Τετάρτη 27 Αυγούστου 2014

Συμβουλές Γέροντος σε χριστιανούς που ζουν στον κόσμο



Συμβουλές Γέροντος σε χριστιανούς που ζουν στον κόσμο
Συμβουλές Γέροντος
σε χριστιανούς που ζουν στον κόσμο
Η ΠΑΡΟΥΣΑ ζωή μας δόθηκε μόνο και μόνο για να δοξάζουμε το Θεό, να ευεργετούμε τον πλησίον και να αγωνιζόμαστε για την απόκτηση της Βασιλείας των ουρανών, βαδίζοντας τη «στενή» και «τεθλιμμένη» οδό που μας υποδεικνύει το Ευαγγέλιο (Ματθ. 7:14).
*
Ο αγώνας της ζωής αυτής αποδεικνύεται φορτίο δυσβάστακτο για όσους δεν πιστεύουν στο Θεό. Για εκείνους όμως που εμπιστεύονται την ύπαρξή τους στον Κύριό μας Ιησού Χριστό και ελπίζουν στη δική Του πρόνοια, η παρούσα ζωή γίνεται «ζυγός χρηστός» και «φορτίον ελαφρόν» (Ματθ. 11:30).
*
Σας παρακαλώ, αδελφοί μου, αν θέλετε να ευαρεστήσετε το Θεό, μην περιφρονείτε καμιάν αρετή. Γιατί μπορούμε με πολλούς τρόπους να γίνουμε ευάρεστοι στο Θεό.
*
Η ευγενική συμπεριφορά στον πλησίον, ο παρήγορος λόγος μας στον θλιμμένο, η υπεράσπιση του αδικουμένου, η αντίδρασή μας στους κακούς λογισμούς, ο αγώνας μας στην προσευχή, η υπομονή, η ευσπλαγχνία, η δικαιοσύνη και κάθε άλλη αρετή. Αυτά είναι που αναπαύουν το Θεό και προσελκύουν στην ψυχή μας τις δική Του χάρη, η οποία μας κάνει ικανούς να ξεπερνάμε και τις πλέον ανυπέρβλητες δυσκολίες της ζωής.
*
Επιδιώξτε τη σωτηρία σας ευαρεστώντας το Θεό πρωτίστως με την αρετή της αγάπης. Αυτό να είναι το μοναδικό σας μέλημα: το πώς θα γίνετε πλούσιοι σε αγάπη. Εκείνος που έχει αγάπη, έχει μέσα του τον ίδιο το Θεό.
*
Να ζείτε μέσα στην αγάπη του Θεού. αυτή να είναι οδηγός σας, αυτή αναπνοή σας. «Ο Θεός, αγάπη εστί, και ο μένων εν τη αγάπη εν τω Θεώ μένει και ο Θεός εν αυτώ» (Α' Ιω. 4:16). Με την αγάπη του Θεού η πικρή ζωή γίνεται γλυκειά και όμορφη.
*
Αν ζείτε με άλλους, διακονείστε τους πρόθυμα σαν να υπηρετείτε τον ίδιο το Θεό. Και μην απαιτείτε αγάπη για την αγάπη σας, μήτε την ευγνωμοσύνη για τις θυσίες που κάνετε, μήτε τον έπαινο για την ταπείνωσή σας.
*
Μην είστε βλοσυροί και απλησίαστοι. Συμπεριφερθείτε σαν τα άκακα παιδιά και, αν χρειαστεί, βοηθείστε πρόσχαρα τον πλησίον σας. Προσοχή, μην τον προσβάλετε έστω και με το βλέμμα σας. Να τον αγαπάτε ολόθερμα, γιατί η αξία του είναι ανεκτίμητη. Είναι μέλος του Χριστού. Γι' αυτόν έχυσε το αίμα Του ο Κύριος.
*
«Η αγάπη», λέει ο Απόστολος, «καλύψει πλήθος αμαρτιών» (Α' Πετρ. 4:8). Πότε θα συμβεί αυτό; Όταν εσείς γίνετε η παρηγοριά των θλιμμένων, η αναψυχή των δυστυχισμένων, ο προστάτης των φτωχών, ο κηδεμόνας των ορφανών, η ανακούφιση των ασθενών, ο χειραγωγός των πλανεμένων, ο πρόθυμος βοηθός κάθε χριστιανού. Γι' αυτή σας την αγάπη προς τους ελάχιστους αδελφούς του Χριστού, προς τα δικά Του τίμια μέλη, ο Κύριός μας θα εξαλείψει τις αμαρτίες σας και θα σας αξιώσει να Τον βλέπετε «πρόσωπον προς πρόσωπον» (Α' Κορ. 13:12) στην αιώνια βασιλεία Του.

Παρασκευή 22 Αυγούστου 2014

Οι ένοπλες δυνάμεις και το ράσο, του π. Γεωργίου Δ. Μεταλληνού,

Οι ένοπλες δυνάμεις και το ράσο
στους αγώνες του Ελληνικού έθνους
του Πρωτ. Γεωργίου Μεταλληνού
Ομότιμου Καθηγητού Εθνικού & Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών
Από το βιβλίο «ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ ΓΙΑ ΘΕΜΑΤΑ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ»,
ΕΚΔΟΣΕΙΣ “ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ”
Ευχαριστώ για την τιμητική σας πρόσκληση να είμαι ο ομιλητής στην σημερινή επέτειό σας. «Η ΗΜΕΡΑ ΤΩΝ ΕΝΟΠΛΩΝ ΔΥΝΑΜΕΩΝ» είναι εορτή και πανήγυρις όλου του Έθνους, το όποιο σεμνύνεται για τον Στρατό όλων των Όπλων και αποτίνει φόρο τιμής στα εκλεκτά τέκνα του, που επωμίζονται εκούσια την υψηλή αποστολή να προασπίζουν την εδαφική ακεραιότητα της χώρας μας από οποιαδήποτε απειλή, διασώζοντας συνάμα την ελευθερία της.
Μαζί δε με τα μόνιμα μέλη των Ένοπλων Δυνάμεων μας συμμετέχουν στην χαρά σας και όλοι οι Έλληνες, άνδρες και γυναίκες, που έχουν την τιμή να έχουν φορέσει ή να φορούν σήμερα την τιμημένη στολή σας, εκπληρώνοντας το ιερό χρέος προς την Πατρίδα με την στράτευση τους.
Έσχατος πάντων συνεορτάζει μαζί σας και ο ομιλών, που αυτή την στιγμή αναπολεί την διετία της στρατιωτικής του θητείας, μία από τις ιερότερες και ευεργετικότερες γι’ αυτόν περιόδους της ζωής του.
1. Δυναμογόνος πηγή του ψυχισμού και της ετοιμότητας των Ένοπλων Δυνάμεων μας είναι η βαθύρριζη αγάπη προς την Πατρίδα, η φιλοπατρία, δεδομένου, ότι η Πατρίδα είναι ο ευλογημένος χώρος πραγματώσεως κάθε άνθρωπου, άνδρα ή γυναίκας, ως πολίτη, και τελειώσεως της ενδοϊστορικής αποστολής του. Αυτονόητη είναι για τον Έλληνα η εσωτερική-καρδιακή σύμπτωση με την φιλοπατρία του μεγάλου σοφού μας Σωκράτη, όταν έλεγε το υπέροχο εκείνο: «Μητρός τε και Πατρός και των άλλων προγόνων α πάντων τιμιώτερον και σεμνότερον και αγιώτερον εστίν η Πατρίς, και εν μείζονι μοίρα και παρά θεοίς και παρ’ ανθρώποις τοις νουν έχουσιν» (Κρίτων, κεφ. 12). Συνέχιζε δε με αυτό τον τρόπο μια παράδοση ελληνική, που καταγράφηκε ήδη από τον Όμηρο, όταν και αυτός έλεγε: «ουδέν γλύκιον Πατρίδος» (Δεν υπάρχει τίποτε γλυκύτερο από την Πατρίδα). Το Έθνος μας οφείλει την ιστορική συνέχειά του στον πατριωτισμό του, που διαχέει όλη την χριστιανική περίοδό του, με μάρτυρα τον άγιο Γρηγόριο τον Θεολόγο, που επαναδιατύπωσε τον σωκρατικό λόγο, γράφοντας στην 37η επιστολή του: «Μητέρα τιμάν των οσίων, μήτηρ δε άλλη μεν άλλου. Κοινή δε πάντων μήτηρ Πατρίς» (Είναι ιερό να τιμάμε την μητέρα μας, (και) ο καθένας έχει την δική του μητέρα. Αλλά κοι νή μητέρα όλων είναι η Πατρίδα).
Η ενιαία αυτή στάση ζωής του Ελληνισμού δια χρονικά παράγει ανά τους αιώνες την ελληνική εκδοχή του ολοκαυτώματος, ως ολοκληρωμένης θυσίας, όχι παθητικά, αλλά ενεργητικά και εκούσια. Από τον Λεωνίδα μέχρι τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο και τον Αθανάσιο Διάκο ή τον Αυξεντίου παρεμβάλλονται το Κούγκι, το Αρκάδι, η Αραπίτσα. Είναι τα δικά μας ολοκαυτώματα, ανυπέρβλητα πρότυπα φιλοπατρίας και αυτοθυσίας. Είναι στην φύση πια του Έλληνα να μην μπορεί ποτέ, στην αντιμετώπιση του όποιου εισβολέα, να αναρωτηθεί: «γιατί»! Και αυτό διότι με τά το του Αισχύλου: «Ίτε παίδες Ελλήνων, ελευθερούτε Πατρίδα ελευθερούτε δε παίδας, γυναίκας, θε ών τε πατρώων έδη, θήκας τε προγόνων νυν υπέρ πάντων αγών» (Πέρσαι, 402-405), στα ώτα των Ελλή νων μαχητών ηχεί και ο λόγος του Χριστού μας: «μείζονα ταύτης ἀγάπην οὐδεὶς ἔχει, ἵνα τις τὴν ψυχὴν αὐτοῦ θῇ ὑπὲρ τῶν φίλων αὐτοῦ» (Ιωάν. 15, 13): («μεγαλύτερη αγάπη δεν υπάρχει από την αυτοθυσία υπέρ των φίλων του»).
2. Η ελληνική φιλοπατρία όμως συνδέεται άμεσα με την φιλελευθερία, όπως επιγραμματικά παραδόθηκε στους αιώνες από τον Περικλή: «…εύδαιμον το ελεύθερον, το δ’ ελεύθερον το εύψυχον κρίνοντες» («ευδαιμονία είναι η ελευθερία και ελευθερία είναι η γενναιότητα». Επιτ. Θουκυδίδου Ιστορία Β’, 43). Η αρχαιοελληνική αυτή αντίληψη της ελευθερίας ανα διατυπώνεται αδιάκοπα, στο φως της Χάρης του Τρια δικού Θεού, μέσα στο σώμα του Ιησού Χριστού, την Εκκλησία. Ελευθερία κατά την ελληνορθόδοξη συνείδηση είναι η φυσική κατάσταση υπάρξεως του άνθρωπου (το «κατά φύσιν») και πραγματώνεται ως άμεση κοινωνία με τον Θεό, στην καρδιά, το κέντρο της υπάρξεως. Είναι το «μένειν ἐν τῇ ἀγάπῃ του Χριστού» (Ιωάν. 15, 0). Η ενοίκηση και παρουσία της άκτιστης Χάρης του Θεού στον άνθρωπο (κοινωνία με τον Θεό-θέωση) συνιστά ελληνοχριστιανικά το γεγονός της εσωτερικής ελευθερίας, μέσα στην καρδιά, που είναι και η προϋπόθεση κάθε εξωτερικής θεόνομης ελευθερίας.
Στην ελληνορθόδοξη παράδοση, εξάλλου, η ελευθερία πραγματώνεται μέσα στο πλαίσιο του θελήματος του Θεού, όχι μόνον ως προσωπική, αλλά και ως κοινωνική και εθνική ελευθερία. Εδώ ακριβώς συναντώνται ιστορικά Ελληνισμός και Χριστιανισμός, στην θεολογική νοηματοδότηση της ελευθερίας. Η κοινωνική και εθνική ελευθερία είναι εναρμόνιση των επί μέρους προσωπικών ελευθεριών, που εκφράζεται ως ομοψυχία, ομοκαρδία. Είναι το «ομοθυμαδόν» των Πράξεων των Αποστόλων (2, 1). Η εθνική ελευθερία είναι έννοια θεολογική, όχι απλά θρησκευτική. Διότι η αγιοπνευματική καρδιακή ενότητα των επί μέρους προσώπων παράγει την δυνατότητα αρμονικής συνυπάρξεως και κοινής ενεργείας. «πάντα ἰσχύω ἐν τῷ ἐνδυναμοῦντί με Χριστῷ», έλεγε ο Απ. Παύλος (Φιλιπ. 4, 13). Αυτό είναι το προαπαιτούμενο και στην περίπτωση της συλλογικής-εθνικής αντιμετώπισης των εισβολέων. Το ΟΧΙ λ.χ. του Ιωάννου Μεταξά, στρατηγού και αυτού, εξέφραζε σ’ όλα τα μήκη και πλάτη της γης την ενιαία βούληση του Ελληνικού Έθνους την στιγμή εκείνη και σ’ αυτό οφείλεται το θαύμα του Στράτου μας στο Έπος του 1940/41. Έτσι νοείται ελληνορθόδοξα η ενότητα στο ένα σώμα, το Γένος ή το Έθνος, αλλά και ο αγώνας για την απρόσκοπτη συνέχεια του ή την αποκατάστασή του. Ελληνορθόδοξα μόνο μια μορφή ένοπλου αγώνα βρίσκει δικαίωση, ο αμυντικός η απελευθερωτικός. Και είναι γεγονός, τεκμηριωμένο ιστορικά, ότι το Έθνος μας δεν είχε ποτέ στην ιστορία του κατακτητικούς -ιμπεριαλιστικούς πολέμους.
3. Η ελληνορθόδοξη κοινωνία διέσωσε στην δια χρονική πορεία της αναλλοίωτα το νοήματα της φιλοπατρίας και της φιλελευθερίας. Συστατικό δε της ουσίας της αναφαίρετο είναι η ισόρροπη ιεράρχηση της ιστορικής Πατρίδας στην αιώνια Πατρίδα. Αυτό συνοψίζει και κωδικοποιεί ο μεγάλος φωτιστής του δούλου Γένους, Πατροκοσμάς ο Αιτωλός, λέγοντας: «Η πατρίδα μου η ψεύτικη, η γήινη και ματαία, είναι από του Αγίου Άρτης και από την επαρχίαν Απόκουρον… Ημείς, Χριστιανοί μου, δεν έχομεν εδώ (μόνιμη) πατρίδα» (πρβλ. Εβρ. 13, 14). Διά τούτο και ο Θεός μας έβαλε τον νουν εις το επάνω μέρος, διά να στοχαζώμεθα πάντοτε την ουράνιον βασιλείαν, την αληθινήν πατρίδα μας». Αυτό εννοούσε και ο Αλέξανδρος Υψηλάντης, τιτλοφορώντας την επαναστατική Προκήρυξη του (1821): «Μάχου υπέρ Πίστεως και Πατρίδος», αλλά και ο στρατηγός Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, όταν έλεγε στους μαθητές του Γυμνασίου Αθηνών στην Πνύκα: «Πρέπει να φυλάξετε την πίστη σας και να την στερεώσετε, διότι, όταν επιάσαμε τα άρματα, είπαμε πρώτα υπέρ πίστεως και έπειτα υπέρ πατρίδος».
Με αυτό το φρόνημα μέχρι σήμερα οι Ένοπλες Δυνάμεις μας μετέχουν στους εθνικούς μας αγώνες, ζώντας μέσα σε ένα συνεχές θαύμα και πραγματοποιώντας θαυμαστά κατορθώματα, μεγαλειώδη υποδείγματα προς όλους τους Λαούς της γης, που αναγκάσθηκαν να ομολογούν, ότι «οι ήρωες πολεμούν ως Έλληνες»! Οι ελληνορθόδοξες μάλιστα ρίζες του πατριωτικού μας φρονήματος οδήγησαν σε μία πραγματικότητα, που μόνον η ελληνική ψυχή μπορεί να κατανοήσει και ερμηνεύσει. Είναι η αστασίαστη και αδιάκοπη συμμετοχή και του Ράσου στους εθνικούς μας ένοπλους αγώνες.
4. Στους χριστιανικούς πληθυσμούς του Τρίτου λεγομένου Κόσμου συνδέθηκε, τον 20ον αιώνα, ο αγώνας εναντίον της καταθλιπτικής αποικιοκρατίας με μία επαναστατική θεολογία, που συνοψίζεται στις ακόλουθες θέσεις: Η έλευση της βασιλείας του Θεού συμβαδίζει με την πρόοδο της κοινωνικής δικαιοσύνης στην Γη, εξασφαλιζόμενη με την ενεργό συμμετοχή των Χριστιανών στα επαναστατικά και απελευθερωτικά κινήματα. Η θεολογία αυτή, όπως δηλώνουν τα ονόματα της («Θεολογία της απελευθερώσεως»-Liberation’s Theology, «Θεολογία της επαναστάσεως» η «Μαύρη Θεολογία» (στην Αφρική) και «Θεολογία των πτωχών»), εφευρέθηκε, για να δικαιωθεί χριστιανικά στην Δύση η συμμετοχή και του Κλήρου στους επαναστατικούς αγώνες.
Σ’ αντίθεση όμως με την Δυτική Χριστιανοσύνη, που είδε με φανερή καχυποψία τα κινήματα αυτά, κατηγορώντας τα ως μαρξιστικά, όλοι οι δικοί μας απελευθερωτικοί και αμυντικοί αγώνες, με κορυφαίο εκείνον του 1821, έγιναν από την πρώτη στιγμή υπόθεση της Εκκλησίας, δηλαδή του Ράσου και η συμμετοχή των Κληρικών κάθε βαθμίδος σ’ αυτούς, θεωρήθηκε εξ αρχής (4ος αιώνας στο Βυζάντιο-Ρωμανία) αυτονόητη και αστασίαστη. Το ερώτημα είναι: Γιατί;
Στην ελληνορθόδοξη ιστορική διάρκεια ποτέ δεν παραθεωρήθηκε η θεία εντολή της θυσίας του Ποιμένα υπέρ των προβάτων του (Ιωαν. 10, 12-13). Ήδη δε μέσα στην αυτοκρατορία της Νέας Ρώμης, το «Βυζάντιο», όπως μας έμαθαν να το λέμε, οι Κληρικοί υπήρξαν πρωταγωνιστές στον αγώνα υπέρ της πατρίδος και της ελευθερίας της και αυτό συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Πρέπει, μάλιστα, να υπογραμμισθεί το γεγονός, ότι το πρόβλημα για τον ελληνορθόδοξο Κλήρο δεν είναι η συμμετοχή του ή μη στους εθνικούς αγώνες, άλλα ο υπερτονισμός συχνά και από εμάς τους Κληρικούς της ιστορικής διαστάσεως του Έθνους και ο κίνδυνος μεταβολής της Ορθοδοξίας σε απλό διάκονο ενδοκοσμικών στοχοθεσιών και προτεραιοτήτων. Οπότε, αίρεται η «ισόρροπη ιεράρχηση», για την οποία μιλήσαμε προηγουμένως. Η βασική αποστολή του ορθοδόξου Κλήρου είναι η αποκατάσταση της ελεύθερης κοινωνίας του ανθρώπου με τον Τριαδικό Θεό μέσα στην καρδιά του ανθρώπου, με τον αγιοπνευματικό αγώνα. Η θεραπεία της καρδιάς γίνεται με θεραπευτές και ιατρούς, σ’ αυτή την διαδικασία, τους Κληρικούς. Η συμμετοχή στους εθνικούς αγώνες, ενόπλως μάλιστα, είναι επιλογή του ιδίου του Κλήρου, που έφθασε στην θαυμαστή αυτή αυθυπέρβαση, από αγάπη προς την Πατρίδα και την ελευθερία της, κατά τον λόγο του Αποστόλου Παύλου: «ηὐχόμην γὰρ αὐτὸς ἐγὼ ἀνάθεμα εἶναι ἀπὸ τοῦ Χριστοῦ ὑπὲρ τῶν ἀδελφῶν» (θα ευχόμουν να χωριστώ εγώ από τον Χριστό για χάρη των αδελφών μου. Ρωμ. 9, 3).
5. Γι’ αυτό στην ελληνορθοδοξία δεν απαιτήθηκε κάποια Θεολογία απελευθερώσεως η επαναστάσεως, διότι η ορθόδοξη παράδοση είναι μόνιμα φιλελεύθερη και επαναστατική, ως αναστατική, δηλαδή αναστάσιμη. Ο Ορθόδοξος Κλήρος και στην ειρήνη και στον πόλεμο επιτελεί έργο απελευθερωτικό: Στην περίοδο της ειρήνης, ελευθερώνοντας την καρδιά των πιστών από την δουλεία των παθών, και στον πόλεμο, ελευθερώνοντας την Πατρίδα από την απειλή της υποδουλώσεώς της. Η εκκλησιαστική λατρεία αναρριπίζει συνεχώς την συνείδηση και το ιδανικό της ελευθερίας, σε σημείο που ο αναστάσιμος χαιρετισμός «ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ» να συνοδεύεται, στην περίοδο της μακρόσυρτης δουλείας μας, με το: «ΚΑΙ Η ΕΛΛΑΣ ΑΝΕΣΤΗ!» Στη νοοτροπία του ελληνορθόδοξου ο Θεός ταυτίσθηκε με την επανάσταση, ως εθνική ανάσταση, και η Ορθοδοξία με την ελευθερία. Έτσι, ο Κληρικός που κρατεί στο ένα χέρι το καριοφίλι και στο άλλο το άγιο Ποτήριο με την θεία Μετάληψη, ή ο μοναχός που βγάζει το ράσο για να ντυθεί την φουστανέλλα, έγιναν η συνηθέστερη εικόνα του ’21, όπως ακόμη και οι Ναοί και τα Μοναστήρια μέχρι την εθνική αντίσταση μεταβάλλονταν σε τόπους «μυστικοσυμβουλίων» των Αγωνιστών ή σε αποθήκες πυρομαχικών, αλλά και σε μόνιμα καταφύγια των Αγωνιστών μας.
6. Ο Ελληνισμός σύσσωμος δεν θα παύσει ποτέ να φυλάει Θερμοπύλες, αγωνιζόμενος για σύνορα, έστω και μέσα στο καταλυτικό πνεύμα της Νέας Εποχής, που ανανοηματοδοτεί ακόμη και την έννοια της εθνικής άμυνας και την παραδοσιακή αντίληψη περί συνόρων. Τα σύνορα σήμερα είναι ψυχικά και όχι γεωγραφικά, διότι στην ψυχή μας διακυβεύεται η ιστορική μας ύπαρξη και η συνέχεια του πολιτισμού μας. Γι’ αυτό τίποτε δεν χρειάζεται περισσότερο το Έθνος σήμερα από το ελληνορθόδοξο φρόνημα του, ως μόνιμη πηγή ηρωισμού και αυτοθυσίας. Σ’ αυτόν τον αγώνα οι Ένοπλες Δυνάμεις μας θα έχουν πάντα συναγωνιστή και συμπαραστάτη τον Κλήρο, που διασώζει και σήμερα την καθαρότερη ίσως μορφή πατριωτισμού και φιλελευθερίας. Είναι δε ευχής έργο, ότι ο ν. 590/1977, ως απόρροια του Συντάγματος μας, που είναι και ο Καταστατικός Χάρτης της Εκκλησίας μας, με το άρθρο 2, κατοχυρώνει την συνεργασία και συναλληλία Πολιτείας και Εκκλησίας και στον χώρο των Ένοπλων Δυνάμεων, με την ύπαρξη σ’ αυτές «Θρησκευτικής Υπηρεσίας». Έκφραση αυτής της ζώσας σχέσης ας θεωρηθεί και η τιμητική γι’ αυτόν πρόσκληση ενός Ελληνορθόδοξου Κληρικού να σας μιλήσει απόψε.
Πηγή: http://synodoiporia.blogspot.com/2011/02/blog-post_02.html
Και από: http://exagorefsis.blogspot.com/2011/02/blog-post_2882.html
Διαβάστηκε 759 φορές

Ὅσιος Ἐφραὶμ Σύρος - Περὶ ἀπογνώσεως


Ὅσιος Ἐφραὶμ Σύρος - Περὶ ἀπογνώσεως

Μιὰ διαδρομὴ ἀναζητήσεων σὲ ὧρες ζόρικες.
Ἀπὸ τὸν Ὅσιο Ἐφραὶμ τὸν Σύρο, στὸν Θεόδωρο Δοστογέφσκη, ἕως τὸν Χρῆστο Γιανναρᾶ. Ἐκ TLG καὶ Διαδικτύου ληφθέντα.
Μὴν τῆς κάνουμε τὴ χάρη τῆς ἀπόγνωσης, τῆς ἀπολπισιᾶς, οὔτε κἂν νὰ ὑπάρξει!

Τὸ ἔλεός σου, Κύριε, καταδιώξει με, πάσας τὰς ἡμέρας τῆς ζωῆς μου.
Κύριος ποιμαίνει με, καὶ οὐδέν με ὑστερήσει· εἰς τόπον χλόης, ἐκεῖ με κατεσκήνωσεν.

Ἡ ἀπόγνωσις στὸν Ὅσιο Ἐφραὶμ τὸν Σύρο (ἀποσπάσματα)

Σφόδρα γὰρ τέρπεται ὁ Ἐχθρός μου, ὅταν βλέπῃ ὅτι ἑαυτοῦ ἀπογινώσκω· ἐν τούτῳ γὰρ μόνῳ ἀγάλλεται, ἵνα διὰ τῆς ἀπογνώσεως ἴδῃ με αἰχμάλωτον.
Ἐχθρὸς ἔν τινι, διαναστῶμεν ταχέως, ἵνα μὴ καθελκύσας ἡμᾶς καὶ ἐπὶ λοιπὰ κακά, κατ᾿ ὀλίγον κυλίων καὶ φέρων ἡμᾶς πτῶμα ἐπὶ πτώματι, ἔσχατον καὶ πρὸς αὐτὸν τὸν βυθὸν τῆς ἀπωλείας καὶ ἀπογνώσεως καταστρέψει.
...ὑποβάλλει ὁ Πονηρὸς τῷ ἀδελφῷ, βουλόμενος αὐτὸν χαλάσαι εἰς τὸν βόθυνον τῆς ἀπογνώσεως.
Σατανᾶς γὰρ ἐν δόλῳ πολλοὺς σπεύδει λυπῆσαι τοῦ δεξιώσασθαι καὶ ἐν γεέννῃ βαλεῖν δι᾿ ἀπογνώσεως.
Ἐσκοτίσθη ὁ ἀνομήσας. Οὐ θεωρεῖ τὴν ἀγαθότητα. Πῶς; Ἐπειδὴ ἀπογνώσεως αὐτὴν ὁ Ἐχθρὸς ἐμπίμπλησιν· ἡ δὲ μετάνοια ὡς καλὸς ἰατρὸς τοὺς κόπους καὶ τὸ νέφος τῆς ψυχῆς περιαιροῦσα, τὸ φῶς τῆς τοῦ Θεοῦ χρηστότητος αὐτῇ δείκνυσι.
...ὑπὸ τῶν πονηρῶν μου πράξεων καταισχυνόμενος, καὶ πρὸ θανάτου νεκρὸς ὑπάρχων, καὶ πρὸ τῆς κρίσεως αὐτοκατάκριτος ὤν, καὶ πρὸ τῆς ἀτελευτήτου κολάσεως αὐτοτιμώρητος ὑπὸ τῆς ἀπογνώσεως τυγχάνων.
Ἡ ἀπιστία τίκτει διψυχίαν, ἡ δὲ διψυχία τὴν ἀμέλειαν· ἡ δὲ ἀμέλεια τὴν λήθην· λήθη δὲ τὴν ἀπόγνωσιν· ἀπόγνωσις δὲ τὸν θάνατον. Πόθεν κατάρχουσιν ἐν ἡμῖν τὰ πάθη; Οὐχὶ διὰ τῆς ἀμελείας ἡμῶν;
Μή σου ἀπόγνωσις ἀποκλείσῃ τῆς μετανοίας.

Περὶ καταστάσεως πνευματικῆς

Ἐν μὲν τῇ πλατείᾳ ὁδῷ ἔστι ταῦτα· κακοφροσύνη, περισπασμοί, γαστριμαργία, μέθη, ἀσωτία, ἀσέλγεια, ἔρις, θυμός, φυσίωσις, ἀκαταστασία καὶ τὰ ὅμοια τούτοις, οἷς ἐξακολουθεῖ ἀπιστία, ἀπείθεια, ἀνυποταγή· ἔσχατον δὲ πάντων τῶν κακῶν ἡ ἀπόγνωσις· καὶ ὁ ἐν τούτοις ἀναστρεφόμενος πεπλάνηται ἀπὸ τῆς ὁδοῦ τῆς ἀληθείας, πρόξενος ἑαυτῷ γενόμενος τῆς ἰδίας ἀπωλείας. Ἐν δὲ τῇ στενῇ καὶ τεθλιμμένῃ ὁδῷ ἔστι ταῦτα· ἡσυχία, ἐγκράτεια, σωφροσύνη, ἀγάπη, ὑπομονή, χαρά, εἰρήνη, ταπεινοφροσύνη καὶ τὰ ὅμοια τούτοις, οἷς ἐξακολουθεῖ ἡ αἰώνιος ζωή.

...οὐδὲ ἰσχυρότερον τῆς ἀπογνώσεως. Αὕτη οὐ γιγνώσκει ἡττηθῆναι ὑπό τινος. Ὅτε ὁ ἄνθρωπος ἐν τῇ διανοίᾳ ἑαυτοῦ κόψει τὴν ἐλπίδα ἐκ τῆς ζωῆς αὐτοῦ, οὐδὲν θαρσαλεώτερον. Καὶ οὔκ ἐστι θλῖψις ἧς τινος ἡ φήμη ἐξασθενῆσαι τὸ φρόνημα αὐτοῦ ποιεῖ. Διότι πᾶσα θλῖψις γινομένη, ὑποκάτωθεν τοῦ θανάτου ἐστί. Καὶ αὐτὸς ἔκυψε δέξασθαι καθ᾿ ἑαυτοῦ θάνατον.

Ὕπαρξη Θεοῦ κι ἀπόγνωση (σχόλια σὲ ἀποσπάσματα ἀπὸ τὸ ἔργο τοῦ F.Dostoyefsky, Ἀδελφοὶ Καραμάζωφ)

«Τίποτα δὲν μπορεῖ νὰ ἀποδειχτεῖ ν᾿ ἀποδειχτεῖ, παρότι εἶναι δυνατὸ νὰ πιστεῖ κανείς... μὲ τὴν πείρα τῆς ἐνεργητικῆς ἀγάπης. Προσπαθήσετε ν᾿ ἀγαπήσετε τὸν πλησίον σας δραστήρια καὶ ἀκούραστα. Ὅσο περισσότερο θὰ προοδεύετε στὴν ἀγάπη τόσο καὶ σταθερότερα θὰ πείθεσθε γιὰ τὴν ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν ἀθανασία τῆς ψυχῆς»... Τὴν ἀγάπη αὐτὴ συνιστᾶ ὁ στάρετς Ζωσιμᾶς σὲ μιὰ κυρία μὲ λίγη πίστη (κ. Χοχλάκοβα), γιὰ νὰ μπορέσει νὰ πειστεῖ γιὰ τὴν ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν ἀθανασία τῆς ψυχῆς... Μὲ τὴν ἔννοια αὐτή, ἡ ἐπανάσταση τοῦ Ἀλιόσα ἐπιδιώκει ὄχι τὴν ἐμπαθῆ καὶ βίαιη ἀνατροπὴ τῆς πολιτικῆς ἐξουσίας, ἀλλὰ τὴ μετάβαση σὲ μιὰ νέα ζωή, σ᾿ ἕνα νέο κόσμο, μὲ τὴν ἀπάθεια ὡς πνευματικὴ ἀνάσταση, μὲ τὴν ἀγάπη καὶ τὴν υἱοθεσία. Μὲ μίαν ἀπὸ αὐτὲς ἢ καὶ μὲ τὶς τρεῖς μαζί, ἀφοῦ «ἀγάπη, καὶ ἀπάθεια, καὶ υἱοθεσία, -σύμφωνα μὲ τὸν Ἰωάννη τὸν Σιναΐτη - τοῖς ὀνόμασι μόνοις διακέκρινται». Σημαίνουν κοινωνία μὲ τὸν οὐράνιο Πατέρα, τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ, μὲ τὴν βίωση τῆς ἀγάπης ὡς συνισταμένης ὅλων τῶν ἐντολῶν, μὲ τὴν ἐνεργητικὴ ἀγάπη.Ἔτσι, ἂν ὁ Σμερντιακὸφ θ᾿ ἀνακόψει ἀπὸ τὴ μεριά του μὲ τὸ φόνο τοῦ πατέρα του τὴ διαιώνιση ἑνὸς διεφθαρμένου, σαπροῦ κόσμου, ἂν ὁ Ἰβὰν θ᾿ ἀπολεστεῖ μὲ τὸ χαμένο λογικό του κι ἂν ὁ Ντμίτρι θὰ ἀπομονωθεῖ στὴν ἐξορία στὴ Σιβηρία, ὁ Ἀλιόσα ὁ δόκιμος μοναχός, εἶναι ἐκεῖνος ποὺ θὰ βγεῖ ἀπὸ τὸ μοναστήρι γιὰ νὰ φέρει τὴν ἀγάπη στὸν κόσμο, γιὰ νὰ ἐπαναφέρει τὸν ἄνθρωπο στὴ σωστὴ πορεία του μὲ τὴν ἐπανένταξή του στὴν κοινωνία τῶν συνανθρώπων του καὶ τὴν ἀποκατάσταση τῶν σχέσεών του μὲ τὸ Θεό. Ὁ Ἀλιόσα ἑνώνει τὸ μοναστήρι μὲ τὴν πολιτεία. Θὰ φύγει ἀπὸ τὸ μοναστήρι, ὅπως τὸν εἶχε συμβουλεύσει ὁ στάρετς Ζωσιμᾶς, ὅταν αὐτὸς πεθαίνει, γιὰ νὰ ζήσει μέσα στὸν κόσμο, γιὰ νὰ πραγματοποιήσει τὴν ἐπανάσταση τῆς ἀγάπης. Ἐπανάσταση ὄχι μὲ τὰ ἐξημμένα πάθη, ἀλλὰ μὲ τὴν ἀπάθεια, ποὺ σὰν μεταμόρφωση τοῦ παθητικοῦ της ψυχῆς (τοῦ θυμικοῦ καὶ τοῦ ἐπιθυμητικοῦ), σὰν ἀπελευθέρωση ἀπὸ τὰ πάθη καὶ «πολλῶν ἀρετῶν σύνδεσις», κατὰ τὸν Πέτρο τὸν Δαμασκηνό, εἶναι ὅπως ὑποστηρίζει ὁ Ἰωάννης ὁ Σιναΐτης, «Ἀνάστασις ψυχῆς πρὸ τοῦ σώματος», ψυχικὴ ἀνάσταση.
«Γιὰ χάρη τοῦ Ἰησοῦ θυσιάστηκαν χιλιάδες νήπια ἀπὸ τὸν Ἡρῴδη καὶ ὅμως ὁ Χριστὸς δὲν ζήτησε οὔτε κἂν συγγνώμη. Γιὰ ἐμένα δὲ θυσιάστηκε οὔτε ἕνα νήπιο μέχρι στιγμῆς. Ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς ἀποδέχεται τὴ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν ἀκόμα κι ἂν χρειάζεται νὰ ὑποφέρουν παιδάκια. Ὁ Ἰβὰν Καραμάζωφ καὶ ἐγὼ δὲν τὴν ἀποδεχόμαστε ὑπὸ αὐτὲς τὶς προϋποθέσεις. Ποιὸς εἶναι ἀνώτερος ἠθικῶς ἐγὼ ἡ ὁ Χριστός;»
Ἡ δυστυχία, ἡ ἀδικία καὶ ἡ θλίψη, ὁ πόνος ποὺ ὑπέφεραν καὶ ὑποφέρουν χιλιάδες δίκαιοι καὶ ἄδικοι, ἔνοχοι καὶ ἀθῷοι, παιδιὰ καὶ ἐνήλικες, εἶναι ἀπόρροια ἐνεργειῶν τοῦ ἀνθρώπου στὸ πλαίσιο τῆς ἐλευθερίας ποὺ ἐδόθη στὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὸ Θεό, ὅσον ἀφορᾶ στὴν δυνατότητα ἐπιλογῆς τῆς μετοχῆς στὴν ἐνεργητικὴ ἀγαπητικὴ σχέση μαζί Του. Μὲ δεδομένη τὴν ἐλεύθερη ἐπιλογὴ τοῦ ἀνθρώπου-δημιουργήματος ἐν ἐλευθερίᾳ τοῦ ζωοδότη Θεοῦ, τῆς ἀποχῆς ἀπὸ τὴν ἀγαπητικὴ μὲ καὶ μετὰ τοῦ Θεοῦ σχέση, ἡ θλίψη καὶ ἡ δυστυχία στὸν κόσμο θὰ συνεχίζει νὰ ὑπάρχει καὶ ὁ πόνος νὰ ζεῖ. Ὁ Θεὸς δὲν ἔχει τὸ ρόλο τοῦ ρυθμιστῆ τῆς παγκόσμιας εἰρήνης μὲ τὴν κοσμικὴ ἔννοια τοῦ ὅρου, ἀναλαμβάνοντας δράση ἀμείλικτου δικαστῆ καὶ ἀδίστακτου τιμωροῦ τῶν ἀδίκων. Ἀναμένει τὴν ἐν ἐλευθερίᾳ ἐνεργητικὴ μετοχὴ στὴν ἀγάπη Του, ἐκκινώντας ἀπὸ τὴν ἀγαπητικὴ συμμετοχὴ σὲ προσωπικὴ σχέση καὶ μετοχὴ στὴν τοῦ Χριστοῦ ἐκκλησία ἐν τῷ κόσμῳ τῷ παρόντι. Καὶ οἱ ἀδίκως μετέχοντες στὸν πόνο δεδικαίωνται τῷ μέλλοντι.
Μὲ ἐκτίμηση, χωρὶς διάθεση ἐπίδειξης διδακτισμοῦ...

Θύρα 7 καὶ Θύρα τοῦ Μνημείου

Ὄρθιο μαλλί, κοκκαλωμένο, ξυρισμένοι κρόταφοι, μαῦρο γυαλί, πρόσωπο δίχως βλέμμα. Μπουφὰν κατάστιχτο μεταλλικὲς αἰχμές, κολλητὸ παντελόνι. Τόπος συνάθροισης πάντοτε κάποια θύρα. Θύρα 7, θύρα 9, θύρα 14. Ἡ θύρα μυρίζει ἀχνιστὸ αἷμα, ὅμως ἡ συνάθροιση ἐκεῖ «καὶ τὰ μυαλὰ στὸ κάγκελο». Νὰ χτυπηθοῦν μὲ τὴ μάζωξη μιᾶς ἄλλης θύρας, νὰ χτυπηθοῦν γιὰ τὸ τίποτα – μόνο γιὰ νὰ δηλώσουν μὲ πράξη ὅτι κάθε θύρα ἀνοίγει στὸ κενό, εἶναι ἄνοιγμα στὸ τίποτα. Ἡ ὥρα τοῦ ἀγώνα μυσταγωγία. Ἀδιάφοροι γιὰ τὸ θέαμα – δὲν ἐνδιαφέρουν τὰ γκόλ, οὔτε περιμένουν νίκη. Κοπαδιαστά, πιασμένοι ἀπὸ τοὺς ὤμους, χοροπηδοῦν πάνω στὶς κερκίδες χορεύοντας τὴν ἀπόγνωση. Ἡ καταστροφὴ παραμονεύει νὰ ξεχυθεῖ σὰν πυρετὸς μέσα ἀπὸ αὐτὴ τὴ λατρεία τοῦ κενοῦ. Οἱ δηλωσίες τῆς ἀπόγνωσης θὰ ξεχυθοῦν στοὺς δρόμους, τρόμος καὶ φόβος καταστροφῆς κάθε ἐξωραϊσμένης προθήκης τῶν δικῶν μας φανταχτερῶν συμβάσεων.
Συντρόφια, μέσα στὴν καλογυαλισμένη ἀστραφτερὴ κουρελαρία τοῦ καταναλωτικοῦ μας κενοῦ, πρωτοπόροι ἐσεῖς τῆς ἀπόγνωσης, θέλω νὰ σᾶς μιλήσω γιὰ τὴν Ἀνάσταση. Ἔχετε τὴν ἑτοιμότητα γι᾿ αὐτὸ τὸ λόγο, ὅμως ἐγὼ δὲν ἔχω τὴ γλώσσα. Βοηθῆστε με.
Περιθωριακὴ πρωτοπορία τῆς ἀπεγνωσμένης νεολαίας σήμερα. Γιατὶ θέλω νὰ μιλήσω μαζί τους τὴν Ἀνάσταση; Γιὰ νὰ βρῶ γλώσσα πραγματική, γλώσσα ποὺ ν᾿ ἀνατριχιάζει στὴν ψηλάφηση τῆς ἀμεσότητας. Γιὰ τοὺς πολλούς, τοὺς καλοβολεμένους ἀστούς, ἐμᾶς τοὺς τακτοποιημένους μπροστὰ στὴ βραδινὴ τηλεόραση, ἕρμαια ἐπιλογῆς τῆς πιὸ ἀποτελεσματικῆς ὀδοντόπαστας, τοῦ πιὸ δραστικοῦ ἀπορρυπαντικοῦ, τοῦ πιὸ κατακτητικοῦ ἀρώματος, γιὰ μᾶς ἡ γεύση τοῦ θανάτου ἀπωθημένη, ἡ αἴσθηση τῆς Ἀνάστασης ἀπροσπέλαστη. Ρημαγμένοι ἀστοί, ψυχὲς ἐπίπεδες, σιδερωμένες ἀπὸ τὰ καθημερινὰ πρωτοσέλιδα τῶν παραισθησιογόνων της πολιτικῆς, χαρτοκοπτικὲς φιγοῦρες τῆς καλοφαγίας, τῶν προοδευτικῶν ἰδεῶν καὶ τῶν signe ἀμφιέσεων, δὲν ὑπάρχει θύρα γιὰ μᾶς, δὲν ὑπάρχει ἄνοιγμα στὸ κενό, στὴ γεύση τοῦ θανάτου. Γι᾿ αὐτὸ καὶ λογαριάζουμε τὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ ρομαντικὸ παραμύθι ἢ ἔστω νοηματικὸ σύμβολο, κάτι ἀνάλογό με τὸν νεκρὸ Ἄδωνι καὶ τὴν ἀνοιξιάτικη ἀφύπνισή του: κάποια ὑποτύπωση ἐλπίδας ὅτι ὁ τροχὸς τῆς τυχαιότητας θὰ γυρίζει πάντα σὲ καλύτερες μέρες.
Πάσχα τῶν ἀστῶν, Πάσχα τῆς ἀνεπίγνωστης νέκρας, δίχως ἀπόγνωση θανάτου καὶ γι᾿ αὐτὸ δίχως ρίγος Ἀνάστασης. Σὰς εἶδα τὴν κοινωνική μας ἐλὶτ χθὲς στὸν Ἐπιτάφιο, διαλέξατε καλὸ μαγαζὶ μὲ ῥομαντικὴ χορωδία καὶ γεροὺς μπάσους στὸ Αἱ γενεαὶ πᾶσαι. Μείνατε γιὰ λίγο στὴν περιφορὰ ἀντὶ γιὰ τὸ σινεμᾶ ποὺ θὰ διασκέδαζε ἐξίσου τὴν κορεσμένη πλήξη σας. Θὰ σὰς δῶ κι ἀπόψε γιὰ λίγα λεπτὰ στὸν περίβολο τῆς ἐκκλησιᾶς, μὲ ἕνα ἄσπρο κερὶ γιὰ τὸ ἔθιμο, σὰν ἑκτοπλάσματα τοῦ τόπου ποὺ σᾶς γέννησε, ἄσχετοι τουρίστες στὸ πανηγύρι τῆς ἀναστάσιμης χαρᾶς, δίχως σταυροκόπημα, γιατὶ δὲν ταιριάζει σὲ σᾶς τοὺς προοδευτικούς. Σὰς ἀγαπῶ, θλιβεροί μου φίλοι, μὰ μυρίζετε πτῶμα κι ὁ νοῦς σας λάσπωσε σὲ μόνη τὴν ἀναμονὴ τῆς μαγειρίτσας. Μὲ σᾶς ἀποκλείεται νὰ συνεννοηθῶ γιὰ τὴν Ἀνάσταση, τὴν Ἀνάσταση τὴν ψηλαφητὴ καὶ χειροπιαστή, ποὺ εἶναι ζωὴ αἰώνια.
Θέλω τὰ συντρόφια τῆς περιθωριακῆς ἀπόγνωσης, αὐτοὺς τοὺς καβαλλάρηδες τοῦ θανάτου, τῆς σούζας, τῆς κόντρας, νὰ μιλήσω μαζί τους μὲ τὴ γλώσσα τοῦ θανάτου τὸ ρίγος τῆς Ἀνάστασης. Καὶ τὰ μυαλὰ στὸ κάγκελο.
Ξέχνα τὸ δάσκαλο, φίλε, ποὺ σοῦ ἔμαθε τὰ ἀρχαῖα ἑλληνικὰ τοῦ ψυγείου. Κᾶνε ἀπόψυξη στὴ γλώσσα σου καὶ ῥούφα τὸ μέλι ἀπὸ τὰ λόγια ποὺ θὰ σοῦ πῶ:
Λοιπόν, «οὐδὲ ἰσχυρότερον τῆς ἀπογνώσεως. Αὕτη οὐ γιγνώσκει ἠττηθῆναι ὑπό τινος. Ὅτε ὁ ἄνθρωπος ἐν τῇ διανοίᾳ ἑαυτοῦ κόψει τὴν ἐλπίδα ἐκ τῆς ζωῆς αὐτοῦ, οὐδὲν θαρσαλεώτερον. Καὶ οὐκ ἔστι θλίψις ἧς τινος ἡ φήμη ἐξασθενῆσαι τὸ φρόνημα αὐτοῦ ποιεῖ. Διότι πάσα θλίψις γινομένη, ὑποκάτωθεν τοῦ θανάτου ἐστι. Καὶ αὐτὸς ἔκυψε δέξασθαι καθ᾿ ἑαυτοῦ θάνατον».
Ἄκουσες; Καμιὰ θλίψη δὲν μετράει κάτω ἀπὸ τὴν σύνθλιψη στὴ θύρα 7, ὅταν συνειδητὰ «κύψεις δέξασθαι κατὰ σεαυτοῦ τὸν θάνατον». «Οὐδὲν θαρσαλεώτερον», φίλε, ἀπὸ τὴ συνειδητὴ ἀπόγνωση. Πίσω ἀπὸ τὸ μαῦρο γυαλί, στὸν ἴλιγγο τῆς σούζας μὲ τὴ μηχανή, λάμπει ὁ ἀπελπισμός σου. Ἀπελπισμὸς γιὰ τὴν πτωμαΐνη τῆς καταναλωτικῆς εὐζωΐας, ἀηδία καὶ ἀπελπισμὸς γιὰ τὸ φανατισμὸ καὶ τὴ στράτευση τῶν μικρονοϊκῶν στὸ σιχαμερὸ πιὰ πολιτικὸ παιχνίδι. Ἀπόγνωση ἀπὸ τὴν ψευτιὰ τῶν «προοδευτικῶν», τὰ σημαδεμένα τραπουλόχαρτα τῆς φτηνῆς ἀνάγκης νὰ ζητιανεύεις ἀναγνώριση καὶ ἐπιτυχία. Μεῖνε ἀπελπισμένος, φίλε, ἐκεῖ, στὴ θύρα τῆς ἐπαναστατημένης ἄρνησης. Θύρα τοῦ μνημείου καί, δὲν μπορεῖ, κάποια στιγμὴ θὰ δεῖς ἔκθαμβος «τὸν λίθον ἀποκυλισθέντα ἀπὸ τῆς θύρας τοῦ μνημείου». Ἐσὺ ἔξω ἀπὸ τὴ θύρα καί, μέσα, ψηλαφητὰ ζωντανός, μὲ σημάδια θανάτου στὶς παλάμες καὶ στὴν πλευρά, Αὐτὸς ποὺ σὲ ἔχει ἐρωτευθεῖ τρελά, ἐσένα, μοναδικὰ καὶ ἀνεπανάληπτα. Μέσα ἀπὸ τὴ θύρα ἐσύ, ὑποκάτωθεν τοῦ θανάτου, κι ἀπ᾿ ἔξω ἡ ζωοποιὸς δύναμη τοῦ Ἐραστῆ σου καὶ ἡ φωνή Του, ῥομφαία ἔγερσης: «Λάζαρε, δεῦρο ἔξω!».
Νὰ πεῖς τὴ ζωὴ καὶ τὸ θάνατο, νὰ φτάσεις στὸ μεδούλι τῆς ὕπαρξης μὲ τὶς 200 λέξεις τῶν περιθωριακῶν της ἀπόγνωσης; Ναί, δὲν ὑπάρχει ἄλλη γλώσσα – ἀναγνώστη μου, βοήθεια! Λέξεις παχυλές, λιπαρὰ νοήματα σὰν καταστολισμένες λαμπάδες καὶ σοκολατένια αὐγὰ καὶ ξέχειλες μαγειρίτσες δὲν χωρᾶνε τὴν Ἀνάσταση. Ποιοὶ μᾶς «προάγουν», ποιοὶ μᾶς ὁδηγοῦν στὴν Ἀνάσταση; Τελῶνες, πόρνες, λῃστὲς καὶ ἄσωτοι, οἱ περιθωριακοὶ τῆς ἀπόγνωσης. «Οὐκ ἦλθον καλέσαι δικαίους, ἀλλὰ ἁμαρτωλοὺς εἰς μετάνοιαν». Βγάλτε καὶ τὴ μετάνοια ἀπὸ τὴν κατάψυξη, φίλοι. Δὲν σημαίνει μετάνοιωμα, σημαίνει Ἀνάσταση: Νὰ ἀλλάξει ὁ νοῦς, νὰ καταλαβαίνει τὴ ζωὴ μὲ τὰ μέτρα τῆς ζωῆς, μὲ τὰ μέτρα τοῦ ἔρωτα, ὄχι σὰν βιολογικὴ ἐπιβίωση. Ὁ δίκαιος καταλαβαίνει γιὰ ζωὴ τὴ νομικίστικη ἀρετή του, ὁ προοδευτικὸς τὴν φαντασιωτική του ὑστερία γιὰ βελτιώσεις τῆς θνητῆς ἐπιβίωσης. Κοινωνικοὶ στόχοι, δικαιώματα, οἰκονομικὴ ἀνάπτυξη, κολοκύθια στὸ πάτερο μπροστὰ στὸ θάνατο. Μόνο ὁ ἀπελπισμένος ἀπ᾿ ὅλα καταλαβαίνει γιὰ ζωὴ τὴ ζωή: Νὰ εἶσαι ἐσύ, μοναδικὸς καὶ ἀνεπανάληπτος, ἀέναα ἐρωτευμένος μὲ τὸ Νυμφίο, τὸ νυμφαγωγὸ τῆς ζωῆς, ποὺ ἔκυψε δέξασθαι καθ᾿ ἑαυτοῦ θάνατο σταυρικό, ἀπὸ παραφορᾶ ἔρωτα γιὰ κάθε ἀπεγνωσμένο. Καὶ ἀνέστη ἐκ νεκρῶν, γιατὶ μετάπλασε καὶ τὸν βιολογικὸ θάνατο σὲ προσωπικὸ ἔρωτα. Ἡ δική σου ἀμοιβαιότητα στὸν ἔρωτά Του εἶναι ἐπίσης ἀνάσταση, ζωὴ πέρα ἀπὸ χρόνο, χῶρο καὶ φθορά. Ἀκοῦς; Ὑπάρχουμε ὄχι ὅσο λειτουργοῦν τὰ βιολογικά μας κύτταρα, ἀλλὰ ὅσο ἀτελείωτα διαρκεῖ ὁ ἔρωτάς μας. Ἀκοῦς; Δὲν θὰ πεθάνουμε ποτέ, κουφάλα νεκροθάφτη!
Φρίξε, φρικιὸ τῆς ἀπόγνωσης, φρίξε στὸ μυστικὸ ρίγος τοῦ ἀναπάντεχου ἔρωτα. «Αὐτὸς ἡμῶν ἠράσθη πρῶτος. Ἡμῶν ἐχθρῶν καὶ πολεμίων ὑπαρχόντων. Καὶ οὐκ ἠράσθη μόνον, ἀλλὰ καὶ ἠτιμάσθη ὑπὲρ ἡμῶν καὶ ἐῤῥαπίσθη καὶ ἐσταυρώθη καὶ ἐν νεκροῖς ἐλογίσθη. Καὶ διὰ ἁπάντων τὸν περὶ ἡμᾶς αὐτοῦ παρέστησεν ἔρωταν».
Πέρα ἀπὸ τὶς 200 λέξεις τῆς ἀπεγνωσμένης νέκρας ἀρχίζει ὁ διάλογος τῆς Σόνιας τῆς πόρνης μὲ τὸ Ῥασκόλνικοφ, τὸν «προοδευτικὸ» φονιᾶ στὸ Ἔγκλημα καὶ Τιμωρία. Τοῦ διαβάζει ἡ Σόνια – ῥώσικο παρανόμι τῆς Σοφίας – στὸ κατὰ Ἰωάννην Εὐαγγέλιο τὴ ἀνάσταση τοῦ Λαζάρου. Διάλογος φονιᾶ μὲ πόρνη καὶ τὸ θέμα - ποιὸ ἄλλο; – ἡ Ἀνάσταση.
Συγχωρᾶτε με, φίλοι, ἀλλὰ ἡ Ἀνάσταση δὲν εἶναι γιὰ μᾶς τοὺς βολεμένους, μὲ τὶς σίγουρες ἰδεολογικὲς πεποιθήσεις, τὸ βιβλιάριο ἐπιταγῶν στὴν τσέπη, τὶς ἐλπίδες στὸ κόμμα καὶ στὶς προοπτικὲς κοινωνικῶν μεταλλαγῶν. Ἐμεῖς ψάχνουμε γιὰ τὸ πραγματικὸ μόνο σὲ χώρους παραισθήσεων: στὶς νομικὲς κατοχυρώσεις τῶν δικαιωμάτων μας, στὶς συνδικαλιστικὲς θωρακίσεις τῶν διεκδικήσεών μας. Λογαριάζουμε γιὰ πραγματικὸ αὐτὸ ποὺ μᾶς πληροφοροῦν οἱ ἀπατηλές μας αἰσθήσεις καὶ ἡ διαλεκτική μας ὀξύνοια. Θλιβερὲς μαριονέτες τῶν βιολογικῶν μας λειτουργιῶν, ξέρουμε γιὰ θάνατο μόνο τὸ εὐθύγραμμο καρδιογράφημα, γι᾿ αὐτὸ καὶ δὲν ὑποψιαζόμαστε τίποτα γιὰ τὴ ζωή.
Μόνο ἐκεῖ, στὶς θύρες τῆς ἀπόγνωσης, στὴ θύρα τοῦ μνημείου, ποὺ χάσκει ἀνοιχτὴ ὅπως τὸ στόμα τοῦ κήτους, σὲ κείνη τὴν κόψη ἀνθοβολεῖ ἡ Ἀνάσταση: ὁ ἀναστημένος πατάει μὲ τὸ θάνατο τὸ θάνατο – θανάτῳ θάνατον πατήσας – καὶ βεβαιώνει πὼς μοναδικὸ σημάδι τῆς Ἀνάστασης, μοναδικὸ «σημεῖον», εἶναι ἡ κάθοδος στὸν ᾍδη, στὴν κοιλία τοὺς κήτους, στὰ βάθη τῆς ἀβύσσου – μοναδικὸ σημεῖο ὁ Ἰωνᾶς. Ξέρετε τὸν Ἰωνᾶ, φίλοι μου; Θὰ χαρῶ πολὺ νὰ σὰς κάνω τὶς συστάσεις: Μέγα Σάββατο πρωΐ, ραντεβοὺ μὲ τὸν Ἰωνᾶ στὸν Μέγα Ἑσπερινό. Ἔτσι: πρωῒ στὸν ἑσπερινό, βγάζοντας τὴ γλώσσα στὴ γραμμικὴ διαδοχὴ τοῦ χρόνου.
Φίλοι ῥοκαμπίληδες καὶ χεβυμεταλλάδες, ποιὸς ἀλήθεια σᾶς πρωτομίλησε γιὰ τὸν Θεό; Σίγουρα σᾶς τὸν περάσαμε γιὰ σιγουριά, τόσο θωρακισμένη ὅσο καὶ ὅλες οἱ νεκρὲς ἔννοιες τῆς λογικῆς μας. Κάτι σὰν ὑπέρτατο μπάτσο, ἐγγύηση τῆς ἔννομης ἀποχαύνωσης, μὲ γκλὸμπ ποὺ κοπανάει κατακέφαλα κάθε ἀτίθασση περακτροπὴ τῆς σάπιας ἠρεμίας μας.
Ὅμως ἐσεῖς, παιδιὰ τοῦ Ἰωνᾶ, βγαλμένα μέσα ἀπὸ τὴν κοιλιὰ τοῦ κήτους, ἁπλῶστε τὰ χέρια καὶ ψηλαφίστε στὴ θύρα τῆς ἀπόγνωσης τὸ μοναδικὸ ἔγκυρο σημάδι: ὁ Θεὸς εἶναι ἀβεβαιότητα, ὁ Θεὸς εἶναι ῥίσκο, γνωρίζουμε τὸν Θεὸ παλεύοντας μία σχέση, ὄχι κατανοώντας ἕνα νόημα. Πετάξτε τὴν ἔννοια, κρατῆστε τὸ ὄνομα – μιλᾶμε γιὰ ἐπώνυμο ἔρωτα, ὄχι γιὰ φαντάσματα νοημάτων. Δὲν σᾶς λέω τὸ ὄνομα, φοβᾶμαι μὴ σᾶς τὸ σερβίρω σὰν ἰδέα. Ἐλᾶτε νὰ χορέψουμε ἀπόψε, χοροπηδώντας κοπαδιαστὰ μὲ τοὺς πεθαμένους, ποὺ εἶναι πιὸ ζωντανοὶ ἀπὸ τοὺς ζωντανούς, τοὺς δικούς μας ἐγγύτατους ζωντανούς της ζωτικῆς ἀπόγνωσης, νὰ τραγουδήσουμε τὸ ὄνομα ποὺ ἀνέστη στὴ δική μας μάζωξη, στὴ δική μας θύρα, τὴ θύρα τοῦ μνημείου. Ὅσοι γεύτηκαν τὸ τί θὰ πεῖ « ὑποκάτωθεν τοῦ θανάτου», ὅλοι ὅσοι ζοῦν, γιατί συνειδητὰ παραιτήθηκαν ἀπὸ τὶς παρηγόριες τῶν ψευδαισθήσεων, ὅλοι θὰ εἶναι ἐκεῖ. Οἱ περιθωριακοὶ πρωτοπόροι, λῃστές, πόρνες, τελῶνες καὶ ἄσωτοι, ἀναστημένοι ὅλοι στὸ πανηγύρι τοῦ ἔρωτα γιὰ τὸν Ἀναστημένο. Ὅλοι οἱ ἀπελπισμένοι ἀπὸ ὅλα, θὰ χορέψουμε τὴν Ἀνάσταση, θὰ χορέψουμε τὴν ἀπόγνωση ποὺ ἀνθοβολάει ζωή, μεταλλάζοντας τὸ θάνατο σὲ ἔρωτα.
Τὸ γλέντι θὰ ἀρχίσει ἀργά, ὅταν σκορπίσουν τὰ τουριστικὰ ἑκτοπλάσματα τῆς ἀνέορτης ἐθιμοτυπίας, οἱ χοντρονοικοκυραῖοι, ποὺ θὰ ῾ρθοῦν ἐκεῖ μόνο σὰν γιὰ ἀπεριτὶφ πρὶν ἀπὸ τὴ μαγειρίτσα ἢ οἱ ἀσταυροκόπητοι προοδευτικοί, πιὸ πεθαμένοι κι ἀπ᾿ τοὺς πεθαμένους. Νὰ σκορπίσουν αὐτοί, οἱ παρασιτικοί, καὶ θὰ ἀρχίσει τὸ γλέντι, τὸ πανηγύρι τῆς Ἀνάστασης.
Ῥαντεβού, φίλοι, στὴ δική μας θύρα, ἐκεῖ ποὺ μοσχοβολάει Ἀνάσταση. Μέρα ὄγδοη τῆς Κυριακῆς, ῥαντεβοὺ στὴν Ἀνάσταση.
Χρῆστος Γιανναρᾶς
(Πάσχα 1991: ἀπὸ τὸ βιβλίο
Ἑορτολογικὰ Παλινωδούμενα,
Ἐκδ. Ἀκρίτας, σελ. 92-98)

Σημείωση: ἴσως χαρακτηριστεῖ ἄκαιρη ἡ παράθεση τοῦ συγκεκριμένου κειμένου. Ἐν τούτοις ἡ οὐσία τῶν γραφομένων καὶ ἡ παραπομπὴ στὸ βαθύτερο νόημα τῆς Ἀναστάσεως, κάθε ἄλλο παρὰ ἄκαιρη μπορεῖ νὰ χαρακτηριστεῖ, μὲ δεδομένη τὴν ὕπαρξη ἀνθρώπων διατεθειμένων νὰ δεχτοῦν ἢ ἔστω νὰ στοχαστοῦν ἐπάνω στὴ σημαντικὴ ἀποφατικὴ αὐτοῦ τοῦ νοήματος.
Τὰ σέβη μου

Τρίτη 19 Αυγούστου 2014

ΓΕΡΟΝΤΙΚΟ ΠΡΟΣΕΥΧΗ


Ο ΜΕΓΑΣ Αρσένιος, λέγουν οι βιογράφοι του, ύψωνε τα χέρια του, σαν άλλος Μωϋσής, στην προσευχή, ενώ ο ήλιος έδυε πίσω του και τα κατέβαζε, όταν έλαμπε πάλι στο πρόσωπο του.

***
Ο ΗΓΟΥΜΕΝΟΣ ενός Μοναστηριού που είχε ιδρύσει ο Άγιος Επιφάνιος, ο Επίσκοπος Κύπρου, επισκέφθηκε κάποτε τον Άγιο και του είπε με κάποια ικανοποίηση:
- Με την ευχή σου, Δέσποτα, δεν παραμελούμε τον κανόνα της προσευχής που μας έδωσες. Διαβάζομε με προθυμία την πρώτη ώρα, την Τρίτη, την έκτη και την ενάτη.
- Και τις άλλες ώρες τί κάνετε; Ρώτησε με έκπληξι ο Άγιος Ιεράρχης. Δεν ασχολείσθε με την προσευχή; Τότε δεν είσθε Μοναχοί.
Και βλέποντας την απορία του Ηγουμένου, εξήγησε:
- Εκείνος που ανήκει στην τάξι του Μοναχού έχει καθήκον ν’ ασχολήται διαρκώς με την προσευχή και την ψαλμωδία. Ο προφήτης Δαυίδ, αν και βασιλιάς μαζί και πολεμιστής, το βράδυ προσευχόταν, τα μεσάνυχτα σηκωνόταν από το στρώμα του – το ομολογεί ο ίδιος – για να δοξολογήσει μαζί με τους Αγγέλους το Θεό. Πριν από τα ξημερώματα τον βρίσκομε ακόμη να δέεται. Μόλις ξημέρωνε, ύψωνε την καρδιά του για να ευχαριστήση τον Πλάστη του. Το πρωί παρακαλούσε και πάλι, το μεσημέρι και το βράδυ έκλινε το γόνυ για να ικετεύση τον Θεόν. Γι’ αυτό μας βεβαιώνει πως επτά φορές την ημέρα αινούσε τον Κύριο.

***
Ο ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ, που θυμάται να συνομιλήση με τον Θεόν μόνον όταν φθάση η ωρισμένη ώρα της προσευχής, δεν έχει ακόμη μάθει να προσεύχεται, λέει ένας από τους Πατέρας.