Ο θάνατος τών νηπίων και η σωτηρία τους-Γιατί ο Θεός το επιτρέπει;-Του Αγίου Γρηγορίου Νύσσης.
09
Ιαν
Πολλοί
αναρωτιούνται για το λόγο που ο Θεός επιτρέπει το θάνατο νηπίων, καθώς
είναι τόσο αθώα για να υποστούν κάτι τέτοιο τόσο πρόωρα! Και τέτοιες
απορίες είναι λογικές όταν έχουμε προσηλωμένο το βλέμμα μας στον παρόντα
αιώνα ΜΟΝΟ. Αν όμως πάψουμε να βλέπουμε τα πράγματα τόσο υλιστικά, και
αναλογιστούμε ότι ο θάνατος δεν είναι το τέλος, αλλά ένα μόνο στάδιο
στην αιώνια πορεία τών αθανάτων ψυχών μας, όλες σχεδόν οι απορίες
λύνονται…
Τα παρακάτω, αποτελούν απόσπασμα από το βιβλίο: «Η Ζωή μετά τον Θάνατο» του Σεβ. Ι. Βλάχου, σελ. 101 – 116.
Το
θέμα αυτό, όπως το ανέπτυξε o Άγιος Γρηγόριος Νύσσης και όπως θα το
παρουσιάσουμε στην συνέχεια, έχει σχέση με τον θάνατο και τον χωρισμό
της ψυχής από το σώμα, γιατί, αφ’ ενός μεν θα συγκεφαλαίωση τις βασικές
θέσεις της διδασκαλίας των Πατέρων για τον χωρισμό τής ψυχής από το
σώμα, αφετέρου δε, θα τονιστούν μερικές άλλες ενδιαφέρουσες πλευρές που
μας απασχολούν.
Η μικρή
πραγματεία του αγίου Γρηγορίου Νύσσης με τίτλο «περί των νηπίων προ
ώρας αφαρπαζομένων», δηλαδή για τα νήπια τα όποια αρπάζονται πρόωρα
από την ζωή, πριν γευθούν την ζωή, για την οποία γεννήθηκαν, προοριζόταν
για τον Κυβερνήτη τής Καππαδοκίας Ιέριο, o όποιος έθεσε το ερώτημα «τι
χρη γινώσκειν περί των προ ώρας αφαρπαζομένων, εφ’ ων μικρού δειν η
γένεσις τω θανάτω συναπτεται». Ο Ιέριος ρωτούσε τον άγιο Γρηγόριο Νύσσης
τι πρέπει να γνωρίζουμε για όσους φεύγουν πολύ νωρίς από την ζωή,
στους οποίους συνάπτεται o θάνατος με την γέννηση τους [Βλ. Γρηγορίου
Νύσσης έργα, 8 ΕΠΕ, σελ. 438 και έξης].
Αρχίζοντας
o Άγιος Γρηγόριος Νύσσης την διαπραγμάτευση αυτού του θέματος,
βρίσκει την ευκαιρία να επαινέσει με ωραίους λόγους τον άρχοντα, που
τον αποκαλεί «άριστο» και «τιμία κεφαλή». Πέραν από του να είναι
εκφράσεις ευγενείας και προσηγορίας, φαίνεται από την εισαγωγή του
έργου ότι o Κυβερνήτης της Καππαδοκίας είχε πολλά προσόντα και
χαρίσματα, αφού διακρινόταν για την αδιαφορία του προς την υλική
περιουσία, αλλά και για το ενδιαφέρον του για τις ψυχές των ανθρώπων,
που τις είχε στο θησαυροφυλάκιο της αγάπης. Δηλαδή, και αγαπούσε τον
λαό, αλλά και δεν διακρινόταν για ιδιοτέλεια.
Επίσης,
από την εισαγωγή του κειμένου φαίνεται ότι τον καιρό εκείνο που
συνέγραψε την πραγματεία αυτή o Άγιος Γρηγόριος Νύσσης βρισκόταν σε
προχωρημένη ηλικία. Παρομοιάζει τον εαυτό του σαν το γέρικο άλογο, πού
μένει έξω από το στάδιο των αγωνισμάτων. Όμως δηλώνει ότι θα εντείνει
την προσοχή του για να ανταποκριθεί στην παράκληση του Κυβερνήτη.
Ο Ιέριος
μαζί με όλα τα άλλα χαρίσματα του είχε και το χάρισμα να ζητά να
πληροφορηθεί για τα έργα της θείας οικονομίας και ρωτούσε, γιατί του
ενός παρατείνεται η ζωή μέχρι τα γηρατειά και του άλλου τελειώνει μόλις
εισέρχεται στην ζωή.
Το
πρόβλημα στην πραγματικότητα είναι υπαρξιακό. o Άγιος Γρηγόριος το
θέτει πάρα πολύ ωραία. O άνθρωπος με την γέννηση του ήλθε στην ζωή,
ανάπνευσε τον αέρα, συνδέθηκε με το κλάμα, οι θρήνοι αποτέλεσαν την αρχή
της ζωής του, και πριν ακόμη στερεωθούν οι αρθρώσεις, τρυφερός καθώς
είναι, πεθαίνει είτε γιατί τον άφησαν έκθετο ως βρέφος, είτε γιατί
πνίγεται, είτε γιατί έπαυσε απότομα να ζει από κάποια ασθένεια. Μαζί
με αυτό το γεγονός τίθεται και το ερώτημα αν η “ψυχή του νηπίου θα
κριθεί από τον Κριτή όπως οι άλλοι άνθρωποι, αν θα λάβει ανταμοιβή,
δροσιζομένη με την δρόσο της ευλογίας ή αν θα κατακαεί με το καθάρσιο
πυρ. Και αυτός o προβληματισμός προκύπτει επειδή το νήπιο δεν έκανε
τίποτε στην ζωή του, ούτε κακό ούτε καλό. Γιατί όπου δεν υπάρχει δόση,
δεν υπάρχει και αντίδοση. Επομένως, επειδή στα νήπια δεν υπάρχει πράξη
και προαίρεση, γι’ αυτό δεν υπάρχει λόγος να κερδίσουν αυτό που
ελπίζουμε. Αν παρά ταύτα το νήπιο εισέλθει στην Βασιλεία του Θεού, τότε
βρίσκεται σε πλεονεκτικότερη θέση από εκείνους πού έζησαν και πόνεσαν
στην ζωή τους. Με ένα τέτοιο σκεπτικό είναι καλύτερα κανείς να μη ζει
πολύ.
Μετά
την τοποθέτηση των ερωτημάτων και του προβληματισμού προχωρεί
διεξοδικά στην απάντηση. Βέβαια, από την αρχή ομολογεί ότι αυτά τα
μεγάλα θέματα ανήκουν στις ανεξερεύνητες σκέψεις του Θεού, γι’ αυτό
αναφωνεί με τον Απόστολο: «Ω βάθος πλούτου και σοφίας και γνώσεως Θεού!
Ως ανεξερεύνητα τα κρίματα αυτού και ανεξιχνίαστοι αι οδοί αυτού. Τις
γαρ έγνω νουν Κυρίου;» (Α’ Κορ. 2/β΄ 1, 15). Ωστόσο όμως προχωρεί στην
διαπραγμάτευση, γιατί πιστεύει στην θεία Χάρη που φωτίζει όσους την
έχουν. Χωρίς να παρουσιάζει τις σκέψεις του ρητορικά, χρησιμοποιώντας
αντιθετικούς λόγους, προχωρεί στην διαπραγμάτευση του θέματος με μία
λογική σειρά.
Το πρώτο που
λέγει είναι ότι η ανθρώπινη φύση προέρχεται από τον Θεό. Άλλωστε, όλα
τα όντα έχουν την αιτία της προελεύσεως τους στον Θεό και όχι στον
εαυτό τους. Η άκτιστη φύση, που ανήκει στον Θεό, υπερβαίνει κάθε έννοια
διάστασης, δεν αυξάνεται ούτε μειώνεται και, βέβαια, υπερβαίνει κάθε
ορισμό. Αντίθετα, η κτιστή φύση έχει την τρεπτότητα, δηλαδή, αυξάνεται
και μειώνεται. Η ανθρώπινη φύση είναι σύνθετη, αφού αποτελείται από
ετερογενή στοιχεία, το νοερό και αισθητό, και είναι έμψυχο ομοίωμα της
θείας και υπερκείμενης δυνάμεως. Η νοερά φύση ανήκει στις αγγελικές και
ασώματες δυνάμεις, οι οποίες κατοικούν στον υπερκόσμιο χώρο, γιατί αυτός
o χώρος είναι o πιο κατάλληλος γι’; αυτήν την ασώματη φύση. Εδώ o Άγιος
Γρηγόριος κάνει λόγο για το σώμα των αγγέλων, που το ονομάζει «ουράνιο
σώμα λεπτόν τε και κούφον και αεικίνητον», γιατί η νοερά φύση είναι
λεπτή, καθαρά, αβαρής και ευκίνητη. “Αντίθετα, η αισθητή φύση δεν είναι
ανάλογη με την νοερά. Γι’ αυτό o Θεός, για να μην είναι η γη άμοιρη και
αποκληρωμένη από την νοερά φύση, δημιούργησε τον άνθρωπο, ώστε να
ενωθούν στην φύση του το νοερό και αισθητό. Με άλλα λόγια, o άνθρωπος
είναι περίληψη όλης της δημιουργίας, αφού αποτελείται από νοερό και
αισθητό.
Το δεύτερο είναι
ότι η δημιουργία του ανθρώπου αποβλέπει στο να δοξάζεται o Θεός μέσα
σε όλη την κτίση, διά της νοεράς φύσεως. Όπως το σώμα συντηρείται στην
ζωή με τις γήινες τροφές, ακριβώς γιατί είναι γήινο, έτσι υπάρχει και
μία νοητή ζωή διά της οποίας συντηρείται η φύση μας. Όπως η είσοδος και η
έξοδος της τροφής από το σώμα αφήνει μία δύναμη σε αυτό, έτσι και στο
νοερό δίνει ζωή η μετουσία του όντως όντος.
Επομένως,
η κατάλληλη ζωή στην νοερά φύση είναι η μετοχή του Θεού. Για κάθε
πράγμα υπάρχει το κατάλληλο όργανο. Το κατάλληλο όργανο για την απόλαυση
του φωτός είναι o οφθαλμός του ανθρώπου και όχι το δάκτυλο ή κάποιο
άλλο μέλος του ανθρωπίνου σώματος. Έτσι, η όραση του Θεού γίνεται με το
νοερό του ανθρώπου. Η ζωή, λοιπόν, είναι μετουσία και μέθεξη του Θεού.
Και, φυσικά, αυτή η μετουσία είναι η γνώση του Θεού,στον βαθμό που την χωρεί η ψυχή. Η άγνοια, βέβαια, του Θεού συνιστά την μη μετουσία του Θεού.
Η απομάκρυνση
από την ζωή αυτή είναι πτώση και άγνοια. Μετά την πτώση του ανθρώπου o
Θεός κατεργάζεται μέσα μας την θεραπεία του κακού. Κακό είναι να
απομακρυνθεί κανείς από τον Θεό και να μην έχει κοινωνία μαζί Του, ενώ
αντίθετα η θεραπεία αυτού του κακού είναι να επανέλθει πάλι στην ζωή
και να απόκτηση κοινωνία με τον Θεό. Αγαθό, λοιπόν, είναι η θεραπεία
του νοερού της ψυχής, και, φυσικά, όποιος δεν αποβλέπει στο μυστήριο
τού ευαγγελικού λόγου, αυτός αγνοεί τον τρόπο της θεραπείας.
Εκείνο
που σημειώνει εδώ o Άγιος Γρηγόριος Νύσσης, και νομίζω έχει μεγάλη
σημασία, είναι ότι το κατάλληλο όργανο για να κοινωνήσει κανείς με τον
Θεό είναι το νοερό της ψυχής. Δι’ αυτού μετέχει του Θεού και αποκτά την
γνώση Του, πού είναι ζωή για τον άνθρωπο. Επειδή, όμως, η πτώση είναι
αλλοτρίωση από την ζωή και ασθένεια του ανθρώπου, πού συνιστά και την
νέκρωση, γι’ αυτό απαιτείται θεραπεία του νοερού τής ψυχής, ώστε να δει
το Φως και να αποκτήσει μέθεξη Θεού.
Η ανθρώπινη
φύση πλάσθηκε από τον Θεό για να ελπίζει σε αυτήν την ζωή και προς
αυτήν φέρεται. Αυτός είναι, άλλωστε, o σκοπός τής δημιουργίας του
ανθρώπου, να ενωθεί με τον Θεό. Έτσι, η απόλαυση αυτής τής ζωής και η
εκπλήρωση του σκοπού του ανθρώπου, που είναι η θέωση, δεν είναι
αντίδοση και ανταμοιβή, αλλά φυσική κατάσταση. Καθώς επίσης η μη
μετουσία του Θεού δεν είναι τιμωρία, αλλά ασθένεια τής ψυχής του
ανθρώπου και όλης του τής υπάρξεως.
Χρησιμοποιεί
το παράδειγμα των οφθαλμών. Η δυνατότητα των οφθαλμών να βλέπουν δεν
είναι έπαθλο και βραβείο, αλλά φυσική κατάσταση του υγιούς οφθαλμού.
Καθώς επίσης η αδυναμία μετοχής στην όραση δεν είναι καταδίκη και καρπός
τιμωρίας, αλλά ασθένεια του ανθρώπου. Γι’ αυτόν τον λόγο η μακαρία ζωή
είναι συμφυής και οικεία «τοις κεκαθαρμένοις τα τής ψυχής αισθητήρια».
Όσοι, όμως, έχουν ακάθαρτους πνευματικά οφθαλμούς, έχουν άγνοια του
Θεού, δεν μετέχουν του Θεού και αυτό δεν είναι τιμωρία, αλλά φυσική
κατάσταση τής ασθενείας του νοερού τής ψυχής.
Το τρίτο σημείο
πού συνδέεται με τα προηγούμενα είναι ότι το προσδοκώμενο αγαθό είναι
οικείο κατά φύσιν στο ανθρώπινο γένος. Και, φυσικά, αυτή η απόλαυση,
κατά έναν τρόπο, λέγεται ανταπόδοση. Η απόλαυση αυτής τής ζωής δεν είναι
θέμα δικαιοσύνης, αλλά φυσική κατάσταση τής υγείας τής ψυχής. Αυτό
λέγεται από την τοποθέτηση του ερωτήματος πώς θα κριθεί ή σε ποιους
χώρους θα τοποθετηθεί το νήπιο, αφού δεν έκανε ούτε κακό ούτε καλό στην
ζωή του. Ο Άγιος Γρηγόριος Νύσσης λέγει ότι το πρόβλημα δεν τίθεται κατ’
αυτόν τον τρόπο, αφού δεν είναι υπόθεση δικαιοσύνης, αλλά φυσικής
καταστάσεως τής υγείας ή τής ασθενείας τής ανθρώπινης φύσεως.
Αυτό
μπορεί να κατανοηθεί με την χρήση ενός παραδείγματος. Αν υποτεθεί ότι
δύο άνθρωποι υπέστησαν μία ασθένεια των οφθαλμών, και o ένας υπομένει
την θεραπεία και όσα συνιστά η ιατρική επιστήμη, έστω κι αν είναι
ενοχλητικά, ενώ o άλλος, όχι μόνον δεν δέχεται καμιά συμβουλή από τον
γιατρό, αλλά και ζει ακρατώς, τότε o πρώτος, κατά φυσικό λόγο, θα
απολαύσει το φως του, ενώ o δεύτερος, κατά φυσικό λόγο, θα στερηθεί το
φως του.
Με
αυτό το παράδειγμα φαίνεται καθαρά ότι ή απόλαυση της ζωής εκείνης
είναι οικεία στην ανθρώπινη φύση, ενώ η νόσος της αγνοίας επικρατεί σε
όσους ζουν κατά σάρκα. Ο ένας, θεραπεύοντας και καθαρίζοντας τους
πνευματικούς του οφθαλμούς και ξεπλένοντας την άγνοια, που είναι ή
ακαθαρσία του διορατικού της ψυχής, επιτυγχάνει αυτήν την φυσική ζωή. Ο
άλλος, αφού αποφεύγει την κάθαρση και ζει με τις απατηλές ηδονές, κάνει
δυσθεράπευτη την νόσο, αποξενώνεται από το κατά φύσιν, βιώνει το παρά
φύσιν και γίνεται αμέτοχος της φυσικής αυτής ζωής που είναι η κοινωνία
με τον Θεό.
Εάν
αυτή είναι η φυσική πορεία και η φυσική κατάληξη του ανθρώπου, o
οποίος ανάλογα με τον τρόπο τής ζωής του ή θεραπεύεται ή ασθενεί κατά
τον οφθαλμό τής ψυχής, και βιώνει την ανάλογη ζωή, στο νήπιο γίνεται
κάπως διαφορετικά. Αφού δεν δέχθηκε από την αρχή την νόσο και δεν
χρειάζεται να καθαρθεί και να θεραπευθεί, ζει στο κατά φύσιν και γι’
αυτό, καθώς είναι άπειρο στο κακό, δεν εμποδίζεται από καμιά ψυχική
ασθένεια να απολαύσει την μετουσία του Φωτός.
Ή
διδασκαλία αυτή του αγίου Γρηγορίου Νύσσης μάς δίνει την ευκαιρία να
υπογραμμίσουμε εδώ ότι η ψυχή του ανθρώπου με την γέννηση του δεν είναι
ακάθαρτη, αλλά καθαρή. Ο άνθρωπος από την γέννησή του βιώνει τον
φωτισμό τού νοός. Γι’ αυτό βλέπουμε ότι και τα νήπια ακόμη μπορούν να
έχουν νοερά προσευχή, ανάλογα, βέβαια, με τις εικόνες και παραστάσεις
της ηλικίας τους. Ο άνθρωπος, όταν δημιουργείται, βρίσκεται στον φωτισμό
του νοός. Έχουμε
παρατηρήσει πολλές φορές ότι υπάρχουν νήπια τα όποια προσεύχονται,
ακόμη και στον ύπνο τους. Ένας αγιορείτης λέγει ότι, όταν μικρά παιδιά,
έχοντας εστραμμένη την προσοχή τους κάπου, γελάνε χωρίς λόγο, σημαίνει
ότι βλέπουν τον άγγελό τους. Αυτό πού γίνεται στην ζωή των αγίων, στους
οποίους είναι κατά πάντα φυσικό να συνυπάρχουν με τους αγγέλους, γίνεται
στα μικρά παιδιά.
Γι’
αυτό, η ορθόδοξη θεολογία δεν διδάσκει αυτό πού λέγει ή δυτική
θεολογία, ότι o άνθρωπος κληρονομεί την ενοχή του προπατορικού
αμαρτήματος. Γιατί πιστεύουμε ότι o άνθρωπος με την γέννηση του έχει
καθαρό νου, o νους του βρίσκεται στον φωτισμό, πού συνιστά το κατά
φύσιν. Η κληρονόμηση του προπατορικού αμαρτήματος, όπως λέγαμε σε άλλη
ενότητα, έγκειται στο ότι το σώμα κληρονομεί την φθαρτότητα και την
θνητότητα, η οποία με την πάροδο του χρόνου, και καθώς μεγαλώνει το
παιδί και αναπτύσσονται τα πάθη, σκοτίζει το νοερό της ψυχής.
Πραγματικά, τα αναπτυσσόμενα πάθη, πού συνδέονται με την φθαρτοτητα και
την θνητότητα, και o σκοτασμός του περιβάλλοντος σκοτίζουν το νοερό
της ψυχής των παιδιών.
Βέβαια,
υπάρχει το πρόβλημα τι γίνεται με το άγιο Βάπτισμα. Δηλαδή, αφού τα
νήπια έχουν καθαρό νου, o οποίος βρίσκεται στον φωτισμό, και το νήπιο
κάνει νοερά προσευχή, τότε γιατί τα βαπτίζουμε; Ή
απάντηση, όπως φαίνεται σε όλη την πατερική παράδοση, είναι ότι διά τού
αγίου Βαπτίσματος δεν απαλλασσόμαστε από την ενοχή του προπατορικού
αμαρτήματος, αλλά εκκεντριζόμαστε στο Σώμα του Χριστού, την Εκκλησία,
και αποκτούμε την δυνατότητα να νικήσουμε τον θάνατο. Έτσι νοιώθουμε
την βάπτιση των νηπίων. Τα βαπτίζουμε για να γίνουν μέλη της Εκκλησίας,
μέλη του Σώματος του Χριστού, ώστε να υπερβούν τον θάνατο, να
νικήσουν τους δερμάτινους χιτώνες, την φθορά και την θνητότητα. Καθώς,
δηλαδή, μεγαλώνουν, οπότε θα σκοτίζεται o νους τους από τα πάθη και
τον σκοτασμό του περιβάλλοντος, να έχουν την δυνατότητα να νικήσουν
τον θάνατο εν Χριστώ, να υπερβούν τα πάθη και να καθαρίσουν εκ νέου
το νοερό της ψυχής.
Αν
έτσι ενεργεί το βάπτισμα στα νήπια, σε αυτούς πού βαπτίζονται σε μεγάλη
ηλικία, με την προετοιμασία για το Βάπτισμα, καθαρίζεται η καρδιά από
τα πάθη και στην συνέχεια λαμβάνει με το άγιο Χρίσμα τον φωτισμό του
νοός. Πέρα από αυτά, με το άγιο Βάπτισμα εντάσσονται στην Εκκλησία και
αποκτούν την δυνατότητα, ενωμένοι με τον Χριστό και κοινωνούντες των
αχράντων μυστηρίων, να νικήσουν τον θάνατο και να φθάσουν στην
θέωση. Ο βαθύτερος σκοπός του βαπτίσματος τόσο στα νήπια όσο και στους
ενήλικες, είναι να φθάσουν στην θέωση, που επιτυγχάνεται μόνον εν
Χριστώ και εν τη Εκκλησία.
Επειδή
αυτό το σημείο είναι αρκετά κρίσιμο, γι’ αυτό θα μού επιτραπεί να
αναφέρω τον λόγο του αγίου Γρηγορίου Νύσσης, σχετικά με την καθαρότητα
της ψυχής των νηπίων: «Το δε απειρόκακον νήπιον μηδεμιάς νόσου των τής
ψυχής ομμάτων προς την του φωτός μετουσίαν επιπροσθούσης, εν τω κατά
φύσιν γίνεται, μη δεόμενον τής εκ του καθαρθήναι υγιείας, ότι μηδέ την
αρχήν την νόσον τη ψυχή παρεδέξατο». Ο νους του νηπίου είναι καθαρός,
δεν έχει ασθενήσει, διακρίνεται για την υγεία και την φυσική κατάσταση,
και γι’ αυτό δεν εμποδίζεται καθόλου προς την μετουσία του Θείου
Φωτός.
Πάντοτε
o Άγιος Γρηγόριος Νύσσης χρησιμοποιεί παραδείγματα από την παρούσα
ζωή για να εξηγήσει την ζωή πού αναμένουμε. Έτσι, λοιπόν, ισχυρίζεται
ότι υπάρχει μια αναλογία μεταξύ τού τρόπου τής παρούσης ζωής και του
τρόπου τής μελλούσης. Όπως τα νήπια καταρχάς θηλάζουν και τρέφονται με
το γάλα, στην συνέχεια όμως τρέφονται με άλλες τροφές, αφού η μια τροφή
διαδέχεται την άλλη, στον κατάλληλο καιρό, το ίδιο γίνεται και με την
ψυχή. Μετέχει τής ζωής με την ανάλογη κάθε φορά τάξη και ακολουθία. Αυτό
το λέγει o Απόστολος Παύλος, o οποίος στην αρχή πότιζε τους Κορινθίους
με γάλα, έπειτα σε όσους συμπλήρωσαν το μέτρο τής νοητής ηλικίας,
έδινε στερεά τροφή.
Υπάρχει
μια διαφορά μεταξύ του νηπίου και του ωρίμου ανδρός στο τι ευχαριστεί
τον καθένα. Ο άνδρας ευχαριστείται από τις επιχειρήσεις που κάνει, από
την κοινή αναγνώριση, από τα δώρα και τις τιμές των άλλων, από την
οικογενειακή ζωή, από τις διασκεδάσεις, τα θεάματα, το κυνήγι, κ.λ.π.
ενώ το νήπιο ευχαριστείται από το γάλα, την αγκαλιά τής παραμάνας, το
ήρεμο λίκνισμα, πού φέρει τον γλυκό ύπνο.
Το
ίδιο συμβαίνει και στην πνευματική ηλικία, εν σχέσει με τα πνευματικά
αγαθά. Όσοι ανάθρεψαν τις ψυχές τους από αυτήν την ζωή με τις αρετές,
κατά την μέλλουσα ζωή θα απολαύσουν την θεία τρυφή, ανάλογα με την έξη
πού απέκτησαν από αυτήν την ζωή. Η ψυχή, όμως, πού δεν έχει γευθεί την
αρετή, αλλά ούτε νοσεί και κατά την κακία, μπορεί και αυτή να μετέχει
του αγαθού, σε βαθμό πού μπορεί να χωρέσει τα αιώνια αγαθά, δυναμουμένη
από την θεωρία του όντος.
Έτσι
τα νήπια, καίτοι είναι άπειρα στην κακία, εν τούτοις θα μετέχουν της
θείας γνώσεως, του Θείου Φωτός, δυναμούμενα από την θεωρία τού Θεού,
από την Θεία Του Χάρη, Και, φυσικά, με την θεωρία τού Θεού θα προχωρούν
προς την τελειότερη γνώση. Άλλωστε, o Θεός εμφανίζεται σε όλους
«τοσούτον εαυτόν διδούς, όσον το υποκείμενον δέχεται».
Η σκέψη
του αγίου Γρηγορίου Νύσσης είναι ότι η ψυχή από την φύση της φέρεται
προς το αγαθό, προς την μετουσία του Θείου Φωτός. Ο άνθρωπος, ανάλογα με
την δεκτικότητα του, δέχεται την Θεία Χάρη και τον θείο πλουτισμό. Αυτό
είναι ανεξάρτητο από την σωματική ηλικία που βρίσκεται o άνθρωπος
και από την πληθώρα ή την ανυπαρξία των αρετών. Μέσα σε αυτήν την
προοπτική πρέπει κανείς να βλέπει την μελλοντική κατάσταση του
ανθρώπου και όχι να συγκρίνει τον βίο της αρετής ενός ωρίμου ανθρώπου με
τον βίο του νηπίου και αώρου ανθρώπου. Εκείνος πού επιχειρεί
μια τέτοια σύγκριση «άωρος o τοιούτος έστι», δηλαδή είναι o ίδιος
ανώριμος, γιατί δείχνει ότι δεν έχει θεολογικά επιχειρήματα.
Το τέταρτο σημείο
πού αναλύει o Άγιος Γρηγόριος είναι το, γιατί o Θεός επιτρέπει να
πεθάνει το νήπιο σε τέτοια ηλικία. Αφού προηγουμένως ανέλυσε ότι για
την μετουσία του Θείου Φωτός δεν παίζουν μεγάλο ρόλο τα χρόνια πού θα
ζήσουμε στην ζωή, στην συνέχεια αναπτύσσει γιατί o Θεός επιτρέπει την
σύντομη έξοδο από την ζωή αυτή. Απαντώντας αυτό ερώτημα αυτό λέγει ότι
δεν μπορεί κανείς να ενοχοποίηση τον Θεό στις περιπτώσεις πού
γυναίκες φονεύουν τα παιδιά πού γεννούν, λόγω παράνομης κυήσεως. Τις
περιπτώσεις όμως πού τα νήπια φεύγουν από τον κόσμο αυτό από κάποια
ασθένεια, καίτοι εκδηλώθηκε η φροντίδα και οι προσευχές των γονέων,
πρέπει να τις δούμε μέσα στην Πρόνοια του Θεού. Γιατί τέλεια πρόνοια
είναι εκείνη που δεν θεραπεύει απλώς τα πάθη πού έχουν συμβεί, αλλά
προστατεύει τον άνθρωπο να μη γευθεί και εκείνα που πρόκειται να
γίνουν στο μέλλον. Όποιος γνωρίζει το μέλλον, όπως συμβαίνει με τον Θεό,
είναι φυσικό να εμποδίζει το νήπιο να αυξηθεί σε ηλικία, ώστε να μην
ολοκληρωθεί στο κακό.
Έτσι
στις τελευταίες περιπτώσεις o Θεός δεν επιτρέπει να ζήση το νήπιο,
ακριβώς γιατί βλέπει το κακό μέλλον του. Και αυτό το κάνει o Θεός από
αγάπη και φιλανθρωπία, χωρίς ουσιαστικά να του στερεί τίποτε από τα
μελλοντικά αγαθά, όπως είδαμε προηγουμένως.
Για
να κάνη o Άγιος Γρηγόριος κατανοητή αυτήν την οικονομία τού Θεού
χρησιμοποιεί ένα ωραίο και παραστατικό παράδειγμα. Ας υποτεθεί ότι
υπάρχει ένα πλούσιο τραπέζι με πολλά ορεκτικά φαγητά. Και ακόμη ας
υποτεθεί ότι υπάρχει ένας επιστάτης, o όποιος γνωρίζει αφενός μεν τις
ιδιότητες κάθε φαγητού, ποιο είναι βλαβερό και ακατάλληλο και ποιο είναι
κατάλληλο για βρώση, αφετέρου δε γνωρίζει πολύ καλά την ιδιοσυγκρασία
του κάθε συνδαιτυμώνος. Ας υποτεθεί ακόμη ότι αυτός o επιστάτης έχει
απόλυτη εξουσία να αφήνει κάποιον να τρώγει από τα φαγητά και άλλον να
εμποδίζει, ώστε o καθένας να τρώγει αυτό πού είναι κατάλληλο για την
κράση του, και, επομένως, ούτε o άρρωστος να ταλαιπωρηθεί ούτε o υγιής
να περιπέσει στην αηδία, λόγω της πληθώρας των φαγητών. Αν o επιστάτης
διαπίστωση ότι κάποιος μέθυσε από το πολύ φαγητό και ποτό ή άλλος
αρχίζει να μεθά, τον βγάζει έξω από τον συγκεκριμένο χώρο. Υπάρχει
περίπτωση o άνθρωπος πού εξάγεται από τον χώρο εκείνο να στρέφεται
εναντίον του επιστάτου, να τον κατηγορεί, ότι του στερεί
τα αγαθά από φθόνο. Αν όμως δει προσεκτικά αυτούς που μένουν και
υποφέρουν από εμετούς και πονοκεφάλους, λόγω της μέθης και εκφράζονται
με άσχημα λόγια, τότε θα ευχαρίστηση τον επιστάτη, γιατί τον
απομακρύνει από το πάθος της αμέτρου πλησμονής.
Το
παράδειγμα αυτό προσαρμόζεται στην ανθρώπινη ζωή. Τραπέζι είναι o
ανθρώπινος βίος, όπου υπάρχουν άφθονα φαγητά. Η ζωή, όμως, δεν είναι
γλυκεία σαν το μέλι, αλλά έχει και διάφορες δυσάρεστες τροφές, όπως το
αλάτι, το ξύδι, πού δυσκολεύουν τον ανθρώπινο βίο.
Άλλα
φαγητά προκαλούν την έπαρση, άλλα κάνουν τους μετέχοντας να φθάσουν
σε παραφορά, να χάσουν, δηλαδή, τα μυαλά τους, και σε άλλους
προκαλούν εμετό. Ο επιστάτης του τραπεζιού αυτού, που είναι o Θεός,
βγάζει γρήγορα έξω από το τραπέζι εκείνον πού συμπεριφέρθηκε σωστά,
ώστε να μη γίνει όμοιος με εκείνους πού υποφέρουν από την αμετρία
της απολαύσεως, λόγω της λαιμαργίας τους.
Έτσι,
η Θεία Πρόνοια θεραπεύει τις ασθένειες πριν ακόμη εκδηλωθούν. Επειδή o
Θεός με την προγνωστική του δύναμη γνωρίζει ότι το αρτιγέννητο θα κάνη
κακή χρήση του κόσμου όταν μεγαλώσει, γι’ αυτό το αποσπά από το
συμπόσιο της ζωής. Το αρτιγέννητο νήπιο αποσπάται από την ζωή, ώστε να
μην εξάσκηση την λαιμαργία του στο τραπέζι της ζωής αυτής. Και στο
σημείο αυτό βλέπουμε την μεγάλη αγάπη και φιλανθρωπία του Θεού.
Το έκτο σημείο,
πού είναι συνέχεια του προηγουμένου, είναι το ερώτημα γιατί o Θεός
κάνει διάκριση στην επιλογή, γιατί, δηλαδή, τον έναν τον αποσύρει
προνοητικά, ενώ τον άλλον τον αφήνει να γίνει κακός, ώστε να ευχόμαστε
να μην είχε γεννηθεί αυτός o άνθρωπος. Γιατί το μεν νήπιο παίρνεται
προνοητικά από την ζωή αυτή, ενώ αφήνεται o πατέρας του, o όποιος πίνει
στο συμπόσιο μέχρι τα γηρατειά του, σκορπίζοντας τόσο στον εαυτό του όσο
και στους συμπότες του το πονηρό κατακάθι του; Απαντώντας στο ερώτημα
αυτό λέγει ότι όσα θα πει είναι λόγος «τοις ευγνωμονεστέροις», σε
αυτούς, δηλαδή, που είναι ευγνώμονες στον Θεό. Και, φυσικά, είναι
καλοδιάθετοι. Άλλωστε, αυτά συνιστούν μυστήρια τα όποια δεν μπορεί να
κατανόηση η λογική του ανθρώπου, ακριβώς γιατί η «λογική» τού Θεού είναι
διαφορετική από την λογική του ανθρώπου.
Ισχυρίζεται
o Άγιος Γρηγόριος ότι όσα οικονομεί o Θεός δεν είναι τυχαία και χωρίς
λόγο. Ο Θεός είναι λόγος, σοφία, αρετή και αλήθεια και δεν θα δεχόταν
τον άσχετο από την αρετή και την αλήθεια. Έτσι, άλλοτε, για τους
λόγους πού αναφέραμε, αρπάζονται τα νήπια νωρίς από την ζωή, και άλλοτε
o Θεός επιτρέπει κάτι διαφορετικό, γιατί αποβλέπει σε ένα καλύτερο
σκοπό.
Επιτρέπεται
και παραχωρείται από τον Θεό να παραμένουν και οι κακοί στην ζωή, ώστε
να προέλθει κάποια ωφέλεια. Αναφερόμενος στην περίπτωση του Ισραηλιτικού
λαού, λέγει ότι επέτρεψε o Θεός να παρουσιασθεί o Αιγύπτιος τύραννος
για να παιδευθεί o Ισραηλιτικός λαός, καθώς επίσης απομάκρυνε από
την Αίγυπτο τον Ισραηλιτικό λαό, ώστε να μην ομοιάσει με τον
αιγυπτιακό λαό και απόκτηση τις συνήθειες του. Επάνω στο αμόνι με τα
κτυπήματα και o σκληρότερος σίδηρος, πού δεν μαλακώνει στην φωτιά,
μπορεί να λάβει την μορφή κάποιου χρήσιμου εργαλείου.
Επίσης
αντιμετωπίζεται και ένα άλλο επιχείρημα. Υποστηρίζουν μερικοί ότι δεν
απόλαυσαν όλοι στην ζωή αυτή τους καρπούς της μοχθηρίας, ούτε οι
ενάρετοι ωφελήθηκαν από τους ίδρωτες της αρετής. Σε αυτό o Άγιος
Γρηγόριος Νύσσης απαντά ότι και οι ενάρετοι στην άλλη ζωή θα χαρούν,
αντιπαραβάλλοντας τα δικά τους αγαθά με την απώλεια των
καταδικασθέντων. Αυτό λέγεται από την άποψη ότι η αντιπαράθεση των
αντιθέτων γίνεται «προσθήκη της ευφροσύνης και επίτασις τοις εναρέτοις».
Βέβαια, δεν σημαίνει ότι χαίρονται για την καταδίκη άλλων ανθρώπων,
αλλά ευγνωμονούν τον Θεό για την σωτηρία τους, αφού βιώνουν την
μακαριότητα της αρετής, αντιπαρατιθέμενη στα δυσάρεστα τής αμαρτίας και
των παθών.
Επομένως,
τα νήπια αφαρπάζονται πρόωρα από την ζωή με την οικονομία του Θεού,
για να μην περιπέσουν σε δεινότερα κακά. Αν, βέβαια, μερικά ζουν και
γίνονται κακά, αυτό εξηγείται από άλλους λόγους, που βρίσκονται μέσα
στην Πρόνοια και την σοφία του Θεού*.
Οπωσδήποτε, κάποια ωφέλεια θα προέλθει, αφού o Θεός δεν κάνει τίποτε άνευ λόγου και σκοπού.
Το γεγονός είναι ότι τα νήπια πού φεύγουν πρόωρα από την ζωή ούτε
βρίσκονται σε αλγεινή κατάσταση ούτε εξισώνονται με αυτούς που
αγωνίσθηκαν να καθαρθούν με κάθε αρετή. Βρίσκονται μέσα στην Πρόνοια
του Θεού. Άλλωστε, η πορεία προς τον Θεό και η μετουσία του άκτιστου
Φωτός είναι φυσική κατάσταση της ψυχής, και αυτήν δεν είναι δυνατόν
να στερηθούν τα νήπια, αφού με την δύναμη της θείας Χάριτος μπορούν
να φθάσουν στην θέωση.
Μεταγραφή: Θωμάς Δρίτσας.
*
Για παράδειγμα, θα μπορούσε κάποιος να διαφυλαχθεί στη ζωή, χάριν τών
απογόνων του, που κατά την πρόβλεψη τού Θεού θα σώζονταν, ή θα έσωζαν
άλλους. Ίσως κάποιου, χάριν τού κακού του παραδείγματος, που σε καλής
προαίρεσης ανθρώπους, θα αποτελούσε αιτία και μέτρο αποφυγής τής κακίας.
Ή άλλος θα μπορούσε κατά το τέλος τής ζωής του να έρθει σε μετάνοια και
σωτηρία.
Πολλά
ακόμα πιθανολογήματα θα μπορούσαμε να πούμε, τα οποία μόνο ο Θεός
γνωρίζει πώς ακριβώς εφαρμόζονται στον κάθε άνθρωπο, σε συνάρτηση με τη
δική του σωτηρία, ή τών συνανθρώπων του, πάντα προς το καλύτερο συμφέρον
τού ιδίου ή τών πολλών
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου