Πρωτ. Θεμιστοκλή Μουρτζανού
Εάν στα ανθρώπινα κάτι τέτοιο φαντάζει μάλλον φυσικό, ας μη λησμονούμε ότι παρόμοια είναι και η προσδοκία του ανθρώπου στη σχέση του με το Θεό. Ο άνθρωπος ζητά από τον Θεό την δικαίωση. Καταθέτει την πίστη και τα έργα του. Καταθέτει την τήρηση του νόμου του Θεού και των εντολών του Ευαγγελίου. Καταθέτει την προσδοκία ότι ο Θεός είναι παντοδύναμος και ότι μπορεί να δώσει στον άνθρωπο ό,τι επιθυμεί. Και περιμένει από το Θεό την δικαίωση. Ενίοτε ζητά μία απόδειξη ότι ο Θεός βλέπει τον κόπο του και ότι, καθώς είναι εύκολο να συγκρίνει τον αιτούντα την δικαίωση με άλλους ανθρώπους που ουδόλως πιστεύουν ή τηρούν το Ευαγγέλιο, ο αιτών περιμένει από τον Θεό να πράξει το αυτονόητο. Να του δώσει αυτό που ζητά, όταν μάλιστα Τον βλέπει και ως Πατέρα. Να τον καταξιώσει. Και όταν αυτή η δικαίωση δεν έρχεται, τότε η ματαίωσηέρχεται ως συνέπεια, με αποτέλεσμα την λύπη, τα ερωτηματικά, τις αγωνίες.
Ο
κάθε άνθρωπος έχει μέσα του την επιθυμία να αισθάνεται ότι οι επιλογές,
οι πράξεις, οι ιδέες που έχει τον δικαιώνουν. Γι’ αυτό και όταν
έρχεται η ώρα που διαπιστώνει ότι τα πράγματα δεν πηγαίνουν όπως τα είχε
σχεδιάσει ή όπως τα επιθυμεί ή οι ιδέες του δεν μπορούν να υλοποιηθούν,
θλίβεται. Αισθάνεται αδικαίωτος και δυσκολεύεται πολύ να διαχειριστεί
τα συναισθήματα που η κατάσταση του προξενεί. Κι αυτή η τάση της
δικαίωσης επεκτείνεται και στις ανθρώπινες σχέσεις.
Οι άνθρωποι με τους οποίους ζει. Οι οικείοι του. Όσους έχει διαλέξει να
αγαπά. Με όσους έχει θέσει κοινούς στόχους. Όταν όλοι αυτοί δεν
ανταποκρίνονται στις επιθυμίες του, τότε νιώθει αδικαίωτος γι’ αυτές.
Υφίσταται ματαίωση και αντιδρά, είτε με τον θυμό, είτε με την
απογοήτευση και την λύπη, είτε με την εσωστρέφεια. Γι’ αυτό και
προσπαθεί να αποδώσει την αιτία της ματαίωσης των προσδοκιών του στους
άλλους και όχι στον εαυτό του. Στην ανεπάρκειά του. Στην αδυναμία του να
εκτιμήσει υγιώς και πλήρως την κατάσταση. Στο ότι εκλαμβάνει τις
επιθυμίες του ως πραγματικότητα, με αποτέλεσμα να διαπιστώνει το
ανέφικτο. Η πρώτη σκέψη του λοιπόν είναι ότι υπαίτιοι πρέπει να είναι οι
άλλοι που δεν μπορούν να τον καταλάβουν. Θέλουν να τον εκμεταλλεύονται
για δικά τους συμφέροντα. Ότι τελικά έχουν μέσα τους κακία ή ιδιοτέλεια.
Ότι εκείνος αποδείχθηκε αφελής διότι τους εμπιστεύθηκε. Ή ότι δεν ήταν
ικανοί να φέρουν εις πέρας τους οραματισμούς του, τις ιδέες του, τις
επιθυμίες του.
Εάν στα ανθρώπινα κάτι τέτοιο φαντάζει μάλλον φυσικό, ας μη λησμονούμε ότι παρόμοια είναι και η προσδοκία του ανθρώπου στη σχέση του με το Θεό. Ο άνθρωπος ζητά από τον Θεό την δικαίωση. Καταθέτει την πίστη και τα έργα του. Καταθέτει την τήρηση του νόμου του Θεού και των εντολών του Ευαγγελίου. Καταθέτει την προσδοκία ότι ο Θεός είναι παντοδύναμος και ότι μπορεί να δώσει στον άνθρωπο ό,τι επιθυμεί. Και περιμένει από το Θεό την δικαίωση. Ενίοτε ζητά μία απόδειξη ότι ο Θεός βλέπει τον κόπο του και ότι, καθώς είναι εύκολο να συγκρίνει τον αιτούντα την δικαίωση με άλλους ανθρώπους που ουδόλως πιστεύουν ή τηρούν το Ευαγγέλιο, ο αιτών περιμένει από τον Θεό να πράξει το αυτονόητο. Να του δώσει αυτό που ζητά, όταν μάλιστα Τον βλέπει και ως Πατέρα. Να τον καταξιώσει. Και όταν αυτή η δικαίωση δεν έρχεται, τότε η ματαίωσηέρχεται ως συνέπεια, με αποτέλεσμα την λύπη, τα ερωτηματικά, τις αγωνίες.