Τρίτη 17 Νοεμβρίου 2020

Μητροπολίτης Ναυπάκτου Ιερόθεος: “Χρειάζεται καθαρός νους και κοινός νους”

 

Μητροπολίτης Ναυπάκτου Ιερόθεος: "Χρειάζεται καθαρός νους και κοινός νους" | ΕΚΚΛΗΣΙΑ | Ορθοδοξία | orthodoxia.online | Μητροπολίτης Ναυπάκτου Ιερόθεος | Μητροπολίτης Ναυπάκτου Ιερόθεος | ΕΚΚΛΗΣΙΑ | Ορθοδοξία | orthodoxia.online
Μητροπολίτης Ναυπάκτου Ιερόθεος: "Χρειάζεται καθαρός νους και κοινός νους"

Τήν Κυριακή 15 Νοεμβρίου ἐ.ἔ. ὁ Σεβ. Μητροπολίτης Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου κ. Ἱερόθεος λειτούργησε στόν Ἱερό Ναό Ἁγίου Νικολάου Ἀντιρρίου, μετά ἀπό πρόσκληση τοῦ Ἐφημερίου Ἀρχιμαδρίτη π. Πολυκάρπου Θεοφάνη, ὁ ὁποῖος κατέχει τίμιο λείψανο τοῦ ἁγίου Εὐαγγελιστοῦ Ματθαίου πού ἑορτάζει στίς 16 Νοεμβρίου.

Ἡ θεία Λειτουργία ἔγινε κεκλεισμένων τῶν θυρῶν καί τήν ἀναμετάδωσε τό τηλεοπτικό κανάλι τῆς Δυτικῆς Ἑλλάδος ΙΟΝΙΑΝ μέσῳ τοῦ τοπικοῦ διαδικτυακοῦ καναλιοῦ Nafpaktia News.

Ὁ Σεβασμιώτατος κ. Ἱερόθεος στό κήρυγμά του ἑρμήνευσε τήν παραβολή τοῦ Καλοῦ Σαμαρείτη ἀπό πλευρᾶς θεολογικῆς καί ἀπό πλευρᾶς ἀντιμετωπίσεως τῆς συγχρόνου πανδημίας. Κυρίως ἀνέπτυξε τήν φράση «καὶ λησταῖς περιέπεσεν· οἳ καὶ ἐκδύσαντες αὐτόν καὶ πληγὰς ἐπιθέντες ἀπῆλθον ἀφέντες ἡμιθανῆ τυγχάνοντα» (Λουκ. ι΄, 30).

Στάθηκε στούς ρηματικούς τύπους «ἐκδύσαντες», «πληγάς ἐπιθέντες» καί «ἀφῆκαν ἡμιθανῆ τυγχάνοντα» καί τόνισε τήν πραγματικότητα πού ζοῦμε μέ τήν πανδημία, στά διάφορα στάδια τῆς ἀσθενείας αὐτῆς, πού μᾶς ἀπομακρύνει ἀπό οἰκείους ἀνθρώπους, προκαλεῖ πόνο καί ὁδηγεῖ στά πρόθυρα τοῦ θανάτου καί μερικές φορές καί στόν θάνατο.

Ἔπειτα τόνισε ὅτι σήμερα, δυστυχῶς, πολλοί ἄνθρωποι ἀντιμετωπίζουν τήν ἀσθένεια αὐτή μέ δύο ἀκραῖες συμπεριφορές. Ἡ μία εἶναι ὅτι μόνον ἡ ἐπιστήμη θά βοηθήση (οὑμανισμός) καί ἡ ἄλλη ὅτι μόνον ὁ Θεός θά βοηθήση (μονοφυσιτισμός).

Ὁ Θεός δέν καταργεῖ τόν ἀνθρώπινο παράγοντα, ὑπάρχει συνέργεια, γι’ αὐτό καί χρειάζεται «καθαρός νοῦς» γιά νά ἀντιμετωπισθῆ αὐτή ἡ πανδημία. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός κάνει τήν διάκριση μεταξύ «τῶν ἐφ’ ἡμῖν», αὐτῶν πού ἐξαρτῶνται ἀπό μᾶς, καί τῶν «οὐκ ἐφ’ ἡμῖν», αὐτῶν πού ἐξαρτῶνται ἀπό τόν Θεό, ὁπότε χρειάζεται συνεργασία πίστεως καί ἐπιστήμης.

Κατέληξε ὅτι στίς κρίσιμες αὐτές ἡμέρες χρειαζόμαστε διάκριση, σύνεση, ψυχραιμία, καθαρό νοῦ, «κοινό νοῦ ὡς κοινῶς νομίζεται» καί συνεργασία ὅλων.

Παρασκευή 13 Νοεμβρίου 2020

Ιερός Χρυσόστομος: Ο μύστης της Θείας Ευχαριστίας και η επικαιρότητά του 13 Νοεμβρίου, 2020

 

Μητροπολίτης Μάνης κ. Χρυσοστόμος Γ΄: Ιερός Χρυσόστομος, ο μύστης της Θείας Ευχαριστίας
Ιερός Χρυσόστομος: Ο μύστης της Θείας Ευχαριστίας και η επικαιρότητά του

Αἰῶνες τώρα, τελεῖται σ’ ὅλους τούς ὀρθοδόξους ναούς, σ’ ὅλα τά πλάτη καί μήκη τῆς γῆς, ἡ ὑπέροχη Θεία Λειτουργία τοῦ Ἁγ. Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου. Ἄραγε, ὑπάρχει πιό μεγάλη τιμή καί πνευματική εὐφροσύνη γιά ἕναν ἄνθρωπο, κάποιο ἔργο του, νά εἶναι σέ χρήση ἀπό τόσες γενεές ἀνθρώπων σ’ ὅλη τήν οἰκουμένη; Ποιά ἄραγε μεγαλύτερη χαρά μπορεῖ ν’ ἀντικαταστήσει τό γεγονός αὐτό;

Φυσικά, μόνο σ’ ἕνα ἐπουράνιο ἄνθρωπο, μέ τήν πνευματική ἔννοια τοῦ ὅρου, μπορεῖ νά πραγματοποιηθεῖ τό λίαν τιμητικό καί πανευφρόσυνο αὐτό γεγονός. Ἕνας τέτοιος ἐπουράνιος ἄνθρωπος, ἕνας ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ, ἕνας ἄνθρωπος ἐν Χριστῷ κατά πάντα, ἦταν χωρίς ἀμφιβολία, ὁ Ἱερός Χρυσόστομος. Γι’ αὐτό, καί ὡς ἄνθρωπος τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, ἔδωσε στήν οἰκουμένη τήν «ἀνεκφράστου ὡραιότητος» καί θεολογικοῦ πλούτου καί βάθους Θεία Λειτουργία Του! Τήν παρέδωσε στήν Ἐκκλησία καί ἔγινε ἡ Λειτουργία τῆς Ἐκκλησίας, μέ τήν ὁποία ὁ ἄνθρωπος ἁγιάζεται καί σώζεται.

Ὁ Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος εἶναι, λοιπόν, ἕνας ἀπό τούς μεγαλυτέρους ἁγίους. Οἰκουμενικός Διδάσκαλος, φλογερός μαχητής, λαμπρός Ἱεράρχης, πνευματικός πατέρας τῆς Ἐκκλησίας, ὑμνητής τῆς Θείας Εὐχαριστίας.

«Ἀνήκει ἀληθῶς εἰς τὴν χορείαν τῶν μεγάλων ἀνδρῶν τῆς Ἐκκλησίας καὶ γενικώτερον τῆς ἀνθρωπότητος»[1] καί «εἰς τὴν συνείδησιν τοῦ χριστιανικοῦ πληρώματος παραμένει ὡς ὁ πατήρ, ὁ ὁποῖος ἐμόχθησε κατ’ ἐξοχὴν διὰ νὰ διαποτίσῃ τὴν κοινωνίαν μὲ τὰ χριστιανικὰ ἰδεώδη καὶ φυσικὰ ν’ ἀνακόψη τὴν ἐκκσμίκευσιν τῆς Ἐκκλησίας»[2].

Συμπληρώθηκαν ἤδη περί τά 1600 χρόνια ἀπό τήν κοίμησή του (407) στή μακρινή γιά τήν ἐποχή του πόλη, τά Κόμανα τοῦ Πόντου, ὅπου ἄφησε τήν ψυχή του νά ἀνέλθει πρός τόν θρόνο τοῦ Θεοῦ, ψελλίζοντας τό «Δόξα τῷ Θεῷ πάντων ἕνεκεν»[3].

Θεωροῦμε, λοιπόν, σκόπιμο καί ἐπίκαιρο νά προσεγγίσουμε, ἀκροθιγῶς, τό θέμα τῆς Θείας Εὐχαριστίας καί εἰδικότερα τῆς Θείας Κοινωνίας μέσα ἀπό τά ἴδια τά κείμενα τοῦ ἱεροῦ πατρός καί εἰδικότερα, ἀπό τίς Ὁμιλίες του. Μέ τίς Ὁμιλίες του αὐτές, πού ἀποτελοῦν τό ἑρμηνευτικό του ἔργο, ὅπως γράφει ὁ ἀείμνηστος καθηγητής τῆς Πατρολογίας Στυλιανός Παπαδόπουλος, ὁ Ἱ. Χρυσόστομος «ἑρμηνεύοντας ἕνα βιβλικό κείμενο, ἀναλύει τήν μορφή, τά περιστατικά καί τό περιεχόμενο τοῦ κειμένου, κατηχεῖ, θεολογεῖ, οἰκοδομεῖ, συμβουλεύει, ἀπολογεῖται, καταπολεμεῖ καί διηγεῖται τά θαυμάσια τοῦ Θεοῦ, κυρίως μέ τήν παρουσίαση τοῦ ἔργου τῆς θείας οἰκονομίας»[4].

*

Κορυφαῖο καί βασικότατο μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας εἶναι τό θεοσύστατο μυστήριο τῆς Θ. Εὐχαριστίας. Ὁ ἴδιος ὁ Κύριος στό ὑπερῶον τῆς Ἱερουσαλήμ μᾶς τό παρέδωσε μέ τά ἅγια λόγια Του: «Λάβετε φάγετε· τοῦτο ἐστι τό σῶμά μου… πίετε ἐξ αὐτοῦ πάντες· τοῦτό ἐστι τό αἷμα μου τό τῆς καινῆς διαθήκης, τό περί πολλῶν ἐκχυνόμενον εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν»[5], δίνοντας συγχρόνως τήν θεία καί ἱερά ἐντολή: «Τοῦτο ποιεῖτε εἰς τὴν ἐμὴν ἀνάμνησιν»[6].

Ἀλλά καί τά ἄλλα λόγια τοῦ Κυρίου: «Ἐὰν μὴ φάγητε τὴν σάρκα τοῦ υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου καὶ πίητε αὐτοῦ τό αἷμα οὐκ ἔχετε ζωήν ἐν ἑαυτοῖς, ὁ τρώγων μου τὴν σάρκα καὶ πίνων μου τὸ αἷμα ἔχει ζωὴν αἰώνιον»[7] καί ἡ διακήρυξή Του: «Ἐγώ εἰμι ὁ ἄρτος ὁ ζῶν ὁ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καταβάς»[8], πιστοποιοῦν τήν μεγάλη ἀξία τοῦ Μυστηρίου αὐτοῦ γιά τούς πιστούς χριστιανούς. Ὁ Ἀπ. Παῦλος θά ἔλθει καί θά ἑρμηνεύσει ὅλα αὐτά, θά ἐμβαθύνει καί θά δημιουργήσει τή θεολογία τῆς Εὐχαριστίας. Ἔτσι, κεντρική θέση στή διδασκαλία καί ζωή τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου ἔχει τό μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας. Ἰδιαίτερα «γιά τή μαρτυρική ζωή τοῦ Χρυσοστόμου πηγή ἀνεξάντλητης δυνάμεως καί θάρρους ἦταν ἡ προσφορά τῆς θυσίας τοῦ Γολγοθᾶ. Στήν Ἀντιόχεια πρεσβύτερος, στή Βασιλεύουσα Ἀρχιεπίσκοπος, στίς κάπως ἥσυχες χρονιές καί στόν καιρό τό σκληρό, στό Θυσιαστήριο, ψελλίζοντας τίς ὑπέροχες εὐχές καί τίς δεήσεις τῆς θ. Λειτουργίας του, ἑνωνόταν μέ τόν Κύριο τῶν Δυνάμεων»[9]. Γι’ αὐτό, ἐκτός ἀπό τή Θεία Λειτουργία καί μερικές εὐχές στήν Ἀκολουθία τῆς θ. Μεταλήψεως, πού ἔγραψε, σέ ἀρκετά ἄλλα συγγράμματά του, ἐκεῖ σ’ αὐτά, μᾶς δίνει μέ θαυμάσιο τρόπο καί μέ ὡραιότατες εἰκόνες νά ἐννοήσουμε τήν ἀξία καί σημασία τῆς ἱερουργίας αὐτῆς.

Ἀκολουθῶντας μάλιστα τήν Παύλεια θεολογία ὁ Ἱ. Χρυσόστομος θά ἐμπνευσθεῖ, θά γράψει, θά καθοδηγήσει, θά γίνει συνεχιστής τῆς Παραδόσεως, θά καταστεῖ ὁ «χρυσορρήμων» ὑμνητής τῆς Θείας Εὐχαριστίας, ἀφοῦ καί ὁ ἴδιος λέγει «ἐγὼ τῶν ἐκκλησιαστικῶν δογμάτων τὸν Παῦλον οἶδα διδάσκαλον. Ὅταν Παῦλον εἴπω, Χριστὸν κηρύττω»[10].

Γράφει, λοιπόν, ὁ Ἱερός Χρυσόστομος γιά το ἱερό αὐτό Μυστήριο:

«Ἐνταῦθα γάρ σοι τὴν γῆν οὐρανὸν ποιεῖ τουτὶ τὸ μυστήριον. Ἀναπέτασον γοῦν τοῦ οὐρανοῦ τὰς πύλας, καὶ διάκυψον μᾶλλον δὲ οὐχὶ τοῦ οὐρανοῦ, ἀλλὰ τοῦ οὐρανοῦ τῶν οὐρανῶν, καὶ τότε ὄψει τὸ εἰρημένον. Τὸ γὰρ πάντων ἐκεῖ τιμιώτερον, τοῦτό σοι ἐπὶ τῆς γῆς δείξω κείμενον. Ὥσπερ γὰρ ἐν τοῖς βασιλείοις τὸ πάντων σεμνότερον, οὐ τοῖχοι, οὐκ ὄροφος χρυσοῦς, ἀλλὰ τὸ βασιλικὸν σῶμα τὸ καθήμενον ἐπὶ τοῦ θρόνου· οὕτω καὶ ἐν τοῖς οὐρανοῖς τὸ τοῦ βασιλέως σῶμα. Ἀλλὰ τοῦτό τοι νῦν ἔξεστιν ἐπὶ γῆς ἰδεῖν. Οὐ γὰρ ἀγγέλους, οὐδὲ ἀρχαγγέλους, οὐδὲ οὐρανοὺς καὶ οὐρανοὺς οὐρανῶν, ἀλλ’ αὐτὸν τὸν τούτων σοι δείκνυμι Δεσπότην»[11]. Καί συνεχίζει μ’ αὐτά τά καταπληκτικά λόγια:

«Εἶδες πῶς τό πάντων τιμιώτερον ὁρᾷς ἐπί γῆς: καί οὐχ ὁρᾶς μόνον; ἀλλά καί ἅπτῃ καί οὐχ ἅπτῃ μόνον, ἀλλά καί ἐσθίεις καί λαβών οἴκαδε ἀναχωρεῖς»[12].

Ὑπογραμμίζει ἀκόμη, ὅτι, ὅταν τελοῦμε τή Θ. Λειτουργία εἶναι ἐκεῖνο τό Δεῖπνο (ὁ Μυστικός Δεῖπνος δηλαδή) κατά τόν ὁποῖο, ὁ ἴδιος ὁ Χριστός βρισκόταν πρό τοῦ ἁγίου Πάθους Του. Τίποτα δέ, δέν κάνει τό σημερινό Δεῖπνο κατώτερο ἐκείνου. Ὁ ἴδιος ὁ Κύριος τό προσφέρει. Αὐτός εἶναι ὁ Χριστός, καί αὐτό τοῦτο τό ἱερό Μυστήριο τῆς Θ. Εὐχαριστίας πού τελεῖται στήν Ἐκκλησία. Γι’ αὐτό καί θεμέλιο τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἡ Θ. Εὐχαριστία, ἡ ἀναίμακτος θυσία τοῦ Θεανθρώπου.

Ἡ Θ. Εὐχαριστία εἶναι θυσία. Ὁ Ἱ. Χρυσόστομος τό τονίζει αὐτό γράφοντας:

«Διὰ τῆς θυσίας αὐτοῦ, φησί, πεφανέρωται· τουτέστιν, ἐφανερώθη τῷ Θεῷ καὶ προσῆλθε. Μή οὖν, ἐπειδὴ ὁ ἱερεὺς πολλάκις τοῦτο ἐποίει τοῦ ἑνιαυτοῦ, νομίσῃς ὅτι ἁπλῶς, καὶ οὐδὲ δι’ ἀσθένειαν, τοῦτο ἐγίνετο· μὴ ὄντων γὰρ τραυμάτων, οὐδὲ φαρμάκων λοιπὸν δεῖ τῷ ἐπιμελουμένῳ. Διὰ τοῦτο προσέταξε, φησίν, ἀεὶ προσφέρεσθαι διὰ τὸ ἀσθενές, καὶ ὥστε ἀνάμνησιν ἁμαρτιῶν γίνεσθαι. Τί οὖν; ἡμεῖς καθ’ ἑκάστην Ἡμέραν οὐ προσφέρομεν; Προσφέρομεν μέν, ἀλλ’ ἀνάμνησιν ποιούμενοι τοῦ θανάτου αὐτοῦ· καὶ μία ἐστὶν αὕτη, καὶ οὐ πολλαί. Πῶς μία, καὶ οὐ πολλαί; Ἐπειδὴ ἅπαξ προσηνέχθη, ὥσπερ ἐκείνη ἡ εἰς τὰ Ἅγια τῶν ἁγίων. Τοῦτο ἐκείνης τύπος ἐστί, καὶ αὕτη ἐκείνης· τὸν γὰρ αὐτὸν ἀεὶ προσφέρομεν, οὐ νῦν μὲν ἕτερον πρόβατον, αὔριον δὲ ἕτερον, ἀλλ’ ἀεὶ τὸ αὐτό· ὥστε μία ἐστὶν ἡ θυσία. Ἐπεὶ τῷ λόγῳ τούτῳ, ἐπειδὴ πολλαχοῦ προσφέρεται, καὶ πολλοὶ Χριστοί; ἀλλ’ οὐδαμῶς, ἀλλ’ εἷς πανταχοῦ ὁ Χριστός, καὶ ἐνταῦθα πλήρης ὤν, καὶ ἐκεῖ πλήρης, ἓν σῶμα. Ὥσπερ οὖν πολλαχοῦ προσφερόμενος ἓν σῶμα ἐστί, καὶ οὐ πολλὰ σώματα, οὕτω καὶ μία θυσία. Ὁ ἀρχιερεὺς ἡμῶν ἐκεῖνός ἐστιν ὁ τὴν θυσίαν τὴν καθαίρουσαν ἡμᾶς προσενεγκών. Ἐκείνην προσφέρομεν καὶ νῦν, τὴν τότε προσενεχθεῖσαν, τὴν ἀνάλωτον. Τοῦτο εἰς ἀνάμνησιν γίνεται τοῦ τότε γενομένου. Τοῦτο γὰρ ποιεῖτε, φησίν, εἰς τὴν ἐμὴν ἀνάμνησιν. Οὐκ ἄλλην θυσίαν, καθάπερ ὁ ἀρχιερεὺς τότε, ἀλλὰ τὴν αὐτὴν ἀεὶ ποιοῦμεν· μᾶλλον δὲ ἀνάμνησιν ἐργαζόμεθα θυσίας»[13].

«Ἐδῶ εὑρίσκεται τὸ ἄπειρον μέγεθος τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ. Δὲν ἠρκέσθη μίαν φορὰν νὰ προσφέρη τὴν θυσίαν του, ἀλλὰ καταδέχεται συνεχῶς καὶ ἀκαταπαύστως νὰ τὴν ἐπαναλαμβάνη. Αὐτὴ εἶναι ἡ μεγάλη μαρτυρία τῆς ἀγαθότητός του, ἡ ἄβυσσος τῆς εὐσπλαχνίας καὶ τῶν οἰκτιρμῶν του», στοχάζεται σύγχρονος λόγιος κληρικός[14].

Ἡ Εὐχαριστιακή αὐτή θυσία εἶναι σῶμα Χριστοῦ. Ἀλλὰ καὶ ἡ Ἐκκλησία εἶναι σῶμα Χριστοῦ. Συνεπῶς, ἡ Ἐκκλησία ἔχει εὐχαριστιακή φύση κατα τήν ὡραία φράση «εὐχαριστιακή ἐκκλησιολογία»[15]. Κατά τήν ἀναίμακτο αὐτή θυσία, ἔχουμε ἐκεῖ στήν Ἁγία Τράπεζα πού εἶναι ὁ τύπος τοῦ «ὑπερουράνιου θυσιαστηρίου ὅπου ἀδιάλειπτα ἱερουργεῖ ὁ Μέγας Ἀρχιερέας Θεάνθρωπος Ἰησοῦς Χριστός»[16], αὐτό τοῦτο τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ «τὸ ᾑμαγμένον, τὸ λόγχῃ πληγέν, καὶ τὰς σωτηρίους πηγὰς ἀναβλύσαν, τὴν τοῦ αἵματος, τὴν τοῦ ὕδατος τῇ οἰκουμένῃ πάσῃ»[17]. Καί συνεχίζει ὑπέροχα ὁ Ἱ. Χρυσόστομος γιά τό Παναμώμητο Σῶμα τοῦ Χριστοῦ: «Βούλει καὶ ἑτέρωθεν τὴν ἰσχὺν αὐτοῦ μαθεῖν; Ἐρώτησον τὴν αἱμοῤῥοοῦσαν, τὴν οὐκ αὐτοῦ, ἀλλὰ τοῦ περικειμένου αὐτῷ Ἱματίου, μᾶλλον δὲ οὐδὲ τούτου Ὁλοκλήρου, ἀλλὰ τοῦ κρασπέδου ἁψαμένην· ἐρώτησον τὴν θάλασσαν, τὴν ὑπὲρ τῶν νώτων αὐτὸ βαστάσασαν· ἐρώτησον καὶ αὐτὸν τὸν διάβολον, καὶ εἰπέ· Πόθεν· ἔχεις τὴν πληγὴν τὴν ἀνίατον; Πόθεν οὐκέτι ἰσχύεις οὐδέν; Πόθεν ἑάλως; Τίνι κατεσχέθης φεύγων; Καὶ οὐδὲν ἕτερον, ἢ τὸ σῶμα ἐρεῖ τὸ σταυρωθέν. Διὰ τούτου τὰ κέντρα αὐτοῦ κατεκλάσθη· διὰ τούτου τὰ κέντρα αὐτοῦ κατεκλάσθη· διὰ τούτου ἡ κεφαλὴ αὐτοῦ συνετρίβη· διὰ τούτου αἱ ἀρχαὶ καὶ αἱ ἐξουσίαι ἐδειγματίσθησαν· Ἀπεκδυσάμενος γάρ, φησί, τὰς ἀρχὰς καὶ τὰς ἐξουσίας, ἐδειγμάτισεν, ἐν παῤῥησίᾳ θριαμβεύσας αὐτοὺς ἐν αὐτῷ. Ἐρώτησον καὶ τὸν θάνατον, πόθεν κατελύθη σου τὸ νῖκος; Πόθεν ἐξεκόπη σου τὰ νεῦρα; Καὶ κόραις καὶ παιδίοις γέγονας καταγέλαστος, ὁ καὶ τυράννοις καὶ δικαίως ἅπασιν ὢν πρὸ τούτου φοβερός; Καὶ τὸ σῶμα αἰτιάσεται τοῦτο… Τοῦτο τὸ σῶμα ἔδωκεν ἡμῖν κατέχειν καὶ ἐσθίειν, ὅπερ ἀγάπης ἐπιτεταμένης ἦν»[18].

Ἔπειτα, «ἡ Θ. Εὐχαριστία εἶναι πηγὴ τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας καὶ αὐτὴ αὕτη ἡ ζωὴ αὐτῆς[19], «ἡ σωτήριος καὶ ἡ συνέχουσα τὰς ψυχὰς ἡμῶν ζωή»[20]. Πράγματι, ἡ θ. Εὐχαριστία εἶναι τό σωτήριο μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας πού τρέφει καί αὐξάνει τούς πιστούς καί συγχρόνως τούς ἑνώνει μέ τόν Θεάνθρωπο Χριστό. Ὁ Χριστός γίνεται ἡ αἰώνιος τροφή διότι εἶναι ὁ «Ἄρτος τῆς Ζωῆς»[21]. Κάθε πιστός ἑνούμενος μέ τόν Χριστό ἑνώνεται στενά καί μ’ ὅλους ἐκείνους οἱ ὁποῖοι τόν κοινωνοῦν, ἑνούμεθα εἰς «ἓν σῶμα γινόμεθα, καὶ μέλη, φησιν (ὁ Ἀπόστολος), ἐκ τῆς σαρκὸς αὐτοῦ, καὶ ἐκ τῶν ὀστέων αὐτοῦ… Ἵν’ οὖν μὴ μόνον κατὰ τὴν ἀγάπην τοῦτο γενώμεθα, ἀλλὰ κατ’ αὐτὸ τὸ πρᾶγμα, εἰς ἐκείνη ἀνακερασθῶμεν τὴν σάρκα. Διὰ τῆς τροφῆς γὰρ τοῦτο γίνεται ἧς ἐχαρίσατο, βουλόμενος ἡμῖν δεῖξαι τὸν πόθον, ὃν εἶχε περὶ ἡμᾶς. Διὰ τοῦτο ἀνέμιξεν ἑαυτὸν ἡμῖν, καὶ ἀνέφυρε τὸ σῶμα αὐτοῦ εἰς ἡμᾶς, ἕνα ἕν τι ὑπάρξωμεν, καθάπερ σῶμα κεφαλῇ συνημμένον»[22]. Βλέπουμε, λοιπόν, τὴν στενοτάτη αὐτή σχέση τῆς Ἐκκλησίας μὲ τὴ Θ. Εὐχαριστία νὰ τὴν ἐξαίρει ὅλως ἰδιαιτέρως ὁ Ἱ. Χρυσόστομος. Φανερώνει δέ πραγματικά ὅτι ἡ Εὐχαριστία εἶναι μυστήριον ὑψηλό καί «φρικτόν»23 τῆς Ἐκκλησίας καί βέβαια ἡ Κεφαλή τῆς Ἐκκλησίας ὁ Χριστὸς «σῶμα ἡμᾶς, ἑαυτοῦ ἐποίησε, σῶμα ἡμῖν τὸ ἑαυτοῦ μετέδωκε»[24]. Ἔτσι γίνεται κατανοητό ὅτι ἡ θ. Εὐχαριστία «συνιστᾶ τὸν πυρήνα καὶ τὸ σκοπό, τὴν ἀρχὴ καὶ τὸ τέλος τῆς λατρείας. Ὅλες οἱ λειτουργικὲς πράξεις, ποὺ λαμβάνουν χώρα στὴν ἐκκλησιαστικὴ λατρεία, ἀποτελοῦν ἕνα ὅλο -τὸν συνεχὴ καὶ καθολικὸ ἁγιασμὸ τοῦ σώματος- καὶ συγκλίνουν πρὸς τὴ Θεία Εὐχαριστία, τὸ ἀπόλυτο κέντρο τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἑνότητας»[25]. Πολύ ἐπιγραμματικά καί εὔστοχα ἔχει διατυπωθεῖ ὅτι: ἡ θεία Λειτουργία εἶναι ἡ μεγαλυτέρα Ἐκκλησιολογία»[26] ὅτι «ἡ ἐκκλησιαστικὴ ἑνότητα, ἡ ἑνότητα στὴν πίστη καὶ ἡ ἑνότητα στὴν θεία Εὐχαριστία εἶναι οἱ τρεῖς συντεταγμένες ποὺ δὲν διαχωρίζονται καὶ ποὺ ἀλληλοεξαρτῶνται γιὰ τὴν ὁλοκληρωμένη κοινωνία καὶ ζωὴ ἐν Χριστῷ»[27].

Στή συνάφεια αὐτή ἔρχεται ἀκόμη ὁ Ἱ. Χρυσόστομος καί μᾶς διδάσκει γιά τό τίμιο αἷμα τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ.

«Τοῦτο τὸ αἷμα τὴν εἰκόνα ἡμῖν ἀνθηρὰν ἐργάζεται τὴν βασιλικήν (=τό κατ’ εἰκόνα πού μᾶς δώρησε ὁ Θεός), τοῦτο κάλλος ἀμήχανον τίκτει, τοῦτο ἀπομαρανθῆναι τῆς ψυχῆς τὴν εὐγένειαν οὐκ ἀφίησιν, ἄρδον αὐτὴν συνεχῶς καὶ τρέφον. Τὸ μὲν γὰρ ἀπὸ τῶν σιτίων (=ἀπό τίς διάφορες τροφές) ἡμῖν αἷμα γινόμενον, οὐκ εὐθέως τοῦτο γίνεται, ἀλλ’ ἕτερον τι· τοῦτο δὲ οὐχ οὕτως, ἀλλ’ εὐθέως τὴν ψυχὴν ἀρδεύει, καὶ μεγάλην τινὰ δύναμιν ἐμποιεῖ. Τοῦτο τὸ αἷμα τὸ Δεσποτικόν, φεύγουσοι μὲν δαίμονες, συντρέχουσι δὲ ἄγγελοι. Τοῦτο τὸ αἷμα ἐκχυθὲν πᾶσαν τὴν οἰκουμένην ἐξέπλυνε»[28]. Καί κατακλείει τήν ἑνότητα αὐτή μέ τά παρακάτω παρηγορητικά, ἐνισχυτικά καί θαυμάσια λόγια: «Τοῦτο ἡ σωτηρία τῶν ἡμετέρων ψυχῶν, τούτῳ λούεται ἡ ψυχή, τούτῳ καλλωπίζεται, τούτῳ πυροῦται, τοῦτο πυρὸς λαμπρότερον ἐργάζεται τὸν νοῦν τὸν ἡμέτερον, τοῦτο χρυσίου φαιδροτέραν τὴν ψυχὴν ποιεῖ, τοῦτο ἐξεχύθη τὸ αἷμα, καὶ τὸν οὐρανὸν ἐποίησε βατόν»[29].

*

Καταφαίνεται, λοιπόν, ὅτι ὁ σκοπός γιά τόν ὁποῖο τελεῖται ἡ Θ. Λειτουργία εἶναι ἡ Θεία Μετάληψη ἤ ἀκριβέστερα ἡ Θεία Κοινωνία. Αὐτό διδάσκει ὁ Ἱ. Χρυσόστομος μέ τήν χαρακτηριστική διασάφηση τῶν ὅρων «μετοχή» καί «κοινωνία». Συγκεκριμένα γράφει: «Τό ποτήριον τῆς εὐλογίας, ὃ εὐλογοῦμεν, οὐχὶ κοινωνία τοῦ αἵματος τοῦ Χριστοῦ ἐστι; Σφόδρα πιστῶς καὶ φοβερῶς εἴρηκεν. Ὃ γὰρ λέγει, τοῦτό ἐστιν· ὅτι τοῦτο τὸ ἐν τῷ ποτηρίῳ ὄν, ἐκεῖνό ἐστι τὸ ἀπὸ τῆς πλευρᾶς ῥεῦσαν, καὶ ἐκείνου μετέχομεν…».

«Ὁ ἄρτος, ὃν κλῶμεν, οὐχὶ κοινωνία τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ ἐστί; Διὰ τί μὴ εἶπε, Μετοχή; Ὅτι πλέον τι δηλῶσαι ἠβουλήθη, καὶ πολλὴν ἐνδείξασθαι τὴν συνάφειαν. Οὐ γὰρ τῷ μετέχειν μόνον καὶ μεταλαμβάνειν, ἀλλὰ καὶ τῷ ἑνοῦσθαι κοινωνοῦμεν. Καθάπερ γὰρ τὸ σῶμα ἐκεῖνο ἥνωται τῷ Χριστῷ, οὕτω καὶ ἡμεῖς αὐτῷ διὰ τοῦ ἄρτου τούτου ἑνούμεθα»[30].

Δηλαδή, ὁ πιστός ὁ ὁποῖος συμμετέχει εἰς τό Μυστήριον τῆς θείας Εὐχαριστίας «μεταλαμβάνει τοῦ σώματος καί τοῦ αἵματος τοῦ Θεανθρώπου καί ἐνσωματοῦται εἰς Αὐτόν. Τήν πίστιν (δέ) αὐτήν τῆς Ἐκκλησίας μας ἐκφράζει ἀπολύτως ἡ λέξις “κοινωνία”, ἡ ὁποία χρησιμοποιεῖται διά τήν ὀνομασίαν τοῦ μυστηρίου»[31]. Στήν ἴδια ὁμιλία του ὁ ἱερός πατήρ, τήν ἔννοια αὐτή τῆς «κοινωνίας» ἀπό τόν «ἕνα ἄρτο», τήν τονίζει ἀκόμα περισσότερο συμπληρώνοντας τά ἑξῆς:

«Κοιωνία τοῦ σώματος ἐζήτησε πάλιν ἐγγύτερόν τι εἰπεῖν· διὸ καὶ ἐπήγαγεν, Ὅτι εἷς ἄρτος, ἓν σῶμά ἐσμεν οἱ πολλοί. Τί γὰρ λέγω κοινωνίαν; Φησίν· αὐτό ἐσμεν ἐκεῖνο τὸ σῶμα. Τί γάρ ἐστιν ὁ ἄρτος; Σῶμα Χριστοῦ· Τί δὲ γίνονται οἱ μεταλαμβάνοντες; Σῶμα Χριστοῦ· οὐχὶ σώματα πολλά, ἀλλὰ σῶμα ἕν. Καθάπερ γὰρ ὁ ἄρτος ἐκ πολλῶν συγκείμενος κόκκων ἥνωται, ὡς μηδαμοῦ φαίνεσθαι τοὺς κόκκους, ἀλλ’ εἶναι μὲν αὐτούς, ἄδηλον δὲ αὐτῶν εἶναι τὴν διαφορὰν τῇ συναφείᾳ· οὕτω καὶ ἀλλήλοις καὶ τῷ Χριστῷ συναπτόμεθα. Οὐ γὰρ ἐξ ἑτέρου μὲν σώματος σύ, ἐξ ἑτέρου δὲ ἐκεῖνος τρέφεται, ἀλλ’ ἐκ τοῦ αὐτοῦ πάντες»[32].

Θεάρεστη κατάληξη αὐτῆς τῆς «κοινωνίας» μέ τόν Χριστό, εἶναι πλέον ἡ φανέρωση τοῦ συνδέσμου τῆς ἀγάπης μέ τόν Κύριο καί τούς ἄλλους ἀνθρώπους. Παραγγέλλει ὑπό τύπον ἐρωτήσεως ὁ Ἱ. Χρυσόστομος: «Εἰ δὲ ἐκ τοῦ αὐτοῦ (=ἄρτου) καὶ τὸ αὐτὸ (=ἕνα σῶμα) γινόμεθα πάντες, διὰ τί μὴ καὶ τὴν αὐτὴν ἀγάπην ἐπιδεικνύμεθα καὶ γενόμεθα καὶ κατὰ τοῦτο ἕν;»[33]. Καί πολύ χαρακτηριστικά συμβουλεύει: «Δεξάμενοι τὴν ἄμωμον καὶ ἁγίαν θυσίαν καταφιλήσωμεν, τοῖς ὀφθαλμοῖς περιπτυξώμεθα, διαθερμάνωμεν ἑαυτῶν τὴν διάνοιαν, ἵνα μὴ εἰς κρῖμα ἢ εἰς κατάκριμα συνερχώμεθα, ἀλλ’ εἰς σωφροσύνην ψυχῆς, εἰς ἀγάπην, εἰς ἀρετήν, καὶ καταλαγὴν τὴν πρὸς τὸν Θεόν, εἰς εἰρήνην βεβαίαν, καὶ μυρίων ἀγαθῶν ὑπόθεσιν, ἵνα καὶ ἑαυτοὺς ἁγιάσωμεν καὶ τοὺς πλησίον οἰκοδομήσωμεν»[34].

Ἔτσι, ὁ πιστός μετά τή θεία Λειτουργία καί τή συμμετοχή του στή Θεία Κοινωνία, ὅπως γράφει ὁ π. Alexander Schmemann, «ἀποστέλλεται στόν κόσμο ὄχι γιά νά προσαρμόζεται ἤ γιά νά ἀρνεῖται, ἀλλά γιά νά ἀντιμετωπίζει δημιουργικά καί μέ ὑπερφυσική ἀγάπη τόν κόσμο πού ἐδημιούργησε ὁ Θεός. Αὐτό σημαίνει ὅτι ὁ Ὀρθόδοξος, ὁπλισμένος μέ τή δύναμη τῆς πίστης καί καθοδηγούμενος ἀπό τό φῶς τῆς λατρευτικῆς πείρας, ἄνθρωπος πραγματικά λειτουργικός, θά προσπαθεῖ, σέ κάθε περίσταση, νά ἐπιτελέσει τή “λειτουργία” πού ἀνέλαβε, ὅταν ἀποφάσισε νά γίνει ἤ δέχθηκε νά παραμείνει μέλος τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ»[35].

Προχωρεῖ δέ ὁ Ἱ. Χρυσόστομος βαθύτερα καί χρησιμοποιεῖ καί ἄλλες ἐντονότατες, πολύ ἐκφραστικές λέξεις γιά νά ἀποδώσει καί ὑπογραμμίσει τό ὑπερφυσικό αὐτό γεγονός τῆς ἑνώσεώς μας μέ τόν Χριστό κατά τή Θ. Μετάληψη τοῦ Σώματος καί τοῦ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ. Χρησιμοποιεῖ τίς λέξεις: «ἀνάκρασις», «μίξις», «ἕνωσις», καί ἀκόμη τά ρήματα: «συμπλέκομαι», «τρώγωμαι», «λεπτύνομαι κατά μικρόν», ὅταν τά τελευταῖα σέ ὁμιλία τά θέτει κατ’ ἀναλογίαν στό στόμα τοῦ Χριστοῦ[36]. Ἑπομένως κατά τόν Ἱ. Χρυσόστομο, ἡ ἕνωση μέ τόν Χριστό καί ἡ ἐνσωμάτωση στό ἅγιο σῶμα Του πραγματοποιεῖται στό μέγα αὐτό Μυστήριο τῆς Θ. Εὐχαριστίας, τῆς Θ. Κοινωνίας τοῦ Σώματος καί τοῦ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ.

*

Συνέπεια τῶν παραπάνω διδαγμάτων εἶναι ἡ ἀνάλογη προετοιμασία γιά τή Θ. Κοινωνία, ὥστε νά μήν προσέλθουμε στό Ποτήριο μέ ἀδιαφορία καί ἀνευλάβεια. Προτρέπει τούς πιστούς ὁ Ἱ. Χρυσόστομος μέ τά παρακάτω λόγια:

«Προσίωμεν τοίνυν μετὰ θερμότητος αὐτῷ καὶ πεπυρωμένης ἀγάπης, καὶ μὴ ὑπομείνωμεν τιμωρίαν. Ὅσῳ γὰρ ἂν ὦμεν εὐεργετημένοι μεγάλα, τοσούτῳ μᾶλλον κολαζόμεθα μειζόνως, ὅταν ἀνάξιοι τῆς εὐεργεσας φανῶμεν. Τοῦτο τὸ σῶμα καὶ ἐπὶ φάτνης κείμενον ᾐδέσθησαν μάγοι. Καὶ ἄνδρες ἀσεβεῖς καὶ βάρβαροι τὴν πατρίδα καὶ τὴν οἰκίαν ἀφέντες, καὶ ὁδὸν ἐστείλαντο μακράν, καὶ ἐλθόντες μετὰ φόβου καὶ τρόμου πολλοῦ προσεκύνησαν. Μιμησώμεθα τοίνυν κἂν τοὺς βαρβάρους ἡμεῖς οἱ τῶν οὐρανῶν πολῖται. Ἐκεῖνοι μὲν γὰρ καὶ ἐπὶ φάτνης ἰδόντες καὶ ἐν καλύβῃ, καὶ οὐδὲν τοιοῦτον ἰδόντες οἷον σὺ νῦν, μετὰ πολλῆς τῆς φρίκης προσῄεσαν· σὺ δὲ οὐκ ἐν φάτνῃ ὁρᾷς, ὥσπερ ἐκεῖνοι, ἀλλ’ οἶσθα αὐτοῦ καὶ τὴν δύναμιν, καὶ τὴν οἰκονομίαν ἅπασαν, καὶ οὐδὲν ἀγνοεῖς τῶν δι’ αὐτοῦ τελεσθέντων, μετὰ ἀκριβείας μυσταγωγηθεὶς ἅπαντα. Διαναστήσωμεν τοίνυν ἑυατοὺς καὶ φρίξωμεν, καὶ πολλῷ τῶν βαρβάρων ἐκείνων πλείονα ἐπιδειξώμεθα τὴν εὐλάβειαν, ἵνα μὴ ἁπλῶς, μηδὲ ὡς ἔτυχε προσελθόντες, πῦρ ἐπὶ τὴν ἑαυτῶν σωρεύσωμεν κεφαλήν. Ταῦτα δέ λέγω, (=ὁ Χρυσόστομος) οὐχ ἵνα μή προσίωμεν, ἀλλ’ ἵνα μὴ ἁπλῶς πορσίωμεν. Ὥσπερ γὰρ τὸ ὡς ἔτυχε προσιέναι, κίνδυνος, οὕτω τὸ μὴ κοινωνεῖν τῶν μυστικῶν δείπνων ἐκείνων, λιμὸς καὶ θάνατος. Αὕτη γὰρ ἡ τράπεζα τῆς ψυχῆς ἡμῶν τὰ νεῦρα, τῆς διανοίας ὁ σύνδεσμος, τῆς παῤῥησίας ἡ ὑπόθεσις, ἡ ἐλπίς, ἡ σωτηρία, τὸ φῶς, ἡ ζωή»[37].

*

Οἱ τελευταῖες αὐτές φράσεις τοῦ Ἱ. Χρυσοστόμου μᾶς εἰσάγουν στό σημαντικό θέμα τῆς προσελεύσεως καί τῆς συχνότητας στό ἱερό Μυστήριο. Γιά τόν διδάσκαλο τῆς Θ. Εὐχαριστίας, ἡ μή προσέλευση στή Θεία Κοινωνία εἶναι «λιμός καί θάνατος» τῆς ψυχῆς[38] καί ὁ ἴδιος ἐλέγχει αὐστηρότατα ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι ἐνῶ πηγαίνουν στή θεία Λειτουργία, ἐν τούτοις δέν προσέρχονται γιά νά κοινωνήσουν Σῶμα καί Αἷμα Χριστοῦ. Λέγει πολύ χαρακτηριστικά: «Εἶπέ μοι, εἴ τις εἰς ἑστίασιν κληθείς, τὰς χεῖρας νίψαιτο καὶ κατακλιθείη, καὶ ἕτοιμος γένοιτο πρὸς τὴν τράπεζαν, εἶτα μὴ μετέχοι, οὐχ ὑβρίζει τὸν καλέσαντα;»[39]. Συνταυτίζεται δηλαδή στό σημεῖο αὐτό, ὅπως καί ὁ πρό αὐτοῦ ἀκμάσας Μέγας Βασίλειος[40], μέ τήν κανονική παράδοση[41] τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία θέλει τή συχνή συμμετοχή στά ἄχραντα μυστήρια.

Βέβαια ὁ Ἱ. Χρυσόστομος, ὅπως ἤδη σημειώσαμε, ρίχνει τό βάρος στήν ἀνάλογη καί σωστή προετοιμασία γιά τή θεία Κοινωνία καί αὐτή ἡ προετοιμασία ἔχει ὡς κέντρο της, τήν καθαρότητα τῆς καρδίας, τόν «ἄληπτο βίο», δηλαδή τόν λιγότερο εὐπρόσβλητο ἀπό τήν ἁμαρτία. Γράφει:

«Πολλοὶ τῆς θυσίας ταύτης ἅπαξ μεταλαμβάνουσι τοῦ παντὸς ἐνιαυτοῦ, ἄλλοι δὲ δίς, ἄλλοι δὲ πολλάκις. Πρὸς οὖν ἅπαντας ἡμῖν ὁ λόγος ἐστίν, οὐ πρὸς τοὺς ἐνταῦθα δὲ μόνον, ἀλλὰ καὶ πρὸς τοὺς ἐν τῇ ἐρήμῳ καθεζομένους· ἐκεῖνοι γὰρ ἅπαξ τοῦ ἐνιαυτοῦ μετέχουσι, πολλάκις δὲ καὶ διὰ δύο ἐτῶν. Τί οὖν; τίνας ἀποδεξόμεθα; Τοὺς ἅπαξ; Τοὺς πολλάκις; Τοὺς ὀλιγάκις; Οὔτε τοὺς ἅπαξ, οὔτε τοὺς πολλάκις, οὔτε τοὺς ὀλιγάκις, ἀλλὰ τοὺς μετὰ καθαροῦ συνειδότος, τοὺς μετὰ καθαρᾶς καρδίας, τοὺς μετὰ βίου ἀλήπτου. Οἱ τοιοῦτοι ἀεὶ προσίτωσαν· οἱ δὲ μὴ τοιοῦτοι, μηδὲ ἅπαξ. Τί δήποτε; Ὅτι κρῖμα ἑαυτοῖς λαμβάνουσι, καὶ κατάκριμα καὶ κόλασιν καὶ τιμωρίαν»[42]. Καί σ’ ἄλλο σημεῖο λέγει:

«Πολλούς ὁρῶ τοὺς σώματος τοῦ Χριστοῦ μετέχοντας ἁπλῶς καὶ ὡς ἔτυχε, καὶ συνήθειᾳ μᾶλλον καὶ νόμῳ, ἤ λογισμῷ καὶ διανοίᾳ. Ἂν ἐπιστῇ, φησίν, ὁ τῆς ἁγίας Τεσσαρακοστῆς καιρός, οἷος ἐὰν ᾖ τις, μετέχει τῶν μυστηρίων, ἂν ἐπιστῇ, ἡ τῶν Ἐπιφανίων Ἡμέρα. Καίτοι καιρὸς οὐ τοῦτο προσόδου· οὐ γὰρ Ἐπιφάνια, οὐδὲ Τεσσαρακοστὴ ποιεῖ ἀξίους τοῦ προσιέναι, ἀλλὰ ψυχῆς εἰλικρίνεια καὶ καθαρότης. Μετά ταύτης ἀεὶ πρόσιθι, χωρὶς ταύτης μηδέποτε»[43].

Ἄξιες δέ ἰδιαίτερης προσοχῆς εἶναι καί οἱ παρακάτω συμβουλές τοῦ ἱεροῦ πατρός γιά τήν προσέλευση στή θ. Κοινωνία.

«Μέλλοντες προσιέναι τῇ φρικτῇ καὶ θείᾳ ταύτῃ τραπέζῃ καὶ ἱερᾷ μυσταγωγίᾳ, μετὰ φόβου καὶ τρόμου τοῦτο ποιεῖτε, μετὰ καθαροῦ συνειδότος, μετὰ νηστείας καὶ προσευχῆς, μὴ θορυβοῦντες, μηδὲ λακτίζοντες, μηδὲ ὠθοῦντες τοὺς πλησίον· ἐσχάτης γὰρ τοῦτο παρανοίας καὶ καταφρονήσεως οὐ τῆς τυχούσης. Διὸ καὶ πολλὴν ἐπάγει τοῖς ταῦτα ποιοῦσι τὴν κόλασιν καὶ τὴν τιμωρίαν»[44]. Καί κατακλείει τό σπουδαῖο καί ἀναγκαῖο αὐτό κεφάλαιο γράφοντας:

«Ἐννόησον, ὦ ἄνθρωπε, ποίας μέλλεις ἅπτεσθαι θυσίας, ποίᾳ προσέρχεσθαι τραπέζῃ· ἐνθυμήθητι καὶ ὅτι γῆ ὢν καὶ σποδός, αἷμα καὶ σῶμα Χριστοῦ μεταλαμβάνεις… Φάρμακόν ἐστι σωτήριον τῶν ἡμετέρων τραυμάτων τὸ προκείμενον, πλοῦτος ἐστιν, ἀνελλιπής, βασιλείας οὐρανῶν πρόξενος… Φρίξωμεν τοίνυν προσιόντες, εὐχαριστήσωμεν, προσπέσωμεν ἐξομολογούμενοι τὰ πταίσματα ἡμῶν, δακρύσωμεν τὰ οἰκεῖα πενθοῦντες κακά· ἐκτενεῖς εὐχὰς ἀποδῶμεν τῷ Θεῷ· καὶ οὕτω διακαθάραντες ἑαυτοὺς ἠρέμα καὶ μετὰ προσηκούσης εὐταξίας, ὡς τῷ βασιλεῖ προσιόντες τῶν οὐρανῶν, οὕτω προσέλθωμεν»[45].

Ἐδῶ, λοιπόν, εἶναι τό λίαν χαρακτηριστικό γιά τήν Θ. Μετάληψη. Εἶναι «φάρμακον σωτήριον», τό «φάρμακον ἀθανασίας» καί κατά τόν θεοφόρον Ἰγνάτιον τοῦ 2ου αἰ.

*

Τίς ὑπέροχες καί θεολογικότατες αὐτές ἐπισημάνσεις τοῦ Ἱ. Χρυσοστόμου ὀφείλουμε καί σήμερα νά προσέξουμε μέ τά ποικίλα σχόλια πού γράφονται καί ἀκούγονται ἐν μέσω τῆς πανδημίας τοῦ κορωνοϊοῦ.

Ἄλλωστε ἡ θ. Λειτουργία δέν εἶναι μία νεκρή ὑπόθεση στήν Ἐκκλησία, ἀλλά τό «παντοτινό ζωντανό ὄχημα τῆς διδασκαλίας της»[46] εἶναι «ἡ ἀποκάλυψη τῆς καινῆς κτίσεως… ἡ λειτουργία τῆς θυσίας τοῦ Χριστοῦ πού ἱερουργεῖται πάνω στήν Ἁγία Τράπεζα (καί) ἀποτελεῖ τήν καρδιά τῆς ζωῆς καί τῆς αὐτοσυνειδησίας μας (πού) θερμαίνει καί συγκροτεῖ τή ζωή μας συνέχει τό πρόσωπο τοῦ καθ’ ἑνός καί τή λειτουργική μας κοινότητα»[47].

Δέν μένει, παρά νά τονίσουμε, ὅτι τό χρυσό στόμα τῆς Ἐκκλησίας, ὁ Doctor Eucharistiae, ὁ Ἱερός Χρυσόστομος, δέν σίγησε. Συνεχίζει νά διδάσκει, νά κηρύττει, νά συμβουλεύει καί σήμερα. Γιά ἕνα γνήσιο εὐχαριστιακό ἦθος, γιά μιά συνεχή ἀποκάλυψη τῆς Θείας Λειτουργίας καί τῆς θείας Κοινωνίας.

ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ:

  • [1] Μπαλάνου Δημ., Οἱ Πατέρες καί συγγραφεῖς τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας, Ἀθῆναι 1961, σ. 100.
  • [2] Χρήστου Παν., Ἐκκλησιαστική Γραμματολογία, Πατέρες καί θεολόγοι τοῦ Χριστιανισμοῦ, τόμ. Α’, Θεσσαλονίκη 1971, σ. 209.
  • [3] Vita S. Ioannis Chrysostomi, PG 47, 263.
  • [4] Παπαδοπούλου Στυλ.: Ἄγιος Ἰωάννης Χρυσόστομος, Ἱεροκήρυκας καί Ἑρμηνευτής τοῦ «κεκρυμμένου» βάθους τῆς Γραφῆς, ἀνάτυπον ἐκ τοῦ περ. «Θεολογία» (τόμ. ΞΗ’(1997), τεῦχος Α’-Β’, σελ. 134-170), Ἀθῆναι 1997, σ. 41.
  • [5] Ματθ. 26, 26-28.
  • [6] Λουκ. 22, 19.
  • [7] Ἰω. 6, 53-54.
  • [8] Ἰω. 6, 51.
  • [9] Ἀλεξίου Ἰω., (ἀρχιμ.), Ὁ φλογερός μαχητής, Ἀθῆναι 1995, σ. 228-229.
  • [10] Ἰω. Χρυσοστόμου, Εἰς τό ρητόν τό λέγον, Ἐν ποίᾳ ἐξουσίᾳ ταῦτα ποιεῖς; PG 56, 423.
  • [11] Ἰω. Χρυσοστόμου, Εἰς Α’ Κορ., ὁμιλ. ΚΔ’, PG 61, 205.
  • [12] Ὅπ. παρ.
  • [13] Ἰω. Χρυσοστόμου, Εἰς Ἑβρ. ὁμιλία ΙΖ’, PG 63, 131.
  • [14] Μαστρογιαννοπούλου Ἠλ. (ἀρχιμ.), Φάρμακον ἀθανασίας, Ἀθῆναι 1974 σ. 26.
  • [15] Πρβλ. Γιέβτιτς Ἀθ. (ἱερομονάχου), Ἡ Ἐκκλησιολογία τοῦ Ἀποστόλου Παύλου κατά τόν Ἱερόν Χρυσόστομον (διδ. Διατριβή), Ἀθῆναι 1967, σ. 124-125.
  • [16] Διονυσίου Μητροπολίτου Σερβίων καί Κοζάνης, Ἡ θεία Λειτουργία, Ἀθῆναι 1996, σ. 35 ἑπ.
  • [17] Ἰω. Χρυσοστόμου, Εἰς Α’ Κορ., ὁμιλία ΚΔ’, PG 61, 203-204.
  • [18] Ὅπ. παρ.
  • [19] Γιέβτιτς Ἀθ. ὅπ. παρ. σ. 138.
  • [20] Ἰω. Χρυσοστόμου, Εἰς Β’ Θεσσαλ., ὁμιλία Δ’, PG 62, 492.
  • [21] Ἰω. Χρυσοστόμου, Εἰς Α’ Κορ., ὁμιλία ΚΖ’, PG 61, 231.
  • [22] Ἰω. Χρυσοστόμου, Εἰς Ἰωάν., ὁμιλία ΜΣΤ’, PG 59, 260.
  • [23] Ὅπ. παρ.
  • [24] Ἰω. Χρυσοστόμου, Εἰς Ἐφεσ.,ὁμιλία Γ’, PG 62, 27.
  • [25] Μεταλληνοῦ Γεωργ., (Πρωτοπρ.), Ἡ θεολογική μαρτυρία τῆς ἐκκλησιαστικῆς λατρείας, Ἀθήνα 1995, σ. 263.
  • [26] Γιέβτιτς Ἀθ., ὅπ. παρ. σ. 126.
  • [27] Staniloäe Dim., Γιά ἕνα ὀρθόδοξο οἰκουμενισμό (Εὐχαριστία-Πίστη-Ἐκκλησία), Πειραιεύς 1976, σ. 29.
  • [28] Ἰω. Χρυσοστόμου, Εἰς Ἰωάν., ὁμιλία ΜΣΤ’, PG 59, 261.
  • [29] Ὅπ. παρ.
  • [30] Ἰω. Χρυσοστόμου, Εἰς Α’ Κορ. ὁμιλία ΚΔ’, PG 61, 200.
  • [31] Γρηγορίου ἱερομονάχου, Ἡ λειτουργία τῆς Εὐχαριστίας τοῦ Θεοῦ, Ἀθῆναι 1971, σ. 99.
  • [32] Ἰω. Χρυσοστόμου, Εἰς Α’ Κορ. ὁμιλία ΚΔ’, PG 61, 199-200.
  • [33] Ὅπ. παρ.
  • [34] Ἰω. Χρυσοστόμου, Εἰς τὴν γενέθλιον ἡμέραν τοῦ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, Λόγος Α’, PG 49, 361-362.
  • [35] Schmemann Alex., Σύγχρονος κόσμος καί ἐκκλκησιατική λατρεία, ,περ. «Σύνορο», ἀρ. 37, (Ἄνοιξη 1966), σ. 11.
  • [36] Ἰω. Χρυσοστόμου, Εἰς Α’ Τιμ. ὁμιλία ΙΕ’, PG 62, 586.
  • [37] Ἰω. Χρυσοστόμου, Εἰς Α’ Κορ. ὁμιλία ΚΔ’, PG 61, 204-205.
  • [38] Ὅπ. παρ.
  • [39] Ἰω. Χρυσοστόμου, Εἰς Ἐφεσ. ὁμιλία Γ’, PG 62, 29.
  • [40] Μεγ. Βασιλείου, Πρός Καισαρίαν πατρικίαν Ἐπιστολή XCIII (39η), PG 32, 484-485.
  • [41] Βλ. τούς κανόνες: Η’ καί Θ’ Ἀποστ., Β’ Ἀντιοχ., Ξς’ Πενθ. καί Γ’ Τιμοθέου Ἀλεξανδρείας.
  • [42] Ἰω. Χρυσοστόμου, Εἰς Ἑβρ. ὁμιλία ΙΖ’, PG 63, 131-132.
  • [43] Ἰω. Χρυσοστόμου, Εἰς Ἐφεσ. ὁμιλία Γ’, PG 62, 28.
  • [44] Ἰω. Χρυσοστόμου, Εἰς τὴν γενέθλιον ἡμέραν τοῦ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, Λόγος Α’, PG 49, 360-361.
  • [45] Ὅπ. παρ.
  • [46] Andronikof Const., Des mystères sacramentals, (Supplement au SOP no 198, Mai 1995) σ. 4.
  • [47] Βασιλείου (Ἀρχιμ.), Εἰσοδικόν, Ἅγ. Ὄρος 1987, σ. 99 καί 102.

Στις έσχατες ημέρες οι αγωνισταί και οι εκλεκτοί θα είναι ολίγοι, σπάνιοι Ἀρχιμ. Φιλόθεος Ζερβάκος

 



“Πῶς εἶναι δυνατόν, ἀγαπητέ, νά δεχθοῦμε ἕνωση, ἐφ’ ὅσον ὁ πάπας καί σεῖς οἱ παπικοί εἶστε ἀσύμφωνοι καί ἀντίθετοι μέ τήν διδασκαλία τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ Σωτῆρος μας ησοῦ Χριστοῦ καί τῶν ἁγίων Ἀποστόλων;”…

Επιμέλεια σύνταξης: katanixi.gr

Αναδημοσιεύουμε από το Ιστολόγιο Κατάνυξη.


Ἀρχιμ. Φιλόθεος Ζερβάκος, Στίς ἔσχατες ἡμέρες οἱ ἀγωνισταί καί οἱ ἐκλεκτοί θά εἶναι ὁλίγοι, σπάνιοι

Ὅσες φορές ἡ Ἐκκλησία ἐκινδύνευε ἀπό τούς ἐξωτερικούς ἐχρθούς, τούς αἱρετικούς, καί ἁπό τούς προβατόσχημους ἐσωτερικούς, ἀνεδείκνυε ὁ Κύριος ἄνδρας πλήρεις πίστεως, δυνάμεως, ζήλου, ἀγάπης, ὑπερασπιστάς καί καλούς φύλακας τῆς Ἐκκλησίας καί τῶν λογικῶν προβάτων, Κληρικούς καί λαϊκούς· ἔτσι καί τώρα καί μέχρι συντελείας, οἱ ἐκλεκτοί τελείως δέν θά ἐκλείψουν…

Οἱ περισσότεροι ἄνθρωποι στήν διεστραμμένη γενεά μας λαλοῦν διεστραμμένα καί ἔχουν ὑπερβεῖ στήν κακία ὅλες τίς γενεές. Γι’ αὐτό πρέπει νά προσευχόμαστε καί νά τούς διαφωτίζουμε μέ ἔργα καί μέ λόγους, ἐμμένοντες σταθεροί στήν ὀρθόδοξο πίστη μας.

Ὁ ἀγωνιζόμενος γιά τήν ἀληθινή ὀρθόδοξη πίστη και τήν ἁγία μας Ἐκκλησία ἔχει σύμμαχο τόν παντοδύναμο Θεό· ὁ δέ ἀγωνιζόμενος γιά τήν πλάνη ἔχει σύμμαχο τόν παμπόνηρο διάβολο, τόν ἄρχοντα τοῦ σκότους, τοῦ ψεύδους και κάθε αἱρέσεως, πλάνης καί κακίας. Δέν εἶναι ἄλλο τιμιώτερο, σεμνότερο καί ἁγιώτερο ἀπό τό νά ἀγωνίζεται κανείς ὑπέρ τῆς πίστεως… Λοιπόν νά μάχεσαι ὑπέρ πίστεως καί νά ἀγωνίζεσαι μέχρι θανάτου γιά νά ἀξιωθῆς νά γίνης κληρονόμος τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν.

Εὐχαριστῶ τόν πανάγαθο Θεό καί οὐράνιο Πάτερα ὁ Ὁποῖος μέ διεφύλαξε ἀπό κάθε πλάνη καί αἱρεση, μέ ἐνίσχυσε καί ἀγωνίστηκα, πάντοτε μέ τήν χάρη καί βοήθειά Του, μέχρι τῆς στιγμῆς τῆς ἀναχωρήσεώς μου, εὐχόμενος καί σέ ἐσᾶς καί σέ ὅλους, πού ἀγωνίζονται γιά τήν Ὀρθόδοξη πίστη, ὅπως ἀγωνιστῆτε τόν καλόν ἀγώνα καί ἀξιωθῆτε τῶν αἰωνίων ἀγαθῶν τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν. Ὁ Χριστός θά νικήσῃ καί ἡ Ὀρθόδοξος πίστις θά θριαμβεύση. ἄς εἴμαστε ἕτοιμοι.

… Ἐμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι Ἕλληνες θέλουμε τήν ἕνωση ὅπως ὁρίζει ὁ Χριστός, ἐνῶ ἐσεῖς οἱ Λατῖνοι τήν θέλετε ὄπως ὁρίζει ὁ πάπας. Ἐάν ὁ πάπας ἦταν σύμφωνος μέ τόν Χριστό, νά μήν ἀμφιβάλλετε ὅτι καί ἐμεῖς οἱ Ὀρθόοδοξοι, πού ἔχουμε τήν ὀρθη πίστη τοῦ Χριστοῦ, θά δεχόμασταν τήν ἕνωση. Ἐφόσον ὅμως ὁ πάπας δέν συμφωνεῖ μέ τόν Χριστό, δέν εἶναι δυνατόν ποτέ, ποτέ, νά συμφωνήσουμε μέ τόν πάπα…

Πῶς εἶναι δυνατόν, ἀγαπητέ, νά δεχθοῦμε ἕνωση, ἐφ’ ὅσον ὁ πάπας καί σεῖς οἱ παπικοί εἶστε ἀσύμφωνοι καί ἀντίθετοι μέ τήν διδασκαλία τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ Σωτῆρος μας ησοῦ Χριστοῦ καί τῶν ἁγίων Ἀποστόλων;…

Πῶς εἶναι δυνατόν νά δεχτοῦμε ἕνωση μέ ἐκείνους, πού μιλοῦν καί φρονοῦν καί ἐνεργοῦν ἐναντίον τοῦ Θεοῦ, ἐναντίον τῶν πατερικῶν παραδόσεων;…(σχόλιο δικό μας: εἶναι δυνατόν, μόνο ὅταν ἀποστατοῦμε κι ἐμεῖς, συμπροσευχώμαστε, συλλειτουργοῦμε, κακοδοξοῦμε καί φρονοῦμε κατά τοῦ Θεοῦ καί τῶν πατερικῶν παραδόσεων καί γινόμαστε τέκνα τοῦ ἄλλου “πατρός”, ὄχι τῆς Ἀληθείας ἀλλά τοῦ ψεύδους! Τουτἔτσιν τοῦ διαβόλου!!!).

(Ἀπόσπασμα ἐπιστολῆς τοῦ πατρός Φιλοθέου Ζερβάκου πρός παπικόν πού στάλθηκε τόν Μάρτιο τοῦ 1964)
ΑΡΧΙΜ. ΦΙΛΟΘΕΟΥ ΖΕΡΒΑΚΟΥ
(Λόγοι πόνου καί ἀγάπης)
Ἐκδόσεις “Ὀρθόδοξος Κυψέλη”

ΟΙ ΓΙΑΤΡΟΙ ΑΔΥΝΑΜΟΙ, Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΠΑΝΤΟΔΥΝΑΜΟΣ Γιατί αὐξήθηκαν τά κρούσματα τῆς λοίμωξης στήν Θεσσαλονίκη; Πρωτοπρεσβύτερος Θεόδωρος Ζήσης Ὁμότιμος Καθηγητής Θεολογικῆς Σχολῆς Α.Π.Θ

 


Άρθρο του πρωτοπρεσβυτέρου Θεοδώρου Ζήση

Γιατί αὐξήθηκαν τά κρούσματα τῆς λοίμωξης στήν Θεσσαλονίκη;

Επιμέλεια σύνταξης: katanixi.gr



1. Ἄδειοι καί ἔρημοι οἱ ναοί

Τήν περασμένη Κυριακή ἀναγνώσθηκε στίς ἄδειες ἀπό πιστούς ἐκκλησίες περικοπή ἀπό τό κατά Λουκᾶν Ἅγιο Εὐαγγέλιο, στήν ὁποία ὁ εὐαγγελιστής διηγεῖται δύο θαύματα· τό θαῦμα τῆς θεραπείας τῆς αἱμορροούσας γυναίκας καί τό θαῦμα τῆς ἀνάστασης τῆς κόρης τοῦ Ἰαείρου1. Δέν θά σχολιάσουμε τό οἰκτρό καί ἀπαίσιο θέαμα τῶν ἄδειων καί ἔρημων ναῶν, πού ἐνθυμίζει προετοιμασία γιά νά ἐγκατασταθεῖ τό «βδέλυγμα τῆς ἐρημώσεως ἐν τόπῳ ἁγίῳ», οὔτε τήν ἀλλοίωση καί διαστρέβλωση τοῦ μυστηρίου τῆς Θείας Εὐχαριστίας, ἀπό συμμετοχικό ὅλων τῶν πιστῶν μυστήριο, σέ θεατρική παράσταση μερικῶν κληρικῶν καί ἱεροψαλτῶν ἠθοποιῶν, τήν ὁποία μπορεῖ κανείς νά παρακολουθεῖ, χωρίς νά εἶναι παρών, ἀπό τό ραδιόφωνο καί τήν τηλεόραση. Ἡ παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ ρήμαξε τό νοῦ καί τίς καρδιές πολλῶν κληρικῶν καί λαϊκῶν, καί αὐτό τό ρήμαγμα ὁδηγεῖ τώρα καί στό κλείσιμο, στήν ἐρημία τῶν ναῶν. Εἴχαμε ἀρχίσει ἤδη ἀπό τόν πρῶτο ἐγκλεισμό καί ἀποκλεισμό μας, ἀπό τήν πρώτη ἐξορία μας ἀπό τούς ναούς τήν Ἄνοιξη, νά στοιχειοθετοῦμε σέ γραπτό κείμενο τήν ἐκτίμηση ὅτι ἡ τέλεση τῆς Θείας Εὐχαριστίας κεκλεισμένων τῶν ναῶν, χωρίς τήν παρουσία ἐκκλησιάσματος, ἀποτελεῖ διακωμώδηση τοῦ μυστηρίου, γελοιογραφία τῆς Θείας Λειτουργίας, διότι ἀναιρεῖ καί διαγράφει ὅλα ὅσα λέγονται μέσα στά λειτουργικά κείμενα. Ἕνα ἁπλό παράδειγμα ἀπό τά πολλά πού μπορεῖ κανείς νά παρουσιάσει: Ὅταν ὁ ἱερεύς λέγει πολλές φορές τό «Εἰρήνη πᾶσι, τάς κεφαλάς ἡμῶν τῷ Κυρίῳ κλίνωμεν», σέ ποιούς «πάντες» ἀπευθύνεται συστήνοντας νά κλίνουν τό κεφάλι; Στά ἄδεια καθίσματα καί στά στασίδια; Καί σέ ποιούς ἀπευθύνεται στό τέλος προτρέποντας νά προσέλθουν στή Θεία Κοινωνία· «Μετά φόβου Θεοῦ, πίστεως καί ἀγάπης προσέλθετε»; Στά ἄψυχα στασίδια καί καθίσματα; Θά ὁλοκληρώσουμε σύν Θεῷ αὐτό πού ἀρχίσαμε τήν Ἄνοιξη, τώρα πού ἦλθε καί προβλέπεται νά εἶναι πολύμηνος ὁ δεύτερος ἀποκλεισμός, ἡ δεύτερη ἐξορία μας.

2. Πιό εἰδικός ἀπό τούς εἰδικούς ὁ Πλάστης καί Δημιουργός

Καί ἡ ἀναγνωσθεῖσα πάντως εὐαγγελική περικοπή προχθές στούς ἄδειους ναούς δείχνει πόσο λίγο πιστεύουμε στό Εὐαγγέλιο, καί πόσο ἀσυνεπεῖς εἴμαστε οἱ κληρικοί, πού στά κηρύγματά μας δέν ἐπικαιροποιοῦμε τό Εὐαγγέλιο, δέν τό ἐκσυγχρονίζουμε, ἄν βέβαια πιστεύουμε ὅτι «Ἰησοῦς Χριστός χθές καί σήμερον, ὁ αὐτός καί εἰς τούς αἰῶνας»2. Καί τό σπουδαιότερο· ἄν πέρα ἀπό τά λόγια καί τά κηρύγματα, ἐφαρμόζουμε τό Εὐαγγέλιο στήν πράξη, στήν καθημερινή πραγματικότητα, ὅπως ἔπραξαν στή ζωή τους οἱ Ἅγιοι, ὥστε ὀρθῶς νά λέγεται ὅτι οἱ Βίοι τῶν Ἁγίων εἶναι τό Εὐαγγέλιο στήν πράξη.

Μᾶς διηγήθηκε λοιπόν ὁ Εὐαγγελιστής Λουκᾶς, ὁ ἰατρός στό ἐπάγγελμα, ὅτι κάποια γυναίκα ἔπασχε ἀπό αἱμορραγία ἐπί δώδεκα χρόνια. Δέν τῆς ἔφταναν τά βάσανα καί ἡ ἐξασθένηση ἀπό τήν ἀρρώστια, ἀντιμετώπιζε ἐπί πλέον καί τήν ἀδυναμία τῆς ἰατρικῆς ἐπιστήμης, τῶν γιατρῶν τῆς ἐποχῆς, νά σταματήσουν τήν αἱμορραγία. Ξόδεψε ὅλη της τήν περιουσία τρέχοντας ἀπό γιατρό σέ γιατρό, ἀλλά κανείς δέν μπόρεσε νά τήν θεραπεύσει. Ἄκουσε ὅμως γιά τά πολλά καί μεγάλα θαύματα τοῦ Χριστοῦ, γι᾽ αὐτό καί ἔσπευσε κοντά του, ἄγγιξε τήν ἄκρη τοῦ ἐνδύματός Του, καί ἀμέσως σταμάτησε ἡ αἱμορραγία. Λέγει ἐπί λέξει ὁ ἰατρός Λουκᾶς: «Καί γυνή οὖσα ἐν ρύσει αἵματος ἀπό ἐτῶν δώδεκα, ἥτις ἰατροῖς προσαναλώσασα ὅλον τόν βίον οὐκ ἴσχυσεν ὑπ᾽ οὐδενός θεραπευθῆναι, προσελθοῦσα ὄπισθεν ἥψατο τοῦ κρασπέδου τοῦ ἱματίου αὐτοῦ, καί παραχρῆμα ἔστη ἡ ρύσις τοῦ αἵματος αὐτῆς»3. Ἐπί δώδεκα χρόνια ἀδυνατοῦσαν οἱ γιατροί νά σταματήσουν τήν αἱμορραγία. Καί σέ μία μόνο στιγμή ὁ παντοδύναμος Θεάνθρωπος Χριστός, ὁ Δημιουργός, πού ἔπλασε μέ τά ἴδια του τά χέρια τόν ἄνθρωπο καί γνωρίζει καλύτερα ἀπό κάθε γιατρό πῶς λειτουργοῦν ὅλα τά σωματικά ὄργανα καί μπορεῖ νά ἀποκαταστήσει, ὅταν ἀσθενοῦν, τήν κανονικότητα τῆς λειτουργίας των, αὐτοστιγμεί, «παραχρῆμα», σταμάτησε τήν αἱμορραγία. Ποιός γιατρός θά μποροῦσε νά ἐπιτελέσει τά θαύματα πού ἔκανε ὁ Χριστός, χωρίς ἰατρικά θεραπευτικά μέσα, χωρίς φάρμακα, ἐξετάσεις καί νοσοκομεῖα, ἀλλά μόνο μέ τόν παντοδύναμο λόγο Του καί τήν ἀνεξάντλητη, τήν ἀστείρευτη ἰαματική Χάρη Του; Ἐπανειλημμένως οἱ ἅγιοι εὐαγγελιστές ἀναφέρονται στό πλῆθος τῶν θεραπειῶν καί ἰάσεων πού ἐπιτελοῦσε καθημερινά ὁ Χριστός· μνημονεύουμε ἐλάχιστες μαρτυρίες κυρίως ἀπό τόν εὐαγγελιστή Λουκᾶ. Μετά τήν θεραπεία ἑνός λεπροῦ, πού τόν ἐθεράπευσε ἀμέσως ἀπό αὐτήν τήν λοίμωξη, ὅπως λέγει ὁ εὐαγγελιστής, «καί εὐθέως ἡ λέπρα ἀπῆλθεν ἀπ᾽ αὐτοῦ», ἀλλά καί τήν φήμη τῶν ἄλλων θαυμάτων του, «συνήρχοντο ὄχλοι πολλοί ἀκούειν καί θεραπεύεσθαι ὑπ᾽ αὐτοῦ ἀπό τῶν ἀσθενειῶν αὐτῶν»4. Λίγο πρίν μᾶς παραδώσει καί διδάξει τήν θεϊκή Ἐπί τοῦ Ὄρους Ὁμιλία Του, τόν ἀκολουθοῦσε «πλῆθος πολύ τοῦ λαοῦ ἀπό πάσης τῆς Ἰουδαίας καί Ἱερουσαλήμ καί τῆς παραλίου Τύρου καί Σιδῶνος, οἵ ἦλθον ἀκοῦσαι αὐτοῦ καί ἰαθῆναι ἀπό τῶν νόσων αὐτῶν, καί οἱ ὀχλούμενοι ἀπό πνευμάτων ἀκαθάρτων καί ἐθεραπεύοντο· καί πᾶς ὁ ὄχλος ἐζήτει ἅπτεσθαι αὐτοῦ ὅτι δύναμις παρ᾽ αὐτοῦ ἐξήρχετο καί ἰᾶτο πάντας»5. Στούς μαθητές τοῦ Ἰωάννη τοῦ Προδρόμου πού ἦλθαν μέ ἐντολή του νά τόν ἐρωτήσουν ἄν εἶναι ὁ προσδοκώμενος Μεσσίας ἀπήντησε: «Πορευθέντες ἀπαγγείλατε Ἰωάννῃ ἅ εἴδετε καί ἠκούσατε· τυφλοί ἀναβλέπουσι καί χωλοί περιπατοῦσι, λεπροί καθαρίζονται, κωφοί ἀκούουσι καί νεκροί ἐγείρονται, πτωχοί εὐαγγελίζονται· καί μακάριός ἐστιν ὅς ἐάν μή σκανδαλισθῇ ἐν ἐμοί»6. Λίγο ἐνωρίτερα εἶχε ἀναστήσει τόν υἱό τῆς χήρας στήν πόλη Ναΐν καί προκάλεσε τόν θαυμασμό ὅλων, πού ἔλεγαν ὅτι ὁ Θεός ἐπισκέφθηκε τό λαό του λέγοντες «ὅτι προφήτης μέγας ἐγήγερται καί ὅτι ἐπεσκέψατο ὁ Θεός τόν λαόν αὐτοῦ»7. Τό ἴδιο θαυμασμό προκάλεσε καί ἡ θεραπεία τοῦ παραλυτικοῦ στήν Καπερναούμ, ὁ ὁποῖος μετά τό θαυματουργικό θεϊκό πρόσταγμα τοῦ Χριστοῦ «ἔγειρε καί ἆρον τόν κράββατόν σου καί ὕπαγε εἰς τόν οἶκον σου, ἠγέρθη εὐθέως καί ἄρας τόν κράββατον ἐξῆλθεν ἐναντίον πάντων, ὥστε ἐξίστασθαι πάντας καί δοξάζειν τόν Θεόν λέγοντες ὅτι οὐδέποτε οὕτως εἴδομεν»8.

Μέ τήν ἐνανθρώπηση λοιπόν τοῦ Θεοῦ στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ ἡ ἀδυναμία τῶν γιατρῶν νά θεραπεύουν ὅλες τίς ἀσθένειες ξεπερνιέται ἀπό τήν παντοδύναμη ἰαματική Χάρη τοῦ Χριστοῦ, πού εἶναι ὁ μόνος ἀληθινός ἰατρός τῶν ψυχῶν καί τῶν σωμάτων. Οἱ ἄπιστοι καί ἄθεοι ἰατροί, ἐνῶ ὁμολογοῦν καί παραδέχονται τήν ἀδυναμία τους, δέν συνιστοῦν στούς ἀπελπισμένους ἀσθενεῖς νά καταφύγουν στόν πιό εἰδικό ἀπό αὐτούς ἰατρό, στόν παντογνώστη Χριστό, καί τούς ἐγκλωβίζουν στούς κατά τή γνώμη τους εἰδικούς, ἀναγκάζοντάς τους νά ξοδέψουν τίς περιουσίες τους, ὅπως ἡ αἱμορροούσα γυναίκα τοῦ Εὐαγγελίου.

3. Συνεχίζουν οἱ Ἅγιοι νά θαυματουργοῦν. Θεραπευτήρια νοσημάτων οἱ ναοί.

Αὐτήν τήν ὑπεριατρική ἰαματική Χάρη ἐχάρισε ὁ Χριστός στούς Ἀποστόλους καί στούς διαδόχους των, ἐπισκόπους καί ἱερεῖς. Δέν χρειάζεται νά παραθέσουμε τό πλῆθος τῶν σχετικῶν ἁγιογραφικῶν μαρτυριῶν οὔτε τήν ἐπιβεβαίωση αὐτῆς τῆς θαυματουργικῆς ἐνεργείας τῶν θαυματουργῶν ἰαματικῶν Ἁγίων. Εἶναι γεμᾶτα τά συναξάρια ἀπό ἀναρίθμητα θαύματα πού ἐπιτελοῦν οἱ Ἅγιοι μέχρι τῶν ἡμερῶν μας. Ὅταν λοιπόν διαβάζει κανείς ἤ ἀκούει τό Εὐαγγέλιο καί γνωρίζει τήν θαυματουργική ἐνέργεια πολλῶν Ἁγίων, καί μάλιστα σέ περιπτώσεις λοιμώξεων, ὅπως αὐτή τοῦ Κορωνοϊοῦ, λυπᾶται, πικραίνεται γιά τόν συναινετικό τρόπο μέ τόν ὁποῖο ἀντιμετώπισε ἡ Διοικοῦσα Ἐκκλησία τά ὑγειονομικά μέτρα τῆς Πολιτείας, πού ἔφθασαν μέχρι τήν ἀσέβεια καί τήν βλασφημία τοῦ κλεισίματος τῶν ναῶν, τῆς ὑβριστικῆς συκοφάντησης τοῦ μυστηρίου τῆς Θείας Εὐχαριστίας, τῆς μασκοφορίας μέσα στούς ναούς, τῆς τήρησης ἀποστάσεων, τῆς μή προσκύνησης τῶν ἱερῶν εἰκόνων καί τῶν λειψάνων καί ὅλων τῶν ἄλλων χριστομαχικῶν, ἐκκλησιομαχικῶν θεσπισμάτων. Σέ προηγούμενα δημοσιεύματά μας παρουσιάσαμε πῶς οἱ δύο πολιοῦχοι τῆς Θεσσαλονίκης, ὁ μεγαλομάρτυς Ἅγιος Δημήτριος καί ὁ κήρυκας τῆς Χάριτος Ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς, θαυματουργικά σταμάτησαν λοιμώξεις τῆς ἐποχῆς τους9. Ὁ ναός τοῦ Ἁγίου Δημητρίου κατάμεστος τότε, ἀπό ἀσθενεῖς, ὁ ἕνας πάνω στόν ἄλλο, συνωστισμένοι ἔγινε νοσοκομεῖο καί θεραπευτήριο γιά ὅσους προλάβαιναν νά εἰσέλθουν. Τώρα κλειστός ὁ ναός, καί τίς ἐλάχιστες φορές πού ἄνοιξε μασκοφορεμένοι οἱ ἐκκλησιαζόμενοι καί ἀρνητές ἔτσι τῆς ἰαματικῆς Χάρης τοῦ Ἁγίου. Πῶς κατήντησε ἔτσι ἡ ἁγιοτόκος καί ἁγιοφύλακτη Θεσσαλονίκη; Πῶς νά μή σκεφθεῖ κανείς μέ ἐκκλησιαστικό φρόνημα, καί ὄχι ὀρθολογιστικό καί κοσμικό, ὅτι ἡ τελευταία ἔξαρση τῶν κρουσμάτων τῆς λοίμωξης στήν Θεσσαλονίκη ὀφείλεται εἰς τό ὅτι ἐφέτος γιά πρώτη φορά δέν τιμήσαμε πανηγυρικά, ὅπως κάθε χρόνο τόν Ἅγιο, μέ ἐλεύθερη τήν προσέλευση τῶν πιστῶν, χωρίς μάσκες, οἱ ὁποῖες ἀμφισβητοῦν τήν Χάρη τοῦ Ἁγίου, μέ λιτάνευση τῆς ἱερᾶς εἰκόνος τοῦ Ἁγίου καί αὐτῆς τῆς Θεοτόκου, γιά νά ἀπολυμανθεῖ τό νοσογόνο περιβάλλον τῆς πόλης, καί νά ἀποδιώξει τόν ἰό ὁ θαυματουργός Ἅγιος; Φαίνεται πώς ὁ Ἅγιος ἀπέσυρε τήν Χάρη καί τήν εὐλογία του, γιά νά μᾶς θεραπεύσει πνευματικά. Ἔχει ἀπόλυτο δίκαιο ὁ ἀγαπητός ἐν Χριστῷ ἀδελφός καί συλλειτουργός π. Φώτιος Βεζύνιας, ὁ ὁποῖος ἀναφέρεται σέ ὅσα λέγει τό δοξαστικό τῶν Ἀποστίχων τοῦ Ἑσπερινοῦ τῆς ἑορτῆς τοῦ Ἁγίου Δημητρίου καί σχολιάζει: «Ποιόν κοροϊδεύουμε τελικά; Σέ ποιόν ὑπακοῦμε τελικά; Ποιά εἶναι ἡ Πίστις μας τελικά; Γιατί ἤ οἱ ἅγιοι ὑμνωδοί τῆς Ἐκκλησίας μας κάνουν λάθος καί λένε ψέματα… (μή γένοιτο) ἤ ἐμεῖς βιώνουμε πλάνη μέγιστη ἐντός τῆς Ἐκκλησίας. Ρωτᾶμε λοιπόν: Στό Δοξαστικό τῶν Ἀποστίχων ψέλνουμε· Ἔχει δέ καί τό πανέντιμον, καί ἀθλητικώτατόν σου σῶμα, τόν περίκλυτον τοῦτον ναόν ἐπί γῆς, ταμεῖον ἄσυλον θαυμάτων, νοσημάτων ἀλεξητήριον, ἔνθα προστρέχοντες, τάς ἰάσεις ἀρυόμεθα». Τελικά εἶναι ἀληθές; Εἶναι ὁ ναός τοῦ Ἁγίου Δημητρίου ταμεῖον ἄσυλον θαυμάτων, νοσημάτων ἀλεξητήριον, ἔνθα προστρέχοντες, τάς ἰάσεις ἀρυόμεθα; Ἄν ἡ ἀπάντηση εἶναι ΝΑΙ, τότε προς τί ὁ φόβος καί ἡ μασκοφορία; Ἄν ἡ ἀπάντηση εἶναι ΟΧΙ, τότε γιατί δέν ἀλλάζουμε τούς ὕμνους; Δέν πρέπει κάποια στιγμή νά ἀπαντήσουν οἱ «ἁρμόδιοι» εὐθέως στά παραπάνω ἐρωτήματα. Ἕως πότε θά μασκοφοροῦμε οὐσιαστικά καί μεταφορικά;»10.

Ἐπίλογος. Ψεκασμένοι ἀπό ἀντίχριστες ἰδεολογίες

Ἡ αἱμορροούσα γυναίκα τοῦ Εὐαγγελίου ἐπί δώδεκα χρόνια ἔτρεχε ἀπό γιατρό σέ γιατρό καί δέν εὕρισκε θεραπεία· σπαταλοῦσε ἀνώφελα τήν περιουσία της. Μεγάλα, ἀμύθητα χρηματικά ποσά ξοδεύονται καί τώρα γιά τήν παρασκευή ἐμβολίου ἤ φαρμάκων πού θά προλαβαίνουν ἤ θά θεραπεύουν τήν λοίμωξη τοῦ Κορωνοϊοῦ. Μακάρι νά ἐπιτύχουν οἱ προσπάθειες, ὑπό τήν προϋπόθεση ὅτι τά χορηγούμενα δέν θά ἀποβλέπουν σέ μή ἰατρικούς στόχους.

Οἱ Ὀρθόδοξοι πάντως πού ἀποτελοῦμε τήν Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία μέ κεφαλή τόν ἀρχηγό τῆς Πίστεως, τόν Κύριο ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστό, τόν παντοδύναμο καί παντογνώστη Πλάστη καί Δημιουργό, ἔπρεπε στήν ἀντιμετώπιση τῆς λοίμωξης νά ἀποτελέσουμε παράδειγμα γιά τούς ἀλλοθρήσκους καί ἑτεροδόξους, ἀντί νά τούς ἀκολουθοῦμε ἀμφισβητώντας τό Εὐαγγέλιο καί τήν Πατερική Παράδοση. Ἡ κυβέρνηση πού γιά λόγους ψηφοθηρικούς στήν συνταγματική ἀναθεώρηση δέν μετέτρεψε τήν Ἑλλάδα σέ οὐδετερόθρησκο κοσμικό κράτος καί ἄφησε ἄθικτα τά ἄρθρα τοῦ Συντάγματος καί τήν ἐπικεφαλίδα πού συνιστοῦν τυπικά ἕνα χριστιανικό κράτος, στήν πράξη μέ τόν Κορωνοϊό ἀποδεικνύει ὅτι οἱ ἡγέτες της εἰναι ἄπιστοι καί ἄθρησκοι, ψεκασμένοι ἀπό ἀντίχριστες μασονικές ἰδεολογίες, καί γι᾽ αὐτό μέ ἀπενεργοποιημένη τήν Χάρη τοῦ Ἁγίου Βαπτίσματος, μέ τό ὁποῖο ἔγιναν μέλη τῆς Ἐκκλησίας. Διαφορετικά θά ἐπίστευαν ὅτι, ὅταν οἱ εἰδικοί ἰατροί ἀδυνατοῦν νά θεραπεύσουν, τότε ἐπεμβαίνει ὁ κατ᾽ ἐξοχήν εἰδικός θεραπευτής ψυχῶν καί σωμάτων, ὁ Πλάστης καί Δημιουργός. Καί μαζί μέ τούς ἀνύπαρκτους καί κατ᾽ ὄνομα μόνο ποιμένες θά ἄφηναν τούς πιστούς νά κατακλύσουν τούς ναούς καί νά παρακαλέσουν μέ ἀνοικτά καί ἀκάλυπτα πρόσωπα τούς Ἁγίους νά ἐξαφανίσουν τόν Κορωνοϊό, πού σπέρνει τόν τρόμο καί τήν ἀπειλή τοῦ θανάτου. Ἄν ἡ αἱμορροούσα, μόνο πού ἄγγιξε τό ἔνδυμα τοῦ Χριστοῦ, θεραπεύθηκε, τώρα πού μέ τήν Θεία Εὐχαριστία παίρνουμε μέσα μας τόν ἴδιο τόν Χριστό φοβόμαστε μήπως ἀρρωστήσουμε; Καί ὅπως ὅλος ὁ λαός κατά τήν ἐπί γῆς παρουσία τοῦ Χριστοῦ προσπαθοῦσε νά τόν ἀγγίξει, νά τόν πιάσει, «ἐζήτει ἅπτεσθαι αὐτοῦ», διότι ἐπήγαζε ἀπό αὐτόν ἰαματική δύναμη πού ἐθεράπευε ὅλους, «ὅτι δύναμις παρ᾽ αὐτοῦ ἐξήρχετο καί ἰᾶτο πάντας», ἔτσι καί τώρα ἀπό τίς εἰκόνες, ἀπό τά λείψανα καί ὅλα τά ἱερά καί τά θεῖα ἐξέρχεται ἰαματική καί θεραπευτική δύναμη.

Γέμισε ὁ κόσμος ἀπό τά θαύματα τοῦ Ἁγίου Νεκταρίου, τοῦ ἁγίου τοῦ 20οῦ αἰῶνος, τόν ὁποῖο γιορτάσαμε αὐτές τίς ἡμέρες. Καί ὅπως ὁ ὑμνογράφος τοῦ Ἁγίου Δημητρίου λέγει γιά τόν ναό τοῦ Ἁγίου στήν Θεσσαλονίκη, ἔτσι καί ὁ νέος ὑμνογράφος, ὅσιος γέροντας Γεράσιμος Μικραγιαννανίτης, στό Δοξαστικό τῶν Ἀποστίχων τοῦ Ἑσπερινοῦ, γράφει γιά τόν Ἅγιο Νεκτάριο: «Ἔχει δέ καί ἡ νῆσος Αἰγίνης, τά χαριτόβρυτά σου λείψανα, πλοῦτον θεόσδοτον, καί ἰατρεῖον ἄμισθον παντοίων ἀρρωστημάτων καί πάσης θλίψεως· ἐν αὐτοῖς γάρ προστρέχοντες πανταχόθεν οἱ πάσχοντες, τάς ἰάσεις κομίζονται…». Ὅσοι ἀκολουθοῦμε τό Εὐαγγέλιο καί τούς Ἁγίους δέν τρομοκρατούμαστε ἀπό τούς ἰούς καί τίς ἀσθένειες, διότι πιστεύουμε στόν παντοδύναμο Θεό, ὁ ὁποῖος εἶναι ὁ Κύριος τῆς ζωῆς καί τοῦ θανάτου. Οὔτε φοβόμαστε τόν θάνατο, ἀλλά προετοιμαζόμαστε, ὥστε ὅταν ἔλθει, νά ἀποτελέσει, ὅπως λέγει ἡ εὐχή τῆς γονυκλισίας τῆς Ἁγίας Πεντηκοστῆς, μετάστασή μας, μετακόμισή μας, ἀπό τά κοσμικά καί γήϊνα στά ὑπερκόσμια καί ὑπερουράνια, «ἀπό τῶν λυπηροτέρων ἐπί τά χρηστότερα καί θυμηδέστερα, καί ἀνάπαυσις καί χαρά»11. Τά ὅρια τῆς ζωῆς μας τά ὁρίζει ὁ Θεός καί ὄχι ὁ Κορωνοϊός.

  • 1. Λουκᾶ 8, 41-56.
  • 2. Ἑβρ. 13, 8.
  • 3. Λουκᾶ 8, 43-44.
  • 4. Αὐτόθι 5, 12-15.
  • 5. Αὐτόθι 6, 17-19.
  • 6. Αὐτόθι 7, 18-22.
  • 7. Αὐτόθι 7, 16-17.
  • 8. Μάρκ. 2, 10-12.
  • 9. Πρωτοπρεσβύτερος Θεοδωρος Ζησης, «Ἡ Λῆμνος σώθηκε ἀπό λοιμική νόσο μέ προσευχές τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ», Θεοδρομία 22 (2020) 154-161, καί στό Διαδίκτυο. Ἐπίσης Του αυτου, «Ὁ Ἅγιος Δημήτριος σώζει τήν Θεσσαλονίκη ἀπό λοίμωξη χειρότερη τοῦ Κορωνοϊοῦ», στό Διαδίκτυο καί σέ ἑπόμενο τεῦχος τῆς Θεοδρομίας.
  • 10. Ἱστοσελίδα «Σάλπισμα Ζωῆς», Κυριακή 25 Ὀκτωβρίου 2020.
  • 11. Ἀρχή εὐχῆς: «Ὁ Θεός ὁ μέγας καί αἰώνιος…».

Επιτρέπεται οι Λαϊκοί να αναμειγνύονται στα θέματα της Πίστεως ελέγχοντας ακόμη και επισκόπους;

 


“Είναι σαφές το δικαίωμα ή μάλλον η υποχρέωση των πιστών για την υπεράσπιση της Πίστεως”

Επιμέλεια σύνταξης: katanixi.gr

Αναδημοσιεύουμε από το Ιστολόγιο Κατάνυξη.


Επιτρέπεται οι Λαϊκοί να αναμειγνύονται στα θέματα της Πίστεως ελέγχοντας ακόμη και επισκόπους;

Εισαγωγή

       Μπορούν οι λαΐκοί, τα μέλη της Εκκλησίας που δεν έχουν την Ιερωσύνη, να ασχολούνται με θέματα Πίστεως; Δύνανται οι λαΐκοί, παρ’ όλο που δεν έχουν κανένα αξίωμα μυστηριακής διακονίας στην Εκκλησία, να ελέγξουν Επισκόπους, όταν εκείνοι παρεκτρέπονται από την αλήθεια; Είναι δικαιολογημένοι όσοι πίσω από τους Ιερείς και τους Πνευματικούς τους Πατέρες τηρούν στάση αδιαφορίας, όταν παραχαράσσονται το κήρυγμα και η Πίστη της Εκκλησίας, επειδή παρομοίως και οι Προεστώτες και Πνευματικοί τους Πατέρες, «αφού έπαθαν κάτι ανθρώπινο» δεν μαρτυρούν και δεν ομολογούν την αλήθεια της Ορθοδοξίας;

1) Η Θεολογία μάς είναι απαραίτητη για να προχωρήσουμε στην ορθοπραξία

           Ό,τι είναι απαραίτητο για τη σωτηρία μας, έχει παραδοθεί στην Εκκλησία από τους θεωμένους διδασκάλους Της, δηλαδή τους αγίους Προφήτες, Πατριάρχες, Αποστόλους και Πατέρες και ευρίσκεται στην Αγία Γραφή, στις αποφάσεις των Οικουμενικών Συνόδων περί των δογμάτων («Όροι») και περί του βίου («ιεροί Κανόνες»), και στα έργα των Αγίων Πατέρων, ώστε να είναι εύληπτο και κατανοητό από τον απλό πιστό, με σκοπό από την Ορθοδοξία να περάσει στην ορθοπραξία, αποφεύγοντας το σκόπελο των αιρέσεων. Οι αιρέσεις μέσω της αλλοιωμένης πίστεως (αιρετικής πλάνης) καταστρέφουν την ορθοπραξία και απομακρύνουν «οντολογικώς» από το Σώμα του Χριστού, διότι αποκόπτονται από την ενότητα της Εκκλησίας περί τον Επίσκοπο και τη Θεία Ευχαριστία.

           Σύμφωνα με μία από τις «αρχές» της ορθής θεολογίας, η ορθόδοξη θεολογία δεν είναι φιλοσοφικό σύστημα, είναι προσπάθεια για τη σωτηρία και τη θέωση. Στις θεολογικές διαμάχες αυτό που ενδιαφέρει τους Πατέρες δεν είναι η νίκη επί του αντιπάλου, αλλά το να μη θιγεί η δυνατότητα της θεώσεως και της σωτηρίας1.

           Τα δογματικά και θεολογικά έργα των Αγίων Πατέρων σε μεγάλο βαθμό απευθύνονται σε λαϊκούς, στους απλούς πιστούς, με σκοπό να τους μυήσουν βαθύτερα στην πίστη και πράξη της Εκκλησίας και να τους προφυλάξουν από τις αιρέσεις. Αυτό δεν το υπενθυμίζει σχεδόν κανείς σήμερα, διότι το θεολογικό – δογματικό κήρυγμα έχει εν πολλοίς εκλείψει.

 (Για τις συνέπειες της αιρέσεως στη πνευματική ζωή των ανθρώπων θα γράψουμε ξεχωριστά σε άλλη ενότητα).

2)Το «ασφαλώς θεολογείν» δεν είναι μεν για όλους, αλλά το «φιλοσόφως θεολογείν» και το «ομολογείν» την αποδεδειγμένη Θεολογία της Εκκλησίας, είναι για όλους τους ευλαβείς.

α. Η Θεολογία

           Είναι αλήθεια, ότι οι Άγιοι Πατέρες θεωρούν τη Θεολογία ως κάτι πολύ βαθύ και συνάμα υψηλό και τονίζουν ότι η ενασχολήση με αυτήν αρμόζει μόνον σε όσους έχουν προοδεύσει στην κατά Θεόν ζωή,  και ευρίσκονται σε κατάσταση τουλάχιστον «καθάρσεως» από τα πάθη, αν όχι στα ανώτερα στάδια του «φωτισμού» και της «θεώσεως», καθώς λέγει ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος: «Δεν είναι για τον καθένα, αγαπητοί, το να φιλοσοφή περί Θεού, δεν είναι για τον καθένα· δεν είναι το πράγμα αυτό τόσο φθηνό και όσων πορεύονται στα χαμηλά» αλλά είναι για όσους «έχουν εξετασθή και περάσει στη θεωρία [δηλ. στη θέα του Θεού] και είναι κεκαθαρμένοι στην ψυχή και το σώμα ή τουλάχιστον καθαίρονται» 2.

           Η ενασχόληση κατ’ εξοχήν των Επισκόπων και λοιπών Κληρικών με τη Θεολογία, νοείται υπό την έννοια, ότι οι Κληρικοί πληρούν περισσότερο τις προϋποθέσεις για να φθάσουν στο στάδιο του φωτισμού και της θεώσεως, επειδή είναι επίλεκτοι, χάρις στην καθαρή τους ζωή. Οι Ιεροί Κανόνες καθορίζουν την ευθύνη πρωτίστως των Αρχιερέων για την ενασχόληση με τα δόγματα.

           Όμως αυτό δεν σημαίνει, ότι οι Κληρικοί αποτελούν χωριστό σώμα εκτός του Σώματος του Χριστού, της Εκκλησίας, στην Οποία ενώνονται οργανικώς με όλους τους πιστούς. Δια τούτο και έχει επισημανθεί, ότι «οι συνήθως λοιπόν φερόμενοι όροι “επίσημος Εκκλησία”, “διοικούσα Εκκλησία”, “διδάσκουσα Εκκλησία”, χρησιμοποιούνται κατά συνθήκη και καταχρηστικώς, ενώ από δογματική άποψη με βάση την ακρίβεια παρουσιάζονται ως αδόκιμοι»3.

           Ενώ, λοιπόν, η κατ’ εξοχήν Θεολογία ανήκει σε όσους ενώθηκαν με τον Θεό δια της θεώσεως και της ελλάμψεως του ακτίστου φωτός, ωστόσο, σύμφωνα με την διδασκαλία των  Αγίων Πατέρων «ημπορούμε και οι άλλοι να θεολογούμε, αλλά σε άλλα, κατώτερα στάδια, κυρίως όμως με το να ακολουθούμε τους αληθείς θεολόγους»4. Ασφαλής οδός είναι η εμπιστοσύνη σε όσα μας απεκάλυψε το Άγιον Πνεύμα δια των Αγίων. Γράφει δια τούτο ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, ότι μπορούν να θεολογούν και αυτοί που δεν είναι άγιοι, και μάλιστα μπορούν να θεολογούν με βεβαιότητα, «όχι ακολουθώντας στοχασμούς, αλλά θεόλεκτα λόγια [δηλ. τα λόγια που ελέχθησαν από το Θεό]5 ».

           Λοιπόν, βάσει της διδασκαλίας του Αγίου Παλαμά και των προγενεστέρων Αγίων, των οποίων τη διδασκαλία αυτός συνοψίζει, υπάρχουν τρία είδη θεολογίας:

           (α) η ασφαλής και μυστική θεολογία όσων έφθασαν σε θεοπτία (θέα  Θεού) οι οποίοι ομιλούν από προσωπική εμπειρία και κοινωνία με τον Θεόν,

         (β) η φιλόσοφος θεολογία, όσων δεν έχουν μεν προσωπική εμπειρία θεοπτίας, αλλά με ταπείνωση δέχονται τις εμπειρίες και θεοπτίες των θεοπτών και θεολογούν σύμφωνα με αυτές και

           (γ) η καινή (καινούργια-καινοτόμος) θεολογία των θρασέων θεολόγων, όσων θεολογούν διαλεκτικώς με βάση τις δικές τους φιλοσοφικές αρχές και απορρίπτουν τις εμπειρίες των Αγίων6.

            Η μέση οδός, της φιλοσόφου θεολογίας, βάσει των δογμάτων της Εκκλησίας μας, βασίζεται στον «αποδεικτικό συλλογισμό». Επειδή δια των Αγίων Πατέρων (Προφητών, Αποστόλων, Ομολογητών, Ιεραρχών κ.λπ.) έχουμε διδαχθή από το Άγιον Πνεύμα τις δογματικές αλήθειες, δια τούτο είμαστε βέβαιοι με αποδείξεις για το τί πιστεύει η Εκκλησία και δεν περιπίπτουμε σε «διαλεκτικό συλλογισμό» η αγνωστικισμό (ότι δηλ. μπορούμε δήθεν να συλλογιζόμαστε διαλεκτικά για τα θεία πράγματα, ή ότι δεν μπορούμε να προσκομίσουμε βέβαιες θέσεις και αποδείξεις γι’ αυτά). Τούτο ήταν και ένα βασικό σημείο της αντιπαραθέσεως του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά προς τον φιλοσοφούντα ψευδο-μοναχό, ανθρωπιστή και αγνωστικιστή Βαρλαάμ τον Καλαβρό.

           Ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς υπεστήριξε ότι δεν είναι δυνατόν να εφαρμόσουμε στη θεολογία τον διαλεκτικό συλλογισμό, ο οποίος πραγματεύεται σχετικώς με το «νομιζόμενο και πιθανό και που εκ φύσεως άλλοτε είναι αλλιώς και άλλοτε αλλιώς, και άλλοτε υπάρχει, αλλά άλλοτε δεν υπάρχει, και κάποτε είναι αληθές, και κάποτε δεν είναι». Αυτό έπρατταν οι Έλληνες φιλόσοφοι στους οποίους η θεολογία κατήντησε πιθανολογία. Αντιθέτως, ο αποδεικτικός συλλογισμός, ο οποίος πραγματεύεται  «για το αναγκαίο, και εκείνο που πάντοτε υπάρχει και πάντα είναι αληθινό και πάντοτε είναι το ίδιο», είναι απαραίτητος στα θεολογικά προβλήματα, αλλά και αποτελεσματικός, διότι υπάρχουν πλευρές του θεολογικού προβλήματος που επιδέχονται απόδειξη. Η απόδειξη στηρίζεται αφ’ ενός στις αποκαλυμμένες από τον Θεό «αυτόπιστες αρχές», αφ’ ετέρου στις «κοινές έννοιες» και τα «αξιώματα»7.

           Συνεπώς, ως Ορθόδοξοι μπορούμε πάντοτε να προσάγουμε «αποδείξεις» για την καθολική αλήθεια περί Θεού, ανθρώπου και κόσμου, αν όχι βάσει της (ίσως ανύπαρκτης) προσωπικής μας μεθέξεως στον Θεόν, αλλά βάσει (α) της θεολογικής διδασκαλίας των Αγίων μας, οι οποίοι ήλθαν σε ένωση με τον Θεόν και (β) της κοινής λογικής, η οποία εφαρμόζει τις διδασκαλίες αυτές στα νέα προβλήματα που ανακύπτουν.

β. Η ομολογία

           Όπως θα δούμε και παρακάτω σε ιστορικά συμβάντα, όταν κινδυνεύει η Πίστη, τότε η υπεράσπιση της Ορθοδοξίας, η «ομολογία» της αληθείας από τους ορθοδόξους πιστούς, δεν είναι θέμα φιλοσοφήσεως ή συζητήσεως, κατά τον «διαλεκτικό συλλογισμό» που προαναφέραμε, αλλά είναι θέμα εμμονής στη θεολογία που έχει απ’ αρχής παραδοθεί από την Εκκλησία στους πιστούς, ως θεολογία αλάθητη. Στην εμμονή αυτή, την ομολογία, δεν υπάρχουν διαβαθμίσεις προϊσταμένων και υφισταμένων, κληρικών και λαϊκών.

           Ο Άγιος Θεόδωρος ο Στουδίτης είναι κατηγορηματικός: «Είναι εντολή Κυρίου να μη σιωπά κάποιος σε περίσταση που κινδυνεύει η Πίστη. Διότι λέγει “Λάλει και μη σιωπήσης” [Πράξ. 18, 9]. Και “Εάν υποχωρήση δεν ευδοκεί η ψυχή μου σ’ αυτόν” [Εβρ. 10,38]. Kαί “Αν αυτοί σιωπήσουν, οι λίθοι θα κράξουν” [Λουκ. 19, 40]. Ώστε όταν πρόκειται περί πίστεως, δεν είναι δυνατόν να πη κανείς “Εγώ ποιός είμαι; ” 8.

            Και αλλού γράφει: «Kατά τον καιρό τούτο που διώκεται ο Χριστός μέσω της Εικόνος του, οφείλει κάποιος να αγωνίζεται, όχι μόνον αν είναι υπέρτερος στο αξίωμα και τη γνώση, ομιλώντας και διδάσκοντας τον λόγον της Ορθοδοξίας, αλλά κι αν ακόμη ευρίσκεται σε θέση μαθητού, έχει χρέος να φανερώνει με θάρρος την αλήθεια και να ομιλή με ελευθερία. Δεν είναι λόγος εμού του αμαρτωλού, αλλά του θείου Χρυσοστόμου μαζί με άλλους Πατέρας»9.

    Ας ιδούμε, λοιπόν μόνον μερικά από τα πολλά ιστορικά συμβάντα για την προάσπιση της Ορθοδοξίας από λαϊκούς.  

3) Ιστορικές μαρτυρίες για την ενασχόληση του λαού της Εκκλησίας με τα θέματα Πίστεως

α. Ο Ευσέβιος, που μεταγενεστέρως έγινεν Επίσκοπος του Δορυλαίου

            Ένας εκ των πρώτων που αντέδρασαν κατά του αιρετικού Πατριάρχου Νεστορίου, ο λαΐκός άνθρωπος Ευσέβιος, μετέπειτα επίσκοπος Δορυλαίου, δικαιώθηκε τελικώς από την Εκκλησία κατά την καταδίκην του Νεστορίου. Ο Ευσέβιος (όντας λαϊκός) είχεν αντιδράσει αμέσως (το 429), αντικρούοντας τον αιρετικό Πατριάρχη εντός της Εκκλησίας. Σύμφωνα με τον Άγιο Κύριλλο,«Επειδή αυτός [ο Νεστόριος] στη μέση της Εκκλησίας παρουσίαζε καινούργιες και βέβηλες διδασκαλίες, κάποιος άνδρας από τους πολύ επιεικείς, και όντας ακόμη μεταξύ των λαϊκών, αλλά έχοντας συγκεντρώσει μέσα του θαυμαστή παιδεία, κινημένος από θερμό και φιλόθεο ζήλο, φωνάζοντας εντόνως είπεν, ότι ο Ίδιος ο προαιώνιος Λόγος υπέμεινε και δεύτερη γέννηση, δηλαδή, κατά την ανθρώπινη φύση, και από γυναίκα· και ενώ στα πλήθη γινόταν θόρυβος γι΄ αυτά και οι μεν περισσότεροι και συνετοί τον ετιμούσαν με μεγάλους επαίνους, ως ευσεβή και συνετώτατο και γνώστην της ορθότητος των δογμάτων, ενώ οι άλλοι ήταν λυσσασμένοι εναντίον του, αυτός [ο Νεστόριος] διακόπτει και αμέσως αποδέχεται εκείνους τους οποίους και κατέστρεψε με τη διδασκαλία του, στρέφει δε την γλώσσα του εναντίον εκείνου [του Ευσεβίου], που  δεν ανέχθηκε τα λόγια του, αλλά και εναντίον των Αγίων Πατέρων, οι οποίοι μας θεσμοθέτησαν τον ευσεβή Όρο της Πίστεως, την οποίαν έχομεν ως άγκυρα της ψυχής ασφαλή και βεβαία, καθώς έχει γραφή [ Εβρ. 6, 19]»10.

            Αμέσως μετά ο Ευσέβιος τοιχοκόλλησε στο Ναό της Αγίας Σοφίας και διέδωσε δημόσιο γραπτό λίβελλο – έλεγχο της αιρέσεως του Πατριάρχη με την παρακίνηση: «Ορκίζω στην Αγίαν Τριάδα αυτόν που λαμβάνει αυτό το χαρτί, να το παρουσιάση σε επισκόπους, πρεσβυτέρους, διακόνους, αναγνώστες, λαϊκούς που κατοικούν την Κωνσταντινούπολι, κι ακόμη να τούς δώση και αντίγραφο, προς έλεγχο του αιρετικού Νεστορίου, ότι είναι ομόφρων του Παύλου του Σαμοσατέως που αναθεματίσθηκε πριν από εκατόν εξήκοντα έτη από τους ορθοδόξους Πατέρες Επισκόπους. Και αυτά που λέχθηκαν και από τις δύο πλευρές έχουν ως εξής…»11.

           Αργότερα, ο ίδιος αυτός Ευσέβιος, ως Επίσκοπος πλέον του Δορυλαίου, πρωτοστάτησε μαζί με τον Άγιον Φλαβιανόν Πατριάρχην ΚΠόλεως και στην αντιμετώπιση του αιρεσιάρχη Ευτυχούς, ο οποίος πρώτος εισήγαγε τον μονοφυσιτισμό, και μαζί με τον Άγιον Φλαβιανόν υπέστη διωγμούς μετά τη μονοφυσιτική και ληστρική σύνοδο της Εφέσου (449 μ.Χ.). Γράφει σχετικώς ο Θεοφάνης ο Ομολογητής και Χρονογράφος: «ο προαναφερθείς Ευσέβιος ο σχολαστικός, που πρώτος αντιμετώπισε τον Νεστόριο, αφού προήχθη στην Επισκοπή του Δορυλαίου, συζητώντας με τον Ευτυχή τον Αρχιμανδρίτη σχετικώς με την πίστη, τον ευρήκε να μη φρονή ορθώς. Και αφού τον παρεκάλεσε πολύ και τον παρήνεσε, δεν μπόρεσε να τον ωφελήση. Τότε ο Ευσέβιος ανέφερε τα σχετικά με αυτόν στον Επίσκοπο Φλαβιανό» 12 κ.λπ.

β. Λαϊκοί που ομολόγησαν και εδιώχθησαν από τον αιρεσιάρχη Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Νεστόριο.

           Από επιστολή του Πάπα Ρώμης Κελεστίνου προς τον Νεστόριο πληροφορούμαστε, ότι πολλοί Κωνσταντινουπολίτες, οι οποίοι -όπως είπαμε-αντέδρασαν στην αίρεση του Πατριάρχη τους Νεστορίου, υπέστησαν διωγμούς και ακοινωνησία από τον αιρετικό Πατριάρχη. Γράφει ο Πάπας προς τον αιρεσιάρχη Πατριάρχη Νεστόριο: «Ακούω, ότι οι κληρικοί εκείνοι που φρονούν όπως η Καθολική [Ορθόδοξος] Εκκλησία, με τους οποίους εμείς κοινωνούμε, υπομένουν βία μεγίστη, τόσον ώστε να λέγεται ότι έχουν αποκλεισθή και έξω από την Πόλη. Χαίρομεν, διότι εκέρδισαν το έπαθλο της ομολογίας, αλλά λυπούμεθα που ο διώκτης είναι Επίσκοπος. Ο μακάριος απόστολος Παύλος από διώκτης μετηλλάγη σε κήρυκα· τώρα είναι μέγιστο ασέβημα από κήρυκα να μεταλλαγή κανείς σε διώκτη»13.

            Μετά από τοπική Σύνοδο της Αλεξανδρείας όπου καταδικάστηκε η καινοφανής διδασκαλία του Νεστορίου ως αίρεση (430 μ.Χ.), ο Άγιος Κύριλλος έγραψε γράμμα στους απλούς πιστούς της ΚΠόλεως, ενθαρρύνοντάς τους να απόσχουν από την κοινωνία με τον Νεστόριο, αν αυτός δεν μετανοήσει· εκείνους που αυτός (ο Νεστόριος) είχε αποκόψει από την κοινωνία μαζί του, ο Άγιος Κύριλλος τους θεωρούσε ως κανονικώς ευρισκομένους σε κοινωνία με την Εκκλησία. Γράφει ο Άγιος σε επιστολή του στους Κωνσταντινουπολίτες «διατηρήστε τους εαυτούς σας ασπίλους και αμώμους, μήτε κοινωνώντας με τον προαναφερόμενο, μήτε προσέχοντάς τον ως διδάσκαλον, αν παραμείνη λύκος αντί ποιμένος και προτιμήση και μετά από αυτήν μας την υπόμνησι να φρονή τα διεστραμμένα. Εμείς δε κοινωνούμε με τους κληρικούς ή λαϊκούς οι οποίοι χάριν της ορθής Πίστεως χωρίσθηκαν ή καθαιρέθηκαν από αυτόν, και δεν επικυρώνουμε την άδικη ψήφο εκείνου, αλλά μάλλον επαινούμε τους πάσχοντας, λέγοντας προς αυτούς εκείνο “εάν ονειδίζεσθε εν Κυρίω, είσθε μακάριοι, διότι το Πνεύμα της δυνάμεως και του Θεού έχει αναπαυθή πάνω σας” [Α΄ Πέτρου 4, 14]»14.

γ. Ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός

            Ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, ων ακόμη αξιωματούχος στο Χαλιφάτο της Δαμασκού, και ενώ είχε εκσπάσει η εικονομαχία στην ΚΠολη, έγραψε περί το 730 μ.Χ. λόγους κατά της Εικονομαχίας, οι οποίοι έκαναν πολλή ζημία στην αίρεση. Καθώς λέγει ο Βίος του, αφού ο άγιος Ιωάννης επλήσθη με ζήλο, ως ο Προφήτης Ηλίας, «στους Ορθοδόξους εκείνους που τον εγνώριζαν αποστέλλει λόγους σε μορφή επιστολών υπέρ της προσκυνήσεως των σεβασμίων Εικόνων, αποδεικνύοντας στο έπακρο, με πολλή σοφία, ότι είναι απαραίτητη η προσκύνηση των θείων εκτυπωμάτων [Εικόνων]. Και παρήγγειλε σε εκείνους να λέγουν τα παρόμοια και προς άλλους και να δείχνουν τις επιστολές του. Και με όλους τους τρόπους έσπευδε ο νέος αθλητής της αληθείας, σαν μέσω κάποιου κύκλου, να κυκλοφορούν οι επιστολές του από χέρι σε χέρι στους πιστούς, και να δυναμώνη η Ορθοδοξία». Έτσι εξυφάνθηκε από τον αιρετικό Αυτοκράτορα της ΚΠόλεως Λέοντα Γ’ συκοφαντία κατά του Αγίου Ιωάνου με αποτέλεσμα ο Ιωάννης να τιμωρηθή αδίκως από τον Χαλίφη, ως επίδοξος στασιαστής και επίβουλος της αραβικής κυριαρχίας και να του αποκοπή η δεξιά χείρα. Μετά τη θαυματουργό θεραπεία του από την ιερά Εικόνα της Παναγίας ο Άγιος εγκατέλειψε τη θέση του και εμόνασε στη Μονή του Αγίου Σάββα στα Ιεροσόλυμα15.

δ. Οι Δέκα Μάρτυρες της Χαλκής Πύλης εναντίον της Εικονομαχίας, εορταζόμενοι στις 9  Αυγούστου.

          Το Συναξάριον της 9ης Αυγούστου, μνημονεύει την εορτή των Αγίων Δέκα Μαρτύρων, οι οποίοι υπέστησαν Μαρτύριον χάριν της Εικόνος του Σωτήρος Χριστού της τοποθετημένης στην Χαλκή Πύλη της Κωνσταντινουπόλεως. Οι εννέα πρώτοι από τους δέκα αυτούς Αγίους, Ιουλιανόν, Μαρκιανόν, Ιωάννην, Ιάκωβον, Αλέξιον, Δημήτριον, Φώτιον, Πέτρον, Λεόντιον και Μαρίαν την Πατρικίαν, έλαβαν μέρος στην αντίστασι που το πλήθος εκδήλωσε εναντίον του Στρατού, όταν ένας αξιωματικός (σπαθάριος) προσπάθησε να κατεβάσει την ιερά Εικόνα του Χριστού από την Χαλκή Πύλη, επί Λέοντος Γ΄ του Ισαύρου το έτος 730 μ.Χ. μετά την υπογραφή εικονομαχικού διατάγματος16. Μετά από οκτώ μήνες φυλάκιση και φρικτές βασάνους οι Άγιοι εκτελέστηκαν χάριν της Ορθοδοξίας μαζί με την αγία Μαρία την Πατρικία17.

4) Οι ιεροί Κανόνες  επιτρέπουν και ενθαρρύνουν  την αντίδραση των λαϊκών σε αιρετικούς (ψευδο)-ποιμένες

           Το πλέον εύλαλο κείμενο για το δικαίωμα προασπίσεως της Πίστεως από τους πιστούς, ακόμη και εναντίον των Επισκόπων, όταν οι Επίσκοποι μέσω της αιρέσεως αποκαλύπτονται ως «ψευδ-επίσκοποι» και «ψευδο-ποιμένες», αποτελεί ο περιώνυμος 15ος ιερός Κανόνας της Πρωτοδευτέρας Συνόδου (Α΄ Φωτιανής) του έτους 861 μ.Χ. η οποία Σύνοδος θεωρείται ισόκυρος με τις Οικουμενικές Συνόδους. Ο ιερός αυτός Κανών, αφού επισημάνει πώς πρέπει οι Χριστιανοί να αντιδρούν σε ενδεχόμενες παρεκτροπές του Επισκόπου της περιοχής τους, τελειώνει με την εξής διευκρίνηση: «Όποιοι λόγω κάποιας αιρέσεως κατηγορημένης από τις Άγιες Συνόδους ή τους Πατέρες χωρίζουν τους εαυτούς τους από τον Πρόεδρο (της Εκκλησίας, τον Επίσκοπο), δηλαδή όταν εκείνος κηρύττη δημοσίως την αίρεσι και τη διδάσκει στην Εκκλησία «με γυμνήν την κεφαλήν», αυτοί όχι μόνον δεν υπόκεινται σε κανονικά επιτίμια προ συνοδικής διαγνώμης, επειδή αποτειχίζουν τον εαυτό τους από την κοινωνία προς τον καλούμενον Επίσκοπο, αλλά θα αξιωθούν και της αρμοζούσης τιμής από τους Ορθοδόξους. Διότι κατηγόρησαν όχι Επισκόπους, αλλά ψευδ-επισκόπους και ψευδο-διδασκάλους, και δεν κατακομμάτιασαν την ένωσι της Εκκλησίας με σχίσμα, αλλά εμερίμνησαν να ελευθερώσουν την Εκκλησίαν από σχίσματα και διαμερισμούς» 18.          

Υπάρχουν και άλλοι σχετικοί Κανόνες και ερμηνείες κανονολόγων (θα τους δούμε σε ειδική ενότητα).

5) Η επιβεβαίωση της Πίστεως του Επισκόπου από τους λαϊκούς

           Πολύ ορθώς επισημαίνει ο πολύς θεολόγος Πρωτοπρεσβύτερος π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ, ότι ναί μεν ο Επίσκοπος δεν διδάσκει την Πίστη βάσει εξουσιοδοτήσεως και υποδείξεων του ποιμνίου του, δηλ. του πιστού λαού, αλλά ούτε πάλι μπορεί να λέγει ο,τιδήποτε θέλει, διότι «μέσα στην Εκκλησία, «προσωπικές γνώμες» δεν πρέπει ούτε και μπορεί να υπάρχουν»19Λοιπόν ο Επίσκοπος καλείται και περιορίζεται στο να εκφράσει την δια των αιώνων καθολική εμπειρία της Εκκλησίας. Αν δεν έχη «συσσωματωθεί» εν Αγίω Πνεύματι σ’ αυτήν την εμπειρία, πράγμα που φαίνεται και στη διδασκαλία του, Ιδού, θα υποστή πρεπόντως και δικαίως την αντίδραση του Ποιμνίου. Πώς έχουν ακριβώς τα λόγια του π. Γ. Φλωρόφσκυ: «… ο επίσκοπος πρέπει ν΄ αγκαλιάση μέσα του όλη του την Εκκλησία· πρέπει να εκδηλώση, να φανερώση την εμπειρία και την πίστι της. Δεν πρέπει να ομιλή αφ’ εαυτού αλλά εν ονόματι της Εκκλησίας, «ex consensu ecclesiae». […] Την πλήρη ικανότητα να διδάσκη δεν την έχει λάβει ο επίσκοπος από το ποίμνιό του, αλλά από το Χριστό, μέσω της Αποστολικής διαδοχής. Αλλ’ η πλήρης αυτή ικανότης, που έχει δοθή σ’ αυτόν, είναι ικανότης του να φέρη τη μαρτυρία της καθολικής εμπειρίας της Εκκλησίας. Περιορίζεται από την εμπειρία αυτήν. Επομένως, σε ερωτήματα περί πίστεως, ο λαός πρέπει να κρίνη ανάλογα με τη διδασκαλία του. Το καθήκον της υπακοής παύει να ισχύη, όταν ο επίσκοπος ξεφεύγη από το καθολικό πρότυπο, οπότε ο λαός έχει το δικαίωμα να τον κατηγορήση ακόμη και να τον καθαιρέση»20.

           Για το λόγο τούτο η απάντηση των Πατριαρχών της Ανατολής στον Πάπα Πίο τον 9ο, το 1848, διεκήρυξε τη σημασία του ρόλου των λαϊκών στην διατήρηση της Πίστεως της Εκκλησίας: «σε μας, ούτε Πατριάρχες, ούτε Σύνοδοι μπόρεσαν ποτέ να εισαγάγουν νέα [δόγματα και έθη], διότι ο υπερασπιστής της θρησκείας είναι το ίδιο το σώμα της Εκκλησίας, δηλαδή ο ίδιος ο λαός, ο οποίος θέλει το θρήσκευμά του αιωνίως αμετάβλητο και ομοειδές με αυτό των πατέρων του»21.

           Ερμηνεύοντας αυτή την απάντηση των Ορθοδόξων Πατριαρχών προς τον Πάπα Πίο Θ΄ το 1848, όπου επισημαίνεται ο ρόλος των λαϊκών στη διαφύλαξη της πίστεως, ο π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ παρατηρεί «Το όλο σώμα της Εκκλησίας έχει το δικαίωμα να επαληθεύη, η, για να είμαστε περισσότερο ακριβείς, το δικαίωμα, και όχι μόνο το δικαίωμα, αλλά το καθήκον της «επιβεβαιώσεως». Μ’ αυτήν την έννοια οι Πατριάρχες της Ανατολής έγραφαν στη γνωστή Εγκύκλιο επιστολή του 1848 ότι «ο λαός ο ίδιος από μόνος του υπήρξεν ο υπερασπιστής της θρησκείας»»22.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

α. Έπαινος μιας ομολογητρίας από τον Άγιο Θεόδωρο τον Στουδίτη.

          Κατά την διάρκεια της εικονομαχίας ανεδείχθησαν μάρτυρες και ομολογητές της Πίστεως μεταξύ των ορθοδόξων λαϊκών. Ο Άγιος Θεόδωρος ο Στουδίτης, γράφοντας επιστολή στη διωκομένη αξιωματούχο (Πατρικία) Ειρήνη, την παρηγορεί και την ενθαρρύνει με τα εξής λόγια:

        «Ποιός δεν γνωρίζει από τους ομολογητές ότι και συ συν-ομολόγησες; Πού δεν ακούστηκε, ότι υπάρχει και μια συγκλητική μεταξύ των μαρτύρων; Σε εθαύμασαν τα τάγματα των Μοναχών και σε επήνεσαν οι συνάξεις των λαϊκών. Αλλά, τί αξία τάχα έχουν αυτά; Τα ίδια τα τάγματα των αγγέλων και των αγίων ευφράνθηκαν χάρις εις σε. Και μη νομίσης, ότι είναι κολακεία τα λόγια μου. Βλέπε, μάρτυς Χριστού, πόσον έχεις τιμηθή, πόσον έχεις υψωθή: σύγκρινέ  μου πηλό και χρυσό: τόσο πιο μεγάλο και πολύ περισσότερον είναι από το επίγειο αξίωμα που εγκατέλειψες, το επουράνιο αξίωμα που σού δωρήθηκε τώρα από τον Θεόν, δηλαδή το να αποκαλείσαι μάρτυς του Χριστού, ομολογητής της αληθείας».

           «Δια τούτο σού υπενθυμίζω να μη ξεφύγης καθόλου από την ένστασι, συ που έχεις στηριχθή πάνω στην ασάλευτη πέτρα της Ορθοδοξίας, μήτε να γίνης ευκολο-πτόητη και διχόγνωμη, εξ αιτίας των πτώσεων [στην αίρεσι] είτε λαϊκών είτε μοναστών και όσων νομίζουν ότι είναι κάτι, η γενικώς οποιουδήποτε άλλου. Αυτοί είναι ψευδάδελφοι, ψευδαπόστολοι, που έχουν μόρφωσιν  ευσεβείας, αλλά έχουν αρνηθή τη δύναμί της [Β΄Τιμ. 3, 5]. Πολλοί δοκησίσοφοι και «αρχιεροφανείς» [φαινομενικοί αρχιερείς] και «αγιόδοκοι» [φαινομενικοί άγιοι] νικήθηκαν  στις παλαιές γενεές· αντιθέτως, έλαμψαν ως φωστήρες εν τω κόσμω [Φιλιπ. 2, 15] ολίγοι και αληθινοί σοφοί, οι οποίοι διαβιούν με φόβο Θεού, επειδή αρχή σοφίας είναι το να βοβήται κάποιος τον Κύριο [Ψαλμ. 110, 10], μολονότι δεν έχουν θεωρηθή και σπουδαίοι, επειδή ο άνθρωπος βλέπει στο πρόσωπο, αλλά ο Θεός στην καρδιά»23.

β. Η αγωνιστική ομολογία των λαϊκών μέσα στους διωγμούς από τους αιρετικούς ελέγχει και κατακρίνει την απραξία πολλών Μοναχών

           Πολλά θα μπορούσε κανείς να πεί και εδώ. Εμείς εκλέγουμε μόνο κάτι ενδεικτικό από τον Άγιο Θεόδωρο το Στουδίτη, προς τον φίλο του Ηγούμενο Θεόφιλο σχετικά με τη «μοιχειανική αίρεση», δηλ. την εκκλησιαστική ανοχή προς τον παράνομο (μοιχικό) γάμο του Βασιλέως Κωνσταντίνου ΣΤ΄ και την μετά ταύτα συνοδική αθώωση του («μοιχοζεύκτου») Ηγουμένου Ιωσήφ που ετέλεσε τον παράνομο (μοιχικό) γάμο.

       «Επειδή λοιπόν εξήλθε με Σύνοδο εις το εμφανές η αιρετική ασέβεια, πρέπει και η ευλάβειά σου μαζί με όλους τους Ορθοδόξους να εκφράζεται με θάρρος, με το να μη κοινωνή με τους κακοδόξους, μήτε να μνημονεύη κανένα από αυτούς που παρευρέθησαν στη μοιχοσύνοδο ή ομοφρονούν με αυτήν. Και βεβαίως είναι δίκαιον, όσιε πάτερ, αφού είσαι σε όλα θεόφιλος, όπως δηλώνει και το όνομά σου, να αγαπάς τον Θεόν και σ’ αυτό. Διότι ο Χρυσόστομος με έντονη και εκτενή  φωνή εχαρακτήρισε ως εχθρούς του Θεού, όχι μόνον τους αιρετικούς, αλλά και όσους κοινωνούν μ’ αυτούς. Και εάν η δική σου σταθερότης δεν διασφαλισθή, ποιός λοιπόν θα σωθή; Και αυτός που με τη δύναμι του Θεού ωμολόγησε με παρρησία σαν άγιος πλήν ολοκληρωθή η αίρεσι, εάν τώρα, μετά την αίρεσι υποχωρήση, πώς κάποιος άλλος θα τολμήσει να πη «γρύ»;  

«Και εάν το μοναχικόν τάγμα δεν θα τα θεωρήση όλα σκύβαλα [σκουπίδια], εννοώ τα μοναστήρια και όλα τα γύρω από αυτά, πώς ο λαϊκός θα καταφρονήση την γυναίκα, τα τέκνα και τα λοιπά;» 24.

           Είναι σαφές το δικαίωμα ή μάλλον η υποχρέωση των πιστών για την υπεράσπιση της Πίστεως. Σε άλλη ενότητα, Θεού θέλοντος, θα διαπραγματευθούμε και το θέμα της συμβολής των Μοναχών στα θέματα Πίστεως.


ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ

  • 1. Πρβλ. Πρωτοπρεσβ. Θεοδώρου Ζήση, Επόμενοι τοις Θείοις Πατράσι-Αρχές και κριτήρια της Πατερικής Θεολογίας, Πατερικά 1, εκδ. Βρυέννιος, Θεσσαλονίκη 1997, σελ. 44.
  • 2.  Λόγος 27, Θεολογικός 1, 3, PG 36, 13ε. (μεταγλώττιση).
  • 3. Π. Ν. Τρεμπέλα, Δογματική, τόμ. Β΄,  εκδ. «Σωτήρ», Αθήναι 2003, σελ. 376 (μεταγλώττιση).
  • 4. Πρωτοπρεσβ. Θεοδώρου Ζήση, ένθ’ ανωτ., σελ. 43.
  • 5. Λόγος αποδεικτικός δεύτερος 18 και 28, εκδ. Π. Χρήστου τόμ. 1, 94. 103.
  • 6. Αρχιμανδριτου Γεωργίου, Ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς διδάσκαλος της θεώσεως, εκδ. Ι.Μ. Γρηγορίου, Άγιον Όρος 2000, σελ. 54.
  • 7. Μοναχου Θεοκλήτου Διονυσιάτου, Ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, εκδ. Σπηλιώτη, Θεσσαλονίκη (α.χ.), σελ. 61.
  • 8. Επιστολή (81) Παντολέοντι Λογοθέτη,  PG 99, 1321Α.Β (μεταγλώττιση).
  • 9. Επιστολή (2) Μονάζουσι, PG 99, 1120Β (μεταγλώττιση).
  • 10. Πεντάβιβλος Αντίρρησις κατά των Νεστορίου δυσφημιών 1, 5, PG 76, 41ε. (μεταγλώττιση).
  • 11. ACO Ι, 1, 1, 101 (μεταγλώττιση).
  • 12. Θεοφάνους, Χρονογραφία Α.Μ. 5940PG 108, 260B.261Β (μεταγλώττιση).
  • 13. Επιστολή Κελεστίνου Νεστορίω ACO 1,1,1,81 (μεταγλώττιση).
  • 14. ACO Ι, 1, 1, 113-114 (μεταγλώττιση).
  • 15. Ολόκληρος ο Βίος εν Ιωαννου Πατριαρχου Ιεροσολυμων, Βίος του Οσίου Πατρός ημών Ιωάννου του Δαμασκηνού, PG 94, 429-489. Το συγκεκριμένο περιστατικό, από την παράγραφο ΙΔ΄ (PG 94, 449Β) και εξής.
  • 16. Βλ. Ιω. Φειδά, Εκκλησιαστική Ιστορία, τόμ. Α΄, Αθήναι 1994, σελ. 774.
  • 17. Μηναίον του Αυγούστου, εν Εκκλησιαστική Βιβλιοθήκη «ΦΩΣ», εκδ. «ΦΩΣ», Αθήναι 19702, σελ. 101.
  • 18. Αγαπίου  Ιερομονάχου και Νικοδημου Μοναχου, Πηδάλιον της νοητής νηός της Μιας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας, σελ. 292 (μετγαλώττιση).
  • 19. π. ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΦΛΩΡΟΦΣΚΥ, Θέματα Ορθοδόξου Θεολογίας, εκδ. «Άρτος Ζωής», Αθήναι 1973, σελ. 208.
  • 20. Αυτόθι,σελ. 207.208.
  • 21. (§17), εν ΙΩ. ΚΑΡΜΙΡΗ, Τα Δογματικά και Συμβολικά Μνημεία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, τόμ. Β΄, εν Αθήναις 1953, σελ. 920.
  • 22. π. ΓΕΩΡΓΙΟΥ  ΦΛΩΡΟΦΣΚΥ, ένθ’ ανωτ., σελ. 207.
  • 23. Επιστολή (156) Ειρήνη Πατρικία, εν Theodori Studitae Epistulae, τόμ. Β΄,  εκδ. De Gruyter, Corpus Fontium Historiae Byzantinae, Series Berolinensis 31, Berlin 1992, σελ. 276.277 (μεταγλώττιση).
  • 24. Επιστολή (39) Θεοφίλω Ηγουμένω, PG 99, 1049Α.Β (μεταγλώττιση).