίνει το ένα το άλλο, και οι κότες που κακαρίζουν τα κλωσόπουλά τους. «Αυτό δεν είναι συνομιλία, είναι όμως επικοινωνία».
Η αρχή της επικοινωνίας στηρίζεται στην προσέλκυση του ενδιαφέροντος του άλλου με σκοπό τη γνωριμία με τον άλλο και κυρίως τη διάδοση ή μετάδοση του προϊόντος στον άλλο. Μέσο για την επιτυχία του σκοπού είναι το σύνθημα, η αίσθηση, η εικόνα, η ψυχολογική εντύπωση. Κυρίως εκείνο που χρησιμοποιείται είναι το σύνθημα.

Εκκλησία και επικοινωνιολογία
Με όσα καταγράφω δεν επιδιώκω να παρουσιάσω τις αρχές της επικοινωνιολογίας, που είναι έργο ειδικών επιστημόνων, και το οποίο είναι απαραίτητο για τον τρόπο με τον οποίο επικοινωνούν οι άνθρωποι μεταξύ τους, γι' αυτό και επικοινωνιολόγοι χρησιμοποιούνται από την πολιτική και τις συνθήκες της αγοράς. Εκείνο που με ενδιαφέρει στο σημείο αυτό είναι να δούμε ποια είναι η σχέση της επιστήμης της επικοινωνίας με την Εκκλησία. Και αυτό λέγεται γιατί διάφορες επικοινωνιακές αρχές σήμερα εισέρχονται μέσα στην εκκλησιαστική μας ζωή, με έντονο επηρεασμό από τη σύγχρονη κοινωνική και πολιτική ζωή. Λένε μερικοί ότι δεν πρέπει να γίνη αυτό κατ' αυτόν τον τρόπο, γιατί δεν είναι επικοινωνιακό ή πρέπει να γίνεται έτσι γιατί αυτό συνιστά η αρχή της επικοινωνίας. Επίσης υπάρχουν σήμερα Κληρικοί που υποβιβάζουν την Ορθόδοξη θεολογία στο επίπεδο και όριο της επικοινωνιολογίας και αντί να θεολογούν συνθηματολογούν.
Θεωρώ ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία, καίτοι μπορεί να χρησιμοποιή μερικούς τρόπους της συγχρόνου επικοινωνιολογίας για ποιμαντικούς σκοπούς, όμως δεν μπορεί να ταυτίζεται πλήρως με αυτήν. Η εκκλησιαστική ζωή με την Ορθόδοξη θεολογία δεν αποβλέπει στην προσέλκυση του ενδιαφέροντος και της προσοχής του άλλου, δεν έχει σκοπό την άγρα οπαδών και αγοραστικού κοινού, δεν ενδιαφέρεται για την κατάργηση της ελευθερίας του άλλου με τη χρησιμοποίηση έξυπνων τεχνασμάτων, κατάλληλου χώρου, χρόνου και τρόπου, δεν σκοπεύει στην εξωτερική ανάπτυξη των ανθρωπίνων σχέσεων, αλλά αποβλέπει στη μεταμόρφωση των ανθρώπων. Και αυτή η μεταμόρφωση δεν επιτυγχάνεται με συνθήματα, ωραίες εικόνες, ευφυολογήματα, εύστοχα μηνύματα, δυνατές σκέψεις, εκδρομές θρησκευτικού περιεχομένου, αλλά με προσωπικό πολύτροπο αγώνα στον υπαρξιακό «χώρο».
Ο Daniel Boorstin χρησιμοποιεί ένα παράδειγμα για να δείξη τη διαφορά μεταξύ πραγματικού και κατασκευασμένου, θα έλεγα μεταξύ προσώπου και ειδώλου. Ενας φίλος λέγει σε μια μητέρα με θαυμασμό: «Πω, πω! Τι όμορφο που είναι το μωρό σας». Και η μητέρα απαντά: «Α! αυτό δεν είναι τίποτε. Πού να δείτε τη φωτογραφία του»!
Δεν μπορώ να καταλάβω μερικούς Κληρικούς που ασχολούνται περισσότερο με την εικόνα, τη φωτογραφία, την είδηση, την επικοινωνιολογία, την εξωτερική δράση και αφήνουν αβοήθητο τον άρρωστο και πονεμένο άνθρωπο. Δεν μπορώ να κατανοήσω την ενασχόληση μερικών Κληρικών με τον «πυρετό» των εξωτερικών δραστηριοτήτων και την αγωνία της καθόδου ή ανόδου της δημοτικότητάς τους, που συνδέεται πολλές φορές με την έκπτωση της διακονίας μας, προκειμένου να αυξηθούν τα ποσοστά δημοτικότητας. Δεν μπορώ να φαντασθώ τους Αποστόλους ή τους Πατέρας να ενδιαφέρωνται για εξωτερικές τουριστικές εκδηλώσεις, για ποσοστά δημοτικότητας. Αν το έκαναν αυτό δεν θα ομολογούσαν τον Χριστό και δεν θα οδηγούνταν στο μαρτύριο.
Γενικά, πρέπει να παρατηρηθή ότι η επικοινωνιολογία είναι καλή για τις κομματικές επιδιώξεις, την κίνηση της αγοράς, τη διακίνηση του εμπορίου, την αύξηση του τουρισμού, όχι όμως για τη θεολογία και την Ορθόδοξη Εκκλησία. Μπορώ να προσθέσω ότι η χρησιμοποίηση των αρχών και των μεθόδων της επικοινωνιολογίας για εκκλησιαστικά και θεολογικά ζητήματα, προκειμένου να προκληθούν εξωτερικές εντυπώσεις, δεν βοηθά τον σύγχρονο πονεμένο άνθρωπο. Είναι ωσάν να προσελκύη κάποιος τον άρρωστο να έλθη σε ένα ωραιότατο νοσοκομείο και έπειτα τον αφήνει αθεράπευτο και απογοητευμένο ή να τον προσελκύη στο νοσοκομείο και αντί για γιατρούς να βρίσκη ξενοδοχείο με ανάλογο προσωπικό. Αυτό θα σκορπούσε τέλεια απογοήτευση!



(Πηγή: "ΤΟ ΒΗΜΑ" 22/4/2007)

Το μυστήριο και η διαδικασία του θανάτου (Σεβ. Μητροπολίτης Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιερόθεος)

Το μυστήριο και η διαδικασία του θανάτου (Σεβ. Μητροπολίτης Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιερόθεος)
alopsis
ΘΕΟΛΟΓΙΑ
Η συνέντευξη που ακολουθεί δόθηκε στον Καθηγητή-Ιατρό του Νοσοκομείου της Αγίας Ειρήνης Βουκουρεστίου και μέλος της εκεί Χριστιανικής Κοινότητος δρ. Παύλο Chirila, ο οποίος γνωρίζει τον Σεβασμιώτατο από τα βιβλία του που έχουν μεταφρασθή στα ρουμανικά και δείχνει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τα θέματα που θίγονται στην συνέντευξη όχι μόνον ακαδημαϊκά, αλλά κυρίως ποιμαντικά.


1. Ερώτηση: Πείτε μας κάτι για τον θάνατο, κάτι που έρχεται αυθόρμητα στην σκέψη σας, κάτι που θεωρείτε εξαιρετικά σημαντικό.

Απάντηση: Εκείνο που έρχεται αυθόρμητα στην σκέψη μου είναι ότι ο θάνατος είναι ένα φοβερό μυστήριο, όπως ψάλλουμε σε κάθε νεκρώσιμη ακολουθία που είναι ποίημα του αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού. Και αυτό συνδέεται με το ότι η ψυχή χωρίζεται βιαίως από την αρμονία της ενώσεώς της με το σώμα. Είναι δε και λυπηρό γεγονός, διότι συνδέεται με την φθαρτότητα και θνητότητα του ανθρώπου που εκδηλώνεται σε όλη την ζωή.
Ακόμη, έρχεται στην μνήμη μου η ακολουθία της Αναστάσεως του Χριστού, την οποία εμείς οι Ορθόδοξοι εορτάζουμε με λαμπρότητα. Κρατάμε στα χέρια μας τις αναμμένες λαμπάδες και ψάλλουμε θριαμβευτικά τον παιάνα της νίκης: «Χριστός ανέστη εκ νεκρών θανάτω θάνατον πατήσας και τοις εν τοις μνήμασιν ζωήν χαρισάμενος». Αυτή η ωραία εικόνα δείχνει την στάση μας απέναντι στην ζωή και τον θάνατο. Είμαστε φθαρτοί και θνητοί, αλλά έχουμε το «φάρμακο της αθανασίας», που είναι ο αναστάς Χριστός. Πράγματι, χρησιμοποιώντας μια σύγχρονη ορολογία, μπορούμε να πούμε ότι με την ενανθρώπηση του Υιού και την ένωση της ανθρωπίνης με την θεία φύση στο πρόσωπο του Λόγου, έγινε μια «πνευματική κλωνοποίηση», η θνητή φύση μας ενώθηκε με την ζωή του Θεού. Γι' αυτό και ο θάνατος αλλάζει όνομα και λέγεται κοίμηση και οι χώροι που ενταφιάζονται όσοι φεύγουν από τον κόσμον αυτόν δεν λέγονται νεκροταφεία, αλλά κοιμητήρια.
Έτσι, όταν βλέπω το βράδυ της Αναστάσεως του Χριστού τους ανθρώπους να κρατάνε μια αναμμένη λαμπάδα και να ψάλλουν το «Χριστός Ανέστη», καταλαβαίνω καλύτερα ότι πρέπει να αντιμετωπίζουμε τον θάνατο ως μια διαδικασία διελεύσεως από την «γη της Αιγύπτου» στην «γη της Επαγγελίας», από τον θάνατο στην ζωή, που γίνεται εν Χριστώ και ως ελπίδα της αναστάσεώς μας που πάλι γίνεται εν Χριστώ. Θα ήταν ευτύχημα αν περιμέναμε τον θάνατο με αυτήν την στάση, κρατώντας την αναστάσιμη λαμπάδα και ψάλλοντας το «Χριστός ανέστη». Άλλωστε στην ζωή αυτή είμαστε «πάροικοι» και «παρεπίδημοι», φιλοξενούμενοι, αλλού είναι η πραγματική μας πατρίδα. Πάντοτε μου κάνει εντύπωση ο λόγος του ιερού Νικολάου Καβάσιλα (14ος αιώνας) ότι όσο ζούμε εδώ στην γη, ομοιάζουμε με το έμβρυο που βρίσκεται στην μήτρα της μητέρα του, ενώ κατά την στιγμή του θανάτου γεννιόμαστε, εξερχόμαστε από αυτήν την μήτρα. Γι' αυτό στην Ορθόδοξη Εκκλησία οι άγιοι εορτάζουν την ημέρα που κοιμήθηκαν η μαρτύρησαν και όχι την ημέρα που γεννήθηκαν σωματικά.


2. Ερώτηση: Εμείς εννοήσαμε από την Αγία Γραφή ότι υπάρχουν δύο είδη φόβου: ο ιερός φόβος, που είναι ο φόβος του Θεού και αρχή σοφίας κατά τον ψαλμωδό, και ένα άλλο είδος φόβου, που εμπνέουν οι δαίμονες και που πρόκειται για παθολογικό φόβο. Πείτε μας, ο φόβος του θανάτου σε ποιά κατηγορία ανήκει;
Απάντηση: Πράγματι, υπάρχει ο φόβος του Θεού που είναι ενέργεια της Χάριτος του Θεού και αρχή της σωτηρίας, δηλαδή ο άνθρωπος φοβάται - σέβεται τον Θεό και αρχίζει να τηρή τις εντολές Του, και υπάρχει ο φόβος που εμπνέουν οι δαίμονες και δημιουργεί ταραχή και αγωνία. Όμως, εκτός από τους δύο αυτούς φόβους, υπάρχει και ένας άλλος φόβος, ο λεγόμενος ψυχολογικός που συνδέεται με την ανασφάλεια του ανθρώπου και την συναισθηματική ανεπάρκειά του.
Ο φόβος του θανάτου σε κάθε άνθρωπο έχει ιδιαίτερη ερμηνεία. Για τους κοσμικούς και αθέους ανθρώπους έχει σχέση με την πορεία προς το «μηδέν», δηλαδή νομίζουν ότι φεύγουν από τον μόνον και υπαρκτό κόσμο και καταλήγουν στο μηδέν της ανυπαρξίας, που φυσικά δεν υπάρχει για μας τους ορθοδόξους. Για τους Χριστιανούς ο φόβος του θανάτου συνδέεται με την έξοδο της ψυχής από τον κόσμο που γνωρίζουν, τους φίλους, τους συγγενείς και την είσοδό της σε έναν άλλο κόσμο τον οποίον δεν γνωρίζουν από τώρα, ούτε γνωρίζουν πως θα ζουν και τι θα γίνη με την κρίση του Θεού που ακολουθεί τον θάνατο. Γι' αυτό χρειάζεται προσδοκία και προετοιμασία κατάλληλη.
Βέβαια, όσοι από τους Χριστιανούς έχουν φθάσει στον φωτισμό του νου και την θέωση και έχουν ενωθή με τον Χριστό υπερβαίνουν τον φόβο του θανάτου, όπως το βλέπουμε στην ζωή των Αποστόλων, των Μαρτύρων και γενικά των αγίων της Εκκλησίας. Όταν διαβάζουμε τα «Συναξάρια των αγίων», βλέπουμε ότι γράφεται: «τη αυτή ημέρα ο άγιος (τάδε) εν ειρήνη τελειούται» η «ξίφει τελειούται» κλπ. Εδώ πρέπει να επισημανθή ότι στην ελληνική γλώσσα άλλο σημαίνει το ρήμα «τελειούται», δηλαδή τελειοποιείται, οδηγείται προς το τέλειο και άλλο το ρήμα «τελειώνει» δηλαδή παύει να υπάρχη. Επίσης, άλλο σημαίνει η λέξη «βίος» και άλλο η λέξη «ζωή». Μπορούμε, λοιπόν, να πούμε ότι με τον θάνατο τελειώνει ο αισθητός βίος, αλλά η ζωή τελειούται και όχι τελειώνει.
Πάντως θα πρέπη με την πνευματική ζωή που θα ζούμε να υπερνικήσουμε τον φόβο του θανάτου και να αισθανόμαστε τον θάνατο ως μια πορεία για μια συνάντηση με τον Χριστό, την Παναγία και τους αγίους.


3. Ερώτηση: Γνωρίζουμε από την Ιερά Παράδοση ότι στο θάνατο ενός ανθρώπου παρευρίσκονται οι άγγελοι, οι άγιοι αλλά και οι δαίμονες. Τι μπορείτε να μας πήτε περί αυτού;

Απάντηση: Από την διδασκαλία του Χριστού και την όλη παράδοση της Εκκλησίας γνωρίζουμε ότι υπάρχουν και οι άγγελοι και οι δαίμονες, οι οποίοι δεν είναι προσωποποίηση του καλού η του κακού, αλλά ιδιαίτερα όντα δημιουργημένα από τον Θεό. Οι δαίμονες ήταν άγγελοι που έχασαν την κοινωνία με τον Θεό. Πολλοί άγιοι αξιώθηκαν να δουν αγγέλους όσο ζούσαν, καθώς επίσης είδαν και τους πειράζοντας δαίμονας.
Κατά την διδασκαλία των Πατέρων μας οι άγγελοι και οι άγιοι, πολλές φορές και ο Χριστός και η Παναγία, εμφανίζονται στους μελλοθανάτους για να τους ενισχύσουν, να τους ενδυναμώσουν ώστε να αποφύγουν τον φόβο ο οποίος προκαλείται από τον θάνατο. Αλλά και οι δαίμονες εμφανίζονται, ιδιαιτέρως όταν έχουν επίδραση σε συγκεκριμένους ανθρώπους, λόγω των παθών και διεκδικούν την εξουσία πάνω στις ψυχές τους. Αυτό μας υπενθυμίζει και η προσευχή στην Παναγία κατά την ακολουθία του Αποδείπνου: «και εν τω καιρώ της εξόδου μου την αθλίαν μου ψυχήν περιέπουσα και τας σκοτεινάς όψεις των πονηρών δαιμόνων πόρρω αυτής απελαύνουσα».
Είναι γνωστόν από την διδασκαλία της Εκκλησίας ότι κάθε άνθρωπος έχει τον «φύλακα άγγελο», που τον προστατεύει, γι' αυτό και στην ακολουθία του Αποδείπνου υπάρχει ειδική προσευχή στον φύλακα άγγελο. Ο π. Παΐσιος, ένας μοναχός του Αγίου Όρους, μου έλεγε ότι πολλές φορές έβλεπε δίπλα του τον φύλακα άγγελό του και τον ασπαζόταν. Επίσης, με την φιλοτιμία που τον διέκρινε έλεγε ότι πρέπει να αγωνιζόμαστε για να σωθούμε, ώστε ο φύλακας άγγελός μας, που έκανε τόσο κόπο να μας προστατεύη σε όλη την ζωή μας και να μας βοηθά, να μη πάη άπρακτος στον Θεό, εάν εμείς με την αδιαφορία μας δεν σωθούμε.
Με συγκίνηση ενθυμούμαι τον πατέρα μου που όταν εισερχόταν στον Ιερό Ναό, πήγαινε στην βορεινή πύλη του ιερού Βήματος και ασπαζόταν την εικόνα του Αρχαγγέλου Μιχαήλ και τον παρακαλούσε να παραλάβη την ψυχή του στον κατάλληλο καιρό, όταν θα έχη μετάνοια, να την προστατεύση από τους πονηρούς δαίμονας και να την οδηγήση στον Θεό. Ίσως αυτή η προσευχή του, εκτός των άλλων, τον βοήθησε να έχη καλή κοίμηση και το πρόσωπό του στο φέρετρο ήταν χαρούμενο, γελαστό.


4. Ερώτηση: Διαβάζουμε στην Αγία Γραφή ότι το έλεος υπερκέρασε την κρίση. Αυτό σημαίνει ότι η ελεημοσύνη καλύπτει πλήθος αμαρτιών;

Απάντηση: Πρέπει να δούμε τι σημαίνει έλεος. Το έλεος στην πραγματικότητα είναι αίσθηση της θείας Χάριτος, της αγάπης του Θεού. Όταν προσευχόμαστε με την ευχή «Κύριε ελέησον», ζητούμε το έλεος του Θεού, την Χάρη του Θεού. Ο άνθρωπος ο οποίος βιώνει την θεία Χάρη είναι ελεήμων στους αδελφούς του, με την ποικιλότροπη αγάπη του, που εκφράζεται με προσευχή, θεολογικό λόγο και υλική προσφορά, και έτσι εφαρμόζει τον μακαρισμό «μακάριοι οι ελεήμονες ότι αυτοί ελεηθήσονται» (Ματθ. ε , 7). Με αυτήν την έννοια λέγεται ότι η αίσθηση του ελέους του Θεού και της ελεημοσύνης υπερβαίνει την κρίση.
Ο άνθρωπος, που έχει μεταμορφωθή πνευματικά και έχει ενωθή με τον Θεό, δεν φοβάται την κρίση, αλλά συμβαίνει αυτό που είπε ο Χριστός: «αμήν αμήν λέγω υμίν ότι ο τον λόγον μου ακούων και πιστεύων τω πέμψαντί με έχει ζωήν αιώνιον, και εις κρίσιν ουκ έρχεται, αλλά μεταβέβηκεν εκ του θανάτου εις την ζωήν» (Ιω. ε , 24).
Κατά την διδασκαλία των Πατέρων της Εκκλησίας, υπάρχουν τρεις κρίσεις. Η πρώτη γίνεται καθ' όλη την διάρκεια της ζωής μας, όταν βρισκόμαστε στο δίλημμα να τηρήσουμε το θέλημα του Θεού η να το αρνηθούμε, όταν έχουμε να επιλέξουμε μεταξύ ενός καλού η κακού λογισμού. Η δεύτερη κρίση γίνεται κατά την έξοδο της ψυχής από το σώμα, σύμφωνα με τον λόγο του Αποστόλου Παύλου «απόκειται τοις ανθρώποις άπαξ αποθανείν, μετά δε τούτο κρίσις» (Εβρ. θ , 27). Και η τρίτη τελική κρίση θα γίνη κατά την Δευτέρα Παρουσία του Χριστού. Η πρώτη κρίση είναι σημαντική.
Ο άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος λέγει ότι, όταν ο άνθρωπος ενώνεται με τον Χριστό από αυτήν την ζωή και βλέπει το άκτιστο Φως, τότε γι' αυτόν η κρίση έγινε και δεν την αναμένει κατά την Δευτέρα Παρουσία του Χριστού. Αυτό μας υπενθυμίζει τον λόγο του Χριστού που ανέφερα προηγουμένως.
Στο σημείο αυτό πρέπει να υπενθυμίσω τον λόγο του Μεγάλου Βασιλείου και άλλων Πατέρων της Εκκλησίας ότι υπάρχουν τρεις κατηγορίες σωζομένων, ήτοι οι δούλοι, που τηρούν το θέλημα του Θεού για να αποφύγουν την κόλαση, οι μισθωτοί που αγωνίζονται για να κερδίσουν ως μισθό τον Παράδεισο, και οι υιοί που υπακούουν στο θέλημα του Θεού από αγάπη στον Θεό. Έτσι, σε όλη μας την ζωή πρέπει να προοδεύουμε πνευματικά και να περνούμε από την κατάσταση του δούλου, στην κατάσταση του μισθωτού και από εκεί στην νοοτροπία του υιού. Δηλαδή από τον φόβο και την ανταπόδοση να φθάσουμε στην αγάπη. Να αγαπούμε τον Χριστό, γιατί Αυτός είναι Πατέρας μας, μητέρα μας, φίλος μας, αδελφός μας, νυμφίος και νύμφη μας. Έτσι υπερβαίνουμε την κρίση.


5. Ερώτηση: Πείτε μας κάτι για τον αιφνίδιο θάνατο.

Απάντηση: Η αξιολόγηση του αιφνιδίου θανάτου εξαρτάται από ποιά οπτική πλευρά βλέπει κανείς το θέμα. Για τους κοσμικούς ανθρώπους ο αιφνίδιος θάνατος είναι καλός, αποδεκτός και επιθυμητός, γιατί δεν θα ταλαιπωρηθούν και δεν θα βασανισθούν από διάφορες ασθένειες και την γήρανση. Όμως για τους πιστούς Χριστιανούς ο αιφνίδιος θάνατος είναι κακός, διότι δεν δίνεται η δυνατότητα της καλύτερης προετοιμασίας τους για την συνάντηση με τον Χριστό και την εν ουρανοίς Εκκλησία. Όταν επισκέπτεται κανείς έναν αξιωματούχο προετοιμάζεται κατάλληλα. Το ίδιο πρέπει να γίνεται με μας ως προς την συνάντησή μας με τον Χριστό.
Η προετοιμασία, δια της μετανοίας, είναι απαραίτητη. Γι' αυτό ο αείμνηστος π. Παΐσιος έλεγε ότι η ασθένεια του καρκίνου είναι αγία, διότι γέμισε τον Παράδεισο με αγίους, που σημαίνει ότι η πολυχρόνια ασθένεια προετοιμάζει τους ανθρώπους με την προσευχή και την μετάνοια. Άλλωστε, κατά την διδασκαλία του αγίου Μαξίμου του Ομολογητού η οδύνη-πόνος θεραπεύει την ηδονή.
Πάντως, ο θάνατος είναι το πλέον βέβαιο γεγονός. Αυτό το βλέπουμε γύρω μας, αφού τα πάντα πεθαίνουν, η άλογη κτίση, οι φίλοι μας, οι συγγενείς μας. Εκείνο που δεν είναι βέβαιο και είναι άγνωστο σε μας είναι η ώρα του θανάτου, το πότε θα έλθη ο θάνατος. Μπορεί να συμβή την ώρα που κοιμόμαστε, που βαδίζουμε, που ταξιδεύουμε, που εργαζόμαστε, που ψυχαγωγούμαστε κλπ. Γι' αυτό κάθε μέρα πρέπει να προσευχόμαστε στον Θεό, όπως το κάνει η Εκκλησία: «Τον υπόλοιπον χρόνον της ζωής ημών εν ειρήνη και μετανοία εκτελέσαι, παρά του Κυρίου αιτησώμεθα» και: «Χριστιανά τα τέλη της ζωής ημών, ανώδυνα, ανεπαίσχυντα, ειρηνικά και καλήν απολογίαν παρά του φοβερού βήματος του Χριστού, αιτησώμεθα».
Στην διδασκαλία των αγίων Πατέρων συναντούμε την αλήθεια ότι ένα από τα μεγαλύτερα χαρίσματα που μπορεί να έχη ο άνθρωπος είναι η καθημερινή «μνήμη του θανάτου». Όταν αυτό γίνεται με την Χάρη του Θεού δεν οδηγεί τον άνθρωπο στην απόγνωση, την απελπισία, τον ψυχολογικό φόβο, αλλά στην έμπνευση, την προσευχή, την δημιουργικότητα, ακόμη και σε ανθρώπινα πράγματα, αφού προσπαθεί να τελειώση τις εργασίες του και να προετοιμασθή κατάλληλα. Όταν καθημερινά ζούμε ως την τελευταία ημέρα της ζωής μας, τότε και ο αιφνίδιος θάνατος να έλθη, θα μας βρη έτοιμους.


6. Ερώτηση: Ποιά έκφραση είναι πιο σωστή: η ώρα του θανάτου η η στιγμή του θανάτου;

Απάντηση: Εξαρτάται από το πως εκλαμβάνονται οι λέξεις «ώρα» και «στιγμή». Πολλές φορές στον προφορικό λόγο χρησιμοποιούμε την λέξη ώρα και εννοούμε την στιγμή. Αντιλαμβάνομαι όμως τι εννοείτε με την ερώτησή σας, αν δηλαδή ο θάνατος είναι μια διαδικασία η μια στιγμή.
Εκείνο που μπορεί να πη κανείς είναι ότι υπάρχει μια διαδικασία θανάτου, δηλαδή σε μακροχρόνιες ασθένειες ο άνθρωπος οδηγείται προοδευτικά προς τον θάνατο, αλλά ο χωρισμός της ψυχής από το σώμα γίνεται σε μια συγκεκριμένη στιγμή, με την βούληση του Θεού.


Αυτή η στιγμή είναι σημαντική, γιατί αλλάζει ο τρόπος υπάρξεως του ανθρώπου που δεν μπορούμε να ξέρουμε πως θα είναι. Εμείς ξέρουμε την κατάσταση που η ψυχή είναι συνδεδεμένη με το σώμα μας που επικοινωνεί με την κτίση δια των αισθήσεων. Δεν γνωρίζουμε εκ πείρας τι θα συμβή τότε και πως θα είμαστε. Τώρα συνήθως δεν βλέπουμε αγγέλους, δαίμονες, αλλά τον κόσμο που δημιούργησε ο Θεός, τους ανθρώπους, τους φίλους, τα ωραία της γης. Τότε, όμως, η ψυχή δεν θα βλέπη δια των αισθήσεων του σώματος, αλλά θα βλέπη αυτά που τώρα είναι αόρατα. Γι' αυτό οι άγιοι θέλουν να έχουν συνείδηση κατά την διαδικασία του θανάτου και να προσεύχωνται, ώστε να φύγουν από τον κόσμο αυτό με προσευχή και να έχουν την δύναμη και την Χάρη του Θεού που θα τους συνοδεύη.

Βέβαια, πρέπει να πούμε ότι το προνόμιο να προσεύχεται κανείς τις ώρες αυτές και να κοινωνή του Σώματος και του Αίματος του Χριστού, ώστε την στιγμή που η ψυχή θα χωρισθή από το σώμα να περιβάλλεται από την Χάρη του Θεού, σήμερα εκμηδενίζεται με την λεγόμενη μηχανική υποστήριξη στις Μονάδες Εντατικής Θεραπείας. Η ώρα και η στιγμή του θανάτου απαιτεί, από χριστιανικής πλευράς, μια κατάλληλη προετοιμασία, ήτοι εξομολόγηση, θεία Κοινωνία, ιερό Ευχέλαιο, προσευχή των οικείων και δική μας προσευχή. Όμως, στις Μονάδες Εντατικής Θεραπείας δεν μπορεί να εξασκηθή μια τέτοια εκκλησιαστική – ποιμαντική διακονία. Έτσι, όλο και περισσότερο οι άνθρωποι σήμερα, με τις σύγχρονες τεχνικές και τα φάρμακα, πεθαίνουν χωρίς να έχουν συνείδηση του τι γίνεται εκείνη την ώρα και στιγμή. Αυτό είναι ένα ουσιαστικό πρόβλημα. Άλλωστε, με τους σύγχρονους ιατρικούς τρόπους τίθεται ένα δίλημμα. «Παράταση της ζωής η παρεμπόδιση του θανάτου;». Δηλαδή, με όλα αυτά που προσφέρονται από ιατρικής πλευράς παρατείνεται η ζωή για να μετανοήσουμε και να την αφιερώσουμε στον Θεό η παρεμποδίζεται ο θάνατος που δημιουργεί έναν μεγάλο πόνο, σωματικό και υπαρξιακό;

Πάντως, είναι μεγάλη ευλογία από τον Θεό να πεθάνη κανείς πλαισιούμενος από τα αγαπητά του πρόσωπα που θα προσεύχωνται και κυρίως να πεθάνη ζώντας μέσα στην Εκκλησία, με την θεία Κοινωνία, την προσευχή, την ευχή του Πνευματικού του Πατέρα, την Χάρη του Θεού και τις προσευχές των αγίων. Η εικόνα της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, που δείχνει ότι η Παναγία μας, όταν κοιμήθηκε, βρισκόταν στο κέντρο και όλοι, ο Χριστός, οι άγγελοι, οι Απόστολοι, οι Ιεράρχες την περιέβαλαν με αγάπη, πρέπει να είναι διαρκής και δική μας επιθυμία.


7. Ερώτηση: Ορισμένοι άνθρωποι πεθαίνουν, όταν δεν το περιμένουμε. Αληθεύει αυτό που λέγεται, ότι ο Θεός παίρνει τον άνθρωπο, όταν οι πιθανότητες σωτηρίας του είναι οι μέγιστες;

Απάντηση: Ως Χριστιανοί πιστεύουμε απόλυτα ότι δημιουργηθήκαμε από τον Θεό της αγάπης και ότι ο Θεός διευθύνει την ζωή μας, Αυτός μας δίνει την ζωή και Αυτός την παίρνει όποτε κρίνει ότι είναι η κατάλληλη στιγμή. Επίσης γνωρίζουμε ότι ο Θεός αγαπά τον άνθρωπο, τον οποίο Αυτός δημιούργησε και θέλει την σωτηρία του. Οπότε, είναι βέβαιο ότι ο Θεός επιτρέπει να γίνεται ο θάνατος του κάθε ανθρώπου την πιο κατάλληλη στιγμή.

Φυσικά, η αγάπη του Θεού δεν καταργεί την ελευθερία του ανθρώπου. Έτσι, ο άνθρωπος έχει την δυνατότητα να ενεργή θετικά η αρνητικά, να ανταποκρίνεται στην αγάπη του Θεού η να τον αρνήται.

Πάντως, επειδή είπατε ότι μερικοί άνθρωποι πεθαίνουν χωρίς να το περιμένουμε, θα ήθελα να σας υπενθυμίσω και πάλι ότι θα πρέπη συνεχώς να έχουμε μνήμη θανάτου, να μη αισθανόμαστε ότι θα ζήσουμε αιώνια πάνω στην γη, γιατί αυτό είναι μια πνευματική αρρώστια. Όπως υπάρχει εναλλαγή ημέρας και νύκτας, έτσι υπάρχει και εναλλαγή ζωής και θανάτου. Η σύγχρονη μοριακή βιολογία τονίζει ότι ο θάνατος είναι συνυφασμένος με την ζωή, αφού μεταξύ των γονιδίων υπάρχουν και τα γονίδια της γηράνσεως, που βρίσκονται στα μιτοχόνδρια. Έτσι, την στιγμή της συλλήψεώς μας, μέσα στο DNA βρίσκεται και ο θάνατος, τον δε θάνατο τον βλέπουμε στο σώμα μας με τον θάνατο των κυττάρων και γενικά με την γήρανση, τα χρόνια που περνούν, τις ρυτίδες, τις ασθένειες, όλο αυτό που λέγεται θεολογικά φθαρτότητα και θνητότητα. Δεν πρέπει να μυωπάζουμε και να διακρινόμαστε για στρουθοκαμηλισμό.

Μέσα σε όλη αυτήν την διαδικασία πρέπει να γνωρίζουμε ότι ο Θεός δεν μας έπλασε για να πεθαίνουμε, ότι ο θάνατος είναι συνέπεια της αμαρτίας των Πρωτοπλάστων και ότι ο Θεός μας αγαπά και ενδιαφέρεται για μας. Είναι πατέρας μας στοργικός. Δεν είναι σωστό αφ' ενός μεν να προσευχόμαστε με την «Κυριακή προσευχή», το γνωστό «Πάτερ ημών», και να αποκαλούμε τον Θεό «Πατέρα», αφ' ετέρου δε να ζούμε ωσάν να είμαστε ορφανοί.


8. Ερώτηση: Η ορθόδοξος πίστη δίνει ιδιαίτερη σημασία στην μετάνοια. Ευχαριστούμε Σοι Κύριε ότι έδωκας ημίν την μετάνοιαν. Μπορεί η μετάνοια κατά την ώρα του θανάτου να είναι τόσο μεγάλη ώστε να σώση τον άνθρωπο, παρόλο που τον βαρύνουν μεγάλες αμαρτίες;

Απάντηση: Είναι γνωστόν από την Ορθόδοξη Παράδοσή μας ότι η αμαρτία δεν είναι ένα ηθικολογικό γεγονός, αλλά οντολογικό, δηλαδή η πορεία από το κατά φύσιν στο παρά φύσιν. Έτσι και η μετάνοια είναι η επιστροφή του ανθρώπου από το παρά φύσιν στο κατά φύσιν. Δηλαδή με την αμαρτία ο άνθρωπος έχασε την κοινωνία του με τον Θεό, τον αδελφό του και την κτίση και με την μετάνοια αποκτά εκ νέου αυτήν την κοινωνία. Έτσι, η μετάνοια συνδέεται με μια πορεία ελευθερώσεως του ανθρώπου από κάθε τι που τον υποδουλώνει. Οι Πατέρες αυτήν την πορεία την περιέγραψαν με τρεις λέξεις: κάθαρση, φωτισμός, θέωση, και είναι αυτό που λέγεται θεραπεία. Αυτό γίνεται και κατά την διάρκεια όλης της ζωής. Επομένως η σωτηρία συνδέεται με την θεραπεία. Ο ιατρός του σώματος μας εξετάζει, κάνει διάγνωση και μας συνιστά την κατάλληλη θεραπευτική μέθοδο, την οποία πρέπει να εφαρμόσουμε. Το ίδιο συμβαίνει και με την αρρώστια της ψυχής.

Η εξομολόγηση που γίνεται κατά την ώρα του θανάτου ανοίγει στον άνθρωπο τον δρόμο προς την σωτηρία. Εάν δεν πρόλαβε να θεραπευθή πνευματικά, τότε η Εκκλησία με τις προσευχές της βοηθά τον άνθρωπο στην σωτηρία, αφού η τελειότητα είναι ατέλεστη, δεν είναι στατική κατάσταση, αλλά δυναμική.

Σε όλη μας την ζωή πρέπει να έχουμε αυτό το «πνεύμα μετανοίας». Να βλέπουμε πως μας δημιούργησε ο Θεός και σε ποιό σημείο φθάσαμε με την αμαρτία. Αν διαβάσουμε προσεκτικά το βιβλίο της Γενέσεως, σύμφωνα με τις διδασκαλίες των Πατέρων της Εκκλησίας, και δούμε πως ζούσαν οι Πρωτόπλαστοι, και πως έγιναν στην συνέχεια με την αμαρτία, τότε θα αναπτυχθή μέσα μας η μετάνοια.

Έτσι όποιος σε όλη του την ζωή διακατέχεται από το «πνεύμα» της μετανοίας τότε κατά την ώρα του θανάτου αισθάνεται αυτήν την μετάνοια, και μάλιστα σε μεγάλο βαθμό. Αντίθετα, όταν ζη την ζωή του χωρίς μετάνοια, είναι δύσκολο να εκδηλωθή μετάνοια την τελευταία στιγμή.

Ο αείμνηστος Γέροντάς μου Μητροπολίτης Εδέσσης Καλλίνικος ζούσε συνεχώς με την μνήμη του θανάτου. Και όταν του είπαν οι ιατροί ότι έχει όγκο στον εγκέφαλο, αμέσως εξομολογήθηκε, συνέταξε την διαθήκη του, προσευχήθηκε και είχε απόλυτη πίστη στον Θεό λέγοντας: «Ίσως ο Θεός μου είπε stop. Δεν σε χρειάζομαι άλλο». Και συνεχώς προσευχόταν με την προσευχή «Γεννηθήτω το θέλημά Σου». Παραδόθηκε τελείως στον Θεό και είχε ειρηνικά και οσιακά τέλη, όπως ζούσε σε ολόκληρη την ζωή του.

Επομένως, αν και υπάρχη περίπτωση κάποιος που είχε κάποια σπίθα μέσα του αγάπης στον Θεό, να μετανοήση κατά την ώρα του θανάτου, όμως εμείς θα πρέπη να μετανοούμε όταν έχουμε την υγεία μας, ώστε να έχουμε τις δυνατότητες και να θεραπευθούμε, δηλαδή από την φιλαυτία να οδηγηθούμε στην φιλοθεΐα και την φιλανθρωπία, από την ιδιοτελή αγάπη να φθάσουμε στην ανιδιοτελή αγάπη.


9. Ερώτηση: Μετά τον θάνατο του ανθρώπου τι δεσμοί υπάρχουν μεταξύ ψυχής και του κόσμου τούτου;

Απάντηση: Καίτοι η ψυχή χωρίζεται από το σώμα, εν τούτοις παραμένει η υπόσταση του ανθρώπου. Όπως βλέπουμε στην παραβολή του Πλουσίου και του Λαζάρου, ο πλούσιος έχει αίσθηση της καταστάσεώς του, των συγγενών του που ζούσαν και ενδιαφερόταν γι' αυτούς. Έτσι, οι άνθρωποι μετά τον θάνατό τους ενδιαφέρονται γι' αυτούς που αγαπούσαν και παρακαλούν τον Θεό για την σωτηρία τους. Άλλωστε πάνω σ' αυτήν την αλήθεια στηρίζονται οι προσευχές όλων μας προς τους αγίους. Βέβαια, αυτός ο δεσμός μεταξύ της ψυχής και των ζώντων ανθρώπων είναι πνευματικός και όχι υλικός.

Στο βιβλίο της Αποκαλύψεως του Ιωάννου, που περιγράφει την ουράνια θεία Λειτουργία, μεταξύ των άλλων φαίνονται αυτές οι σχέσες των αγίων με εμάς και η προσευχή τους για όλους τους ανθρώπους που ζουν στην γη. Γι' αυτό και οι Πατέρες μας με την θεία Λειτουργία εξεικόνισαν αυτήν την άκτιστη θεία Λειτουργία, που γίνεται στον ουρανό, στον άκτιστο Ναό. Έτσι, στην θεία Λειτουργία ζούμε την ατμόσφαιρα της ουρανίου Λειτουργίας και την προσδοκούμε.

Άλλωστε, και εμείς πολλές φορές αισθανόμαστε την αγάπη και την προστασία των αγίων, αλλά και των δικών μας ανθρώπων που έφυγαν από τον κόσμο αυτόν, και επιθυμούμε την συνάντησή τους. Ένα πνευματικό μου παιδί, όταν απέθνησκε είχε μεγάλη χαρά, γιατί, όπως έλεγε, θα συναντούσε αυτήν την ουράνια Εκκλησία.

Επομένως, η ψυχή μετά την έξοδό της από το σώμα ζη, δεν οδηγείται στο μηδέν και εάν ο άνθρωπος κατά την διάρκεια της ζωής του ζούσε εν μετανοία, τότε η ψυχή του μετά την έξοδό της από το σώμα θα εισέλθη σε αυτήν την ουράνια θεία Λειτουργία και θα προσεύχεται, ως πνευματικός ιερεύς, για όλον τον κόσμο, θα αναμένη δε και την ανάσταση του σώματος μέσα στο οποίο θα εισέλθη η ψυχή, ώστε και το σώμα να συμμετάσχη στο ουράνιο αυτό πασχαλινό πανηγύρι.


10. Ερώτηση: Τι συμβουλές να δίνουμε στους οικείους μας σχετικά με τη στάση μας προς τον μελλοθάνατο την ημέρα, την ώρα η την στιγμή του θανάτου;

Απάντηση: Η διαδικασία του θανάτου είναι πολύ σημαντική για κάθε άνθρωπο, διότι μπροστά του ανοίγεται ο δρόμος προς την σωτηρία η ο δρόμος προς την αιώνια απώλεια. Δυστυχώς πολλοί φροντίζουν σε τέτοιες περιπτώσεις μόνον για την σωματική υγεία των συγγενών και φίλων τους και αδιαφορούν για την αιώνια πορεία τους. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο θα πρέπη να φροντίζουμε ώστε ο άνθρωπος που πεθαίνει να εξομολογηθή, να κοινωνήση, να δεχθή την Χάρη του Θεού δια του μυστηρίου του Ευχελαίου και να κάνη όλα εκείνα τα οποία έχει η Εκκλησία μας. Ιδιαιτέρως τις τελευταίες στιγμές της ζωής του αγαπητού μας προσώπου θα πρέπη να τις ζούμε με προσευχή. Να μη βλέπουμε απλώς το ότι χάνουμε τον συγγενή μας, τον φίλο μας, αλλά το ότι μεταβαίνει από τον ένα τρόπο ύπαρξης (με το σώμα και τις αισθήσεις) σε έναν άλλον τρόπο ύπαρξης χωρίς σώμα. Χρειάζεται λοιπόν εντατική προσευχή.

Ενθυμούμαι ότι τις τελευταίες στιγμές του Γέροντός μου, που ήμουν δίπλα στο κρεββάτι του και δεν μπορούσα τίποτα άλλο να προσφέρω, προσευχόμουν στον Θεό για την ψυχή του, να την παραλάβουν οι άγγελοι. Κάποια θεία μου που ήταν παρούσα νόμισε ότι καθώς ήμουν έτσι συγκεντρωμένος και προσευχόμουν, ήμουν στενοχωρημένος. Όμως προσευχόμουν γιατί εκείνη η ώρα είναι ιερή και κρίσιμη.

Τελικά, πρέπει να ζούμε καθημερινά, όπως λέγει ο ιερός Χρυσόστομος, ότι η παρούσα ζωή είναι ένα «πανδοχείον». Εισήλθαμε στο πανδοχείο αυτό, διανύουμε την ζωή, αλλά θα πρέπη να φροντίσουμε να εξέλθουμε με καλή ελπίδα και να μην αφήσουμε τίποτε εδώ, για να μη χάσουμε τα εκεί. Έπειτα, θα πρέπη να καταλάβουμε όλοι εμείς οι Χριστιανοί ότι ο θάνατος έχει νικηθή με τον Σταυρό και την Ανάσταση του Χριστού, ότι η κοινωνία με τον Χριστό είναι μια διαρκής υπέρβαση του θανάτου και υπέρβαση του φόβου του θανάτου, ότι η έξοδος της ψυχής από το σώμα είναι πορεία προς την εν ουρανοίς Εκκλησία και την συνάντηση με τον Χριστό, την Παναγία και τους αγίους και ότι η ψυχή θα επιστρέψη στο σώμα, το οποίο θα αναστηθή για να ζήση αιώνια, σύμφωνα με τον τρόπο με τον οποίον έζησε εδώ στην γη. Ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής γράφει ότι από την στιγμή του θανάτου, κυρίως δε από την μελλοντική Κρίση υπάρχουν δύο δυνατότητες, δηλαδή όσοι έχουν κοινωνία με τον Χριστό θα ζήσουν το «αεί ευ είναι» και οι άλλοι το «αεί φευ είναι». Δηλαδή, το «αεί είναι» θα το απολαύσουν όλοι. Η διαφορά είναι στο ευ και το φευ.

Έτσι, η συμβουλή μας στους οικείους των μελλοθανάτων είναι να έχουν πίστη στον Χριστό και βεβαιότητα ότι δεν είμαστε απλώς πολίτες αυτού του κόσμου, αλλά είμαστε οδοιπόροι που οδηγούμαστε στην πραγματική μας πατρίδα, που είναι ο ουρανός. Το πολίτευμά μας είναι άνω. Να μας καταλάβη ο πόθος της ουράνιας πατρίδας.–



(Πηγή: "Εκκλησιαστική Παρέμβαση", Μάρτιος 2007)