Τετάρτη 2 Ιουλίου 2014

Λόγοι αθανασίας πλήρεις: O Άγιος Συμεών ο Nέος Θεολόγος (Φώτης Κόντογλου) alopsis


ΘΕΟΛΟΓΙΑ
12 Μαρτίου

Θάγραφα σήμερα απάνω σε κάποιο άλλο θέμα, που να μην είναι θρησκευτικό. Aλλά πήρα πολλά γράμματα και τηλεφωνήματα από αναγνώστες της "Eλευθερίας" που εκφράζουν τη ζωηρή επιθυμία τους να διαβάσουν περισσότερα σχετικά με τους Oρθοδόξους Πατέρας και τα συγγράμματά τους, επειδή δε βρίσκουν πουθενά τέτοια πνευματική τροφή. Λοιπόν, άλλαξα σκοπό και θα γράψω για τον άγιο Συμεών το Nέο Θεολόγο.
Aληθινά. Aνύποπτοι είναι όσοι δεν γευθήκανε απ' αυτή την αθάνατη βρύση, θέλω να πω από τους λόγους των αγίων Πατέρων, που πολλοί τα έχουνε για παπαδίστικες φλυαρίες.
Oι λόγοι του αγίου Συμεών του Nέου Θεολόγου διαβάζονται στην Eυρώπη σήμερα περισσότερο από κάθε άλλο πατερικό βιβλίο, απ' όσα μεταφρασθήκανε σε ξένες γλώσσες, όπως έγραψα προ λίγες μέρες. Tούτος ο άγιος έχει κάποια χάρη να κάνη χειροπιαστά τα πιο άπιαστα και τα πιο βαθειά μυστήρια της θρησκείας. Σαν να σου τα δείχνη, ο μακάριος, με το δάχτυλό του, επειδή αξιώθηκε να ζη μέσα στο ανέκφραστο Φως του Xριστού, όντας ακόμα μέσα στο σώμα.

Θάγραφα σήμερα απάνω σε κάποιο άλλο θέμα, που να μην είναι θρησκευτικό. Aλλά πήρα πολλά γράμματα και τηλεφωνήματα από αναγνώστες της "Eλευθερίας" που εκφράζουν τη ζωηρή επιθυμία τους να διαβάσουν περισσότερα σχετικά με τους Oρθοδόξους Πατέρας και τα συγγράμματά τους, επειδή δε βρίσκουν πουθενά τέτοια πνευματική τροφή. Λοιπόν, άλλαξα σκοπό και θα γράψω για τον άγιο Συμεών το Nέο Θεολόγο.

Aληθινά. Aνύποπτοι είναι όσοι δεν γευθήκανε απ' αυτή την αθάνατη βρύση, θέλω να πω από τους λόγους των αγίων Πατέρων, που πολλοί τα έχουνε για παπαδίστικες φλυαρίες.

Oι λόγοι του αγίου Συμεών του Nέου Θεολόγου διαβάζονται στην Eυρώπη σήμερα περισσότερο από κάθε άλλο πατερικό βιβλίο, απ' όσα μεταφρασθήκανε σε ξένες γλώσσες, όπως έγραψα προ λίγες μέρες. Tούτος ο άγιος έχει κάποια χάρη να κάνη χειροπιαστά τα πιο άπιαστα και τα πιο βαθειά μυστήρια της θρησκείας. Σαν να σου τα δείχνη, ο μακάριος, με το δάχτυλό του, επειδή αξιώθηκε να ζη μέσα στο ανέκφραστο Φως του Xριστού, όντας ακόμα μέσα στο σώμα.

Γεννήθηκε στην Παφλαγονία, που βρίσκεται στη Mικρά Aσία, κατά το μέρος της Mαύρης Θάλασσας, από γονέους που είχανε τον τρόπο τους. K' επειδή ένας θείος του είχε μεγάλο αξίωμα στο παλάτι, τον στείλανε στην Πόλη κοντά του, να μάθη γράμματα και να μπη στη θέση του αργότερα. Mα ο Συμεών δεν ήθελε να μάθη πολλά γράμματα, γιατί τα νόμιζε ανώφελα, κι' ολοένα συναναστρεφότανε με καλόγερους και με φτωχούς ερημίτες, που κατεβαίνανε στην Πόλη και τριγυρνούσανε σαν τους ντερβισάδες. Σ' αυτούς εύρισκε αυτό που ποθούσε.

Σαν μεγάλωσε λίγο, πήγε κ' έγινε μοναχός στο μοναστήρι του Στουδίου, υποταχτικός σ' έναν άγιον γέροντα, που τον λέγανε και κείνον Συμεών, και κείνος τον κυβερνούσε με αυστηρότητα. Eκεί, ζώντας σαν άσαρκος άγγελος, έφταξε σε υψηλά μέτρα που προφανερώνανε ποιος ήθελε να κατασταθή στο τέλος. Συνήθιζε να κλείνεται μέσα σε μια μικρή εκκλησία που είχε ένα σεντούκι γεμάτο κόκκαλα. K' εκεί έκανε την προσευχή του.

Στο μεταξύ, ο πατέρας του πήγε στο μοναστήρι να τον πάρη, και τον παρακαλούσε με δάκρυα να πάγη μαζί του, πλην ο Συμεών δεν θέλησε, κ' έκανε χαρτί να μοιράση ο πατέρας του στους φτωχούς το μερίδιό του, κι' αυτός απόμεινε στο μοναστήρι, και περίσσεψε τη σκληραγωγία του κορμιού του, και την υπακοή του στον πνευματικό πατέρα του, μην έχοντας ολότελα θέλημα δικό του. Kαι τόση αφοσίωση είχε στο γέροντά του, ώστε δεν υπήρχε πράγμα που να του παραγγείλη και να μην το κάνη, ακόμα κι' αν του έλεγε να πέση στη θάλασσα. Tο γέροντά του τον σεβότανε σαν άγιο, όπως κ' ήτανε άγιος, και μετά το θάνατό του έγραψε γι' αυτόν ακολουθία και ύμνους, κ' έδωσε σ' έναν αγιογράφο να ζωγραφίση την εικόνα του, και την έβαλε στην εκκλησία με καντήλι, και γιόρταζε την ημέρα της κοιμήσεώς του.

Γι' αυτή την τιμή που έκανε στο γέροντα Συμεών, ετράβηξε πολλά βάσανα, εξορίες και μαρτύρια και κατατρεγμούς από κάποιους δεσποτάδες υποκριτές κι' άπιστους, που τον λέγανε αγράμματον, αυτοί οι γραμματισμένοι, όπως και σήμερα κάποιοι θεολόγοι σπουδασμένοι στας Eυρώπας καταφρονούνε τους απλούς κι' αγράμματους καλόγερους.

Σε τούτο το μεταξύ, ο πατέρας του δεν ησύχασε, κ' έβαλε κάθε μέσον να τον ξεκαλογερέψη και να τον πάρη να τον παντρέψη. Bλέποντας ο γέρο Συμεών πως δεν εύρισκε ησυχία ο μαθητής του, τον πήγε σ' ένα άλλο μοναστήρι, του αγίου Mάμαντος, και τον παράδωσε στον ηγούμενο Aντώνιο, ξακουσμένον για την αρετήν του. Eκεί μέσα γίνηκε ο τύπος κ' υπογραμμός της μοναχικής πολιτείας, και με τον καιρό τον χειροτονήσανε ιερέα, και σαν πέθανε ο Aντώνιος, τον εκλέξανε οι αδελφοί ηγούμενο, που όποτε λειτουργούσε, βλέπανε το άγιο Πνεύμα σαν φωτιά να κατεβαίνη στο κεφάλι του. Aυτό το φρικτό σημείο το βλέπανε επί σαρανταοχτώ χρόνια.

Aλλά, με όλη την αγιότητα που είχε, βρεθήκανε άνθρωποι ασεβέστατοι που τον βασανίσανε με κάθε τρόπο, βρίζοντάς τον και λέγοντας πως είναι υποκριτής και κατηγορώντας τον πως έκανε άγιο το γέροντά του και τον γιόρταζε. Kι' ο μακάριος Συμεών τους συγχωρούσε, αλλά μαζί τους πολεμούσε με τα πνευματικά όπλα.

H ζωή του στάθηκε γεμάτη από πειρασμούς και διωγμούς, και για να την εκθέση κανένας καταλεπτώς δεν φθάνει όχι μονάχα τούτη η στενή λωρίδα του χαρτιού που έχω, αλλά βιβλίο ολόκληρο. Για να συντομέψω λοιπόν, θα βάλω παρακάτω μοναχά κάποια σπουδαία περιστατικά που δείχνουνε την αγιότητά του και που τα έγραψε ο άξιος μαθητής του Nικήτας Στηθάτος.

O άγιος Συμεών είχε ένα καλογεροπαίδι που το λέγανε Nικηφόρο, και που το είχε αναθρέψει ο ίδιος. Aυτός ο Nικηφόρος διηγήθηκε στον Nικήτα κάποια θαύματα, με την απλότητα που είχε, στη διάνοια και στη γλώσσα. "Mε αγαπούσε, λέγει, ο γέροντάς μου τόσο πολύ, που δεν άφηνε κανέναν άλλον, παρεκτός από εμένα, ν' απομείνη μαζί του στο κελλί του. Ή γιατί ήμουνα άκακος, ή γιατί τον υπηρετούσα στα γηρατειά του, ή από οικονομία Θεού για να φανερωθούνε τα έργα του. Kαθώς λοιπόν εκειτόμουνα, μια νύχτα, σε μια γωνιά του κελλιού, σαν να με ξύπνησε κάποιος, και βλέπω ένα θέαμα φοβερό. Kοντά στη σκεπή του κελλιού ήτανε κρεμασμένη μια εικόνα της Θεοτόκου που τη λένε Δέηση, και μπροστά της έκαιγε ένα καντήλι. Λοιπόν, αντίκρυ σ' αυτή την εικόνα, ως τέσσερες πήχεις ψηλότερα από τη γη, είδα τον Άγιο που στεκότανε στον αέρα, κ' είχε τα χέρια του ανασηκωμένα, και προσευχότανε, λάμποντας ολόκληρος σαν το φως. K' εγώ, βλέποντας αυτά, από το φόβο μου χώθηκα μέσα στο σκέπασμά μου και σκεπάσθηκα κατακούκουλα. Kι' αφού ξημέρωσε, διηγήθηκα στον Άγιο κρυφά αυτό που είδα. Kι' ο Άγιος αναστέναξε και μου παράγγειλε να μην το πω σε κανέναν".

Άλλη μια φορά ξαναείδε το ίδιο θαύμα, λίγο πριν από το θάνατο του αγίου: "Eπειδή λοιπόν ήλθε ο καιρός του θανάτου του, εκείτετον ο μακάριος από κακή δυσεντερία, βασανιζόμενος πολλές μέρες, δίχως να μπορή να σαλέψη μόνος του, αν δεν τον γυρίζαμε εμείς από το ένα κι' από το άλλο μέρος. Eνώ βρισκότανε σ' αυτήν την κατάσταση, μου παράγγειλε ν' απομείνω μοναχός μαζί του.

Mια νύχτα λοιπόν, που κοιμόμουνα ξαπλωμένος απάνω σ' ένα σεντούκι, σαν να με σκούντηξε κάποιος, και ξύπνησα, και βλέπω εκείνον τον μακάριο, που πριν από λίγη ώρα τον είχαμε γυρίσει, να στέκεται στον αγέρα ως τέσσερες πήχες απάνω από τη γη και να προσεύχεται. Kαι θυμούμενος την πρώτη φορά που τον είχα δη έτσι, θαύμαζα την αγιότητά του, συλλογιζόμενος πως αυτός, που δεν μπορούσε να σαλέψη, πως σηκώθηκε απ' το στρώμα, κ' ενώ φορούσε σώμα βαρύ, στεκότανε στον αγέρα. K' έτσι αποκοιμήθηκα, και πάλι ξύπνησα, και τον βλέπω πως έπεσε στο κρεββάτι του και σκεπάσθηκε μόνος του.

Σαν ξημέρωσε του το φανέρωσα, και μου έκανε δεσμό να μην το πω σε κανέναν πριν από το θάνατό του".

Aυτός ο Άγιος, που πολεμήθηκε πολύ στη ζωή του από τους κακούς ανθρώπους, και περιφρονήθηκε σαν αγράμματος από τους σπουδασμένους του καιρού του, τιμήθηκε και ζωντανός, αλλά περισσότερο μετά το θάνατό του, που έλαμψε με τα συγγράμματά του και φώτισε τις ψυχές των ανθρώπων, και ονομάσθηκε Nέος Θεολόγος, κατά το λόγο του προφήτη που λέγει "και εν καιρώ επισκοπής αυτών αναλάμψουσι και ως σπινθήρες εν καλάμη διαδραμούνται".

K' εσύ, όποιος κι' αν είσαι, στοχάσου τα μυστήρια του Θεού: Eκείνος ο φτωχός και καταφρονεμένος καλόγερος, που έζησε στα 1000 μ.X., δηλαδή 900 χρόνια πριν από μας, αφού διαβάστηκε με δίψα από μυριάδες ανθρώπους του καιρού του, έσχισε σαν πύρινο μετέωρο, αυτούς τους 9 αιώνες, που καταβροχθίσανε και ρίξανε στο βάραθρο της λησμονιάς μυριάδες ανθρώπους που πολλοί απ' αυτούς νομίζανε πως θα μείνουνε αθάνατοι, κ' έφταξε ως τον καιρό τον δικό μας, φωτοβόλος κι' άφθαρτος σαν ήλιος, για να δώση ζωή και ελπίδα στους σημερινούς ανθρώπους, που τον βρήκανε ψάχνοντας, σαν νάναι ο πιο πολύτιμος κι' αθάνατος θησαυρός.

Σήμερα, σε καιρό που η αμαρτωλή ζωή, που ζούνε οι άνθρωποι, παράλυσε σχεδόν όλες τις πνευματικές δυνάμεις που έβαλε ο Θεός μέσα στον άνθρωπο, και τον έκανε να κολλήση στα κτηνώδη πάθη και να παραδοθή σύμψυχος στον Mαμωνά, σήμερα τρέχουνε ένα πλήθος ψυχές να πιούνε από το αστείρευτο κι' αθάνατο νερό που αναβρύζει από τα λόγια του αγίου Συμεών, και που είναι δροσερώτατο, μ' όλο που η πηγή απ' όπου βγαίνει βρίσκεται 1000 χρόνια μακριά από μας, μέσα στο σκοτάδι του καιρού.

Tα αγιασμένα βιβλία του διαβάζουνται με δίψα σε κάθε χώρα, και θα διαβάζουνται ολοένα και περισσότερο, σε γλώσσες που αγωνιζόμαστε εμείς να μεταφράσουνε τα γραψίματά μας, που θα τα θάψη μεθαύριο η λησμονιά, μ' όλους τους νεωτερισμούς και τις δυσκολονόητες και περίπλοκες θεωρίες μας.

Γιατί όλα αυτά που γράφουμε εμείς, φιλοσοφίες, λογοτεχνίες, επιστημονικές θεωρίες, βγαίνουνε από τον υλικό νου μας, "τον νουν της σαρκός μας", όπως τον λέγει ο απόστολος Παύλος, και γι' αυτό έχουνε το θάνατο μέσα τους, ενώ ό,τι έγραψε ο άγιος Συμεών είναι "αθανασίας πλήρες".


(από το "Γίγαντες ταπεινοί", Aκρίτας 2000)




Φώτα στ' Αϊβαλί (Φώτης Κόντογλου) alopsis ΚΟΙΝΩΝΙΑ


ΚΟΙΝΩΝΙΑ

Στά θαλασσινά τα μέρη ρίχνουνε τον Σταυρό, ύστερ' από τη Λειτουργία των Θεοφανίων. Έτσι τον ρίχνανε καί στην πατρίδα μου, κ' ήτανε ένα θέαμα έμορφο και παράξενο.


Ξεκινούσε η συνοδεία από τη μητρόπολη. Μπροστά πηγαίνανε τα ξαφτέρουγα και τα μπαϊράκια, κ' ύστερα πηγαίνανε οι παπάδες με τον δεσπότη, ντυμένοι με τα χρυσά τα άμφια, παπάδες πολλοί κι αρχιμαντρίτες, γιατί η πολιτεία είχε δώδεκα εκκλησίες, και κατά τις επίσημες μέρες στις μικρές ενορίες τελειώνανε γλήγορα τη Λειτουρ­γία και πηγαίνανε οι παπάδες στη μητρόπολη, για να γίνεται η γιορ­τή πιο επίσημη. Οι ψαλτάδες ήτανε και κείνοι κάμποσοι κ' οι πιο καλλίφωνοι, και ψέλνανε με μεγαλοπρέπεια βυζαντινά, δηλαδή ελ­ληνικά, κι όχι σαν σήμερα πού τρελλαθήκαμε και κάναμε την ψαλ­μωδία μας σαν ανάλατα και ξενικά θεατρικά τραγούδια. Από πίσω ακολουθούσε λαός πολύς.

Σαν φτάνανε στ' Αγγελή τον Γιαλό, όπως λέγανε κείνη την ακρογιαλιά, ο δεσπότης με τους παπάδες ανεβαίνανε σε μια μεγάλη σανιδωτή σάγια εμορφοσκαρωμένη, για να κάνουνε τον Αγιασμό. Ο κόσμος έπιανε την ακρογιαλιά κι ανέβαινε ο καθένας όπου εύρισκε, για να μπορεί να βλέπει. Τα σπίτια πού ήτανε ένα γύρο γεμίζανε κόσμο. Οι γυναίκες θυμιάζανε από τα παραθύρια. Από το μέρος της θάλασσας ήτανε μαζεμένα ίσαμε εκατό καΐκια και βάρκες αμέτρητες, με τις πλώρες γυρισμένες κατά το μέρος που στεκότανε ο δεσπότης. Έτσι που ήτανε παραταγμένα τα καΐ­κια, μοιάζανε σαν αρμάδα που θα κάνει πόλεμο. Πιο ανοιχτά, κατά το πέλαγο, έβλεπες φουνταρισμένα τα μεγάλα καΐκια, γεμάτα κόσμο και κείνα. Αλλα πάλι είχανε περιζωσμένες τις βάρκες που βρισκόντανε γιαλό, κ' ήτανε κι αυτά γεμάτα κόσμο, προ πάντων θαλασσινοί και παιδομάνι.

Σ' αυτά τα μέρη κάνει πολύ κρύο, και τις πιο πολλές φορές οι αντένες των καραβιών ήτανε χιονισμένες, ένα θέαμα πολύ έμορφο. Απάνου στα ξάρτια και στις σκαλιέρες, στις γάμπιες και στα μπαστούνια των καραβιών ήτανε σκαλωμένοι πλήθος θαλασσινοί, μεγάλοι και μικροί. Η θάλασσα ήτανε κοιμισμένη, μπουνάτσα. Κρούσταλλα κρεμόντανε από τα ξάρτια σε πολλά καΐκια. Κρύο τάρταρος. Στην κάθε βάρκα από κείνες που είχανε κοντοζυγώσει στη στε­ριά και περιμένανε να πέσει ο Σταυρός στη θάλασσα, στεκόντανε από ένα - δυο νοματέοι απάνω στην πλώρη, ενώ άλλοι δυο ήτανε στα κουπιά. Αυτοί που στεκόντανε ορθοί στην πλώρη, ήτανε ολόγυμνοι, εξόν ένα άσπρο βρακί που φορούσανε σαν πεστιμάλι. Οι πιο πολλοί ήτανε σαν θεριά, χεροδύναμοι, πλαταράδες, χοντρολαίμηδες, μαλλιαρόστηθοι, τα κορμιά τους ήτανε κόκκινα από το κρύο. Τα ποδάρια τους ήτανε γερά και φουσκωμένα σαν αδράχτια, θαλασσάνθρωποι, γεμιτζήδες, κοντραμπατζήδες, ψημένοι με τ' αλάτι. Οι πιο πολλοί είχανε ριχμένες στις πλάτες τις γούνες τους, για να μην παγώσουνε. Ένα - δυο όμως στεκόντανε γυμνοί και κάνανε κάπου - κάπου τον σταυρό τους. Μα το μάτι τους ήτανε καρφωμένο στο μέρος που θα 'ριχνε τον Σταυρό ο δεσπότης.

Ανάμεσα στους γυμνούς ήτανε ο Κωστής ο Γιωργάρας, ο Στρατης ο Μπεκός, ο Γιωργής ο Σόνιος, ο Δημητρός ο Μπούμπας,  Πέτρος ο Κλόκας, ο Βασίλης ο Αρναούτης, ο παλαβό - Παρασκευάς κι άλλοι. Σαν να τους βλέπω μπροστά μου. Ο Γιωργάρας ήτανε μιαν ανθρωπάρα θηρίο, σαν Κουταλιανός, με μουστάκια μαύρα, μ' έναν λαιμό σαν βαρέλι. Είχε δεμένο στο κεφάλι του ένα μαντίλι κ' ήτα­νε ίδιος κουρσάρος. Ακουμπούσε απάνω σ' ένα κοντάρι, λες κ' ήτανε ο Ποσειδώνας ζωντανός. Ο Δημητρός ο Μπούμπας ήτανε ένα άλλο θεριόψαρο, χοντρός και κοντόφαρδος, μαυριδερός σαν Σαρακηνός, και καθότανε ανεκούρκουδος, σκεπασμένος με τη γούνα του, με το μάτι του καρφωμένο στον δεσπότη. Ο Πατσός ο Αράπης, ο λεγόμενος παλαβό - Παρασκευάς, είχε γένεια κατσαρά και κόκκινα και το πετσί του ήτανε από φυσικό του κόκκινο. Στο κορμί ήτανε αντρειωμένος και σβέλτος σαν τζαμπάζης και δεν χαμπάριζε ολότελα από κρύο. Στο σουλούπι ήτανε ίδιος Ρούσος. Αυτός ήτανε ανεβασμένος απάνω στα ξάρτια σε μια μπρατσέρα φουνταρισμένη, και στεκότανε δίχως να σαλέψει, σαν τ' άγαλμα. Μυστήριο πως δεν πάγωνε! O Πέτρος ο Κλόκας ήτανε ο μονάχος που δε φορούσε βρακιά. Αυτός ήτανε ευρωπαϊσμένος, φορούσε στενό πανταλόνι και ναυτικό σκουφί. Στο κορμί ήτανε λιγνός και μάγκας στο σχέδιο. Τα χέρια του τα 'χε μπλεγμένα μπροστά στο στήθος του και σουλατσάριζε απάνω στη βάρκα, ολοένα μιλούσε κ' έκανε και κάμποσα θεατρικά.

Σαν σίμωνε λοιπόν η συνοδεία στη θάλασσα, κι ακουγότανε από μακριά η ψαλμωδία, γινότανε μεγάλος αλαλαγμός απάνω στις βάρκες. Οι βουτηχτάδες πετούσανε τις γούνες τους κ' οι άλλοι τραβούσανε τα κουπιά, για να 'ναι οι βάρκες τους κοντά στο μέρος πού θα 'πεφτε ο Σταυρός. Άλλοι φωνάζανε από τα ξάρτια, άλλοι μαλώνανε, άλλοι ανεβαίνανε στις κουπαστές για να δούνε. Τέλος φτάνανε οι στρατιώτες και ταχτοποιούσανε τον κόσμο. Μπροστά πήγαινε ο αξιωματικός ο Τούρκος κι άνοιγε τον δρόμο να περάσει ο δεσπότης, κ' έλεγε: «Γιόλ βέριν εφεντιά!» - δηλαδή: «Κάνετε δρόμο στον αφέντη!» Ο στρατός αραδιαζότανε σε παράταξη κ' οι ψαλτάδες ψέλνανε πολλές φορές «Εν Ιορδάνη βαπτιζομένου σου, Κύριε». Στο τέλος το 'ψελνε κι ο δεσπότης κ' έριχνε τον Σταυρό στη θάλασσα. Αλαλαγμός σηκωνότανε μέσα στη θάλασσα. Οι βάρκες και τα καΐκια καργάρανε τα κουπιά και τρακάρανε το 'να τ' άλλο. Οι πλώ­ρες χτυπούσαμε η μια την άλλη. Κουπιά, κοντάρια, καμάκια, απόχες μπερδευόντανε μεταξύ τους. Οι βουτηχτάδες πέφτανε στο νερό κ' η θάλασσα άφριζε σαν να παλεύανε σκυλόψαρα. Πολλοί απ' αυτούς κάνανε ώρα πολλή ν' ανεβούνε απάνω, παίρνανε μακροβούτι και ψάχνανε στον πάτο να βρούνε τον Σταυρό. Για μια στιγμή φανερωνότανε κανένα κεφάλι και βούλιαζε γλήγορα πριν να το δεις.

Αξαφνα βγήκε ένα κεφάλι με κόκκινα γένεια κ' ένα χέρι ξενέρισε και βαστούσε τον Σταυρό. Ήτανε ο παλαβό - Παρασκευάς. Με δυο - τρεις χεροβολιές κολύμπησε κατά το μέρος του δεσπότη και σκάλωσε στην αραξιά. Έκανε μετάνοια και φίλησε το χέρι του κ' έδωσε τον Σταυρό. Ο δεσπότης τον πήρε, τον ασπάστηκε και τον έβαλε στον ασημένιο δίσκο κ' υστέρα έδωσε τον δίσκο στον Παρασκευά. Οι ψαλτάδες πιάσανε πάλι και ψέλνανε κι ο κόσμος αλάλαζε. Ύστερα η συνοδεία τράβηξε πάλι για την εκκλησιά. Ο Παρασκευάς θεόγυμνος, με τον δίσκο στα χέρια, γύριζε στους μεγάλους καφενέδες και στις ταβέρνες κ' έρριχνε ο κάθε ένας ό,τι ρεγάλο ήθελε. Τόσες ώρες ολόγυμνος και βρεμένος, με παγωμένο βρακί, μήτε κρύωνε, μήτε κάνε τους ώμους του δεν ανεσήκωνε. Όπως ήτανε κοκκινογένης αστακόχρωμος, έλεγε κανένας πως ήτανε ο Σκύθης Ανάχαρσις, που γύριζε τον χειμώνα γυμνός μέσα στην Αθήνα τα παλιά τα χρόνια, κ' οι Αθηναίοι τον ρωτούσανε γιατί δεν κρυώνει, κι αυτός αποκρινότανε πως όλο το κορμί του είναι σαν το κούτελο, που δεν κρυώνει ποτές.

Την ώρα που έπεφτε ο Σταυρός στη θάλασσα, όλα τα καΐκια και τα καράβια, που ήτανε φουνταρισμένα ανοιχτά στο πέλαγο, γυρίζανε την πλώρη τους κατά την Ανατολή, από κει που ήρθε ο Χριστός στον κόσμο.


(από το βιβλίο «Το Αϊβαλί η πατρίδα μου»)

Αγιασμένες μέρες (Φώτης Κόντογλου) alopsis


ΘΕΟΛΟΓΙΑ

Την πνευματική χαρά και την ουράνια αγαλλίαση που νοιώθει ο χριστιανός από τα Χριστούγεννα, δεν μπορεί να τη νοιώσει, με κανέναν τρόπο, όποιος τα γιορτάζει μοναχά σαν μια συγκινητική συνήθεια, που είναι δεμένη περισσότερο με τις συνηθισμένες χαρές του κόσμου, με τον χειμώνα, με τα χιόνια, με το ζεστό τζάκι.


Μοναχά ο ορθόδοξος χριστιανός γιορτάζει τα Χριστούγεννα πνευματικά, κι από την ψυχή του περνάνε αγιασμένα αισθήματα, και τη ζεσταίνουνε με κάποια θέρμη παράδοξη, που έρχεται από έναν άλλο κόσμο, τη θέρμη του Αγίου Πνεύματος, κατά τον αναβαθμό που λέγει: «Αγίω Πνεύματι πάσα ψυχή ζωούται, και καθάρσει υψούται, λαμπρύνεται τη τριαδική μονάδι, ιεροκρυφίως».

Ψυχή και σώμα γιορτάζουν μαζί, ευφραίνουνται με τη θεία ευφροσύνη, που δεν την απογεύεται όποιος βρίσκεται μακριά από τον Χριστό. Ενώ η καρδιά του χριστιανού, αυτές τις αγιασμένες μέρες, είναι γεμάτη από την ευωδία της υμνωδίας, γεμάτη από μια γλυκύτατη πνευματική φωτοχυσία, που σκεπάζει όλη την κτίση, τα βουνά, τη θάλασσα, τον κάθε βράχο, το κάθε δέντρο, την κάθε πέτρα, το κάθε πλάσμα. Όλα είναι αγιασμένα, όλα γιορτάζουνε, όλα ψέλνουνε, όλα ευφραίνονται, όλη η φύση είναι «ως ελαία κατάκαρπος εν τω οίκω του Θεού». Κανείς δεν νοιώθει στην καρδιά του τέτοια χαρά, παρά μονάχα εκείνος που αγαπά τον Θεό και που ζει τις μέρες της ζωής του μαζί με τον Θεό, γιατί κανένας άλλος από τον Θεό δεν μπορεί να δώσει τέτοια χαρά, τέτοια ειρήνη, κατά τον λόγο που είπε ο Κύριος στον Μυστικό Δείπνο: «Τη δική μου την ειρήνη σας δίνω, δεν σας δίνω εγώ την ειρήνη που δίνει ο κόσμος».

Η χαρά του Χριστού κ’ η ειρήνη είναι αλλιώτικη από τη χαρά κι από την ειρήνη τούτου του κόσμου. Για τούτο ο άνθρωπος που χαίρεται να πηγαίνει στην εκκλησία, για να πιει απ’ αυτή την αθάνατη βρύση της αληθινής χαράς και της ειρήνης, λέγει μαζί με τον Δαβίδ: «Εξαπόστειλον, Κύριε, το φως σου και την αλήθειάν σου· αυτά με ωδήγησαν και ήγαγόν με εις όρος άγιόν σου και εις τα σκηνώματά σου· και εισελεύσομαι προς το θυσιαστήριον του Θεού, προς τον Θεόν τον ευφραίνοντα την νεότητά μου».

Ας γιορτάσουμε λοιπόν κ’ εμείς, αδελφοί μου, τη Γέννηση του Χριστού «εν πνεύματι και αληθεία, εν ψαλμοίς και ύμνοις και ωδαίς πνευματικαίς», και τότε και τ’ άλλα «προστεθήσεται ημίν», θα μας δοθούνε, ήγουν η χαρά του σπιτιού, της οικογένειας, της φύσης, της συναναστροφής, της αγνής διασκέδασης, γιατί όλα θα τα γλυκαίνει η αγάπη του Χριστού, και θα τα ζεσταίνει η θέρμη Εκείνου που είναι ο ζωοδότης.

Μέγα μάθημα της ταπείνωσης είναι για μας, αδελφοί μου, η Γέννηση του Χριστού. Πού γεννήθηκε; Μέσα σε μια φάτνη, σ’ ένα παχνί να πούμε καλύτερα, για να νοιώσουμε βαθύτερα την ανείπωτη συγκατάβαση του Θεού, γιατί τ’ αρχαία λόγια κάνουνε να φαίνουνται στα μάτια μας πλούσια και τα φτωχά πράγματα. Η μητέρα του, η υπεραγία Θεοτόκος, μακριά από το σπίτι της, ξένη σε ξένον τόπο, πήγε και τον γέννησε μέσα σ’ ένα μαντρί. Το βόδι και το γαϊδούρι τον ζεστάνανε με την ανασαμιά τους. Τσομπάνηδες τον συντροφέψανε. Μαζί με τα νιογέννητα αρνιά λογαριάστηκε ο αμνός του Θεού, που ήρθε στον κόσμο για να σώσει τον άνθρωπο από την κατάρα του Αδάμ. Ποιος άνθρωπος γεννήθηκε με μεγαλύτερη ταπείνωση;

Ο Άγιος Ισαάκ ο Σύρος γράφει, στον Λόγο του για την Ταπεινοφροσύνη, τα παρακάτω εξαίσια λόγια: «Θέλω ν’ ανοίξω το στόμα μου, αδελφοί μου, και να λαλήσω για την υψηλή υπόθεση της ταπεινοφροσύνης, κ’ είμαι γεμάτος φόβο, σαν εκείνον τον άνθρωπο που ξέρει πως θα μιλήσει για τον Θεό. Γιατί η ταπεινοφροσύνη είναι στολή της θεότητας. Γιατί ο Λόγος του Θεού που έγινε άνθρωπος, αυτή ντύθηκε, κ’ ήρθε σε συνάφεια μαζί μας μ’ αυτή, παίρνοντας σώμα σαν το δικό μας. Κι όποιος τη ντύθηκε, αληθινά έγινε όμοιος μ’ Εκείνον, που κατέβηκε από το ύψος Του, και που σκέπασε την αρετή της μεγαλωσύνης Του και τη δόξα Του με την ταπεινοφροσύνη. Κι αυτό έγινε για να μην κατακαεί η κτίση από τη θωριά Του. Γιατί η κτίση δεν μπορούσε να τον κοιτάξει , αν δεν έπαιρνε ένα μέρος απ’ αυτή (το σώμα), κ’ έτσι μίλησε μ’ αυτή. Σκέπασε τη μεγαλωσύνη Του με τη σάρκα, και μ’ αυτή ήρθε σε συνάφεια μαζί μας, με το σώμα που επήρε από την Παρθένο και Θεοτόκο Μαρία. Ώστε, βλέποντάς τον εμείς πως είναι από το γένος μας και πως μας μιλά σαν άνθρωπος, να μην τρομάξουμε από τη θωριά Του. Γι’ αυτό, όποιος φορέσει τη στολή που φόρεσε ο Κτίστης (δηλαδή την ταπεινοφροσύνη), τον ίδιον τον Χριστό ντύθηκε».

Η φάτνη είναι η ταπεινή καρδιά, που μοναχά σ’ αυτή πηγαίνει και γεννιέται ο Χριστός.

Η Εκκλησία μας φωτοβολά μέσα στο χειμωνιάτικο σκοτάδι, γιορτάζοντας τη Γέννηση του Κυρίου. Από μέσα της ακούγεται μια υπερκόσμια υμνωδία, σαν εκείνη που ψέλνανε οι άγγελοι τη νύχτα που γεννήθηκε ο Κύριος, «ήχος καθαρός εορταζόντων».  […]


(από το βιβλίο του «Το Αϊβαλί η πατρίδα μου»)

Μυστικά άνθη (Φώτης Κόντογλου) alopsis


ΒΙΒΛΙΑ
"Τί είναι τα "Μυστικά Ανθη"; Ένα στεφάνι, καμωμένο από λουλούδια λογισμών κι αισθημάτων, κομμένα από τον πάντερπνο κήπο της όλης συγγραφικής παραγωγής Του Κόντογλου..." (Εκ του προλόγου του εκδότη)



Εκδόσεις "ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ"


Διαβάστε μερικά αποσπάσματα του βιβλίου πατώντας στα υπογραμμισμένα κεφάλαια.
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ:

Εκ βαθέων
Πρόλογος των εκδοτών
Ο μύθος του χταποδιού. Χαμογελαστοί εχθροίΟι λίγοι καθυστερημένοι ανάμεσα στους ανθρώπους
Ζωή πολυμέριμνη. Χωρίς καμμιά εσωτερική ευτυχία
Ο σημερινός κόσμος. Το μέγα φρενοκομείον
Ο Πτωχοπρόδρομος. Ο πεινασμένος καλόγερος
Ο Χριστιανισμός και ο Μωαμεθανισμός. Δύο συγγενικές, μα διαφορετικές θρησκείες
Η ακαλαισθησία. Γενικό κακό
Ωδίνες Αδου. Αμαρτία θανατηφόρος
Το βαθύ μυστήριο της Ορθοδοξίας. Ας το διαφυλάξουμε
Ο Σταυρός. Το ζωηφόρον φυτόν
Ο κόσμος της φθοράς και ο κόσμος της αφθαρσίας
Ο κόσμος στον δρόμο του. Δεν γίνεται πια μεταστροφή

Ο φθόνος και η αχαριστία. Παραφωνία στην περίπτυξη των καρδιών
Το πνευματικό Σύμπαν. Ενώ τα βλέμματα στρέφονται στο υλικό
Η δίψα της αγάπης. Χάρισμα του ελληνικού λαού
Το αληθινό Βυζάντιο. Η αρχοντική και βασιλική πολιτεία
Η μεγάλη μονοτονία της φύσης και των μεγάλων έργων
Ρημαγμένες ψυχές. Από τις βαθυστόχαστες θεωρίες
Το μεγάλο στοίχημα. Ανάμεσα σε πιστούς και σε άπιστους
Η εποχή μας και τα είδωλά της
Οι πνευματικοί άνθρωποι. Αληθινοί ντερβίσηδες
Βυζάντιο και παράδοση. Τα θέλουμε ή δεν τα θέλουμε;
Ξενομανίας το ανάγνωσμα. Γίναμε δυτικολάτρες
Λαός παθών... και ουχί μαθών τα θεία
Η αγωνία. «Ναι, έρχομαι ταχύ!»
Η κακία. Φαρμακερή νυχτερίδα που σκεπάζει τον κόσμο
Πάλιν και πολλάκις. Η δύναμη της Παράδοσης
Η απελπισία της απιστίας κι η μυρουδιά του θανάτου
Το δικέφαλο τέρας. Και τα σημερινά είδωλα
Η καινούρια γλῶσσα. "Ξενίζοντά τινα..."
Ύφος και θέματα. Δεμένα μεταξύ τους
Ο παλαιός και ο νέος άνθρωπος. Ο θάνατος και η αθανασία
Ένα θαυμάσιο βιβλίο. "Αντλήσατε από των πηγών του σωτηρίου"
Η φιλαργυρία. Η βαρειά αρρώστεια της ψυχής
Η Ελληνική φύση κι οι γυάλινοι άνθρωποι
Η ευλογημένη πλάση. Περπατώντας στην εξοχή
Η σπάθη του Δαμοκλέους. Ο άνθρωπος δήμιος του εαυτού του
Ταπεινά κι αγαπημένα. Συντροφιά με τον εαυτό μου
Οι «κρυμμένοι». Μακρυά από τις τυμπανοκρουσίες
Η Αθεΐα, το καύχημα της εποχής μας
Φύσα αγεράκι! Αναστάτωση και ειρήνη
Η παραδοξολογία. Και η πνευματική παραμόρφωση
Η βλογημένη καλωσύνη. Μυστική χαρά του ανθρώπου
Τα δύο δένδρα. Ο άνθρωπος απαρνήθηκε τη γνώση και την απλή ζωή
Το ψαλτήρι. Το γιατρικό της ζωής
Η Ορθοδοξία και οι θησαυροί της
Το βάθος της Ορθοδοξίας και η δική μας αδιαφορία
Ο Χριστιανισμός και η Φιλοσοφία
Ο πνευματικός άνθρωπος. Και το χαροποιόν πένθος
Οσμή ευωδίας πνευματικής. Διαβάζοντας τα κείμενα Αποστόλων και Αγίων
Πίστη και ελπίδα. «Γεύσασθε και ίδετε»
Αγωνία και απιστία. Η πονηρή επιστήμη
Ο Μέγας Ιεροεξεταστής. Οι τρεις πειρασμοίΟ άρχων Μαμωνάς. Και η ιστορία του τρελλού νερού
Η Ορθόδοξη πίστη μας. Και οι αποστάτες που θέλουν να τη νοθεύσουν
Ανέτειλε το έαρ. Η ευωδία της Αναστάσεως
Η χαρμολύπη ή το χαροποιόν πένθος
Η αγριότητα του ανθρώπου. Και η πάντερπνη αγάπη
Αυστηροί και πικροί στοχασμοί. Η δύναμη της ψυχής

Τρίτη 1 Ιουλίου 2014

Ὄνειρα ὀνειροπόλου ρεαλιστοῦ μή φαντασιόπληκτου ἀντιρομαντικοῦ. π. Κωνσταντίνος Στρατηγόπουλος


Δέν εἶμαι ρομαντικός. Δέν εἶμαι καθόλου ρομαντικός. Δέν μ’ ἀρέσει νά φαντάζομαι. Τά νηπτικά κείμενα τῶν πατέρων τῆς Ἐκκλησίας δέν ἀφήνουν καί πολλά περιθώρια γιά τή φαντασία. Μπορεῖ εὔκολα νά ὁδηγήσει σέ δρόμους πλάνης. Οὔτε καί τά ὄνειρα μποροῦν νά στηρίξουν τό ρεαλισμό τῆς ὀρθόδοξης βιοτῆς.
Ὅλα αὐτά δέ μ’ ἐμποδίζουν νά σχεδιάζω στό νοῦ μου τό ἐπιθυμητό μέλλον τῆς Ὀρθόδοξης ἱεραποστολῆς. Ἐπειδή ὅμως λέξη «σχεδιασμός» ἔχει φθαρεῖ κάτω ἀπό τή φόρτιση τῶν τεχνολογικῶν ἀναπτυξιακῶν προγραμμάτων, ἐπιτρέψτε μου νά χρησιμοποιῶ τή λέξη «ὄνειρο» καί τή λέξη «ὀνειροπόλος» στή θέση τῶν τεχνοκρατικῶν ὅρων «σχέδιο» καί «προγραμματισμός».
Μπορῶ τώρα, πλέον, νά ἀναπτύξω, λιτά, τά ἱεραποστολικά μου ὀνειροπολήματα.

Ὄνειρο α’: «Οἱ ἐργάται τοῦ θερισμοῦ».
Ὀνειρεύομαι, στά πιό συγκρατημένα ὀνειροπολήματά μου, τήν ἔνταξη εἴκοσι κληρικῶν, στό ἔργο τοῦ ἱεραποστολικοῦ θερισμοῦ στά ἔθνη.
Αὐτό τό εἴκοσι, πρίν νά τό πῶ τό μελέτησα πολύ· εἶναι ὁριακός ἀριθμός πού θ’ἀλλάξει ἄρδην τόν ἱεραποστολικό χάρτη τῆς Ὀρθόδοξης ἱεραποστολῆς. Μπορεῖ νά φαίνονται ὀλίγοι συγκρινόμενοι μέ τά μεγέθη τῆς παγκόσμιας κοινότητας. Κι ὅμως εἶναι περισσότεροι ἀπό τούς ἀποστόλους καί εἶναι ἀρκετοί γιά μιά οὐσιαστική τομή στήν ἱεραποστολή, ἀρκεῖ νά πληροῦν μιά προϋπόθεση. Νά κάνουν ὑπακοή στήν Ἐκκλησία κι ὄχι στό θέλημά τους καί νά δεχθοῦν νά ἐκπαιδευθοῦν γιά νά γνωρίσουν τή σάρκα τῶν τόπων, πού θά διακονήσουν.
Ἐμεῖς ἀναλαμβάνουμε τό δεύτερο σκέλος.
Ἐκεῖνοι, οἱ εἴκοσι, τή διάθεση γιά τό πρῶτο σκέλος.

Ὄνειρο β’: «Τ' ἀνοικτά παράθυρα στόν κόσμο».
Τό ἀνοικτό παράθυρο στέλνει πάντα ἕνα μήνυμα: Προετοιμάζει γιά τήν κατάλληλη ἔνδυση πού χρειάζεται στήν ἐπικείμενη ἔξοδο. μετεωρολογική ὑπηρεσία ἀπαραίτητη γιά τήν περίπτωση. Ὀνειρεύομαι κάποιοι ν’ ἀφιερώσουν χρόνο σπουδῶν καί εἰδικοτήτων σέ καταξιωμένους τομεῖς, ὅπως ἀφρικανολογία, ἀσιολογία, λατινοαμερικανολογία καί τριτοκοσμική γλωσσολογία.
Μερικά χρόνια σπουδῶν στούς ἴδιους τόπους θά ἰσχυροποιήσει τή γνώση στά μετόπισθεν.

Ὄνειρο γ’: « ἐνότητα καί συντονισμός τῶν ἐλεύθερων σκοπευτῶν».
Ὀνειρεύομαι, κι ἄς στενοχωροῦνται μερικοί, τήν ἑνότητα ὅλων τῶν ἐλευθέρων σκοπευτῶν τῶν ἱεραποστολικῶν συλλόγων, συλλογίσκων, σωματείων, ὀργανισμῶν, κέντρων, ἀποκέντρων, συνεργῶν, συμπαραστατῶν, φίλων καί ἀκροβολιστῶν σέ μιά κοινή προοπτική, σέ ἕνα κοινό ἔργο.
Ὀνειρεύομαι νά μήν ὑπάρχει ἰδιωτική προβολή τοῦ ἔργου, ἀλλά ταπεινή προσφορά τῶν πάντων χωρίς ἀπαίτηση γιά ἀναγνώριση. ἱεραποστολή θά προχωρήσει μόνο ὅταν δεχτοῦμε νά ὑπηρετήσουμε ἀνώνυμα τόν ἕνα σκοπό κι ὄχι ἐπώνυμα τούς δικούς μας σκοπούς.

Ὄνειρο δ’ « ἱεραποστολή τῆς σιωπῆς».
Ὀνειρεύομαι τή μεταφύτευση τοῦ ἡσυχασμοῦ καί τοῦ κοινοβιατισμοῦ ὀρθοδόξων μοναστηριῶν στίς χῶρες τῆς ἱεραποστολῆς.
Ὀνειρεύομαι νά ὑπάρχουν δείγματα τοῦ μοναστικοῦ κάλλους στίς χῶρες τοῦ τρίτου κόσμου.
Ὀνειρεύομαι νά μεταβοῦν ἐκεῖ καί νά διδάξουν τήν ἀσκητική σιωπή.
Ὀνειρεύομαι νά μεταβοῦν ἐκεῖ καί τίποτε ἄλλο. Μόνο νά μεταβοῦν καί νά σωπαίνουν ἀσκητικά.

Ὄνειρο ε’ «Οἱ γιατροί τῆς Ἱεραποστολῆς».
Ὀνειρεύομαι νά βρισκόμαστε παρόντες σέ τόπους δυστυχίας, πόνου, ἐπιδημιῶν καί ἀνθρώπινης τραγωδίας. Κι αὐτό ὄχι γιά ν’ ἀντιγράψουμε ἀντιπαραταχθοῦμε σέ παράλληλες θετικές διεθνεῖς προσπάθειες.
Ὀνειρεύομαι νά ὑπάρχουμε στούς χώρους τοῦ πόνου, ἐπειδή δέ μπορῶ ν’ ἀνεχθῶ ν’ ἀπουσιάζουμε.

Ὄνειρο στ’ «Διορθόδοξοι συλλογισμοί».
Ὀνειρεύομαι τή σύσταση διορθόδοξου ὀργάνου γιά τήν ἱεραποστολή. Μόνο μέσα ἀπό τήν ἔκφραση τῆς ἑνότητας στά μικρο - καί μακρο - μεγέθη της μποροῦμε νά ἐλπίζουμε.

Ὄνειρο ζ’ «Ὀρθόδοξη παιδεία».
Ὀνειρεύομαι τή μετάβαση τῆς Ὀρθόδοξης πανεπιστημιακῆς κοινότητας γιά πολύ μικρά χρονικά διαστήματα, στούς χώρους τῆς ἱεραποστολῆς, γιά τήν καλλιέργεια τῆς Ὀρθόδοξης θεολογίας στούς τόπους. Τό ἑλλαδικό ἀνθρώπινο δυναμικό εἶναι καί πλούσιο καί καταρτισμένο. Προσφορά μερικῶν ἑβδομάδων σέ ὀρθόδοξα παιδαγωγικά κέντρα στίς χῶρες τῆς ἱεραποστολῆς θά ζυμώσει τή θεολογία στούς τόπους. Τό ζύμωμα στούς τόπους εἶναι πολύ πιό οὐσιαστικό ἀπό τή γνωστή μορφή τῶν σπουδῶν τῶν ξένων στήν Ἑλλάδα.

Ὄνειρο η’ «Τά ὄνειρά μου νά μήν μείνουν ὄνειρα».
Καί πιστέψτε με πώς στό βάθος τῆς καρδιᾶς μου εἶμαι βέβαιος πώς δέν ὀνειρεύομαι.


(«Πάντα τά θνη». Τριμηνιαο εραποστολικό περιοδικό τς ποστολικς Διακονίας τς κκλησίας τς λλάδος. τος ΙΘ’, τεχος 76, κτ.-Νοέμβρ.-Δεκ. 2000, σελίδα 3.)