ΣΚΕΠΤΙΚΙΣΜΟΣ, ΠΑΓΑΝΙΣΜΟΣ & ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ
Η φιλοσοφία των Σκεπτικιστών σε σχέση με τον Παγανισμό και τον
Ορθόδοξο Χριστιανισμό θα παρουσιαστεί εν τάχυ. Ο ενδιαφερόμενος ειδικά εις τον
σκεπτικισμό μπορεί να ανατρέξει σε εξειδικευμένα βιβλία. Στόχος της σελίδας
είναι η γρήγορη παρουσίαση του, ως απόδειξη της ισχύς του αποκαλυπτόμενου Θεού
Ιησού Χριστού, όσο και της καπηλείας του αρχαίου πνεύματος από σύγχρονους
επιτήδειους αρχαιολάτρες και νεοπαγανιστές.
1. |
ΠΥΡΡΩΝ & ΣΚΕΠΤΙΚΙΣΜΟΣΣκεπτικοίΠύρρων 360 -270 π.Χ.Πυρρωνισμός |
2. |
ΣΕΞΤΟΣ ΕΜΠΕΙΡΙΚΟΣΠυρρώνειες Υποτυπώσεις (Εκδ. Ζήτρος) |
3. |
ΣΚΕΠΤΙΚΙΣΜΟΣ ΑΘΕΪΣΜΟΣ |
4. |
ΝΕΟΠΑΓΑΝΙΣΤΙΚΕΣ ΑΠΑΤΕΣ«ΕΜΕΙΣ ΟΙ ΣΚΕΠΤΙΚΙΣΤΕΣ ΑΠΟΜΥΘΟΠΟΙΗΤΕΣ»(Μιχάλης Καλόπουλος, τηλεοπτικός σταθμός Ant1, 28/11/2004)ΣΚΕΠΤΙΚΟΣ ΒΑΡΔΟΣ ΘΕΟΓΟΝΙΑΣ ΗΣΙΟΔΟΥ(Μιχάλης Καλόπουλος, σταθμός Alter, Σάββατο 07/02/2004) |
5. |
ΑΠΟΛΟΓΗΤΙΚΑ ΣΧΟΛΙΑ |
6. |
ΠΗΓΕΣ ΙΣΤΟΣΕΛΙΔΑΣ |
ΠΥΡΡΩΝ & ΣΚΕΠΤΙΚΙΣΜΟΣ
ΣΚΕΠΤΙΚΟΙ
Οι συστηματικοί οπαδοί της αρχαίας σκέψης ανήγαγαν την αρχή
της αιρέσεώς τους σε αρχαιότατους χρόνους και εις αυτόν ακόμη τον Όμηρο.
Πράγματι από κάποια άποψη η αρχή της φιλοσοφικής διανοήσεως προϋποθέτει την
σκέψη, την άρνηση δηλαδή του πρωτόγονου αφιλοσόφητου δογματισμού,. Έτσι στους
προσωκρατικούς φιλοσόφους βρίσκει κανείς στοιχεία σκεπτικής διάθεσης,
γνωσιολογικής κριτικής. Ο Ξενοφώντας γράφει «δόκος ἐπὶ πᾶσι τέτυκται», ο
Ηράκλειτος δίδασκε ότι είναι δυνατό «ταὐτὸν ὑπολαμβάνειν εἶναί τε καὶ μὴ εἶναι»
ο Παρμενίδης έλεγε ότι εις τας «βροτῶν δόξας», «οὐκ
ἔνι πίστις ἀληθής» κ.λ.π.
Γενικά δε η κριτική των αισθήσεων την οποία επιχειρούσαν τότε οι φιλόσοφοι
αποδεικνύει την ύπαρξη σε αυτούς στοιχεία σκέψης (Ηράκλειτος, Δημόκριτος,
Αναξαγόρας) κ.α.
Στην διδασκαλία όμως των σοφιστών και του Σωκράτη βρίσκει
κανείς πολύ σαφέστερα την τάση προς την σκέψη, σε αυτούς βρίσκονται τα
αποτελέσματα του γενικού κλονισμού την οποία επέφεραν στην Ελληνική διανόηση οι
παλαιότεροι φιλόσοφοι καθώς και από τους νεώτερους αρξάμενη στροφή από την
μεταφυσική στην γνωσιολογία. Η γενιά των σοφιστών είναι η κατ΄ εξοχήν σκεπτική:
ο Σωκράτης συνδέεται με τους σκεπτικούς όταν αρνείται το δυνατό της φυσικής
γνώσης και όταν χρησιμοποιεί την ελεγκτική μέθοδο. Από τους σοφιστές ο
Πρωταγόρας διδάσκει ότι «πάντων χρημάτων μέτρον ἄνθρωπος»,
ο Γοργίας θεωρεί
κάθε γνώση αδύνατη κ.τ.λ. τέλος από τους διαδόχους των μεγάλων φιλοσόφων
ο
Κρατύλος είχε προχωρήσει τόσο πολύ εις την σκέψη ώστε εν τέλει είχε
παύση και να ομιλεί. Για να βρούμε άλλωστε την σκεπτική διάθεση
ανηγμένη σε αίρεση
οπωσδήποτε συστηματική πρέπει να ακολουθηθεί η οδός των ιδεών που
πηγάζουν από
τα διδάγματα της ελεατικής και της σωκρατικής φιλοσοφίας. Πράγματι του
ιδρυτή
της σχολή Πύρωννα η διδασκαλία ήταν συνδεμένη προς την Ηλειακή και την
Ερετρική
σχολή. Του Πύρρωνα μαθητής υπήρξε ο Τίμων ο Φλιάσιος, μετά από αυτόν η
σχολή
συγχέεται με την Νέα Ακαδημία μέχρι ότου με τον Καρνεάδη αυτή λαμβάνει
τροπή
καθαρά εκλεκτική εμφανίζεται δε από τον Πτολεμαίο η νέα σκεπτική σχολή «ἀγωγὴν»
την ονόμαζαν οι οπαδοί της με κυριότερους εκπροσώπους τον Αινησίδημο και τον Σέξτο τον Εμπειρικό.
Ο τελευταίος ο οποίος μας παραδίδει στα έργα του
συγκεφαλαίωση όλων των παλαιότερων σκεπτικών διδασκαλιών αναφέρει σειρά «τρόπων»
δια των οποίων ο σκεπτικός δύναται να αναιρέσει την γνώση «δι’
ὧν ἡ ἐποχὴ συνάγεσθαι δοκεῑ». Οι γενικότερες αυτών είναι 3 : «διὰ τῆς
ἀντιθέσεως τῶν
πραγμάτων· ἀντιτίθενται δὲ ἢ φαινόμενα φαινομένοις (όταν λέμε «ὁ αὐτός πύργος πόρρωθεν μεν φαίνεται στρογγύλος,
ἐγγύθεν δὲ τετράγωνος» ἢ νοούμενα νουμένοις ἢ ἐνναλάξ». Κατά άλλη τάξη είναι 10, και αποδίδονται κατά πιθανότητα στον
Αινησίδημο, κατ’ άλλη 5 και αποδίδονται στον Αγρίππα κ.τ.λ. Πολύ ενδιαφέροντα
είναι στον Σέξτο τον Εμπειρικό τα κεφάλαια, όπου αναπτύσσει τις εναντίον της
αιτιότητας θεωρία του Αινησίδημου. Τελικός σκοπός όλων αυτών των σκεπτικών
ελέγχων είναι κατά τον Σέξτο, η «αταραξία», η οποία ακολουθεί την εποχή «ὡς σκιὰ
σώματι». Βλέπει δηλαδή κανείς πόσο στενή σχέση υπάρχει μεταξύ της σκέψης αυτής
και των σύγχρονων της στωικών και επικούρειων ρευμάτων. Σύγχρονος του Σέξτου
είναι ο Λουκιανός που δίνει με το έργο του λογοτεχνική απολογία του της σκέψεως.
Η επικράτηση του Χριστιανισμού ο οποίος επανήγαγε το κέντρο
της έρευνας από το νοούμενο υποκείμενο στο νοούμενο αντικείμενο, από την
γνωσιολογία και την ηθική στην μεταφυσική, δεν παρείχε βέβαια πρόσφορο έδαφος
στην ανάπτυξη της σκεπτικής φιλοσοφίας. Έτσι καθ’ όλο τον Χριστιανικό Μεσαίωνα
να διατηρούνται πλατωνικά και αριστοτελικά πλαίσια ενώ από την σκεπτική
φιλοσοφία παραμένει μόνο η σκεπτική διαλεκτική, συνιστάμενη ιδίως στην αμοιβαία
εξασθένιση των φιλοσοφικών συστημάτων δια της αντιθέσεως αυτών προς άλληλα. Την
μέθοδο αυτοί μεταχειρίζονται οι πατέρες της Εκκλησίας όπως ο Ερμείας στον
«Διασυρμὸν τῶν ἔξω φιλοσόφων» κ.α. Επίσης θεολογικές τάσεις όπως ο αβερροϊσμός ή
η πιστοκρατία (fideismus) άπτονται της σκεπτικής φιλοσοφίας αλλά βέβαια όχι της
καθολικής αρνητικής της διαθέσεως.
Η Αναγέννηση τοποθέτησε και πάλι τον άνθρωπο στο κέντρο της
φιλοσοφικής έρευνας και αποδέχθηκε μαζί με τα δόγματα της αρχαίας φιλοσοφίας και
την αντιδογματική σκέψη, ιδίως όμως προς ελεγκτικούς και αντιθρησκευτικούς
σκοπούς. Την απόλυτη σκέψη ξαναβρίσκει κανείς σε περίοδο πιο ώριμη με τον
Μονταίν και τον Μπέϋλ, των οποίων την σκεπτική του ενός και σκωπτική του άλλου
διάθεση υπενθυμίζουν ο Βολαταίρος και μετά ο Α. Φράνς. Αλλά η νεώτερη φιλοσοφία
ελάχιστα κράτησε από την σκεπτική φιλοσοφία των αρχαίων, η σκεπτική διάθεση
εισερχόμενη σε νέα φιλοσοφικά πλαίσια εγκαταλείπει την παλιά διαλεκτική της
μορφή και εκδηλώνεται είτε ως «κριτική» ή «αγνωστική», είτε ως «πραγματική»
κ.λ.π.
Πηγή: Δημαράς, Κ.Θ., συγγραφεύς, Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια,
τόμος Κα΄, σσ. 916 - 917
Βιβλιογραφία
1. Em. Saisset, Le Scepticisme (Αινησίδημος,
Πασκάλ, Κάντ), Παρίσι 1865
2. V. Brochard, Les Sceptiques Grecs (Παρίσιοι
1887)
3. Edwyn Beoan, Stoics and Sceptics (Οξφόρδη
1913)
ΠΥΡΡΩΝ 360 - 270 π.Χ.
ΒΙΟΣ: Έλληνας σκεπτικός φιλόσοφος από την Ήλιδα,
υιός του Πλείσταρχου. Σαν ζωγράφος, και κατά επισφαλή είδηση διετέλεσε μαθητής
του μεγαρικού Βρύσκιου, μετείχε στην εκστρατεία του Μεγάλου Αλεξάνδρου μέχρι τις
Ινδίες. Κατά την εκστρατεία αυτή γνωρίστηκε με τους μάγους της Περσίας και τους γυμνοσοφιστές των Ινδιών και επανερχόμενος στην πατρίδα του έγινε δάσκαλος
φιλοσοφίας.
ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ: Δεν είναι βέβαια αν και κατά πόσο
επηρεάσθηκε στις φιλοσοφικές του δοξασίες από τους σοφούς της ανατολής αλλά
μπορεί να υποστηρίξει ότι με απόλυτη βεβαιότητα ότι πριν την αναχώρησή του για
την Ασία είχε μυηθεί στα δόγματα της Μεγαρικής και ηλειακής σχολής και στις
αρχές του Δημόκριτου, ιδίως όμως σε εκείνα του Δημοκρίτειου Ανάξαρχου με τον
οποίο μετείχε στην εκστρατεία. Το φιλοσοφικό του σύστημα κλήθηκε πυρρωνισμός.
ΣΥΓΓΡΑΜΜΑΤΑ: Ο Πύρρων δεν έγραψε κάτι και όπως
φαίνεται δεν είχε πολλούς οπαδούς αν και τιμήθηκε πάρα πολύ από τους συμπολίτες
του. Το έργο του όμως διατυπώθηκε γραπτά και διαδόθηκε από τον μαθητή του Τίμωνα
τον Φλιάσιο.
Πηγή: Ιορδανίδης Ι.Ι., Παιδαγωγός, Μεγάλη Ελληνική
Εγκυκλοπαίδεια, τόμος Κ΄, σελίδα 946
ΠΥΡΡΩΝΙΣΜΟΣ
Ονομάζεται έτσι η γνωσιολογική θεωρία του Πύρρωνα (αλλιώς
πυρρώνειος ή αρχαία σκέψη). Ο πυρρωνισμός αποτελούσε πλήρη άρση της σχέσεως
μεταξύ υποκειμένου και αντικειμένου, αρνείται κάθε αντικειμενική αλήθεια, γνώση
και επιστήμη. Κατ΄ αυτόν, λόγω του αβέβαιου των αισθήσεων μας, διαφεύγει από
κάθε μας κρίση και εξέταση η αντικειμενική γνώση της φύσεως και της ποιότητας
των πραγμάτων. Τα πράγματα δεν γίνεται να τα γνωρίζουμε ούτε ως τέτοια, ούτε ως
άλλως έχοντα. Εκείνο το οποίο πληροφορούμαστε μέσω των αισθήσεων για τα πράματα,
δεν είναι τα πράγματα αυτά καθ’ αυτά αλλά τα πράγματα όπως φαίνονται κάθε φορά
στον καθένα μας. Και κάθε ένας είναι βέβαιος για τις αισθήσεις του και τις
εντυπώσεις του και επί βάσει αυτής της βεβαιότητας φρονεί και λέει ως άνθρωπος
ότι τώρα είναι μέρα ή νύχτα, ότι ζούμε κ.λ.π., δεν μπορεί όμως να είναι απόλυτος
βέβαιος ότι οι εντυπώσεις του είναι σύμφωνες προς τα πράγματα.
Επίσης οι δια της νοήσεως αποκτώμενες έννοιες περί του
αγαθού και του κακού, του ωραίου και αισχρού, δίκαιου και άδικου, δεν
παριστάνουν τι είναι αγαθό και καλό, ωραίο και αισχρό, δίκαιο και άδικο αλλά
σημαίνουν πράγματα αδιάφορα καθ’ εαυτά αλλά νομίζουμε ότι παριστάνουν κάτι.
Τούτου ένεκα αλλά νομίζονται από άλλους καλά και δίκαια και άλλοι τα νομίζουν ως
κακά και άδικα. Επειδή για κανένα πράγμα δεν μπορεί να λεχθεί ότι όντως έτσι
έχει ή αλλιώς, αντιθέτως για κάθε πράγμα μπορεί να λεχθεί και το ένα και το
άλλο, «καὶ ἔστι καὶ οὐκ ἔστιν» ή «οὔτε
ἔστιν οὔτε οὐκ ἔστιν», έπεται δε ότι η
μόνη ορθή και αρμόζουσα σχέση σοφού προς τα πράγματα είναι το μηδέν μηδέποτε
περί μηδενός ορίζειν και αποφαίνεσθαι δογματικά, μηδέ αποδέχεσθαι την μια γνώμη
ως ορθότερης της άλλης, αλλά να φυλά τον εαυτό του ακλινή και ακράδαντο και
απρόπτωτο και αρρεπή προς όλα, ως ακατάληπτα και αδιάγνωστα, επέχειν και μηδέν
λέγειν. Από αυτή την εποχή απορρέει η αταραξία και η απάθεια του σοφού, η οποία
αποτελεί τον σκοπό και την μόνη ευδαιμονία του βίου.
Πηγή: Ιορδανίδης Ι.Ι., Παιδαγωγός, Μεγάλη Ελληνική
Εγκυκλοπαίδεια, τόμος Κ΄, σελίδα 947
ΣΕΞΤΟΣ ΕΜΠΕΙΡΙΚΟΣ Β΄ αιώνας μ.Χ.
ΒΙΟΣ: Ονομαστός Έλληνας φιλόσοφος και ιατρός που
αναζωογόνησε την διδασκαλία των αρχαίων σκεπτικών, του Πύρρωνα, του Ηλείου και
του Αινησίδημου του Κνωσίου. Για τους χρόνους κατά τους οποίους έζησε καθώς και
για την ζωή του δεν γνωρίζουμε τίποτα. Μόνο από τον Διογένη τον Λαέρτιο (Θ.
116), που τον καταλογίζει στους τελευταίους σκεπτικούς, μαθαίνουμε ότι ζούσε
λίγο πριν τον Διογένη και ότι ήταν μαθητής του Ηρόδοτου του Ταρσέα και
διδάσκαλος του Σατουρνίνου. Επειδή όμως δεν τον μνημονεύει ο Γαληνός, ενώ είχε
πολλές ευκαιρίες να το πράξει, συμπεραίνουμε ότι έγραψε πριν το Διογένη, αλλά
όχι και πριν τον Γαληνό, δηλαδή γύρω στο 180 μ.Χ. Ο Σέξτος ασκούσε την ιατρική
τέχνη και ανήκε στην εμπειρική αίρεση (η οποία περιέβαλλε τα ιατρικά δόγματα με
φιλοσοφικά θεωρήματα) και γι αυτό ονομάστηκε Εμπειρικός.
ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ: Ο Εμπειρικός μετά τον Πύρρωνα και τον
Αινεσήδιμο είναι ο σπουδαιότερος αντιπρόσωπος του σκεπτικισμού, τον οποίο
συστηματοποίησε και ανέπτυξε και στον οποίο έδωσε πλέον οριστική μορφή. Δεν
είναι μόνο φιλόσοφος αλλά είναι και ιστορικός της φιλοσοφίας. Αναλαμβάνοντας να
αποδείξει την ισοσθένεια των λόγων που υποβάλλονταν από τους μεταφυσικούς προς
δικαιολογία των θεωριών τους, ενδιαφέρεται να τις παρουσιάσει σε όλη τους την
ακρίβεια και την δύναμη. Είναι από τους σπουδαιότερους σκεπτικούς όλων των
αιώνων και ένας από τους περισσότερους άξιους της ευγνωμοσύνης των
μεταγενέστερων για την συμβολή του στην γνώση της αρχαίας φιλοσοφίας.
ΣΥΓΓΡΑΜΜΑΤΑ: Ακόμη και όταν ήταν νέος έγραψε
ιατρικές πραγματείες «Ιατρικά υπομνήματα» ή «Εμπειρικά υπομνήματα». Σήμερα
σώζονται τα εξής: «Πυρρώνειοι υποτυπώσεις» σε 3 βιβλία στα οποία υποδεικνύει
υποτυπωδώς δηλαδή κεφαλαιωδώς τις πυρρώνειες διδασκαλίες, του ιδρυτή της
σκεπτικής αίρεσης, «σκεπτικά» σε 11 βιβλία όπου εκφέρει τις αντιρρήσεις των
σκεπτικών προς τα δόγματα της φιλοσοφίας και των κατά των μαθήσεως αυτής. Από τα
11 αυτά βιβλία τα 6 πρώτα τιτλοφορούνται ειδικότερα ως «Προς μαθηματικούς» διότι
απευθύνονται προς εκείνους των μαθημάτων της εγκυκλίου παιδείας δηλαδή
γραμματικούς, ρήτορες, γεωμέτρες, αριθμητικούς, αστρολόγους και μουσικούς ενώ οι
υπόλοιπες 5 τιτλοφορούνται «Προς δογματικούς» και ειδικότερα «Προς λογικούς»,
«Προς φυσικούς», «Προς ηθικούς» διότι απευθύνονται προς τα τρία μέρη της
δογματικής φιλοσοφίας, τους λογικού, φυσικού και ηθικού. Οι παραπομπές στα
«Σκεπτικά» γίνονται συνήθως με τον τίτλο των πρώτων 6 πρώτων βιβλίων δηλαδή
«Προς μαθηματικούς». Όλα τα έργα του Σέξτου είναι γραμμένα με πολύ λογική αλλά
έχουν ξερό ύφος στο οποίο όμως συχνά παρεμβάλλονται ποιητικές ρήσεις.
Σπουδαιότερες εκδόσεις των έργων του Σέξτου είναι η του
Fabricius: «Sexti Empirici opera cum versione et notis» (Lipsiae 1718), η
κριτική υπό I. Bekker (Βερολίνο 1842), και η επίσης κριτική υπό H. Mutschmann
στην «Bibliotheca Teubneriana» (Leipzig 1912 κ. εξ.)
Ο Σέξτος έχει παραδώσει για τους σπουδαιότερους Έλληνες
φιλοσόφους ακριβέστατες και μοναδικές πληροφορίες, τις οποίες πουθενά αλλού δεν
βρίσκουμε ή αν τις βρίσκουμε δεν είναι τόσο ακριβείς και αμερόληπτοι. Βέβαια
όπως και ο Αριστοτέλης και ο Κικέρωνας, το αυτό και ο Σέξτος μετάφερε στην
γλώσσα του τις προγενέστερες θεωρίες αλλά δεν τις παραμόρφωσε καθόλου.
Πηγή: Παπακωνσταντίνου Θ., Φιλόλοφος, Μεγάλη Ελληνική
Εγκυκλοπαίδεια, τόμος Κα΄, σελ. 676
ΠΥΡΡΩΝΕΙΕΣ ΥΠΟΤΥΠΩΣΕΙΣ (εκδ. Ζήτρος)
Στην κάτωθι ενότητα παρατίθενται ολίγα αποσπάσματα από το
βιβλίο Σέξτος Εμπειρικός, Πυρρώνειες Υποτυπώσεις Α΄, Εισαγωγή: Τερέζα Πεντζοπούλου - Βαλάλα: Ο
πυρρωνισμός, Μετάφραση Στυλιανός Δημόπουλος, Εκδόσεις Ζήτρος, Θεσσαλονίκη
2002, τα οποία έχουν εξαιρετικό ενδιαφέρον, τόσο από φιλοσοφικής όσο και από
απολογητικής απόψεως.
Αρχές σκεπτικισμού
ζ' [12] συστάσεως δὲ τῆς σκεπτικῆς ἐστιν ἀρχὴ μάλιστα τὸ παντὶ
λόγῳ λόγον ἴσον ἀντικεῖσθαι· ἀπὸ γάρ τούτου καταλήγειν δοκοῦμεν εἰς τὸ μὴ
δογματίζειν
ζ΄ [12] Η βασική αρχή μάλιστα της συγκρότησης του Σκεπτικισμού
είναι το ότι σε κάθε λόγο αντιτάσσεται ίσος λόγος· (14) διότι θεωρούμε ότι από
αυτό ακριβώς ξεκινούμε και καταλήγουμε στο σημείο να μην δογματίζουμε
(Πηγή: Σέξτος Εμπειρικός, Πυρρώνειες Υποτυπώσεις Α΄,
Εισαγωγή: Τερέζα Πεντζοπούλου - Βαλάλα: Ο πυρρωνισμός, Μετάφραση Στυλιανός
Δημόπουλος, Εκδόσεις Ζήτρος, Θεσσαλονίκη 2002, σσ. 362 -363)
Σημειώσεις
14. «παντὶ λόγῳ λόγον ἴσον ἀντικεῖσθαι»:
Πρβλ. παρ. 18 και, κυρίως, παρ. 202-205, πιο κάτω, όπου ο Σέξτος συζητά και τη
φράση «παντὶ λόγῳ λόγον ἴσον ἀντιτιθῶμεν»
ι΄.[19] Εἰ ἀναιροῦσι τὰ φαινόμενα οἱ σκεπτικοὶ
Οἱ δὲ λέγοντες ὅτι ἀναιροῦσι τὰ φαινόμενα οἱ σκεπτικοὶ ἀνήκοοί
μοι δοκοῦσιν εἶναι τῶν παρ᾽ ἡμῖν λεγομένων· τὰ γὰρ κατὰ φανατσίαν παθητικήν
ἀβουλήτως ἡμᾶς ἄγοντα εἰς συγκατάθεσιν οὐκ ἀνατρέπομεν, ὡς καὶ ἔμπροσθεν
ἐλέγομεν· ταῦτα δέ ἐστι τὰ φαινόμενα. ὅταν δέ ζητῶμεν, εἰ τοιτοῦτον ἔστι τὸ
ὑποκείμενον ὁποῖον φαίνεται, τὸ μὲν ὅτι φαίνεται δίδομεν, ζητοῦμεν δ᾽ οὐ περὶ
τοῦ φαινομένου ἀλλὰ περί ἐκείνου ὅ λέγεται περὶ τοῦ φαινομένου· τοῦτο δὲ
διαφέρει τοῦ ζητεῖν περὶ τοῦ φαινομένου.
Ι΄ [19] Έχω την εντύπωση ότι αυτοί που υποστηρίζουν ότι οι
Σκεπτικοί αναιρούν τα φαινόμενα (26) δεν θέλουν να ακούσουν αυτά που λέμε (27).
Διότι, όπως λέγαμε και προηγουμένως (28), εμείς δεν ανατρέπουμε αυτά που λόγω
των παθητικών αισθητηριακών μας οδηγούν σε ακούσια συγκατάθεση -και, βέβαια,
αυτά είναι τα φαινόμενα. Όταν όμως το υπό διερεύνηση ζήτημα είναι αν το
αντικείμενο είναι αυτό που φαίνεται να είναι, τότε δεχόμαστε το ότι φαίνεται,
και στρέφουμε την έρευνα όχι στο ίδιο το φαινόμενο αλλά σ’ εκείνο που λέγεται
περί του φαινομένου· και ασφαλώς το τελευταίο διαφέρει από την διευκρίνηση του
ίδιου του φαινομένου. (Πηγή: Σέξτος Εμπειρικός, Πυρρώνειες
Υποτυπώσεις Α΄, Εισαγωγή: Τερέζα Πεντζοπούλου - Βαλάλα: Ο πυρρωνισμός,
Μετάφραση Στυλιανός Δημόπουλος, Εκδόσεις Ζήτρος, Θεσσαλονίκη 2002, σσ. 368
-371)
Σημειώσεις
26. «ὅτι ἀναιροῦσι τὰ φαινόμενα οἵ σκεπτικοί»:
Πρβλ. διογ. Λαέρτ., ΙΧ 104: «Πάλιν οἱ δογματικοί φασιν καὶ τὸν
βίον αὐτοὺς ἀναιρεῖν... οἱ δὲ [Πυρρώνειοι] ψεύδεσθαί φασιν αὐτούς·οὐ γὰρ τὸ ὁρᾶν
ἀναιρεῖν, ἀλλὰ τὸ πῶς ὁρᾶν ἀγνοεῖν. καὶ γὰρ τὸ φαινόμενον τιθέμεθα, οὐχ ὡς καὶ
τοιοῦτον ὄν»
27. «ἀνήκοοι... τῶν παρ᾽ ἡμῖν λεγομένων»:
Αναφορά του σέξτου σε ενδεχόμενες παρερμηνείες και προσπάθεια να τις προβάλει.
Πρβλ. και πιο κάτω, παρ. 200, 208
28. «ὡς καὶ ἔμπροσθεν ἐλέγομεν»: Δηλαδή
πιο πάνω, παρ. 13 και 17
Ιδ' [114] καὶ ἄλλως δὲ ἀνεπίκριτός ἐστιν ἡ τῶν τοιούτων φαντασιῶν
ἀνωμαλία. ὁ γὰρ προκρίνων φαντασίαν φαντασίας καὶ παρίστασιν περιστάσεως ἤτοι
ἀκρίτως καὶ ἄνευ ἀποδείξεως τοῦτο ποιεῖ ἢ κρίνων καὶ ἀποδεικνύς. ἀλλ᾽ οὔτε ἄνευ
τούτων (ἄπιστος γὰρ ἔσται), οὔτε σὺν τούτοις. εἰ γάρ κρινεῖ τὰς φαντασίας,
πάντως κριτηρίῳ κρινεῖ. τοῦτο οὖν τὸ κριτήριον ἤτοι ἀληθὲς εἶναι λέξει ἢ ψευδές,
ἀλλ᾽ εἰ μὲν ψευδές, ἄπιστος ἔσται. εἰ δὲ ἀληθές εἶναι τοῦτο φήσει, ἤτοι ἄνευ
ἀποδείξεως. καὶ εἰ μὲν ἄνευ ἀποδείξεως, ἄπιστος ἔσται· εἰ δὲ μετὰ ἀποδείξεως,
πάντως δεήσει καὶ τὴν ἀπόδειξιν ἀληθῆ εἶναι, έπεὶ ἄπιστος ἔσται. ἀληθῆ οὖν λέξει
τὴν ἀπόδειξιν τὴν εἰς πίστωσιν τοῦ κριτηρίου λαμβανομένην πότερον κεκρικὼς αὐτὴν
ἢ μὴ κεκρικώς; εἰ μὲν γὰρ μὴ κρίνας, ἄπιστος ἔσται, εἰ δὲ κρίνας, δῆλον ὅτι
κριτηρίῳ φήσει κεκρικέναι, οὗ κριτηρίου ζητήσομεν ἀπόδειξις κριτηρίου, ἵνα
βεβαιωθῇ, καὶ τὸ κριτήριον ἀποδείξεως, ἵνα ἀληθὲς εἶναι δειχθῇ· καὶ οὔτε
ἀπόδειξις ὑγιὴς εἶναι δύναται μὴ προϋπάρχοντος κριτηρίου άληθοῦς, οὔτε κριτήριον
ἀληθές μὴ προπεπιστωμένης τῆς ἀποδείξεως. καὶ οὕτως ἐμπίπτουσιν εἰς τὸν
διάλληλον τρόπον τό τε κριτήριον καὶ ἡ ἀπόδειξις, ἐν ᾧ ἀμφότερα εϋρίσκεται
ἄπιστα· ἑκάτερον γὰρ τὴν <ἐκ> θατέρου πίστιν περιμένον ὁμοίως τῲ λοιπῲ έστιν
ἄπιστον. εἰ οὖν μήτε ἀνευ ἀποδείξεως <καὶ> κριτηρίου μήτε σὺν τούτοις δύναταί
τις προκρῖναι φαντασίαν φαντασίας, ἀνεπίκριτοι ἐσονται αἱ παρὰ τὰς διαφόρους
διαθέσεις διάφοροι γινόμενοι φαντασίαι, ὤστε εἰσάγεται ἡ περὶ τῆς φύσεως τῶν
ἐκτὸς ὑποκειμένων ἐποχὴ καὶ ὅσον ἐπὶ τούτῳ τῷ τρόπῷ.
Ιδ΄ [114] Αλλά η ανομοιογένεια των αισθητηριακών εντυπώσεων αυτού
του είδους δεν επιδέχεται οριστική κρίση και από μια άλλη άποψη· από την άποψη
ότι, στην πραγματικότητα, αυτός που προτιμά μια αισθητηριακή εντύπωση από μια
άλλη ή μια διάθεση από μια άλλη, το κάνει είτε χωρίς κρίση και χωρίς απόδειξη
είτε με κρίση και με απόδειξη. Ο λόγος είναι ότι, αν πρόκειται να κρίνει τις
αισθητηριακές εντυπώσεις, θα τις κρίνει, όπως και να έχει το πράγμα, με κάποιο
κριτήριο. Αυτό, λοιπόν, το κριτήριο, ο κρίνων θα ισχυριστεί ή ότι είναι αληθές ή
ότι είναι ψευδές. Αλλά, αν το κριτήριο είναι ψευδές, αυτός θα είναι
αναξιόπιστος. Ενώ, αν ισχυριστεί ότι είναι αληθές, θα το ισχυριστεί είτε χωρίς
απόδειξη είτε με απόδειξη. Αν, τώρα , το υποστηρίξει χωρίς απόδειξη, θα είναι
αναξιόπιστος. Και αν το υποστηρίξει με απόδειξη, θα πρέπει οπωσδήποτε η απόδειξη
να είναι αληθής, αλλιώς αυτός θα είναι αναξιόπιστος. Θα ισχυριστεί λοιπόν, ο
κρίνων ότι η απόδειξη που υιοθετείται για την θεμελίωση της αξιοπιστίας του
κριτηρίου είναι αληθής αφού την έχει κρίνει ή χωρίς να την έχει κρίνει; Αν το
ισχυριστεί χωρίς να την κρίνει, θα είναι αναξιόπιστος, ενώ αν το ισχυριστεί αφού
την κρίνει, είναι φανερό πως θα υποστηρίξει ότι την έκρινε με κάποιο κριτήριο,
για το οποίο κριτήριο θα αναζητήσουμε απόδειξη, και για την απόδειξη αυτή εκ
νέου κάποιο κριτήριο. Διότι και η απόδειξη χρειάζεται πάντοτε κάποιο κριτήριο
για να είναι βέβαιη, αλλά και το κριτήριο χρειάζεται απόδειξη για να φανεί πως
είναι αληθές. Και δεν μπορεί μια απόδειξη να ευσταθή χωρίς να προϋπάρχει αληθές
κριτήριο, ούτε μπορεί να υπάρξει αληθές κριτήριο, χωρίς προηγούμενη θεμελίωση
της απόδειξης. Έτσι κριτήριο και απόδειξη εμπίπτουν στον διάλληλο τρόπο (111),
οπότε και τα δύο εμφανίζονται αναξιόπιστα, αφού το καθένα, καθώς περιμένει να
αντλήσει αξιοπιστία από το άλλο, είναι εξίσου αναξιόπιστο με εκείνο. Αν
επομένως, ούτε χωρίς απόδειξη και κριτήριο ούτε με απόδειξη και κριτήριο μπορεί
κάποιος να προκρίνει μία αισθητηριακή εντύπωση από μια άλλη, τότε οι
αισθητηριακές εντυπώσεις, που έχουν γίνει διαφορετικές λόγω των διαφορετικών
διαθέσεων, δεν θα επιδέχονται οριστική κρίση· έτσι, μέσω και του τρόπου αυτού,
εισάγεται η εποχή από την κρίση σχετικά με τη φύση των εξωτερικών αντικειμένων.
(Πηγή: Σέξτος Εμπειρικός, Πυρρώνειες Υποτυπώσεις Α΄,
Εισαγωγή: Τερέζα Πεντζοπούλου - Βαλάλα: Ο πυρρωνισμός, Μετάφραση Στυλιανός
Δημόπουλος, Εκδόσεις Ζήτρος, Θεσσαλονίκη 2002, σσ. 438 - 441)
Σημειώσεις
111. «ἐμπίπτουσιν εἰς τὸν διάλληλον τρόπον»:
Πρόκειται για τον «κυκλικό συλλογισμό». Σχετικά με τη συγκρότηση και τη
διατύπωση λογικών συλλογισμών από τους Σκεπτικούς, βλ. Εισαγωγή, σ, 21
[Σκεπτικισμός] είναι η φιλοσοφική διάθεση που μας προφυλάσσει από
την έπαρση μιας υποτιθέμενης σοφίας μας, από τον εγκλωβισμό σε δογματικές,
άκαμπτες θέσεις, από την εύκολη καταδίκη των άλλων. (ό.,π.
σελ. 14)
Ο σκεπτικός είναι ο άνθρωπος που μπορεί να αρνείται τις δογματικές
λύσεις στα φιλοσοφικά ερωτήματα, γιατί αισθάνεται απόλυτα την αδυναμία του
ανθρωπίνου λόγου. Δεν είναι αντιμεταφυσικός ο σκεπτικός· αντίθετα ζητεί την
αλήθεια, την υπερβατική αλήθεια, την ασφαλή και βέβαιη γνώση·
(ό.,π. σελ. 17)
Οι σκεπτικοί ονομάζονται ζητητικοί γιατί ερευνούν, εφεκτικοί, γιατί
περιέχονται, μετά την ζήτηση, σε μια ορισμένη κατάσταση -στην εποχή-
απορητικοί γιατί για όλα τα πράγματα απορούν ή γιατί βρίσκονται σε αμηχανία
να συμφωνήσουν με μία θεωρία, να συγκατατεθούν (1) (Πηγή: Σέξτος Εμπειρικός, Πυρρώνειες Υποτυπώσεις Α΄, Εισαγωγή:
Τερέζα Πεντζοπούλου - Βαλάλα: Ο πυρρωνισμός, Μετάφραση Στυλιανός Δημόπουλος,
Εκδόσεις Ζήτρος, Θεσσαλονίκη 2002, σελ. 149)
Σημειώσεις
1. Π.Υ. Ι, 7 Διογ. λαερτ. ΙΧ 69-70 και Λεξικό της Σούδας...
ἀπορητικοί τε καὶ σκεπτικοί, ἐφεκτικοί τε καὶ ζητητικοί. ζητιτικοί μὲν ἀπὸ
τοῦ πάντοτε ζητεῖν τὴν ἀλήθειαν, σκεπτικοί δὲ άπὸ τοῦ σκέπτεσθαι ἀεὶ καὶ
μηδέποτε εὑρίσκειν, ἐφεκτικοὶ δὲ ἀπὸ τοῦ μετὰ τὴν ζήτησιν πάθους, λέγω δὲ
τὴν ἐποχήν· ἀπορρητικοὶ δὲ ἀπὸ τοῦ τοὺς δογματικοὺς ἀπορεῖν καὶ αὐτοὺς.
Ας σημειώσουμε ότι μόνο στην Σούδα συνδέεται το ζητείν με την αλήθεια. Πρβλ.
και Gellius, Noctes Atticae XI, 5, 1: Quos Pyrronios philosophios vocamus,
hi Graeco cognomento σκεπτικοί appellantur: id ferme significat quasi "quaesitores"
et "consideratores" Πρβλ και Διογ. Λαερτ. ΙΧ 69-70... καὶ
οὗτοι πάντες Πυρρώνειοι μὲν ἀπὸ τοῦ πάντοτε ζητεῖν τὴν ἀλήθειαν.
οὐδενὶ γὰρ τῶν ἀδήλων συγκατατίθεται ὁ Πυρρώνειος
(Π.Υ. Ι 14)
Γνωρίζει ο σκεπτικός
ότι επέχει. δεν λέγει: πρέπει να επέχουμε. Το «πρέπει» θα σημάδευε την
απουσία του αυτοελέγχου· θα ήταν εξωτερική επιταγή. Έχει όμως γνώση ότι
επέχει· αυτή η γνώση δεν απορείται. Ο δογματισμός του σκεπτικού
εκφράζεται στην γνώση του ότι επέχει... ας θυμηθούμε τα λόγια του Πύρρωνος:
«ὡς χρὴ τοῦ σοφοῦ ἐν τοιαύτῃ καθιστάναι ἀταραξία» (Διογ.
Λαέρτ. ΙΧ 69). Ιδεώδες του σοφού η αταραξία, μας λέει ο Διογένης... ο
σκεπτικός δεν επέχει ως προς την αταραξία. Αυτό είναι το τέλος της σκεπτικής
αγωγής. Διαλεκτική είναι η σχέση: από την άρση, τελικά, της εποχής φθάνουμε
στην αταραξία. Και πρέπει να μην είναι ακόμη η αταραξία, για να είναι,
ναλειτουργεί, η εποχή. η σύζευξη εποχής -αταραξίας δεν είναι σχέση χρονικής
προτεραιότηττας αλλά καθαρά διαλεκτική κίνηση. (Πηγή: Σέξτος Εμπειρικός, Πυρρώνειες Υποτυπώσεις Α΄, Εισαγωγή:
Τερέζα Πεντζοπούλου - Βαλάλα: Ο πυρρωνισμός, Μετάφραση Στυλιανός Δημόπουλος,
Εκδόσεις Ζήτρος, Θεσσαλονίκη 2002, σσ. 169 - 171)
Κατά δογματικών φιλοσόφων
α' [2] διόπερ ἴσως καὶ ἐπὶ τῶν κατὰ φιλοσοφίαν ζητουμένων οἱ μὲν
εὑρηκέναι τὸ ἀληθές ἔφασαν, οἱ δ᾽ ἀπεφήναντο μὴ δυνατόν εἶναι τοῦτο καταληφθῆναι,
οἱ δὲ ἔτι ζητοῦσιν. καὶ εὑρηκέναι μὲν δοκοῦσιν οἱ ἰδίως καλούμενοι δογματικοί,
οἷον οἱ περὶ Ἀριστοτέλην καὶ ἐπίκουρον καὶ τοὺς Στωικοὺς καὶ ἄλλοι τινές, ὡς δὲ
περὶ ἀκαταλήπτων ἀπεφήναντο οἱ περὶ Κλειτόμαχον καὶ Καρνεάδην καὶ ἄλλοι
Ἀκαδημαϊκοί, ζητοῦσι δὲ οἱ σκεπτικοί.
α΄ [2] Ίσως γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο και στην περίπτωση των
αντικειμένων έρευνας της φιλοσοφίας, άλλοι είπαν ότι έχουν βρει την αλήθεια,
άλλοι έφτασαν στο συμπέρασμα ότι η αλήθεια εν είναι δυνατό να γίνει καταληπτή,
και άλλοι συνεχίζουν την έρευνα. Αυτοί που νομίζουν ότι βρήκαν την αλήθεια είναι
αυτοί, που, χαρακτηριστικά, αποκαλούνται δογματικοί (1), όπως λόγου χάρη ο
κύκλος του Αριστοτέλη, του Επικούρου, των Στωικών (2) και ορισμένοι άλλοι· αυτοί
που κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι πρόκειται για ακατάληπτα πράγματα είναι ο
κύκλος του Κλειτομάχου, του Καρνεάδη και άλλοι Ακαδημαϊκοί· (3) αυτοί, τέλος,
που συνεχίζουν την έρευνα είναι οι Σκεπτικοί. (Πηγή: Σέξτος
Εμπειρικός, Πυρρώνειες Υποτυπώσεις Α΄, Εισαγωγή: Τερέζα Πεντζοπούλου - Βαλάλα: Ο
πυρρωνισμός, Μετάφραση Στυλιανός Δημόπουλος, Εκδόσεις Ζήτρος, Θεσσαλονίκη 2002,
σσ. 354 -355)
Σημειώσεις
1.«οἱ ἰδίως καλούμενοι δογματικοί»: η
διαμάχη είναι μεταξύ Σκεπτικών και δογματικών. Για την εμφάνιση της Σκέψης και
την αντίθεση προς τον λόγο και το δόγμα βλ. τον Πρόλογο στον παρόντα τόμο και το
κεφάλαιο «Ἀδοξάστως βιοῦμεν», σσ. 292 -361 της
εισαγωγικής μελέτης, που προτάσσεται στις σσ. 34-350, στην οποία στο εξής θα
παραπέμπουμε αναφέροντας την ως Εισαγωγή.
2.«οἷον οἱ περὶ Ἀριστοτέλην καὶ Ἐπίκουρον καὶ
τοὺς Στωικούς»: Εκτενείς αναφορές στους αντιπάλους των Σκεπτικών
Περιπατητικούς, Επικούρειους και ιδιαίτερα, Στωϊκούς φιλοσόφους γίνονται στον Β΄
Τόμο του Σέξτου Εμπειρικού, που εκδίδεται προσεχώς στην εισαγωγική μελέτη με
τίτλο: Ο αρχαίος σκεπτικισμός: Ελληνιστικοί χρόνοι.
3. «οἱ περὶ ΚΛειτόμαχων καὶ Καρνεάδην καὶ
ἄλλοι Ἄκαδημαϊκοί»: Ο Κλειτόμαχος (187/6-100 π.Χ.) από την Καρχηδόνα
υπήρξε μαθητής του Κερνεάδη και διάδοχος του (το 127 π.Χ.) στην Ακαδημία. Από
τους πλέον πολυμαθείς και πολυγράφους της εποχής του, εξέθεσε, σε 400 περίπου
έργα, τη φιλοσοφία του δασκάλου του,α σκώντας οξεία κριτική στην επικούρεια και
στωική θεολογία, στην στωική γνωσιοθεωρία και στην ρητορική. Αποσπάσματα από το
έργο του διασώζουν ο Σέξτος, ο Κικέρων και ο Πλούταρχος.
Για τον Καρνεάδη, βλ. στην Εισαγωγή στον Β΄τόμο του Σέξτου, το
κεφάλαιο: Ιστορική Εισαγωγή. Ι. Οι πρωταγωνιστές.
Ιδ' [90] Ἐπεὶ δὲ φίλαυτοί τινες ὄντες οἱ δογματικοί φασι δεῖν τῶν
ἄλλων ἀνθρώπων ἑαυτούς προκρίνειν ἐν τῇ κρίσει τῶν πραγμάτων, ἐπιστάμεθα μὲν ὅτι
ἄτοπος ἐστιν ἡ ἀξίωσις αὐτῶν (μέρος γάρ εἰσι καὶ αὐτοὶ τῆς διαφωνίας· καὶ ἐὰν
αὑτοὺς προκρίνοντες οὕτω κρίνωσι τὰ φαινόμενα, πρὶν ἄρξασθαι τῆς κρίσεως τὸ
ζητούμενον συναρπάζουσιν, ἑαυτοῖς τὴν κρίσιν ἐπιτρέποντες)
Ιδ΄ [90] Όταν επομένως οι δογματικοί -δηλαδή κάποιοι φίλαυτοι-
υποστηρίζουν ότι, αφορά την κρίση για τα πράγματα, πρέπει να προτιμούν τον εαυτό
τους και όχι τους άλλους ανθρώπους, εμείς γνωρίζουμε ότι η αξίωσή τους είναι
παράλογη (διότι και οι ίδιοι οι δογματικοί εμπλέκονται στην διαφωνία· και, αν
κρίνουν τα φαινόμενα αφού έχουν προκρίνει τον εαυτό τους, συλλογίζονται με λήψη
του ζητουμένου, καθώς αναθέτουν στον εαυτό τους την κρίση, πριν καν η κρίση
αρχίσει) (Πηγή: Σέξτος Εμπειρικός, Πυρρώνειες Υποτυπώσεις Α΄,
Εισαγωγή: Τερέζα Πεντζοπούλου - Βαλάλα: Ο πυρρωνισμός, Μετάφραση Στυλιανός
Δημόπουλος, Εκδόσεις Ζήτρος, Θεσσαλονίκη 2002, σσ. 420 - 423)
Όταν έρχεται, βέβαια, στο θέμα του πυρρωνισμού, το ύφος του Etienne γίνεται
πιο φιλοσοφικό
«Γιατί, λοιπόν, θα ερωτήσουν, δημοσιεύεις αυτό το
βιβλίο; Κατ’ αρχάς, για να κάνω ασεβείς δογματικούς φιλοσόφους του αιώνα μας
να χάσουν τα μυαλά τους. Τι λέγω; Να χάσουν τα μυαλά τους; Αντίθετα, για να
τα ξαναβρούνε. Αν τα φάρμακα όλων των ασθενειών είναι τα δικά τους αντίθετα,
μπορούμε να ελπίζουμε ότι η συνδρομή των Εφεκτικών θα τους βοηθήσει να
γιατρευτούν από την αρρώστεια της ασέβειας που κόλλησαν από την επαφή τους
με τους αρχαίους δογματικούς φιλοσόφους. Κατά δεύτερο λόγο, για να
ανακουφίσω από μεγάλο πόνο και από όχι μικρότερη αηδία αυτούς που εγκύπτουν
με μετριοπάθεια στην φιλοσοφία... Τέλος, για να συμφιλιωθώ, προσφέροντάς
τους υπηρεσία, με όλους εκείνους που έχουν συνηθίσει να αντλούνε από όλα τα
βιβλία, κυρίως της φιλολογίας, και της υψηλής μαθήσεως. »
(Πηγή: Σέξτος Εμπειρικός, Πυρρώνειες Υποτυπώσεις Α΄, Εισαγωγή:
Τερέζα Πεντζοπούλου - Βαλάλα: Ο πυρρωνισμός, Μετάφραση Στυλιανός Δημόπουλος,
Εκδόσεις Ζήτρος, Θεσσαλονίκη 2002, σσ. 138 - 139)
Η ζήτηση βρίσκεται στην αφετηρία κάθε φιλοσοφικής απορίας. Το ζητείν είναι
μέθοδος (4). Κάθε δογματικός φιλόσοφος είναι συνεπώς ζητητικός (5). Η
διαφορά με τον σκεπτικό είναι, το είπαμε, ότι ο πρώτος καταλήγει στην
εύρεση, ο δεύτερος στην εποχή.
(Πηγή: Σέξτος Εμπειρικός, Πυρρώνειες Υποτυπώσεις Α΄, Εισαγωγή:
Τερέζα Πεντζοπούλου - Βαλάλα: Ο πυρρωνισμός, Μετάφραση Στυλιανός Δημόπουλος,
Εκδόσεις Ζήτρος, Θεσσαλονίκη 2002, σελ. 152)
Σημειώσεις
4. Ας θυμήσουμε ότι στα μαθήματα στους φοιτητές, το χειμερινό εξάμηνο του
1765-66, ο Kant τονίζει την σημασία του ζητείν ως
μεθόδου: «Η οικεία μέθοδος του μαθήματος στην σοφία του κόσμου (Weltweisheit)
είναι ζητητική (zetetisch) όπως μερικοί παλαιοί την ονόμασαν από το ζητείν,
δηλαδή ερευνητική, και γίνεται μέσα από τον ασκούμενο ορθό λόγο»
5. Στον ορίζοντα της Κριτικής του ορθού λόγου, ο Kant τοποθετεί τον
σκεπτικισμό, όχι ως πρώτο βήμα, στην φιλοσοφική αναζήτηση, αλλά ως δεύτερο,
μετά δηλαδή από τον δογματισμό όπου φυσικά το «μετά» δηλώνει πρόοδο ως προς
το πρώτο. Γράφει: «το πρώτο βήμα στα πράγματα του καθαρού ορθού λόγου, αυτό
που χαρακτηρίζει την παιδική ηλικία του ορθού λόγου, είναι δογματικό. Το
δεύτερο βήμα είναι σκεπτικό (skeptisch) και δείχνει την δύναμη της κρίσης
μέσα από την προσεκτικότητα που δίδει η εμπειρία. Είναι όμως αναγκαίο και
ένα τρίτο βήμα (η έρευνα) όχι των πραγμάτων (Fakta) του ορθού λόγου, αλλά
του ιδίου του ορθού λόγου...» Kritik der reinen Vernunft (KrV)
Α 761, Β 789. Ο Kant αναφέρεται εδώ στον σκεπτικισμό του David Hume,
με τον οποίο ο ορθός λόγος ησυχάζει έχοντας συνειδητοποιήσει την δογματική
περιήγηση και έχοντας χαράξει την περιοχή που βρίσκεται, ώστε από εκεί να
οδηγηθεί με σταθερά και βέβαια βήματα πιο πέρα. KrV Α 599, Β 627.
Βλέπουμε ότι η κρίση του Kant όχι μόνο δεν είναι αρνητική, αλλά αναγνωρίζει
στο σκεπτικό θετικό ρόλο. Κάθε σκεπτική πολεμική στρέφεται, κατά βάθος,
μόνον ενάντια του δογματικού ο οποίος χωρίς καμιά επιφυλακτικότητα, για τις
δικές του πρωταρχικές αντικειμενικές αρχές που θέτει, δηλαδή χωρίς κριτική
και σαν σε τροχιά, συνεχίζει τον δρόμο του· (η πολεμική) ταράσσει τα σχέδια
του δογματικού και τον φέρει στην αυτογνωσία. Ο σκεπτικισμός είναι
λογοκρισία (Zensur) του ορθού λόγου (KrV Α 760)
Ο Σέξτος όμως δεν χάνει την ευκαιρία να επικρίνει εδώ τους δογματικούς.
Λέγουν οι δογματικοί, ότι τα ζώα είναι κατώτερα από τους ανθρώπους (ΠΥ Ι
62-63). (Πηγή: Σέξτος Εμπειρικός, Πυρρώνειες Υποτυπώσεις Α΄, Εισαγωγή:
Τερέζα Πεντζοπούλου - Βαλάλα: Ο πυρρωνισμός, Μετάφραση Στυλιανός Δημόπουλος,
Εκδόσεις Ζήτρος, Θεσσαλονίκη 2002, σελ. 223)
Ι 60 καὶ ἄλλως οὔτε ἀναποδείκτως δυνάμεθα προκρίνειν τὰς ἡμετέρας φαντασίας
τῶν παρὰ τοῖς ἀλόγοις ζῴοις γινομένων οὔτε μετ᾽ ἀποδείξεως· πρὸς γὰρ τῷ μὴ
εἶναι ἀπόδειξειν ἴσως, ὡς ὑπομνήσομεν, αὐτὴ ἡ λεγομένη ἀπόδειξις ἤτοι
φαινομένη, οὐδὲ μετὰ πεποιθήσεως αὐτὴν προσησόμεθα· εἰ δὲ φαινομένη ἡμῖν,
ἐπειδὴ περὶ τῶν φαινομένων τοῖς ζῴοις ζητεῖται καὶ ἡ ἀπόδειξις ἡμῖν φαίνεται
ζῴοις οὖσι, καὶ αὐτὴ ζητηθήσεται εἰ ἔστιν ἀληθὴς καθό ἐστι φαινομένη. ἄτοπον
δὲ τὸ ζητούμενον διὰ τοῦ ζητουμένου κατασκευάζειν ἐπιχειρεῖν, ἐπεὶ ἔσται τὸ
αὔτὸ πιστὸν καἰ ἄπιστον, ὅπερ άμήχανον, πιστὸν μὲν ᾖ βούλεται ἀποδεικνεύειν,
ἄπιστον δὲ ᾖ ἀποδείκνυται. οὐχ ἕξομεν ἄρα ἀπόδειξιν δι᾽ ἧς προκρινοῦμεν τὰς
ἑαυτῶν φαντασίας τῶν παρὰ τοῖς ἀλόγοις καλουμένοις ζῴοις γινομένων. εἰ οὖν
διάφοροι γίνονται αἱ φαντασίαι παρὰ τὴν τῶν ζῴων ἐξαλλαγήν, ἅς ἐπικρῖναι
ἀμήχανόν ἐστιν, ἐπέχειν ἀνάγκη περὶ τῶν ἐκτὸς ὑποκειμένων.
Ἐκ
περιουσίας δὲ καὶ συγκρίνομεν τὰ ἄλογα καλούμενα ζῷα τοῖς ἀνθρώποις κατὰ
φαντασίαν· καὶ γὰρ καταπαίζειν τῶν δογματικῶν τετυφωμένων καὶ
περιαυτολογούντων οὐκ ἀποδοκιμάζομεν μετὰ τοὺς πρακτικοὺς τῶν λόγνων. οἱ μὲν
οὖν ἡμέτεροι τὸ πλῆθος τῶν ἀλόγνω ζῴων ἁπλῶς εἰώθασι συγκρίνειν τῷ άνθρώπῷ·
ἐπεὶ δὲ εὑρεσιλκογοῦντες οἱ δογματικοὶ ἄνισον εἶναι φασι τὴν σύγκρισιν,
ἡμεῖς ἐκ πολλοῦ τοῦ περιόντος ἐπὶ πλέον παίζοντες ἐπὶ ἐνὸς ζῴου στήσομεν τὸν
λόγον, οἷον ἐπὶ κυνός, εἰ δοκεῖ, τοῦ εὐτελεστάτου δοκοῦντος εἶναι.
εὑρήσομεν γὰρ καὶ οὕτω μὴ λειπόμενα ἡμῶν τὰ ζῷα, περὶ ὧν ὁλόγος, ὡς πρὸς τὴν
πίστιν τῶν φαινομένων.
Εξάλλου, ούτε χωρίς απόδειξη ούτε με
απόδειξη μπορούμε να προκρίνουμε τις δικές μας αισθητηριακές εντυπώσεις από
εκείνες που δημιουργούνται στα άλογα ζώα. Διότι, εκτός του ότι ίσως να μην
υπάρχει απόδειξη, (60) όπως θα δείξουμε, η ίδια λεγόμενη απόδειξη θα είναι
σε μας ή φανερή ή μη φανερή. Και, αν μεν δεν είναι φανερή, δεν θα την
δεχτούμε με πεποίθηση· αν όμως είναι φανερή -επειδή το τι είναι φανερό στους
ζωντανούς οργανισμούς είναι ζήτημα έρευνας και επειδή η απόδειξη είναι
φανερή σ’ εμάς που είμαστε ζωντανοί οργανισμοί- είναι επόμενο ότι θα
είναι αντικείμενο έρευνας το αν η απόδειξη είναι αληθής, στο μέτρο που μας
είναι φανερή. Και, βέβαια, είναι άτοπο να προσπαθούμε να αποδείξουμε τοι
ζητούμενο δια του ζητουμένου, (61) εφόσον σ’ αυτή την περίπτωση το ίδιο
πράγμα θα είναι και αξιόπιστο από την άποψη ότι στοχεύσει στο να προσφέρει
απόδειξη, αναξιόπιστο στο βαθμό που το ίδιο απαιτεί απόδειξη μέσω της οποίας
θα προτιμούμε τις δικές μας αισθητηριακές εντυπώσεις από εκείνες που
δημιουργούνται στα λεγόμενα άλογα ζώα. Αν λοιπόν, λόγω της ποικιλίας των
ζώων, οι αισθητηριακές εντυπώσεις διαφέρουν και είνια αδύνατο να
αποφασίσουμε γι’ αυτές, είναι αναγκαίο να επέχουμε από την κρίση όσο αφορά
τα εξωτερικά αντικείμενα.
Ως επιπλέον, μάλιστα, στοιχείο, (62),
συγκρίνουμε τα λεγόμενα άλογα ζώα με τους ανθρώπους όσο αφορά τις
αισθητηριακές εντυπώσεις· διότι, μετά την παρουσίαση των ισχυρών
επιχειρημάτων μας, δεν θεωρούμε αδόκιμο να περιπαίζουμε τους δογματικούς
φιλοσόφους που είναι αλαζόνες και περιαυτολογούν. Συνήθων οι δικοί μας
φιλόσοφοι απλώς συγκρίνουν τα άλογα ζώα, στο σύνολό τους, με τον άνθρωπο.
Επειδή όμως οι δογματικοί, καθώς είναι ευρηματικοί στα λόγια, ισχυρίζονται
ότι η σύγκριση είναι άνιση, εμείς, έστω κι αν το παρακάνουμε δίδοντας
συνέχεια στο παιχνίδι μαζί τους, θα στηρίξουμε το επιχείρημά μας σε ένα και
μόνο ζώο, το σκύλο για παράδειγμα, που θεωρείται, αν θέλετε, το πιο
ασήμαντο. Διότι, ακόμη και σ’ αυτή την περίπτωση, θα διαπιστώσουμε ότι τα
ζώα για τα οποία κάνει λόγο το επιχείρημα δεν υπολείπονται από εμάς τους
ανθρώπους όσον αφορά την αξιοπιστία των αισθητηριακών τους εντυπώσεων. (Πηγή: Σέξτος Εμπειρικός, Πυρρώνειες Υποτυπώσεις Α΄, Εισαγωγή:
Τερέζα Πεντζοπούλου - Βαλάλα: Ο πυρρωνισμός, Μετάφραση Στυλιανός Δημόπουλος,
Εκδόσεις Ζήτρος, Θεσσαλονίκη 2002, σσ. 398 - 403)
Σημειώσεις
60. πρὸς γὰρ τῷ μὴ εἶναι
ἀπόδειξιν ἴσως : Ο Σέξτος πραγματεύεται εκτενώς το θέμα της απόδειξης
στις Πυρρ. ΙΙ 134 - 192. Ανάλυση του ζητήματος αυτού γίνεται στην Εισαγωγή,
στον Β΄ υπό έκδοση τόμο
61. ἄτοπον δὲ τ[ο
ζητούμενον διὰ τοῦ ζητουμένου κατασκεύαζειν : Βλ. σ. 21 τη εισαγωγής,
σχετικά με την διατύπωση των συλλογισμών από τους Σκεπτικούς
62. ἐκ περιουσίας δὲ καὶ συγκρίνομεν : Πρβλ. πιο
κάτω, παρ. 63, 76
63. τούτου δὲ (τοῦ λόγου)
ὁ μὲν ἐστιν ἐνδιάθετος ὁ δ[ε προφορικός : Στωϊκή διάκριση ή συνδήλωση
του λόγου στον άνθρωπο, που δείχνει τις δύο όψεις μιας ενιαίας διαδικασίας
-σκέψη και ομιλία- που μπορεί να ονομαστεί «έναρθρη σκέψη» (διάνοια
ἐκλαλητικὴ)
Καλό λόγο όμως δεν είπε για κανένα. Κακολόγος ο Τίμων
-σιλλογράφος(9)-τους φιλοσόφους είχε κυρίως στο στόχαστρο, όλους εκτός από τον
Πύρρωνα. Ήταν μοναδική εξαίρεση. Τον αγαπούσε, τον σεβόταν, τον θαύμαζε. Στο
Πύθων (10), έργο χαμένο, αφηγείται πως συνάντησε τον Πύρρωνα στον δρόμο προς
τους Δελφούς. Ήταν μοιραία η συνάντηση. Συνομίλησαν και έκτοτε ο Τίμων
ακολούθησε τον φιλόσοφο· τόσο εντύπωση του έκαναν τα λόγια που άκουσε. έγινε
σκεπτικός. Με συγκίνηση για τον Πύρρωνα εκφράζεται πια, αυτός ο συλλογράφος, ο
επικριτής όλων των άλλων, τους οποίους λοιδωρεί (11) και παρωδεί (12), θεωρώντας
τους φαντασμένους και υπερφίαλους στις δογματικές τους δοξασίες. Επιτίθεται
στους πολυπράγμονες σοφιστές:
«ἕσπετε νῦν μοι ὅσοι πολυπράγμονες ἔστε σοφισταί»
(13)
ποτέ όμως στον γέροντα δάσκαλό του τον οποίο ερωτά πως μπόρεσε να
σπάσει τα δεσμά της απάτης και της πειθούς, να απομακρυνθεί από την κενοφροσύνη
των σοφιστών και να μην νοιάζεται ποιοι άνεμοι και από που φυσούνε στην Ελλάδα
(14). (Πηγή: Σέξτος Εμπειρικός, Πυρρώνειες Υποτυπώσεις Α΄, Εισαγωγή:
Τερέζα Πεντζοπούλου - Βαλάλα: Ο πυρρωνισμός, Μετάφραση Στυλιανός Δημόπουλος,
Εκδόσεις Ζήτρος, Θεσσαλονίκη 2002, Σελ.. 65)
Περίεργη η προσωπικότητα του Τίμωνα. Περιπαικτικός, εύρισκε πάντα
επιτυχημένες παρομοιώσεις για να εκφράσει μια βαθύτερη σκέψη (24)
(ό.,π. σελ. 67)
Σημειώσεις
9. Η λέξη σίλλος σημαίνει στην κυριολεξία τον άνθρωπο που βλέπει
στραβά.
«Σίλλος δέ ἐστιν ὁ διάστροφος τοὺς ὀφθαλμοὺς»
(Bachmani, Antiquites grecques, II σ. 342 κατά παράθεση Wachsmuth,
Sill. graec. rel. σ. 5 σημ. 4)· πιο λαϊκά, «στραβός» λατ.
strabo. (ίδιο έργο, σ. 5 σημ. 1). Μεταφορικά όμως η λέξη «σίλλος»
σημαίνει κακολογία. Βλ. Σούδα s.v. σίλλος: «γὰρ ὁ μῖμος ἢ ὁ
μῶμος, καὶ ἡ κακολογία καὶ ὁ χλευασμός. καὶ ὁ ταύτας γράφων σθιλλογράφος ἦν.
Τίμων Φλιάσιος, φιλόσοφος τῆς Πύρρωνος ἀγωγῆς» Πρβλ. και Σούδα, λέξη:
Τίμων Φλιάσιος
Στους Σίλλους, ποιήματα γραμμένα σε εξάμετρο σε μορφή παρωδίας,
ο Τίμων διακωμωδεί τους φιλοσόφους. Ο. Δ.Λ. (ΙΧ. 111-112) μαρτυρεί ότι οι Σίλλοι
αποτελούνταν από τρία βιβλία. Το πρώτο ήταν μια διήγηση του ίδιου του Τίμωνος·
στα άλλα δύο εμφανίζονται ο Ξενοφάνης και ο Τίμων να συνομιλούν για τους
φιλοσόφους και να τους επικρίνουν: «τῶν δὲ σίλλων τρία ἐστίν,
ἐν οἷς ὡς ἄν σκεπτικὸς ὢν πάντας λοιδορεῖ καὶ σιλλαίνει τοὺς δογματικοὺς ἐν
παρῳδίας εἴδει. ὧν τὸ μὲν πρῶτον αὐτοδιήγητον ἔχει τὴν ἑρμηνείαν, τὸ δὲ δεύτερον
καὶ τρίτον ἐν διαλόγου σχήματι. φαίνεται γοῦν ἀνακρίνων Ξενοφάνην τὸν Κολοφώνιον
περὶ ἑκάστων, ὁ δ᾽ αὐτῷ διηγούμενός ἐστι· καὶ ἐν μὲν τῷ δευτέρῳ περὶ τῶν
ἀρχαιοτέρων, ἐν δὲ τῷ τρίτῳ περὶ τῶν ὑστέρων·... τὸ δὲ πρῶτον ταὐτὰ περιέχει
πράγματα, πλὴν ὅτι μονοπρόσωπός ἐστιν ἡ ποίησης· ἀρχὴ δὲ αὐτῷ ἥδε,
ἕσπετε νῦν μοι ὅσοι πολυπράγμονές ἐστε
σοφισταί». Πρβλ. και Ευσ. Ευαγγελ. Προπ. XIV, 18, 14, Dindorf
Ο Wachsmuth προσπάθησε να ανασυγκροτήσει την δομή του έργου· στο
πρώτο βιβλίο φαντάζεται ότι ο Τίμων κατεβαίνει στον Άδη όπου βλέπει τους
φιλοσόφους να έχουν εμπλακεί σε μεγάλη λογομαχία· εκείνη την στιγμή εμφανίζεται
ο Πύρρων, ο οποίος με την σοβαρότητα και το κύρος του επιβάλλεται σε όλους,
πράγμα που προκαλεί τον αυθόρμητο θαυμασμό του Τίμωνος. Τα άλλα δύο βιβλία
περιέχουν την συνομιλία του Ξενοφάνη με τον σκεπτικό φιλόσοφο· ο τελευταίος
ερωτά τον πρώτο τι γνώμη έχει για τους φιλοσόφους, και ο Ξενοφάνης τους
σχολιάζει.
Εκτός από Σίλλους, από τους οποίους λίγοι στίχοι διασώθηκαν, από
τους Ινδαλμούς, ο Τίμων φέρεται να έγραψε και έπη και τραγωδίες και
σατύρους και κωμικά δράματα (Διογ. ΛΑέρτ. ΙΧ 111)
10. Σχετικά με το έργο αυτό βλ. πιο κάτω την μαρτυρία του
Αριστοκλή Γ΄ μέρος, σσ. 317, κ. επ.
11. ο Τίμων λοιδωρεί, μεταξύ άλλων, τον Ηράκλειτο, τον Σωκράτη,
τον Ζήνωνα, τον Ανάξαρχο, τον Παρμενίδη. Βλ. σχετικά Wachsmuth, ίδιο έργο, σσ.
93 κ. εκ. όπου γίνεται και σχολιασμός.
12. Ο D. Sedley (Timon of PhiliusQ Pyrrhonist and Satirist,
(Proceeding of Cambridge Philological Society 204, νέα σειρά 24, 1978 σσ.
68-91), μας δίνει πολύτιμες πληροφορίες για την όλη θέση του Τίμωνος ως
σατιρικού ποιητή στην ελληνική γραμματολογία. Ιδιαίτερα δείχνει ότι στους
Σίλλους ο Τίμων δεν είχε υπόψη τον Ξενοφάνη, παρόλο που του αφιέρωνε το ποίημα,
αλλά τον κυνικό Κράτη από την Θήβα. Από τα 6 αποσπάσματα -18 εν όλω στίχοι- στα
δύο αναγνωρίζουμε το ύφος των Σίλλων (σ. 75). Συχνή τεχνική του Κράτη ήταν η
αλλαγή των ονομάτων και των στίχων του Ομήρου. Ο Τίμων την ακολουθεί και αλλάζει
είτε μια λέξη είτε δύο σε συνεχείς στίχους. Και αυτό ακριβώς είναι εκείνο που,
αλλοιώνοντας τον ομηρικό στίχο, δημιουργεί την σάτιρα (σ. 75). Μερικά
παραδείγματα: «οὐκ ἄν δὴΠύρρωνί γ᾽ ἐρίσσειεν βροτός ἄλλος
(Ευαγγ. Προπ. ΧΙV 18,7) οὐκ ἄν ἔπειτ᾽ Ὀδησσῆι γ᾽
ἐρίσσειεν βροτὸς ἄλλος (Γ΄ 223)· τόν δ᾽ ὡς οὖν ἐννοήσ᾽
ἐν νηνεμίῃσι γαλήνης (Σέξτος Μ, V 141)
τὸν δ᾽ ὡς ἐννοησ᾽ (eadem verius sede Λ 575)· οὐδ᾽ ἄρ᾽
Ἀριστέλους εἰκαιοσύνης ἀλεγεινῆς (Δ.Λ. V. 11)
παλαισμοσύνης ἀλεγεινῆς (eadem cerius sede Ψ 701) (Wachsmuth. 145, 146,
154). Για τις παρωδίες ομηρικών στίχων από τον Τίμωνα βλ. Sedley (ίδιο έργο σελ.
81) όπου γράφει ότι η μεγαλύτερη πηγή των παρωδιών ήταν οι ραψωδίες Α-Γ τη
Ιλιάδος, και ότι ο Τίμων ήθελε να δείξει πως οι φιλόσοφοι αντιμάχονται αλλήλους
με κενούς λόγους.
13. Διογ. Λαέρτ. ΙΧ, 112
14. Mullach, Fragmenta Philosophorum Graecorum, Ι. σ. 95
«Ὦ γέρον, ὦ Πύῤῥων, πῶς ἤ πόθεν ἔκδυσιν εὗρες
λατρείης δοξῶν τε κενοφροσύνης τε σοιστῶν,
καὶ πάσης ἀπάτης πειθοῦς τ᾽ άπελύσατο δεσμά;
οὐδὲ μέλει σοι ταῦτα μεταλλήσειν τίνος αὖραι
Ἑλλάδ᾽ ἔχουσι, πόθεν τε καὶ εἰς ὅ κυρεῖ τὰ
ἕκαστα»
24. Βλ. π.χ. το fr. 38 (Διογ. Λαέρτ. VII, 15) όπου παρομοιάζει
τον φιλόσοφο Ζήνωνα με φοινικική αράχνη, πεινασμένη και γριά, που λαίμαργα
γυρεύει την λεία της απλώνοντας τους ιστούς της. Για την μεταφορική σημασία των
στίχων, βλ. J. Garnon, An Interpratation of Timon of Phlius fr. 38 στο American
Journal of Philology, τ. 108/4, σσ. 603-611. Γνωστές ήταν επίσης οι επιθέσεις
του στον Αρκεσίλαο.
Βαθειά επηρεασμένος από την εμπειρία της σχετικότητας των
πραγμάτων, κατέφευγε, μας λέγει ο Φίλων ο Αθηναίος, στον Όμηρο και συχνά
επαναλάμβανε τους στίχους του ποιητή για την ματαιότητα του κόσμου, την ζωή των
ανθρώπων, που είναι σαν τα φύλλα στα δέντρα:
«οἵη περ φύλλων γενεή, τοίη δὲ καὶ ἀνδρῶν»
(Ιλιάς, VI, 196) (35)
Δεν τελειώνουν όμως τα όσα διηγούνται για την διδασκαλία του την
οποία ανήγαγε σε τρόπο ζωής. Ο Ποσειδώνιος περιγράφει πως μια μέρα που ταξίδευε
στην θάλασσα χάλασε ο καιρός και σηκώθηκε τρικυμία. Όλοι φοβηθήκαν. Τότε, ο
Πύρρων, ατάραχος και γαλήνιος, τους έδειξε ένα χοιρίδιο που έτρωγε αμέριμνα πάνω
στο πλοίο. λέγοντας ότι σε τέτοια αταραξία πρέπει να περιέλθει ο σοφός (36).
Αυτή την στάση θαύμαζε ο Επίκουρος (37) που διαρκώς ερωτούσε να μαθαίνει για τον
Πύρρωνα.
Γαλήνιος ήταν ο φιλόσοφος που έζησε ενενήντα χρόνια, που εδίδαξε
στους ανθρώπους να είναι μετριοπαθείς και να μην έχουν την αλαζονεία των
δογματικών φιλοσόφων που με προπέτεια όλα τα εξηγούν, τα φανερά και τα αφανή.
(Πηγή: Σέξτος Εμπειρικός, Πυρρώνειες Υποτυπώσεις Α΄, Εισαγωγή:
Τερέζα Πεντζοπούλου - Βαλάλα: Ο πυρρωνισμός, Μετάφραση Στυλιανός Δημόπουλος,
Εκδόσεις Ζήτρος, Θεσσαλονίκη 2002, σελ.. 52)
Σημειώσεις
35 Δ.Λ. ΙΧ 67
36. Δ.Λ. ΙΧ. 68
37. Δ.Λ. ΙΧ 64: «ἔλεγε τε πολλάκις καὶ
Ἐπίκουρον θαυμάζοντα τὴν Πύρρωνος ἀναστροφήν συνεχὲς αὐτοῦ πυνθάνεσθαι περὶ
αὐτοῦ»
Πάθη & Έθιμα
Ια΄ [23] ἔοικε δὲ αὕτη ἡ βιωτικὴ τήρησις τετραμερὴς εἶναι καὶ τὸ
μέν τι ἔχειν ἐν ὑφηγήσει φύσεως, τὸ δὲ ἐν ἀνάγκῃ παθῶν, τὸ δὲ ἐν παραδόσει νόμων
τε καὶ ἐθῶν, τὸ δὲ ἐν διδασκαλίᾳ τεχνῶν, ὑφηγήσει μὲν φυσικῇ καθ᾽ ἥνφυσικῶς
αἰσθητικοὶ καὶ νοητικοί ἐσμεν, παθῶν δὲ ἀνάγκῃ καθ᾽ ἥν λιμός μὲν ἐπὶ τροφὴν ἡμᾶς
ὁδηγεῖ, δίψος δ᾽ ἐπὶ πόμα, ἐθῶν δὲ καὶ νόμων παραδόσει καθ᾽ ἥν τὸ μὲν εὐσεβεῖν
παραλαμβάνομεν βιωτικῶς ὠς άγαθόν τὸ δὲ ἀσεβεῖν ὡς φαῦλον, τεχνῶν δὲ διδασκαλίᾳ
καθ᾽ ἥν οὐλ ἀνενέργητοί ἐσμεν ἐν αἷς παραλαμβάνομεν τέχναις. ταῦτα δὲ [;ντα
φαμὲν ἀδοξάστως
Ια΄ [23] Φαίνεται μάλιστα ότι αυτή η τήρηση των βιοτικών κανόνων
είναι τετραμερής: το ένα μέρος της έχει να κάνει με την καθοδήγηση εκ μέρους της
φύσης, το άλλο με τον καταναγκασμό που ασκούν τα πάθη, το τρίτο με την παράδοση
των νόμων και των εθίμων, και το τέταρτο με όσα διδάσκουν οι τέχνες. Η
καθοδήγηση εκ μέρους της φύσης είναι αυτό χάρη στο οποίο εκ φύσεως διαθέτουμε
αίσθηση και νόηση· ο καταναγκασμός που ασκούν επάνω μας τα πάθη είναι αυτό
δυνάμει του οποίου η πείνα μας οδηγεί στην τροφή και η δίψα στο νερό· η παράδοση
εθίμων και νόμων είναι αυτό με βάση το οποίο δεχόμαστε, μέσα από την καθημερινή
ζωή, την ευσέβεια ως αγαθό και την ασέβεια ως κακό· τέλος, όσα διδάσκουν οι
τέχνες είναι αυτά στα οποία στηριζόμαστε και δεν μένουμε ανενεργοί όσον αφορά
τις τεχνικές δεξιότητες που αποκτούμε. Όλα αυτά τα υποστηρίζουμε χωρίς δογματική
διάθεση. (Πηγή: Σέξτος Εμπειρικός, Πυρρώνειες Υποτυπώσεις Α΄,
Εισαγωγή: Τερέζα Πεντζοπούλου - Βαλάλα: Ο πυρρωνισμός, Μετάφραση Στυλιανός
Δημόπουλος, Εκδόσεις Ζήτρος, Θεσσαλονίκη 2002, σσ. 372 - 375)
Ιβ' [25]φαμέν δὲ ἄχρι νῦν τέλος εἶναι τοῦ σκεπτικοῦ τὴν ἐν τοῖς
κατὰ δόξαν ἀταραξίαν καὶ ἐν τοῖς κατηναγκασμένοις μετριοπάθειαν.
Ιβ΄ [25]Μέχρι και τώρα λέμε ότι το τέλος του Σκεπτικού φιλοσόφου
είναι η αταραξία στα ζητήματα γνώμης και ο μετριασμός των παθών σε όσα
επιβάλλονται αναγκαστικά (Πηγή: Σέξτος Εμπειρικός, Πυρρώνειες
Υποτυπώσεις Α΄, Εισαγωγή: Τερέζα Πεντζοπούλου - Βαλάλα: Ο πυρρωνισμός,
Μετάφραση Στυλιανός Δημόπουλος, Εκδόσεις Ζήτρος, Θεσσαλονίκη 2002, σσ. 374 -
377)
Αρχαία θρησκεία & Μύθοι
Ιδ' [147] μυθικὴ δὲ πίστις ἐστὶ πραγμάτων ἀγενήτων τε καὶ
πεπλασμένων παραδοχή, οἷά ἐστιν ἄλλα τε καὶ τὰ περὶ τοῦ Κρόνου μυθευόμενα· ταῦτα
γὰρ πολλοὺς εἰς πίστιν ἄγει
Μυθική πίστη είναι η παραδοχή πραγμάτων που δεν έγιναν και που τα
έχει πλάσει η φαντασία, όπως, μεταξύ άλλων, οι μυθικές διηγήσεις για τον Κρόνο·
οι διηγήσεις αυτές είναι πίστεις, διότι γίνονται από πολλούς ανθρώπους
πιστευτές. (Πηγή: Σέξτος Εμπειρικός, Πυρρώνειες Υποτυπώσεις
Α΄, Εισαγωγή: Τερέζα Πεντζοπούλου - Βαλάλα: Ο πυρρωνισμός, Μετάφραση Στυλιανός
Δημόπουλος, Εκδόσεις Ζήτρος, Θεσσαλονίκη 2002, σσ. 462 - 463)
Ιδ' [149] καὶ ἐν μὲν Ταύροις τῆς Σκυθίας νόμος ἦν τοὺς ξένους τῇ
Ἀρτέμιδι καλλιερεῖσθαι, παρὰ δὲ ἡμῖν ἄνθρωπον ἀπείρηται πρὸς ἱερῷ φονεύεσθαι.
Ιδ΄[149] στους Ταύρους της Σκυθίας (135) υπήρχε νόμος να
θυσιάζονται οι ξένοι στην Άρτεμη, ενώ σ’ εμάς απαγορεύεται ο φόνος ανθρώπου που
έχει καταφύγει σε ιερό. (Πηγή:
Σέξτος Εμπειρικός, Πυρρώνειες Υποτυπώσεις Α΄, Εισαγωγή: Τερέζα Πεντζοπούλου -
Βαλάλα: Ο πυρρωνισμός, Μετάφραση Στυλιανός Δημόπουλος, Εκδόσεις Ζήτρος,
Θεσσαλονίκη 2002, σσ. 462 - 463)
Σημειώσεις
135. «ἐν Ταύροις τῆς Σκυθίας»: Οι
Ταύροι ήταν κάτοικοι της Ταυρικής Χερσονήσου (σημερινής Κριμαίας), η καταγωγή
των οποίων ίσως αναγόταν στους Κιμμερίους. Οι αρχαίοι συγγραφείς τους
παρουσίαζαν ως άγριο και πολεμοχαρή λαό, που ζούσε από ληστρικές επιδρομές. Οι
Ταύροι λάτρευαν την Ορσιλόχη -μια νεαρή γυναικεία θεότητα που ταυτιζόταν με την
Ταυροπόλο Αρτέμιδα- στην οποία θυσίαζαν τους ξένους που συνελάμβαναν. Παρ’
ολίγων θύματα της θεάς αυτής θα ήταν ο Ορέστης και ο Πυλάδης, τους οποίους
γλύτωσε από τη θυσία η αδελφή του Ορέστη Ιφιγένεια, που ήταν ιέρεια της θεάς.
Ιδ' [150] μυθικὴν δὲ πίστιν πίστει μυθικῇ, ὅταν ὅπου μὲν
<λέγωμεν> τὸν Δία μυθεύεσθαι πατέρα ἀνδρῶν τε θεῶν τε, ὅπου δὲ τὸν Ὠκεανόν,
λέγοντες
Ὠκεανόν τε θεῶν γένεσιν καὶ μητέρα Τηθύν
Ιδ΄ [150] Επίσης αντιπαραθέτουμε μυθική πίστη σε μυθική πίστη, όπως
όταν λέμε ότι σύμφωνα με μια μυθική διήγηση πατέρας των θεών και των ανθρώπων
είναι ο Δίας, ενώ σύμφωνα με άλλη ο Ωκεανός, αφού λέμε
τον Ωκεανόν πατέρα των θεών και την Τηθύ μητέρα (136)
(Πηγή: Σέξτος Εμπειρικός, Πυρρώνειες Υποτυπώσεις Α΄, Εισαγωγή: Τερέζα
Πεντζοπούλου - Βαλάλα: Ο πυρρωνισμός, Μετάφραση Στυλιανός Δημόπουλος, Εκδόσεις
Ζήτρος, Θεσσαλονίκη 2002, σσ. 464 - 465)
Σημειώσεις
136. Όμηρ., Ξ 201
Ιδ' [154] μυθικῇ δὲ πίστει, [ὡς] ὄταν λέγωσιν οἱ μῦθοι ὅτι ὁ
Κρόνος κατήσθιεν αὑτοῦ τὰ τέκνα, ἔθους ὄντος ἡμῖν προνοεῖσθαι παίδων· καὶ παρ᾽
ἡμῖν μὲν συνήθεια ὡς ἀγαθοὺς καὶ ἀπαθεῖς κακῶν σέβειν τοὺς θεούς, τιτρωσκόμενοι
δὲ καὶ φθονοῦντες ἀλλήλοις ὑπὸ τῶν ποιητῶν [155] εἰσάγονται. δογματικῇ δὲ
ὑπολήψει, ὅταν ἡμῖν μὲν ἔθος ᾖ παρὰ θεῶν αἰτεῖν τα ἀγαθά, ὁ δὲ Ἐπίκουρος λέγῃ μὴ
ἐπιστρέφεσθαι ἡμῶν τὸ θεῖον, καὶ ὄταν ὁ μὲν Ἀρίστιππος ἀδιάφορον ἡγῆται τὸ
γυναικείαν ἀμφιέννυσθαι [156] στολήν, ἡμεῖς δὲ αἰσχρὸν τοῦτο ἡγῶμεθα εἶναι.
ἀγωγὴν δὲ ἀντιτίθεμεν νόμῳ μέν, ὅταν νόμου ὄντος μὴ ἐξεῖναι τύπτειν ἄνδρα
ἐλεύθερον καὶ εὐγενῆ οἱ παγκρατιασταὶ τύπτωσιν ἀλλήλους διὰ τὴν ἀγωγὴν τοῦ κατ᾽
αύτοὺς βίου, καὶ ὅταν ἀπειρημένου τοῦ ἀνδροφονεῖν οἱ [157] μονομάχαι ἀναιρῶσιν
ἀλλήλους διὰ τὴν αὐτὴν αἰτίαν. μυθικὴν δὲ πίστιν ἀγωγῇ ἀντιτίθεμεν, ἐπειδὰν
λέγωμεν ὅτι ο}ι μὲν μῦθοι παρὰ τῇ Ὀμφάλῃ τὸν Ἠρακλέα λέγουσιν
εἴρια τε ξαίνειν καὶ δουλοσύνης ἀνέχεσθαι
καὶ ταῦτα ποιῆσαι ἅπερ οὐδ᾽ ἂν μετρίως προῃρημένος ἐποίησεν ἄν
τις, ἡ δὲ ἀγωγὴ τοῦ βίου τοῦ Ἡρακλέους ἦν [158] γενναία. δογματικῇ δὲ ὑπολήψει,
ὅταν οἱ μὲν ἀθληταὶ ὡς άγαθοῦ <τινος> τῆς δόξης ἀντιποιούμενοι ἐπίμονον ἀγωγὴν
βίου δι᾽ αὐτὴν ἐπαναιρῶνται, πολλοῖ δὲ τῶν [159] φιλοσόφων φαῦλον εἶναι τὴν
δόξαν δογματίζωσιν. τὸν δὲ νόμον ἀντιτίθεμεν μυθικῇ μὲν πίστει, ὅταν οἱ μὲν
ποιηταὶ εἰσάγωσι τοὺς θεοὺς καὶ μοιχεύοντας καὶ ἀρρενομιξίαις χρεωμένους, νόμος
δὲ παρ᾽ ἡμῖν κωλύῃ ταῦτα [160] πράττειν, δογματικῇ δὲ ὑπολήψει, ὅταν οἱ μὲν περὶ
Χρύσιππον ἀδιάφορον εἶναι λέγωσι τὸ μητράσιν ἢ [161] ἀδελφαῖς μίγνυσθαι, ὁ δέ
νόμος ταῦτα κωλύῃ. μυθικὴν δὲ πίστιν δογματικῇ ὑπολήψει ἀντιτίθεμεν, ὅταν οἱ μὲν
ποιηταὶ λέγωσι τὸν Δία κατελθόντα θνηταῖς γυναιξὶ μίγνυσθαι, παρὰ δὲ τοῖς
δογματικοῖς ἀδύνατον τοῦτο [162] εἶναι νομίζηται, καὶ ὁ μὲν ποιητὴς λέγῃ, ὅτι
Ζεὺς διὰ τὸ πένθος τὸ ἐπὶ Σαρπηδόνι
αἱματοέσσας ψεκάδας κατέχευεν ἔραζε
δόγμα μέντοι φιλοσόφων <ᾖ> ἀπαθὲς εἶναι τὸ θεῖον, καὶ ὅταν <...>
τὸν τῶν ἱπποκενταύρων μῦθον ἀναιρῶσιν, ἀνυπαρξίας παράδειγμα τὸν ἱπποκένταυρον
ἡμῖν [163] φέροντες. πολλὰ μὲν οὖν καὶ ἄλλα ἐνῆν καθ᾽ ἑκάστην τῶν προειρημένων
ἀντιθέσεων λαμβάνειν παραδείγματα· ὡς ἐν συντόμῳ δὲ λόγῳ ταῦτα ἀρκέσει. πλὴν
τοσαύτης άνωμαλίας πραγμάτων καὶ διὰ τούτου τοῦ τρόπου δεικνυμένης, ὁποῖον μὲν
ἔστι τὸ ὑποκείμενον κατὰ τὴν φύσιν οὐκ ἕξομεν λέγειν, ὁποῖον δὲ φαίνεται πρὸς
τήνδε τὴν ἀγωγὴν ἢ πρὸς τόνδε τὸν νόμον ἢ πρὸς τόδε τὸ ἔθος καὶ τῶν ἄλλων
ἕκαστον. καὶ διὰ τοῦτον οὖν περῖ τῆς φύσεως τῶν ἐκτὸς ὑποκειμένων πραγμάτων
ἐπέχειν ἡμᾶς ἀνάγκη. οὕτω μὲν οὖν διὰ τῶν δέκα τρόπων καταλήγομεν εἰς τῆν
ἐποχήν. [...]
Αντιπαραθέτουμε έθιμο σε μυθική πίστη, όπως όταν, ενώ οι μύθοι λένε
ότι ο Κρόνος κατάπινε τα παιδιά του, εμείς έχουμε τη συνήθεια να φροντίζουμε τα
παιδιά μας· εξάλλου, σ’ εμάς υπάρχει η συνήθεια να σεβόμαστε τους θεούς ως
αγαθούς και ανεπηρέαστους από το κακό, ενώ οι ποιητές του εμφανίζουν να
τραυματίζονται και να αλληλοφθονούνται. Αντιπαραθέτουμε έθιμο σε δογματική
αντίληψη, όταν, ενώ σ’ εμάς υπάρχει συνήθεια να ζητούμε τα αγαθά από τους θεούς,
ο Επίκουρος λέει ότι η θεότητα δεν ενδιαφέρεται για μάς (141), και, όταν, ενώ ο
Αρίστιππος θεωρεί αδιάφορο το να φορά κανείς γυναικεία ρούχα (142), εμείς το
θεωρούμε ντροπή. Αντιπαραθέτουμε αγωγή σε νόμο, όταν παρόλο που υπάρχει νόμος
που απαγορεύει το να χτυπάει κανείς ελεύθερο και ευγενούς καταγωγής άνθρωπο,, οι
παλαιστές στο παγκράτιο χτυπούν ο ένας τον άλλον λόγω της αγωγής που ακολουθούν
στην ζωή τους, και όταν, για τον ίδιο λόγο, ενώ η ανθρωποκτονία είναι
απαγορευμένη, οι μονομάχοι σκοτώνουν ο ένας τον άλλον. Αντιπαραθέτουμε μυθική
πίστη σε αγωγή, όταν λέμε ότι οι μύθοι παρουσιάζουν τον Ηρακλή, όταν έμενε με
την Ομφάλη,
μαλλιά να ξαίνει και ν’ ανέχεται την δουλοσύνη (143)
και να κάνει πράγματα που κανείς δεν θα τα έκανε έστω και λίγο με
τή θέλησή του, ενώ η αγωγή τού Ηρακλή ήταν ευγενής. Αντιπαραθέτουμε αγωγή σε
δογματική αντίληψη όταν, ενώ οι αθλητές επιζητούν τή δόξα θεωρώντας την αγαθό
και για χάρη της αναλαμβάνουν επίπονο τρόπο ζωής, πολλοί από τους φιλοσόφους
αποφαίνονται δογματικά ότι η δόξα είναι κάτι ευτελές. Αντιπαραθέτουμε νόμο σε
μυθική πίστη όταν, ενώ οι ποιητές παρουσιάζουν τους θεούς να διαπράττουν
μοιχείες και να συνευρίσκονται άνδρας με άνδρα, σ’ εμάς ο νόμος δεν επιτρέπει
τέτοιες πράξεις· αντιπαραθέτουμε νόμο σε δογματική αντίληψη όταν, ενώ οι οπαδοί
του Χρύσιππου λένε πως η συνεύρεση ανδρών με τις μητέρες τους ή τις αδελφές τους
είναι ηθικά αδιάφορη, ο νόμος απαγορεύει αυτές τις πράξεις. Αντιπαραθέτουμε
μυθική πίστη σε δογματική αντίληψη όταν, ενώ οι ποιητές λένε ότι ο Δίας κατέβηκε
και συνευρέθηκε με θνητές γυναίκες, οι δογματικοί θεωρούν ότι αυτό είναι
αδύνατο· όταν, ενώ ο ποιητής λέει ότι ο Δίας, από την θλίψη του για τον
Σαρπηδόνα
άφησε να ραντίσουν την γη αιμάτινες ψιχάλες (144)
υπάρχει φιλοσοφικό δόγμα που λέει ότι το θείο είναι απαλλαγμένο από
τα πάθη· και όταν, ενώ οι φιλόσοφοι καταρρίπτουν το μύθο των ιπποκενταύρων
(145), οι ίδιοι μας φέρουν ως παράδειγμα ανυπαρξίας τον ιππποκένταυρον.
Θα μπορούσαμε να φέρουμε και πολλά άλλα παραδείγματα για καθεμιά
από τις αντιθέσεις που προαναφέραμε· αυτά όμως αρκούν για μια σύντομη
παρουσίαση. Πάντως, και επειδή μέσω αυτού του τρόπου καταδυκνείεται τόσο μεγάλη
ανομοιομορφία στα πράγματα, δεν θα μπορούμε να πούμε τι είναι το
αντικείμενο ως προς την φύση του, παρά μόνο τι είδους φαίνεται σε σχέση με την
τάδε αγωγή, τον τάδε νόμο, την τάδε συνήθεια και το καθένα από τα υπόλοιπα.
Είμαστε αναγκασμένοι, λοιπόν, εξαιτίας και αυτού του τρόπου, να επέχουμε από την
κρίση σχετικά με την φύση των εξωτερικών πραγμάτων. Και, έτσι, μέσω των δέκα
τρόπων καταλήγουμε στην εποχή. [...](Πηγή: Σέξτος Εμπειρικός,
Πυρρώνειες Υποτυπώσεις Α΄, Εισαγωγή: Τερέζα Πεντζοπούλου - Βαλάλα: Ο
πυρρωνισμός, Μετάφραση Στυλιανός Δημόπουλος, Εκδόσεις Ζήτρος, Θεσσαλονίκη 2002,
σσ. 466 - 471)
Σημειώσεις
141. «μὴ ἐπιστρέφεσθαι ἡμῶν τὸ θεῖον»:
Για τον Επίκουρο, οι θεοί υπάρχουν, αλλά «ὑπολήψεις (εἰσὶν)
ψευδεῖς αἱ τῶν πολλῶν ὑπὲρ θεῶν ἀποφάσεις· ἔνθεν αἱ μέγισται βλάβαι τε τοῖς
κακοῖς ἐκ θεῶν ἐπάγονται καὶ ὠφέλειαι [τοῖς ἀγαθοῖς]» (Επιστολή προς
Μενοικέα, Διογ. ΛΑέρτ., Χ 124)
142. «ἀδιάφορον ἡγεῖται τὸ γυναικείαν
ἀμφιέννυσθαι στολήν:... αυτης ἐσθῆτος Πλάτωνι καὶ Ἀριστίππῳ τοῖς φιλοσόφοις
προσενεχθείσης ὁ μὲν Πλάτων ἀπεπέμψατο εἰπών· «οὐκ ἄν δυναίμην θῆλυ ἐνδῦναι
στολὴν ἄρρην πεφυκώς», ὁ δὲ Ἀρίστιππος προσήκατο φήσας· «καὶ γὰρ ἐν βακχεύμασον
οὖσ᾽ ἥ γε σώφρων οὐ διαφθαρήσεται».» (Πυρρ., ΙΙΙ 204 ή απ. 39 D στο
Aristippi et Cyrenaicorum Fragmenta, εκδ. Mannebach)
143. Ομηρ., Χ 423:Στίχος από την περιγραφή της Ευρύκλειας για
τις δούλες του παλατιού του Οδυσσέα.
144. Ομηρ., Π 459: Στίχος που περιγράφει το θρήνο του Δία για
τον επερχόμενο θάνατο του γιού του Σαρπηδόνα, του αρχηγού των Λυκίων, λίγο πριν
αυτός πέσει από το κονταροχτύπημα του Πατρόκλου.
145. «ἱπποκένταυροι»:ή απλώς κένταυροι
(σε αντίθεση με τους ιχθυοκένταυρους). Φανταστικά μυθολογικά όντα, διφυή τέρατα,
με σώμα κατά το ήμισυ ανθρώπου και κατά το ήμισυ ίππου. Σύμφωνα με τους μύθους,
ήταν παιδιά του Ιξίωνα και της Νεφέλης. Κατά μια άποψη, οι ιπποκένταυροι
αποτελούσαν μυθική παράσταση της ιππικής τέχνης.
Σέξτος Εμπειρικός, Προς μαθηματικούς. Ι. 260: «οἱ
ἱστορικοὶ τὸν ἀρχηγὸν ἡμῶν τῆς ἐπιστήμης Ἀσκληπιὸν κεκεραυνῶσθαι λέγουσιν...»Πρβλ.
και Πυρ. Υποτυπώσεις ΙΙ 238. (Πηγή: Σέξτος Εμπειρικός,
Πυρρώνειες Υποτυπώσεις Α΄, Εισαγωγή: Τερέζα Πεντζοπούλου - Βαλάλα: Ο
πυρρωνισμός, Μετάφραση Στυλιανός Δημόπουλος, Εκδόσεις Ζήτρος, Θεσσαλονίκη 2002,
σελίδα 97)
Μυθική πίστη είναι η παραδοχή πραγμάτων που δεν αποτελούν ιστορικά γεγονότα,
αλλά που τα δεχόμαστε και τα πιστεύουμε χωρίς συζήτηση. (Πηγή: Σέξτος Εμπειρικός, Πυρρώνειες Υποτυπώσεις Α΄, Εισαγωγή:
Τερέζα Πεντζοπούλου - Βαλάλα: Ο πυρρωνισμός, Μετάφραση Στυλιανός Δημόπουλος,
Εκδόσεις Ζήτρος, Θεσσαλονίκη 2002, σελ. 220)
Σκεπτικισμός Βυζάντιο & Δύση
Στο ιστορικό πλαίσιο που οδηγεί από τον Πύρρωνα στον Σέξτο, και
μετά, δεν ήταν βέβαια δυνατό να αγνοηθεί η μεταγενέστερη διαχρονική παρουσία των
πυρρωνείων, των εφεκτικών, στο Βυζάντιο και, στην Αναγέννηση, στην Δύση,
παρουσία που μνημονεύεται απλώς ενδεικτικά με αφορμή την τύχη των Πυρρωνείων
Υποτυπώσεων Πηγή: Σέξτος Εμπειρικός, Πυρρώνειες Υποτυπώσεις Α΄, Εισαγωγή: Τερέζα Πεντζοπούλου - Βαλάλα: Ο
πυρρωνισμός, Μετάφραση Στυλιανός Δημόπουλος, Εκδόσεις Ζήτρος, Θεσσαλονίκη 2002,
σελίδα 29)
Στους Βυζαντινούς, αλλά και στην Δύση, η ονομασία
«εφεκτικοί» και ακόμη «πυρρώνειοι» ήταν οι επικρατέστερη.
Πηγή: Σέξτος Εμπειρικός, Πυρρώνειες Υποτυπώσεις Α΄, Εισαγωγή: Τερέζα Πεντζοπούλου - Βαλάλα: Ο
πυρρωνισμός, Μετάφραση Στυλιανός Δημόπουλος, Εκδόσεις Ζήτρος, Θεσσαλονίκη 2002,
σελίδα 30)
Πόσο γνωστά ήταν τα ονόματα των σκεπτικών, του Πύρρωνος, του
Σέξτου, στους κύκλους των θεολόγων, των λογίων, στο Βυζάντιο (10); Και στην Δύση
(11); Ήταν φυσικά στόχος οι σκεπτικοί, και πολλές επιθέσεις άγριες και σκληρές
δέχθηκαν. Υπήρξε, όμως, ταυτόχρονα και μια πιο φιλική αντιμετώπιση, που πήρε
συχνά την μορφή φιλοσκεπτικισμού, κυρίως όταν επρόκειτο να χτυπηθεί η α
αλαζονεία των φιλοσόφων. Έτσι, φιλοσκεπτικοί και αντισκεπτικοί βρέθηκαν, όπως
πάντα, σε διάλογο. Ίσως όμως όχι με τρόπο παράλληλο.
Οι βυζαντινοί θεολόγοι γνωρίζουν και τα ονόματα αλλά και τα
επιχειρήματα των σκεπτικών. ο Θεόδωρος ο Μετοχίτης (12) τους θυμάται και τους
ονομάζει, στους Υπομνηματισμούς του, εφεκτικούς. Ο Νικοφόρος Γρηγοράς (12)
τονίζει την ακαταληψία των αγνώστων ιδεών -σχεδόν μία σταθερά στα θεολογικά
κείμενα(14)- που τον οδηγεί σε αγνωστικισμό και σε φιντεϊστική στάση. Ο
Γρηγόριος ο Παλαμάς (15), πάλι , δεν συμπαθεί τους σκεπτικούς και το δείχνει,
όταν απευθύνεται στον Βαρλαάμ και επιτίθεται στην αθεΐα των Ελλήνων φιλοσόφων
και στην θύραθεν σοφία. Οι Πατέρες είχαν, βέβαια, προηγηθεί· αιώνες πριν είχε
ακουσθεί η φωνή του Γρηγορίου του Θεολόγου που είχε δώσει τον τόνο στον
αντισκεπτικό ορίζοντα.
Νόημα δεινὸν καὶ καόηθες εἶναι ὁ σκεπτικισμός·
δυσδιεξόδους χαρακτηρίζει τούς λόγους τῶν σκεπτικῶν (16)
Ας μην επιχείνουμε περισσότερο στην παρουσία μιας εκφρασμένης αλλά
και συχνά λανθάνουσας αντισκεπτικής στάσης, σε όλους εκείνους που έζησαν πριν
από τον Νικόλαο Καβάσιλα, γιατί ο Καβάσιλας είναι σημαντικός σταθμός· είναι ο
μόνος που μας αφήνει ένα πολεμικό κείμενο:
Κατὰ τῶν λεγομένων περὶ τοῦ κριτηρίου τῆς
ἀληθείας, ἔστι, παρὰ Πύρρωνος τοῦ καταράτου, ευρύτερα γνωστό ως
Κατὰ Πύρρωνος.
Δεν θα επεκταθούμε στην παρουσίαση του έργου. Έχει μεταφρασθεί στην
νεοελληνική, έχει εκτενώς σχολιασθεί (17). Αξίζει να το προσέξουμε. Ας πούμε
όμως τούτα τα λίγα. Το κείμενο είναι σύντομο, «σχεδόν τρεις σελίδες», και σ’
αυτό ο Καβάσιλας καταπιάνεται να αναιρέσει τα σκεπτικά επιχειρήματα, αφήνοντας
να φανεί ότι οι ίδιοι οι πυρρώνειοι χρησιμοποιούν, στην ανάπτυξη, τους τρόπους
του Αγρίππα, όταν θέλουν να δείξουν πως δεν υπάρχει το κριτήριο της αλήθειας. Θα
σταθούμε μόνο σε δύο επιχειρήματα (18) που είναι ιδαίτερα σημαντικά.
Το πρώτο αφορά το ερώτημα αν υπάρχει το κριτήριο της αλήθειας. Να
τι απαντά ο Καβάσιλας: είτε αρνηθούμε, είτε δεχτούμε ότι υπάρχει, όποια θέση και
αν λάβουμε, το κριτήριο υπάρχει.
Αν πούμε ότι γνωρίζουμε ότι υπάρχει κριτήριο της αλήθειας, και
συμφωνήσουμε σ’ αυτό, τότε παύουμε να το ζητούμε. Αν πάλι πούμε ότι δεν
γνωρίζουμε, τότε τι από τα δυό: γνωρίζουμε ότι δεν γνωρίζουμε ή όχι; Αν οι
πυρρώνειοι γνωρίζουν, γνωρίζουν· και αν δεν γνωρίζουν, τότε το ότι δεν
γνωρίζουν, το γνωρίζουν, άρα και πάλι γνωρίζουν, δηλαδή υπάρχει γνώση. Αν δεν
υπάρχει, τότε δεν λέγουν τίποτε, δεν υπάρχει συζήτηση για τίποτε· δεν αρνείται
κανείς ότι υπάρχει γνώση, άρα γνώση υπάρχει.
Δεν μπορούμε να μην αναγνωρίσουμε εδώ μια ομοιότητα με τους
συλλογισμούς του Γοργία: το ον είναι ον· αλλά και το μη ον, εφόσον είναι μη ον,
είναι ον. Η γνώση της άγνοιας δεν είναι άγνοια αλλά γνώση Αυτός είναι το κλειδί
του αντεπιχειρήματος του Καβάσιλα.
Το δεύτερο επιχείρημα αφορά την διαφωνία και την θέση των σκεπτικών
ότι δεν μπορεί να κριθεί η διαφωνία, αν δεν υπάρχει το κριτήριο που θα κρίνει. Ο
Καβάσιλας απαντά ότι η επίλυση της διαφωνίας δεν συνεπάγεται την προτέραν γνώση
του κριτηρίου. Δεν είναι δηλαδή αναγκαίο, για να κρίνουμε μια διαφωνία, να
γνωρίζουμε από πριν το κριτήριο. Με άλλα λόγια είναι δυνατό, πριν επιλυθεί μία
διαφωνία, να γνωρίζουμε από πριν την ύπαρξη του πράγματος για το οποίο υπάρχει
διαφωνία. Γνωρίζουμε π.χ. ότι εμείς υπάρχουμε. Αν κάποιος αμφιβάλει γι’ αυτό,
τότε εμείς αίρουμε την αμφιβολία, αν παραδεχτούμε ότι υπάρχουμε. Αν πάλι δεν
υπάρχουμε, τότε δεν υπάρχει και η αμφιβολία. Η σύνδεση της υπάρξεως με την
αμφιβολία είναι φανερή, όπως φανερό είναι ότι εδώ διαγράφεται αυτό που θα
αποτελέσει την αφετηρία της νεότερης φιλοσοφίας , το cogito του Descartes.
Πράγματι· η κυρία ιδέα είναι ότι η πράξη της αμφιβολίας προϋποθέτει την ύπαρξη
του ανθρώπου που αμφιβάλλει.
Δεν χρειάζεται να δώσουμε άλλα παραδείγματα. Το Κατά Πύρρωνος είναι
αξιοπρόσεχτο κείμενο. είτε δεχθούμε ότι ο Καβάσιλας το έγραψε για να
αντιμετωπίσει μία αναβίωση του σκεπτικισμού γενικότερα, είτε, πιο συγκεκριμένα,
για να ενισχύσει τον Γρηγόριο Παλαμά στην διαμάχη του με τον Βαρλαάμ, γεγονός
είναι ότι τα έργα του Διογένη του Λαέρτιου, του Σέξτου, οι τρόποι του Αγρίππα,
του Αινησιδήμου όχι μόνο είναι γνωστά στους κύκλους των λογίων και των θεολόγων
στο Βυζάντιο, αλλά ακόμη δίδουν αφορμή για να εκδηλωθεί, μέσα στους χρόνους,
σφοδρή πολεμική. Η εποχή ενοχλεί. ΟΙ πληροφορίες που μας δίδουν για τους
πυρρώνειους δεν είναι όμως πάντα ακριβείς (19). Με ένα γενικό τρόπο τους
αποκαλούν εφεκτικούς· Συχνά γράφουν: οι Σέξτοι και οι Πύρρωνες (20).
Αντίθετα από ότι συνέβαινε στην Ανατολή, ο δυτικός Μεσαίωνας
σκέπασε με την σιωπή του το όνομα αλλά και τα έργα του Σέξτου. Μόλις στις αρχές
του 14ου αιώνα εντοπίζονται τα χειρόγραφα μιας λατινικής μεταφράσεως που
αποδίδεται στον Niccolo da Raggio, τον μεταφραστή του Γαληνού (21). Το πρώτο
ελληνικό χειρόγραφο (22) του Σέξτου φθάνει στην Ιταλία εκατό χρόνια μετά, και
λίγα χρόνια αργότερα εισάγεται στην αυλή των Μεδίκων (23).
Ας σταματήσουμε εδώ. Είναι μεγάλη η αφήγηση της αναγεννήσεως της
ελληνικής και της λατινικής παιδείας, και συναρπαστική όσο κι εκπληκτική η λάμψη
του Σέξτου τον 16ο αιώνα. Οι Πυρρώνειες Υποτυπώσεις κυρίαρχα έρχονται στο
προσκήνιο να ταράξουν τον ήρεμο ύπνο ενός αριστοτελισμού (24), που η διδασκαλία
της Σχολής έτεινε να απομακρύνει από την πηγή του -τον Έλληνα Αριστοτέλη- για να
τον καταστήσει δύσκαμπτο δογματικό σύστημα.
Η δική μας περιέργεια στρέφεται στους αναγνώστες των Πυρρώνειων
Υποτυπόσεων στον Agne Politien,, στβον Savonarola, στον J.F. Pico della
Mirandolla (26), οι οποίοι από τα τέλη του 15ου αιώνα καταπιάνονται, καθένας με
την σειρά του, με την προσεκτικότερη ανάγνωση του Σέξτου που δεν είχε γνωρίσει
ακόμη ευρύτερη δημοσιότητα. Θα περάσουν αρκετά χρόνια για να φθάσουμε στο
γεγονός εκείνο που διάπλατα ανοίγει τις πόρτες σ’ αυτό που ονομάσθηκε «η πυρρώνεια κρίση».
Το γεγονός είναι η μετάφραση των Πυρρώνειων Υποτυπώσεων στα
λατινικά από τον περίφημο λόγιο και εκδότη Henri Etienne. Είμαστε στο 1562 και
εκεί, στο Παρίσι, με την κυκλοφορία του έργου, γίνεται η μεγάλη έκρηξη του
πυρρωνισμού.
Δεν θα κατανοήσουμε το φαινόμενο της μεγάλης απηχήσεως των
Πυρρωνείων Υποτυπώσεων στους κύκλους των λογίων και των καλλιεργημένων ανθρώπων,
στα χρόνια της αναγεννήσεως, αν δεν το φωτίσουμε στην πραγματική του διάσταση:ο
πυρρωνισμός έρχεται να ενισχύσει την πίστη στον Θεό, όχι να την κλονίσει. Τι
μάχεται ο σκεπτικισμός; Αυτό που πάντοτε ήταν ο εχθρός του: την αλαζονεία και
την προπέτεια των φιλοσόφων. Μάχεται την ύβρη της επιστήμης να δώσει εξηγήσεις
για πράγματα που ξεπερνούν την δύναμη του νου του ανθρώπου. Μάχεται την αξίωση
του ανθρώπου να υψωθεί πάνω από τα μέτρα του. Μάχεται την λεγόμενη σοφία των
ανθρώπων οι οποίοι δεν συνειδητοποιούν την αδυναμία τους. Μόνος σοφός, μόνος
ισχυρός, ο Θεός. Οι άνθρωποι αγνοούν ουσιαστικά την άγνοιά τους. Αυτό έρχονται
να θυμίσουν οι πυρρώνειοι. Αυτό έρχεται να διδάξει ο Πύρρων, αυτό ακριβώς που
διδάσκει -ας το ξαναθυμίσουμε- ο Λυκίνος στον Ερμότιμο:ο άριστος βίος δεν είναι
η απαίτηση για σοφία. Δεν πρέπει να αναζητούμε θησαυρούς, να κυνηγούμε πράγματα
άπιαστα, να τρέφουμε ανέφικτες ελπίδες... ἄξιῶ πράττειν τι τῶν
ἀναγκαίων καὶ ὅ σε παραπέμψει ἐς τὸ λοιπὸν τοῦ βίου τὰ κοινὰ ταῦτα φρονοῦντα
(27). Το μάθημα του Λουκιανού είναι μεγάλο. Οι φιλόσοφοι όμως το
παραγνωρίζουν και περνούν τον καιρό τους γράφοντας δυσνόητα κείμενα, κάνοντας
συλλογισμούς και διατυπώνοντας απορίες. η αρετή όμως βρίσκεται στις πράξεις. Ο
Λουκιανός ακολουθεί τον Αριστοτέλη (28).
Ο σκεπτικισμός του Λουκιανού (29) προσγειώνει τον άνθρωπο. Η
καλύτερη ζωή είναι η κοινή ζωή μέσα σε μια πολιτεία, μακριά από τα παράξενα και
υπερφίαλα των φιλοσόφων: ἄμεινον ποιήσαις βίον τε κοινὸν ἅπασι
βιοῦν ἀξιῶν καὶ συμπολιτεύσῃ τοῖς πολλοῖς οὐδὲν ἄλλόκοτον καὶ τετυφωμένον
ἔλπίζων (30)
Έτσι υψώνεται και στην Δύση η φωνή του Nicolas Cusanus,
καταδικάζοντας την docta ignoratio (31). Στους ίδιους τόνους θα ακουστεί και η
φωνή του Agrippa de Nettesheym ο οποίος, αυστηρός και εκείνος, καταδικάζει όλους
τους φιλοσόφους της αρχαιότητας. Μόνο οι ακαδημεικοί και οι πυρρώνειοι έχουν τον
σεβασμό του. Είναι οι σκεπτικοί, εκείνοι που δεν αποφαίνονται. Το Εγκώμιον του
όνου (32) έρχεται μαζί μ’ ένα προηγούμενος εγκώμιο, το Μωρίας εκγώμιον (33) του
Εράσμου, να κάνει να συνέλθουν οι άνθρωποι από την υπέρμετρη έπαρσή τους.
Ο αρχαίος σκεπτικισμός είναι ευπρόσδεκτος. Ο πυρρωνισμός είναι η
φιλοσοφία η λιγότερη εχθρική προς τον Χριστιανισμό. Ο 16ος αιώνας είναι ο αιώνας
του «θείου Σέξτου» (Le divin Sextus) (34). Γνωστές μέσα από τις μεταφράσεις, οι
Πυρρώνειες Υποτυπώσεις γίνονται, με τον Montaigne, σταθερό πια σημείο αναφοράς.
Στην Απολογία του Raimond Sebond (35) όλες οι θέσεις των πυρρωνείων εκτίθενται
συστηματικά. Έχουμε, την απολογία του πυρρωνισμού, τον οποίο ο Montaigne,βλέπει
ως δρόμο που οδηγεί στην θρησκευτική πίστη, στο fideisme. Ο Πύρρων βρίσκει στον
Γάλλο στοχαστή τον πιο θερμό υπερασπιστή του, ο οποίος συνέλαβε το πνεύμα των
πυρρωνείων και έκανε τον Σέξτο κανόνα της ζωής του. Ο Montaigne είναι και ο
πιστός ιστορικός του πυρρωνισμού, αλλά και ο πιο αυθεντικός πυρρώνειος (36)
Στον επόμενο αιώνα ο σκεπτικισμός δίδει το πλαίσιο μέσα στο οποίο
θα αναπτυχθούν όλοι οι αντιλογικοί λόγοι προς τους δογματικούς. Ο
Gassendi (37) επικαλείται χωρία του Σέξτου αλλά και
του Διογένη του Λαερτίου. Η ζωή και η διδασκαλία του Πύρρωνος έχουν ήδη
μετατφρασθεί, οι τρόποι του Αινησιδήμου μνημονεύονται όλοι συνοπτικά. Ο Huet
(38) στο πρώτο βιβλίο της Πραγματείας για την αδυναμία του ανρθωπίνου πνεύματος,
ακολουθεί την δομή του πρώτου βιβλίου των Υποτυπώσεων στο τρίτο αναλαμβάνει την
υπεράσπιση του πυρρωνισμού, ακολουθώντας τα επιχειρήματα του Gassendi.
Το πρόβλημα του σκεπτικισμού παίρνει νέα διάσταση με τον Descartes,
τον Locke και λίγο αργότερα με τον Hume. Δεν θα το θίξουμε εδώ. Είναι όλη η
θεματική του προβλήματος της γνώσης του εξωτερικού κόσμου στον 17ο αι.Ας μην
ξεχνούμε ότι το νήμα που συνδέει τα ονόματα που αναφέρουμε είναι η τύχη των
Πυρρωνείων Υποτυπώσεων στην Αναγέννηση και μετά. Γι’ αυτό, ένα όνομα δεν μπορεί
να αγνοηθεί εδώ. Είναι ο άνθρωπος που φέρνει επιτακτικά το όνομα του Πύρρωνος
στο φιλοσοφικό προσκήνιο, στον αιώνα των Φώτων: ο Pierre Bayle (39). Αξίζει να
διαβάσουμε τι γράφει:
«Όταν είναι κανείς ικανός να κατανοήσει καλά όλους τους τρόπους της
εποχής που εκθέτει ο Σέξτος ο Εμπειρικός, αισθάνεται ότι αυτή η λογική είναι η
πιο μεγάλη προσπάθεια ευστροφίας που το ανθρώπινο πνεύμα μπόρεσε να κάνει.
Βλέπουμε όμως συγχρόνως ότι αυτή η ευστροφία δεν έδωσε καμία ικανοποίηση:
χάνεται η ίδια. Γιατί, αν ήταν στερεή, θα αποδείκνυε ότι είναι βέβαιο πως πρέπει
να αμφιβάλλουμε. Θα υπήρχε συνεπώς κάποια βεβαιότητα. Θα είχαμε έτσι έναν βέβαιο
κανόνα για την αλήθεια. Αυτό όμως καταστρέφει το σύστημα. Μην φοβάστε όμως ότι
θα φτάσουμε εκεί. Οι λόγοι για την αμφιβολία είναι οι ίδιοι αμφίβολοι». Ο Bayle
απέδωσε με σύντομες προτάσεις την ουσία του πυρρωνισμού, που δεν μπορεί να
στηρίζεται στην αμφιβολία. Φανερώνει ακόμη πόσο λαθεμένος είναι ο δρόμος του
ορθού λόγου, αφού και εκεί αναπτύσσεται με την μεγαλύτερη ευστροφία, μας ρίχνει
στο κενό. Πρέπει, συνεπώς. να εγκαταλείψουμε αυτόν τον οδηγό και να αναζητήσουμε
έναν καλύτερο. Αυτό είναι ένα μεγάλο βήμα προς την χριστιανική θρησκεία. Οι
αδυναμίες του Ορθού λόγου ανοίγουν τον δρόμο στην πίστη.
«Όταν κατανοήσουμε», συμπληρώνει ο Bayle, «ότι οι συζητήσεις των
φιλοσόφων δεν υπόσχονται τίποτα, τότε πιο εύκολα θα έχει κανείς διάθεση να
ζητήσει από τον Θεό να τον πείσει για τις αλήθειες τις οποίες πρέπει να
πιστεύουμε» (40).
Πηγή: Σέξτος Εμπειρικός, Πυρρώνειες Υποτυπώσεις Α΄, Εισαγωγή:
Τερέζα Πεντζοπούλου - Βαλάλα: Ο πυρρωνισμός, Μετάφραση Στυλιανός Δημόπουλος,
Εκδόσεις Ζήτρος, Θεσσαλονίκη 2002, σσ. 106 - 111
Σημειώσεις
10. Η σχέση των Πατέρων και των βυζαντινών θεολόγων και
φιλοσόφων με τον πυρρωνισμό, και γενικότερα τον σκεπτικισμό, είναι πολύ ευρύ
θέμα για να αντιμετωπισθεί εδώ. Ο σκεπτικισμός θεωρήθηκε εχθρός της θρησκευτικής
πίστης. Τα ονόματα του Πύρρωνος, του Αιναισιδήμου, του Αγρίππα, του Σέξτου ήταν
γνωστά. Συστηματική έρευνα επάνω στο συγκεκριμένο θέμα έχει αρχίσει να γίνεται
τελευταία στην Ελλάδα. Παράλληλα με τις πηγές και τα θεολογικά κείμενα,
υποδεικνύω πρόσφατες έρευνες στην Ελλάδα που αφορούν τον σκεπτικισμό: Ιωάννη
Δελλή «Η κριτική του Νικολάου Καβάσιλα στην θεωρία του Πυρρωνισμού» και στους
«πέντε περί τον Αγρίππα τρόπους», στο Φιλοσοφία, σσ.21, και του ιδίου «Ο
Αντισκεπτικισμός και η Λογική ως έργανον της φιλοσοφίας» στα Διαλεκτικά του
Ιωάννου Δαμασκηνού στο Χαριστήριος προς τιμήν του αρχιεπισκόπου Αλβανίας
Αναστασίου (Γιαννουλάτου), Αθήνα 1997, σσ. 362-373· Γιάννη Δημητρακοπούλου,
Νικόλαου Καβάσιλα, Κατά Πύρρωνος, Πλατωνικός φιλοσκεπτικισμός και αριστοτελικός
αντισκεπτικισμός και βυζαντινή διανόηση του 14ου αι., Παρουσία, 1999· βλ. και
του ιδίου «Ο Κώδικας 212 της Μυριοβίβλου του Φωτίου: Αινησιδήμου, Πυρρώνειοι
λόγοι». Κείμενο, μετάφραση και ερμηνευτικά σχόλια, στα Βυζαντιακά, τ. 19, σσ.
347-399· Σ. Τριαντάρη «Ο σκεπτικισμός στους Βυζαντινούς διανοητές του 14ου αι:
Θεόδωρος Μετοχίτης-Νικηφόρος Γρηγοράς, Βυζαντιακά 20, 1999, σσ. 43-64»
11.Πολύτιμο βοήθημα για την διάδοση του σκεπτικισμού στην Δύση
αποτελεί η κλασσική έρευνα του R. Popkin, The History of Scepticism from Erasmus
to Descartes, Assen 1960, (1979). Β΄λ. σπίσης του ιδίου «The Sceptical Crisis
and the Rise of the Modern Philosophy», σε τρεις συνέχειες στο The Review of
Metaphysics 1953, τόμος VII/i (σσ. 132-151), VII/2 σσ. 307-322, VII/3. σσ.
499-510. Η συστηματική έρευνα του Popkin δίδει όλες τις διακυμάνσεις στις
σχέσεις οπαδών του πυρρωνισμού και δογματικών που παρατηρούνται στον 17ο αιώνα
ως την εποχή του Hume. Από την εικόνα του Σέξτου και των πυρρωνείων, ως
υποστηρικτών της χριστιανικής θρησκείας (ο La Mothe le Vayer είναι, ίσως, ο πιο
χαρακτηριστικός οπαδός), έως την εικόνα τους ως εχθρών του Θεού και της
επιστήμης (Mersenne, "La Verite des Sciences contre les sceptiques", πρόλογος) ο
δρόμος είναι μακρύς. Ο Montaigne και ο Pascal βρίσκονται σε αντιπέρα όχθες. Και,
με έναν πολύ γενικό τρόπο, θα λέγαμε ότι οι Βυζαντινοί Πατέρες και θεολόγοι
είναι πιο σταθεροί στον αντισκεπτικισμό τους. Πρβλ. επίσης την διεξοδική έρευνα
του C.B. Schmitt, The Rediscovery of Ancient Scepticism στο The Skeptical
Tradition, M. Burnyeat 1983, σσ. 225-25. Πολύτιμος, για την τελευταία έρευνα,
είναι ο συλλογικός τόμος "Le scepticisme au XVIe και XVIIe seicle", επιμ. P.F.
Moreau, A. Michel, Paris, 2001
12. Ο Θεόδωρος Μετοχίτης (1270-1332), συγγραφεύς και πολιτικός,
θεωρεί γενικά ότι ο σκεπτικισμός βλάπτει και την φιλοσοφία και την θεολογία. Δεν
είναι πολλές οι σελίδες που ο Μετοχίτης αφιερώνει στου εφεκτικούς, όπως αποκαλεί
τους Σκεπτικούς. Πρόκεται για το κεφ. 3α΄ «Ὅτι οὔκ ἔξω λόγου
παντάπασι δόξειειν ἄν εἶναι τὰ τῶν Ἐφεκτικῶν ἐναντιουμένων πρὸς πᾶσαν κατάληψιν,
καὶ ὅτι Πλάτων καὶ Σωκράτης ἀρχὰς εἰς τοῦτ᾽ ἔδωκαν» στο «Θεοδώρου του
Μετοχίτου, Υπομνηματισμοί και σημειώσεις γνωμικαί», Miscellanea philosophia et
historica ed. Th. Kiessling, A. Hakkert, Amsterdam 1966, σσ. 370-377).
Ο Μετοχίτης δεν μνημονεύει ονόματα. Αναφέρεται στην θεωρία της
ακαταληψίας και στην μέθοδο των αντιλογικών λόγων: Λόγῳ παντὶ
λόγῳ παλαίει, λόγος ἐστὶν εὖ εἰρημένος πρότερον, οὐκοῦν δὴ καὶ γνώμη γνώμῃ τε
πάσῃ, καὶ δόξα δόξῃ καὶ κρίσις κρίσει (σ. 370) Πρβλ. και ίδιο έργο, σσ.
311 κ. επ.: Ὅτι οὐκ ἔστι παρ᾽ ἀνθρώποις άπλανὴς σχεδὸν κρίσις,
οὐδ ἀπαθής
Η γλώσσα του Μετοχίτη είναι αρκετά δηκτική. Επικρίνει τις
μάχιμες ενστάσεις, τα αντιθετικά επιχειρήματα. δεν γνωρίζουν οι ίδιοι (εν. τους
σκεπτικούς) ότι αγνοούν: καὶ πρώτως ὥς οὐδ᾽ ἴσασιν, ὅτι καὶ
ἀγνοοῦσι... (σ. 373)
13. Ο Γρηγοράς (1295-1359), μαθητής του Μετοχίτου, γνωρίζει τα
κείμενα του Σέξτου, γνωρίζει και τον Φίλωνα τον Αλεξανδρινό. Ο σκεπτικισμός του
συνδέεται με τις γνωστές αντιαριστοτελικές του θέσεις. Στην πραγματεία του
Ερμηνεία εις τον Συνεσίου «Περὶ ἐνυπνίων» λόγον, που
γράφεται γύρω στα 1328, ο Γρηγοράς, ερμηνεύοντας τον Συνέσιο, αναφέρεται στο
αβέβαιο των αισθήσεων, στο γεγονός ότι τα φαινόμενα φαίνονται διαφορετικά στους
ανθρώπους, πράγμα που δείχνει γνώση των πηγών, γνώση των τρόπων του Αινησιδήμου
μέσα από το Περί Μέθης του Φίλωνος. Για περισσότερα γύρω από την Ερμηνεία και
τον φιλοσκεπτικισμό του Γρήγορα, βλ. Γ. Δημητρακοπούλου, ίδιο έργο, σσ. 94-109.
Για τον σκεπτικισμό του Γρήγορα, βλ. και του Γρηγορά Ρωμαϊκή Ιστορία (Byzantina
Historia) εκδ. Scoopen, Βόννη, 1829-1855, XIX Ι.
14. Βλ. Γ. Δημητρακοπούλου, ίδιο έργο, σ. 90 κ. έπ., από όπου
και τα παρακάτω παραδείγματα: Ο Ψελλός τονίζει την ανθρώπινη άγνοια της φύσης
των κτιστών, την άγνοια της φύσης του Θεού: Οὔτε γὰρ τὸ θεῖον
πᾶν ὅσον ἐστὶν ἐφικτὸν οὔθ᾽ ἡ φύσις πὰσα νενόηται. Ο Φιλόπονος πάλι
τονίζει ότι δεν μπορεί o άνθρωπος να γνωρίζει την
αιτία των πραγμάτων: Ὅτι οὐ δεῖ τὴν αἰτίαν ζητεῖν, δι᾽ ὁ
πρῶτος γέγονεν οὐρανός, διότι μηδ᾽ ἄλλου τῶν γενομένων τὴν αἰτίαν ἀνθρώπους
εἰπεῖν ἐνδέχεται.
15. Μου είναι αδύνατο να επεκταθώ εδώ στο γνωστό πρόβλημα της
διαμάχης του Παλαμά με τον Βαρλαάμ Καλαβρό και τον Γρηγόριο Ακίνδυνο. Ο πρώτος
έχει εχθρική στάση απέναντι στους σκεπτικούς, τους οποίους κατακρίνει κυρίως για
την στάση της εποχής. Στον Β΄ Προς Βαρλαάμ, μαζί με την σφοδρή επίθεση στον
Αριστοτέλη, κυρίως στο θέμα των αποδεικτικών λόγων, παρόλο που δέχεται τις
θεολογικές αποδείξεις, δεν ξεχνά και τους σκεπτικούς: «εἰσὶ δ᾽
ἐφεκτικοί τινες οἱ καὶ κοινῇ πᾶσιν ἀντιλέγουσι...» (Προς Βαρλαάμ Β΄, 55),
στο Γρηγορίου του Παλαμά Συγγράμματα, τ. Α΄ εκδ. B. Bobrinky, Ρ. Παπα-
ευαγγέλου, J. Meyendorff, Π. Χρήστου, Θεσ/νίκη 1988. Εκείνο το οποίο ενδιαφέρει
να επισημάνουμε εδώ είναι ότι ο Παλαμάς είχε διαβάσει τις Πυρρώνειες Υποτυπώσεις
και το Προς Λογικούς, και ότι η κύρια κατηγορία του στον Βαρλαάμ είναι ότι ο
τελευταίος εισήγαγε την εφεκτική στάση στην θεολογία. Βλ. Δημητρακόπουλος, ίδιο
έργο, σ. 69.
16. Λόγος ΚΑ΄ Εις τον Μέγαν Αθανάσιον, Επίσκοπον Αλεξανδρείας «Ἀφ᾽
οὗ δὲ Σέξτοι καὶ Πύρρωνες καὶ ἡ ἀντίθετος γλῶσσα, ὥσπερ τι νόσημα δεινὸν καὶ
κακόηθες, ταῖς Ἐκκλησίαις ἡμῶν εἰσεφθάρη», στο Γρηγόριος ο Θεολόγος, τ.
59, Έκδοση της Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, Αθήναι 1979, σ.
153. Βλ. και Decleva Caizzi, Pirrone Testimonianze, fr. 89=Gregor. Naz. Or. XXI
12,393. Επιτίθεται ο Γρηγόριος ο Θεολόγος στις μεθόδους των σκεπτικών...
τὰς Πύρρωνος ἐνστάσεις, ἢ ἐφέξεις, ἢ ἀντιθέσεις καὶ τῶν
Χρυσίππου συλλογισμῶν τὰς διαλύσεις (Pirr. Test. Fr. 88=Greg. Naz., XXXII
25, 596).
Ο Ηλίας σχολιάζει ως έξης την Ομιλία XXXII τοΰ Γρηγορίου
Ναζιανζηνού: η κεντρική διδασκαλία είναι η πάντων ακαταληψία, οι ενστάσεις είναι
οι λόγοι και οι συλλογισμοί με τους οποίους εμπόδιζαν την ζήτηση, οι εφέξεις
είναι η εφεκτική στάση απέναντι στα δόγματα, και οι αντιθέσεις είναι οι
αντιλογίες μεταξύ των φιλοσόφων». Decleva Caizzi fr. 95=Eliae Cr. Comment in
Greg. Naz or. XXXII 596 (Ρ. Ο. 36, 901) Βλ. πιο κάτω σημ. 19. Πρβλ. και fr.
96=Anonym. in fine codicum Sext. Pyrrh. Hyp. (exceptis MT)
17. Το έργο εξεδόθη ως αυτοτελές κείμενο το 1899 και βρίσκεται
στην έκδοση A. Elter-L. Radermacher, Analecta Graeca Natalicia Regis
Augustissimi Guilelmi II, Βόννη. Δεν υπάρχει στην Patrologia Graeca του Migne
όπου βρίσκουμε τα έργα του Καβάσιλα. Ο Καβάσιλας, μαθητής του Γρηγορίου Παλαμά
(1296-1359/60), γράφει το Κατά Πύρρωνος, για να χτυπήσει τον Βαρλαάμ Καλαβρό
(1290-1348) που είχε εναντιωθεί στον ησυχασμό. Ο τελευταίος -που είχε δεχθεί
αριστοτελική παιδεία- πίστευε πως ο άνθρωπος δεν μπορεί να γνωρίσει τον Θεό, ότι
δεν υπάρχει απόδειξη για τα θεία πράγματα (οὐκ ἔστιν ἀπόδειξις
ἐπ᾽ οὐδενὸς τῶν θείων). Η θύραθεν σοφία είναι κάθαρση ψυχής. Γιατί η
σοφία είναι αλήθεια και η αλήθεια είναι ο Θεός. Η γνώση της σοφίας οδηγεί στην
γνώση του Θεού. (βλ. Δελλή, «Η κριτική του Καβάσιλα...», σ. 323). Ο Καβάσιλας
γνώριζε καλά τα κείμενα του Σέξτου του Εμπειρικού, μέσα από την Ρωμαϊκή ιστορία
του Νικηφόρου Γρήγορα, αλλά και τις αρχές των σκεπτικών από τον Διογένη Λαέρτιο.
Είναι κατά μέτωπο η επίθεση που εξαπολύει, αφού καταπιάνεται να αναιρέσει τα
επιχειρήματα των σκεπτικών με τα όποια οι ίδιοι αναιρούν το κριτήριο της
αλήθειας, και να δείξει τους παραλογισμούς του Σέξτου (παραλογίζεται
ὁ Σέξτος).
Για την όλη παρακολούθηση της διαμάχης του ησυχασμού και
γενικότερα των φιλοσοφικών ρευμάτων στο Βυζάντιο, πολύτιμο βοήθημα είναι πάντα
το κλασσικό έργο του Β. Τατάκη, Η Βυζαντινή φιλοσοφία, Εκδ. Εταιρεία Σπουδών
Νεοελληνικού πολιτισμού και γενικής παιδείας Αθήνα, 1977.
18. Διαφαίνεται στο δεύτερο επιχείρημα το γνωστό si fallor sum
-αν σφάλλω, υπάρχω- που αναπτύσσει ο Αυγουστίνος στό De Trinitate, και που θα
οδηγήσει αργότερα στο καρτεσιανό cogito. Σχετικά με την σχέση του Καβάσιλα με
τον Δημήτριο Κυδώνη και τον Παλαμά, βλ. Γ. Δημητρακοπούλου, (Κατά Πύρρωνος σσ.
55 κ. έπ.). Οι αδελφοί Κυδώνη γνώριζαν τα έργα του Αυγουστίνου και ο Παλαμάς το
De Trinitate. Ο συγγραφεύς πιστεύει ότι πηγή του επιχειρήματος του Καβάσιλα
είναι το παραπάνω έργο του Αυγουστίνου. Υποδεικνύω εδώ την μελέτη του ιδίου
Αυγουστίνος και Γρηγόριος Παλαμάς. Τα προβλήματα των αριστελικών κατηγοριών και
της τριαδικής ψυχοθεολογίας, Αθήνα 1997, την οποία όμως δεν είχα την ευκαιρία να
συμβουλευθώ. Ο Αυγουστίνος με το Contra academicos έπαιξε σημαντικό ρόλο στην
διάδοση της φήμης των σκεπτικών στην Δύση, γιατί σφράγισε, κατά κάποιον τρόπο,
την αρνητική τους εικόνα. Πριν από το 386 μ.Χ. -την χρονιά που ασπάζεται τον
χριστιανισμό- είχε ακολουθήσει για κάποιο διάστημα τους ακαδημεικούς και γνώριζε
καλά τα επιχειρήματα τους. Παρόλη την πρώτη του συμπάθεια, όμως, στό Contra
academicos αντικρούει και τον Αρκεσίλαο και τον Καρνεάδη, από την θέση του
νεοφώτιστου χριστιανού.
19. Συχνά γίνονται συγχύσεις ονομάτων, σχολών. Ο σχολιαστής
Ηλίας από την Κρήτη κάνει τον Πύρρωνα μαθητή του Επικούρου (Βλ. Decleva Caizzi,
Pirr. Test. Fr. Fr. 95 = Eliae Cret. Comment. in Greg. Naz. or. XXXII 596 PG 36,
901: Ὁ Πύρρων Ἐπικούρου μὲν γέγονε
μαθητής, ἐδογμάτιζε δὲ πάντων ἀκαταληψίαν... Ο Ιωάννης Φιλόπονος, στο
Προοίμιο στις Κατηγορίες του Αριστοτέλη, παρουσιάζει τον Ηράκλειτο ως μαθητή του
Πύρρωνος: Ἐφεκτικοὶ μὲν οὖν ἐλέγοντο διὰ τοιαύτην αἰτίαν
Πύρρων ὁ τῆς αἱρέσεως ἡγησάμενος ἔλεγεν ἀκαταληψίαν εἶναι ἐν τοῖς οὖσι,... ὁ δὲ
μαθητής αὐτοῦ Ἡράκλειτος... (Fr. 83=Joan Philop. In Arist. Cat. Proem. σ.
27, Busse) και ο Κλήμης χαρακτηρίζει τον Πύρρωνα ἐριστικόν
(fr. 86 Clem. Strom. VII XVI 101, 4)
20. Τα δύο ονόματα απαντούν συχνά μαζί. Όχι μόνο στην Ομιλία XXI
αλλά και στα Carmina αναφέρεται ξανά στους δυό:
μή μοι τὰ Σέξτου, μηδὲ Πύρρωνος, πλέκε·
Χρύσιππος ἔρρει, μακρὰν ὁ Σταγειρίτης
μηδὲ Πλάτωνος στέργε τὴν εὐγλωττίαν
Decleva Caizzi, fr. 90=Greg. Naz. Carmina II i, 12, 304 (PG 37,
1188)
Πρβλ. και: τρισκαιδέκατος Σέξτοι καὶ Πύρρωνες,
ὁ μὲν μὴ εἶναι πάντη γνωστὸν καὶ καταληπτὸν ὁ Σέξτος δογματίζων, ἐπέχων καὶ
ἐνιστάμενος· οὗτος καὶ πρὸς πᾶσαν ἀντεῖπε τέχνην καὶ ἐπιστήμην· ὁ δὲ Πύρρων
φιλόσοφος ὢν ἐφεκτικός ἐκαλεῖτο (Fr. 94=Georgius Cedrenus, Compend. Hist.
I 283 Πρβλ. και Fr. 93=Joann. Sic. In Hermog. De ideis, p. 397, Rabe:
ἐνθεν τοι Σέξτοις καὶ Πύρρωσιν ὑποκλίνεται, σκιὰς ὡς ἀληθῶς
τὸν Περίπατον καὶ τὴν Ἀκαδημίαν δεικνύουσι...
Ο Ιωάννης Σίκουλος γεννήθηκε στις αρχές του 11ου αι. και έγραψε
σχόλια στο Περί ιδεών τον Ερμογένη. Ο Γεώργιος Κεδρηνός, προς τα τέλη του 11ου
αι. και αρχές του 12ου αι. έγραψε μία Σύνοψη ιστοριών την εποχή του Ισαάκ
Κομνηνού (βλ. σχόλιο: decleva Caizzi, Pirr. Test. Commento, fr. 94 s. 284).
21. Τρία χειρόγραφα της μεταφράσεως είναι γνωστά.
Βρίσκονται στην Εθνική Βιβλιοθήκη, στο Παρίσι (λατ. 14,700 Fols. 83-132) στην
Εθνική βιβλιοθήκη στην Μαδρίτη (10,112 fols. 1-30) -είναι αυτό που ανακάλυψε ο
P.O. Kristeller το 1955- και στην Μαρκιανή Βιβλιοθήκη, στην Βενετία (λατ. Χ
267, 3960). Το ελληνικό κείμενο δεν βρίσκεται πια. Βλ. για περισσότερα την
εισαγωγή του J.A. Fabricius στην έκδοση του 1718 και Fabricius-Harles,
Biblioteca Graeca, νέα έκδοση, Αμβούργο 1780-1809, τόμος 5 (1796), σσ.
527-535, κατά παράθεση, Schmitt, The Rediscovery of Ancient Skepticism στο
The Skeptical Tradition, 1983, σ. 243, σημ. 4. Ειδικότερα για τις μεταφράσεις
Niccolo da Reggio, βλ. ίδιο έργο, σ. 243 σημ. 6. Σχετικά με την τύχη των έργων του
Σέξτου, βλ. και H. Mutschmann, Die Uberlieferung der Schriften des Sextus
Empiricus, Rheim. Mus., 64, 1909. σ. 279.
22. Schmitt, ίδιο έργο, σ. 235 και σ. 249, σημ. 72. Το
φέρνει από την Κωνσταντινούπολη στην Βενετία ο Francesco Filelfo, το 1427.
23. Βλ. Schmitt, ίδιο έργο, σ. 249, σημ. 79. Τρία
χειρόγραφα του Σέξτου βρίσκονταν στην Βιβλιοθήκη των Μεδίκων που τα είχε κάνει ο
Ι. Λάσκαρης, πριν από τον θάνατο του Lorenzo των Μεδίκων το 1492. Ήδη όμως από
το 1459 ένα κείμενο του Σέξτου ήταν στα χέρια του Piero di Cosimo de Medici. Ο
Schmitt δίδει χρήσιμες πληροφορίες για την βιβλιοθήκη του Βατικανού και της
Φλωρεντίας σε σχέση με τα χειρόγραφα του Σέξτου (ίδιο έργο, σσ. 235 κ.έπ.).
24. Το θέμα είναι ευρύτατο. Για μια πρόσφατη ερευνά πάνω
στον αριστοτελισμό στην Δύση, στην Αναγέννηση, παραπέμπω στο βιβλίο του Ch. B.
Schmitt, Aristotle and the Renaissance, Harvard University Press, 1983. Γαλλική
μετάφραση υπό Luce Giard, Aristote et la Renaissanse, 1992.
25. Γύρω από την ανάγνωση του Σέξτου στον κύκλο των φίλων
του Σαβοναρόλα και γενικότερα γύρω από την κίνηση των λογίων στην Φλωρεντία, που
σχετίζονται με τον πυρρωνισμό, και για περισσότερες ιστορικές πληροφορίες, βλ.
την μελέτη του Miguel Granada, Apologetique platonicienne et apologetique
sceptique: Ficin, Savonarole, J. F. Pic de la Mirandole, στο Le scepticisme au
XVIe et au XVIIe siecle, A. Michel Paris 2001, σσ. 11-47 ειδ. σσ. 27-47
26. Βλ. σημείωση 29, σ. 125.
27. Λουκιανού, Ερμότιμος 72.
28. Ηθικά Νικομάχεια 1105 β9. Πρβλ. και Λουκιανού, Μένιππος 4:
παρὰ γὰρ δὴ τούτοις (ενν. τους φιλοσόφους)
μάλιστα εὕρισχον ἐπισκοπῶν τὴν ἄγνοιαν καὶ τὴν ἀπορίαν πλείονα, ὥστε μοι τάχιστα
χρυσοῦν ἀπέδειξαν οὗτοι τὸν τῶν ἰδιωτῶν τοῦτον βίον.
29. Βλ. πιο πάνω
Α΄ μέρος: Δύο Αστείες Ιστορίες, σσ. 34 κ. έπ.
30. Λουκιανού, Ερμότιμος 84.
31. De docta ignorantia (1440), Apologiae doctae ignorantiae
(1449), De visione Dei. «Θεέ μου, γράφει, τι άλλο είναι αυτή η άγνοια παρά μία
σοφή άγνοια!» (κατά παράθεση. J.P. Dumont, Le phenomene et le scepticisme, σ. 34
και σ. 34 σημ. 5 και 6. και 6) Η σοφή άγνοια είναι η αξίωση του ανθρώπου να
συλλάβει μια υπερβατική πραγματικότητα.
32. Ad encomium asinus digressio, στο τέλος του έργου
του πού
γνώρισε μεγάλη δημοτικότητα: De incertitudine et vanitate omnium scientiarum et
artium liber, 1531 Παρίσι. Υπήρξαν, γράφει, οι Ακαδημεικοί φιλόσοφοι πού έλεγαν
ότι για τίποτε δεν μπορούμε ν’ αποφανθούμε (nihil posse affirmari)· υπήρξαν οι πυρρώνειοι
και πολλοί άλλοι που δεν αποφάνθηκαν για τίποτε (κατά παράθεση ) J.P. Dumont,
ίδιο έργο, σ. 37 σημ. 19).
33. Desiderius Erasmus Roterdamus, Encomium moriae γραμμένο το 1509 στο γνώριμο ειρωνικό ύφος του
Λουκιανού. Αξίζει να θυμίσουμε τα λόγια του Εράσμου οι υποθέσεις των
ανθρώπων είναι τόσο σκοτεινές και ποικίλες που τίποτε δεν μπορούμε να
γνωρίζουμε καθαρά. Αυτό ήταν το υγιές συμπέρασμα των Ακαδημεικών που ήτανε
οι λιγότερο δύστροποι από τους φιλοσόφους.
34. Ή έκφραση είναι του ουμανιστή La Mothe le Vayer που
ονομάστηκε «ο χριστιανός» που χαρακτήρισε τον Σέξτο le divin Sextus. Γράφει:
Ω πολύτιμη εποχή! Ω ανεκτίμητο αντίδοτο στην αλαζονική σοφία των
σχολαστικών!, Βλ. Petit traite sceptique sur cette facon de parler, στo
Oeuvres de Francois la Mothe le Vayes, 15 τ. Παρίσι 1669, ειδ. τ. 9.
Με αναφορά στον Σέξτο και επισημαίνοντας την αμφιβολία γύρω
από την επιστήμη των δογματικών, γράφει το Discours pour montrer que les
Doutes de la Philosophia Sceptique sont de grand usage dans les sciences.
Βλ. Popkin, The Hist. of Scept σσ. 94 κ.επ.
35. Montaigne, Les Essais, κεφ. XII στο Oeuvres
completes, Gallimard (Pleiade) Παρίσι, 1962.
Η Απολογία του Raimond Sebond γράφτηκε το 1575-1576, όταν ο
Montaigne διάβασε τον Σέξτο. Γέμισε τους τοίχους στην βιβλιοθήκη του, με τις
«σκεπτικές φωνές». Τότε ήταν που έγραψε και το περίφημο «Que sais-je?». Στις
τελευταίες σελίδες της Απολογίας συνοψίζει τις θέσεις των πυρρωνείων.
Καταλυτική για την διάδοση του πυρρωνισμού ήταν η επίδραση
του Σέξτου στον Montaigne. Από εκεί και πέρα δημιουργείται ισχυρό ρεύμα
σκεπτικισμού με την ομάδα των 4 -την Τετράδα- που την αποτελούσαν ο Gabriel
Naude, ο Guy Patin, ο Francois de la Mothe Le Vayer, ο Pierre Gassendi.
Για την Τετράδα, τα έργα του Σέξτου του Εμπειρίκου ήταν ο δεκάλογος τους.
Βλ. για περισσότερα, R. Popkin, The Sceptical Crisis, Review of
Metaphysics 1953, VII, αρ. 1, σσ. 142 κ.επ. Τα επιχειρήματα του Gassendi
στο έργο Exercitationes Paradoxicae adversus Aristoteleos (1624) ήταν
οι τρόποι του Αινησιδήμου και το πρόβλημα του κριτηρίου. Η επίθεση στην
ανθρώπινη γνώση προκάλεσε την έντονη αντίδραση του καθολικού πατέρα Mersenne,
που δημοσιεύει την επόμενη χρονιά το "La verite des Sciences contre les
sceptiques ou pyrrhoniens". Είναι μεγάλη η ιστορία της διαμάχης που ξέσπασε
με την εμφάνιση του πυρρωνισμού στην σκηνή των λογίων και θεολόγων. Βλ.
Popkin, ίδιο έργο, σ. 149. Ειδικότερα για τον Mersenne, βλ. ίδιο άρθρο, (2η
συνέχεια), στο Rev. of Metaph. VII/2, σσ. 308-311. Στο La verite
εκθέτει το περιεχόμενο των δύο βιβλίων των Πυρρωνείων Υποτυπώσεων και
αντικρούει συστηματικά κάθε επιχείρημα του Σέξτου, αναζητώντας στην
μαθηματική επιστήμη στήριγμα για την όλη επίκριση του πυρρωνισμού. Δεν είδε,
γράφει ο Popkin, ότι οι πυρρώνειοι αμφισβητούσαν αυτή την ίδια την
μαθηματική επιστήμη (σ. 310). Έτσι, στα χρόνια που εμφανίζεται o Descartes
υπήρχε μια νέα πυρρώνεια κρίση. Αξίζει εδώ να επισημάνουμε την σημασία της
παρατηρήσεως του Popkin: Η συνήθης ερμηνεία της φιλοσοφίας του Descartes
είναι να την ιδούν ως απόλυτη απόρριψη του σχολαστικισμού με την θεμελίωση
μιας νέας θεωρίας της γνώσης, για να αιτιολογηθεί η νέα επιστήμη, η ακόμη,
όπως βλέπουμε στις πρόσφατες αναγνώσεις του Gilson και του Lenoble, ως
τροποποιημένη μορφή θωμισμού εναντίον του νατουραλισμού της Αναγεννήσεως. Ο
Leon Brunschwig και ο Charles Adam είναι οι μόνοι μελετητές, εξ όσων
γνωρίζω, που είδαν στον Descartes τον άνθρωπο που δημιούργησε το φιλοσοφικό
του σύστημα ως απάντηση στους πυρρωνείους. Οπωσδήποτε, ο Brunschwig το
βλέπει μόνο ως απάντηση στον Montaigne και αγνοεί την εξέλιξη του
πυρρωνισμού έως την εποχή του Descartes, ενώ ο Adam συνδέει τις απόψεις του
Descartes μόνο με την επίθεση του Montaigne στον Charron. Ότι ο Descartes
χρησιμοποιεί σκεπτική μέθοδο και σκεπτικά επιχειρήματα έχει αναγνωρισθεί
γενικά. Αυτό που λείπει είναι η σύνδεση τους με τον αγώνα εναντίον του
πυρρωνισμού της εποχής (Popkin, ίδιο έργο, σσ. 311-312). Δεν θα εισέλθουμε
εδώ στο θέμα των επιθέσεων του Descartes στους σκεπτικούς. Γνώριζε πολύ καλά
τα επιχειρήματα τους. Θα αρκεσθώ να παραπέμψω στην πραγματεία La
Recherche de la verite par la lumiere naturelle, όπου τρία πρόσωπα
συνδιαλέγονται: ένας απλός άνθρωπος (ο Πολίανδρος), ένας που διατηρεί
αμφιβολίες (ο Επιστήμων), και ο ίδιος ο επιστήμων (ο Εύδοξος). Εκεί
κατονομάζονται οι πυρρώνειοι από τον Epistemon και εκεί ο Εύδοξος απαντά ότι
όλες οι αμφιβολίες είναι φαντάσματα και κενές εικόνες που, όταν προσέξουμε
από κοντά, είναι αέρας και σκιά (Oeuvres et lettres de Descartes, Pleieade,
1999 σ. 679).
36. Η βιβλιογραφία για τον Montaigne είναι τόσο πλούσια που
ξεφεύγει από το πλαίσιο εδώ. Αρκούμαι στα έξης λίγα: Για την επίδραση του
Σέξτου στον Montaigne, κλασσικό είναι το βιβλίο του Pierre Villey, Les
sources de l’ evolution des Essais de Montaigne, Παρίσι 1908 (Hachette).
Για τον πυρρωνισμό του Montaigne γράφει ο Dumont (Le scept. et le phen., σ.
11): Ο πυρρώνειος για τον Montaigne δεν είναι εκείνος που απλά αρνείται ή
αγνοεί τα πράγματα. Είναι βαθιά φιλοσοφική η άγνοια του. Ας ιδούμε εμείς
στην Απολογία την καταλυτική πρόταση του Montaigne: Μία άγνοια που κρίνει
την άγνοια δεν είναι τελείως άγνοια. Για να είναι, πρέπει η ίδια να αγνοεί
τον εαυτό της. (L΄ignotance qui se scait, qui se juge et qui se condamme, ce
n’ est pas une entiere ignorance: pour l’ estre, il faut qu’ elle ignoere
soy-meme). Pleiade, σ. 482 βιβλίο II κεφ. XII. Είναι, πιστεύω, ή βαθύτερη
αποτίμηση του πυρρωνισμού στο πρόβλημα της γνώσης.
Το ενδιαφέρον στον Montaigne
φιλόσοφο έχει αναζωογονηθεί τα τελευταία χρόνια. Δεν θα επεκταθούμε εδώ στο
πρόβλημα του σκεπτικισμού του Montaigne. Είναι τεράστιο. Θα περιορισθούμε να
υποδείξουμε τις σχετικά πρόσφατες εργασίες, όπως και δύο συμβουλευτικές
δημοσιεύσεις. Η πρώτη αφορά το περιοδικό Revue Internationale de
Philosophie που αφιέρωσε τον τόμο 46, τεύχος 2 του 1992 στον Montaigne philosophe. Υποδεικνύω για το ενδιαφέρον των αναλύσεων την
μελέτη του A. Comte Sponville, Montaigne cynique. Εξετάζοντας όλες
τις όψεις του πυρρωνισμού του Montaigne, ο συγγραφεύς καταλήγει ότι ο
Montaigne δεν μπορεί να είναι πυρρώνειος ως το τέλος η διαφορά ανάμεσα στον
πόνο και την ηδονή, το καλό και το κακό, τον εμποδίζει να ταυτισθεί με την
πυρρώνεια αδιαφορία. Ένας μετριοπαθής σκεπτικισμός κυριαρχεί στην πρακτική
του σκέψη. Ο Montaigne διακρίνει αλήθεια και αξία (σ. 276). Για μία σύγχρονη
εικόνα της αξίας των Essais ως δοκίμια πυρρωνισμού, βλ. ακόμη J.M. Le
Lannou, La deliaison secrete, Rev. Intern. Philos. σσ. 190-214.
Η δεύτερη δημοσίευση είναι το άρθρο Le retour des sceptiques
του J.P. Cavaille στο Revue philosophique de la France et de l’ entranger
έτος 121, τομ. 86, 1996, σσ. 197-220. Ειδικότερα στις σελ. 202-204
παρουσιάζει τα πρόσφατα βιβλία που κυκλοφόρησαν στην Γαλλία πάνω στον
Montaigne ως σκεπτικό φιλόσοφο. (Πρβλ. και το περιοδικό Magazine litteraire,
Ίαν. 2001).
Επισημαίνω ορισμένα σημεία στον Cavaille: Ο πυρρωνισμός του
Montaigne στα Δοκίμια αφορά κυρίως την πρακτική ζωή, και αυτό
δημιουργεί τομή με τον γνωσιολογικό σκεπτικισμό των νεωτέρων. Ο Montaigne
δοκιμάζει τον σκεπτικισμό ως τρόπο ζωής. Ξαναβρίσκει την επικοινωνία με τους
ανθρώπους (σ. 203).
Εδώ όμως οι ερμηνείες διαφοροποιούνται. Στο ερώτημα πράγματι
της σχέσης του πυρρωνισμού του Montaigne με το ρεύμα του φιντεϊσμού, δύο
διαφορετικοί ερμηνευτικοί δρόμοι χαράσσονται. Ο ένας συνδέει τον πυρρωνισμό
με την σκεπτική απολογητική, την διαμαρτυρόμενη και καθολική. Βλέπουν έτσι
στον Montaigne τον υπερασπιστή της αντιμεταρρυθμίσεως (βλ. π.χ. τις
εργασίες του R. Popkin). Ο δεύτερος δρόμος τείνει να παρουσιάσει τον
Motaigne ως κληρονόμο της αποφατικής θεολογίας τοι Διονυσίου Αρεοπαγίτου,
έτσι ώστε τελικά ο σκεπτικισμός του Montaigne γίνεται, για την νεωτερικότητα,
ένας «τρόπος-είναι» της σχολαστικής συνειδήσεως· είναι μία σκεπτική
υποκειμενικότητα χωρίς υποκείμενο. Η θεολογική ανάγνωση του Montaigne: ό
άνθρωπος είναι χωρίς μορφή, χωρίς σταθερότητα· η τύχη του βίου έγκειται στο
να χαίρεται κανείς αυτή την πλαστική ευκινησία, (σ. 207).
Το πρόβλημα που θέτει μία ερμηνεία πιστά πυρρώνεια είναι το
δίλημμα: είτε κάνουμε αυστηρή φιλοσοφική ανάγνωση, είτε μένουμε κοντά στο
κείμενο και εγκαταλείπουμε την πιο θεωρητική προσέγγιση (σ. 208). Πρβλ. και
F. Brahami, Le scepticisme de Montaigne PUF, Paris, 1997
37. Pierre Gassendi, Exercitatones Paradoxicae adversus
Aristoteleos, 1624.
Στο τελευταίο κεφάλαιο χρησιμοποιεί τους τρόπους, του Σέξτου,
του Αγρίππα, του Αινησιδήμου, για να δείξει ότι η γνώση μας περιορίζεται στα
φαινόμενα και καταφεύγει στο παράδειγμα του μελιού (Exer. Parad. βιβλίο ΙΙ,
Exerc. VI, Opera, τόμος III σ. 192-210, (κατα παράθεση Popkin, The
History of scept., σ. 105 σημ. 2). Βέβαια ο Pascal ο αντίπαλος του
Gassendi, είδε καθαρά ότι τα επιχειρήματα των πυρρωνείων είναι ακαταμάχητα.
Αν στηριχθούμε μόνο στον ορθό λόγο, τότε όλη η επιστήμη αμφισβητείται. Δεν
υπάρχουν αναμφισβήτητα αξιώματα ο πυρρωνισμός είναι αληθινός. (Pensees, 691,
στο Pascal Oeuvres completes εκδ. Louis Lafuma,
Ed. du Seuil, 1963). Όσο υπάρχουν δογματικοί οι πυρρώνειοι θα νικούν
(αρ. 33). Ο ορθος λόγος σπρώχνει στον πυρρωνισμό. Η φύση όμως αρνείται να
μας αφήσει να αμφιβάλλουμε για όλα. Μόνο η θεία χάρη μπορεί να μας σώσει από
την πυρρώνεια κρίση (άρ. 521, 128, 131). Πρβλ. και Pensees, αρ. 215, 208,
28, 890 και 401.
Ο Arnaud, από το άλλο μέρος, στην Λογική του Port-Royal θα
αποκαλέσει τους πυρρωνείους ψεύτες (L’ art de penser
εισ. σ. ΧΧ-ΧΧΙ, κατά παράθεση Popkin, The
Sceptikal Crisis στο Review of Metaphysics, 1966, σ. 501, σημ. 165.
38. Pierre Bayle, Traite de la faiblese de l’ sprit
humain, σε τρία βιβλία. Το έργο δημοσιεύθηκε μετά τον θάνατο του
συγγραφέως.
39. Pierre Bayle, Dictionnaire historique et critique,
PH-R, Νέα έκδοση, Γενεύη 1969. Το Dictionnaire γνώρισε ευρύτατη δημοσιότητα.
Από το 1697 (1η έκδοση) ακολούθησαν οκτώ επανεκδόσεις. Βλ. R. Popkin, The
Scept. crisis.... στο Review of Metaph.). 1966, III, σ. 506 σημ. 189.
40. Bayle, Dictionnaire... σσ. 106-107.
41. Sextus Empiricus, Opera Graece et latine... nota addidit
Jo. Albertus Fabricius, Lipsiensis, etc. Lipsiae J. Fr. Gladitsch, 1718.
Στην εισαγωγή o Fabricius δίδει στοιχεία γύρω από τα χειρόγραφα του
Σέξτου.
Η εικόνα όμως του Πύρρωνος -μέσα από τις ανέκδοτες αφηγήσεις του
Αντίγονου του Καρύστιου (39)- που αδιαφορεί ακόμη και όταν οι φίλοι του πέφτουν
σε αυλάκι και προσπερνά χωρίς να βοηθήσει, προκαλεί την αντίδραση του
Montaigne, που αρνείται να συνταιριάξει το βάθος του
φιλοσοφικού λόγου του Πύρρωνος με τις διηγήσεις για την ζωή του:
«Τον ζωγραφίζουν, γράφει, ανόητο και ακίνητο, ακολουθώντας ένα
άγριο και ακοινώνητο τρόπο ζωής, να περιμένει να συγκρουσθεί με τα κάρρα, να
οδηγείται μπροστά σε γκρεμούς, να αρνείται να συμμορφωθεί με τους νόμους. Θέλησε
να γίνει ζωντανός άνθρωπος, να ομιλεί, να ορθολογίζεται. Χαιρόταν όλα όσα
προκαλούν ευχαρίστηση.... Τα φανταστικά και ψευδή προνόμια που ο άνθρωπος
σφετερίσθηκε για να κυριαρχήσει, να τακτοποιήσει και να αποφανθεί για την
αλήθεια, αυτά καλόπιστα τα αρνήθηκε και τα εγκατέλειψε» (40)
Ασφαλώς ο Montaigne έχει δίκαιο να διαμαρτύρεται, από το βάθρο όπου
η αναγέννηση τον εξύψωσε, για την υπερβολή των μαρτυριών. Αλλά και ο Bayle,
εκατό χρόνια αργότερα, θα υψώσει φωνή διαμαρτυρίας για την εικόνα ενός Πύρρωνος
που, μπροστά στον γκρεμό, δεν κάνει ένα βήμα πίσω για να μην πέσει ή ακόμη για
να μην τον πατήσει ένα αμάξι, σε σημείο μάλιστα που να σπεύδουν οι φίλοι του να
τον βοηθήσουν. Δεν μπορεί να ήταν τόσο τρελός, σημειώνει (41)Πηγή:
Σέξτος Εμπειρικός, Πυρρώνειες Υποτυπώσεις Α΄, Εισαγωγή: Τερέζα Πεντζοπούλου - Βαλάλα: Ο
πυρρωνισμός, Μετάφραση Στυλιανός Δημόπουλος, Εκδόσεις Ζήτρος, Θεσσαλονίκη 2002,
σελίδα 53)
Σημειώσεις
39. Είναι το περιστατικό με τον Ανάξαρχο. Έπεσε σε ένα τέλμα και
ο Πύρρων τον προσπέρασε αδιαφορώντας για το ατύχημα. Ο Ανάξαρχος όμως όχι μόνο
δεν θύμωσε αλλά επαίνεσε «τὸ ἀδιάφορον καὶ ἄστοργον αὐτοῦ»
(Δ.Λ. ΙΧ 63)
40. M. Montaigne, "Oeuvres completes, Essais", βιβλ. ΙΙ κεφ.
ΧΙΙ, Bibliotheque de la Pleiade, Gallimard 1962, σσ. 485-486
41. P. Bayle, Dictionnaire historique et critique, σσ. 110-111
Αντιρρήσεις κατά Σκεπτικιστών
Δυνατά ακούσθηκαν από την πρώτη στιγμή οι αντιρρήσεις (23). Είναι φανερό ότι
η εποχή που λέγει ότι τίποτα δεν είναι βέβαιο αρχίζει ακυρώνοντας την εαυτό
της. Αν η εφεκτική στάση δηλώνει κάτι αληθινό, τότε υπάρχει μια αλήθεια και
η εποχή αναιρείται. Αν πάλι τίποτα δεν είναι αληθινό, τότε και η εποχή δεν
έχει σημασία (24).(Πηγή: Σέξτος Εμπειρικός, Πυρρώνειες Υποτυπώσεις Α΄, Εισαγωγή:
Τερέζα Πεντζοπούλου - Βαλάλα: Ο πυρρωνισμός, Μετάφραση Στυλιανός Δημόπουλος,
Εκδόσεις Ζήτρος, Θεσσαλονίκη 2002, σελ. 164)
Σημειώσεις
23. Αυτή είναι η βασική κριτική που κάνει στην θεωρία της εποχής ο Κλήμης ο
Αλεξανδρινός: πρὸς τοὺς Πυρρωνείους ἄν εἴη, φασίν, ἡ ἐποχὴ
βέβαιον εἶναι μηδέν, δῆλον ὅτι ἀφ᾽ ἑαυτῆς ἀρξάμενη πρῶτον ἀκυρώσει ἑαυτήν
(Στρωματείς 923Ρ 15)
Και ο Αριστοκλής όμως, ο
περιπατητικός φιλόσοφος αντιδρά έντονα. Μας διδάσκουν οι σκεπτικοί να μην
αποφαινόμαστε για τίποτε, και οι ίδιοι αποφαίνονται.
24.
Είναι ο συλλογισμός του Κλήμεντος. Βλ. Στρωματείς 923 Ρ 15:
ἤτοι γὰρ αὕτη ἀληθεύει. ἀλλ᾽ εἰ μὲν ἀλήθεύει, δίδωσιν
ἄκουσά τι εἶναι ἀληθὲς εἰ δὲ μὴ ἀληθεύει, ἀληθῆ ἀπολείπει: ἅπερ άνελεῖν
ἐβοῦλετο
Ο Αριστοκλής, από τους πιο αυστηρούς επικριτές, κατηγορεί τους σκεπτικιστές
για ασυνέπεια. Από το ένα μέρος έχουν την αξίωση, λέγει, να μην
αποφαινόμαστε για τίποτε, και από το άλλο αυτοί οι ίδιοι μας επιβάλλουν την
άποψή τους. Ύστερα μας λέγουν ότι η γνώση είναι αδύνατη, αυτοί όμως
εμφανίζονται ότι τα γνωρίζουν όλα: ...ἅμα μὲν ἡμῖν
διακελευόμενοι μὴ δοξάζειν, ἄμα δὲ κελεύοντες αὐτὸ τοῦτο ποιεῖν, καὶ
λέγοντες ὡς περὶ οὐδενὸς ἀποφαίνεσθαι δέοι, κἄ[ειτα ἀποφανόμενοι καὶ ἀξιοῦσι
μὲν μηδενὶ συγκατατίθεσθαι, πείθεσθαι δ᾽ αὐτοῖς κελεύουσιν· εἶτα
λέγοντες μηδὲν εἰδέναι πάντας ἐλέγχουσιν ὡς εὖ εἰδότες (Ευσεβίου,
Ευαγγ. Προπ. XIV, 18,7) Πρβλ. και Γ΄ μέρος, Προβλήματα ερμηνείας, σσ. 317 κ.
επ. (Πηγή: Σέξτος Εμπειρικός, Πυρρώνειες Υποτυπώσεις Α΄, Εισαγωγή:
Τερέζα Πεντζοπούλου - Βαλάλα: Ο πυρρωνισμός, Μετάφραση Στυλιανός Δημόπουλος,
Εκδόσεις Ζήτρος, Θεσσαλονίκη 2002, σσ. 209-210)
Βλέπε και Πυρρωνισμός & Βυζάντιο
(Καβάσιλας)
Σκεπτικισμός και Επιστήμη
Οι τρόποι [της εποχής] δεν είναι όμως αποδείξεις. Και αυτό πρέπει να
τονιστεί εξ αρχής. Η λέξη άλλωστε δεν σημαίνει απόδειξη, και, όταν σκεφτούμε
ότι είναι συνήθεια να χρησιμοποιείται ο όρος «απόδειξη» στις διαλεκτικές
συζητήσεις των δογματικών, βλέπουμε ότι η πρόθεση των σκεπτικών είναι διπλή:
από το ένα μέρος προσπαθούν να αποφύγουν τις αποδείξεις, που είναι τελείως
ξένες προς την θεωρία τους, εφόσον βασική τους ιδέα είναι ότι δεν υπάρχει
απόδειξη· από το άλλο μέρος, επιθυμούν να επισημάνουν τον εμπειρικό
χαρακτήρα αυτών των αντιθέσεων.
Πράγματι. Οι τρόποι δεν παρουσιάζονται a
priori· είναι απόρροια γενικών εμπειρικών παρατηρήσεων... Η αρχή στην
οποία στηρίζονται οι τρόποι της εποχής είναι ότι οι αισθήσεις δεν αποτελούν
έγκυρη πηγή γνώσης, ότι δεν μπορούμε, κατά συνέπεια, να γνωρίζουμε την
αληθινή φύση των πραγμάτων, έτσι ώστε αναγκαστικά ο σκεπτικός να επέχει.
(Πηγή: Σέξτος Εμπειρικός, Πυρρώνειες Υποτυπώσεις Α΄,
Εισαγωγή: Τερέζα Πεντζοπούλου - Βαλάλα: Ο πυρρωνισμός, Μετάφραση Στυλιανός
Δημόπουλος, Εκδόσεις Ζήτρος, Θεσσαλονίκη 2002, σσ. 215 & 218)
«ἡ μὲν ἀπόδειξις δεῖται κριτηρίου ἀποδεδειγμένου τὸ δὲ
κριτήριον άποδείξεως κεκριμένης» (ΠΥ ΙΙ 20)
ο Σέξτος όμως
διαισθάνεται μία δυνατή αντίρρηση και σπεύδει να πει τι είναι εκείνο που
φοβίζει τον σκεπτικό. Όταν ακόμη και γι’ αυτά που φαίνονται, δηλαδή που
βλέπουμε, ο λόγος μας εξαπατά, -ἀπατεών ἐστιν ὁ λόγος-
πόσο μάλλον δεν θα μας εξαπατήσει, όταν θα πρόκειται για τα άδηλα. (Π.Υ. Ι
20) (Πηγή: Σέξτος Εμπειρικός, Πυρρώνειες Υποτυπώσεις Α΄, Εισαγωγή:
Τερέζα Πεντζοπούλου - Βαλάλα: Ο πυρρωνισμός, Μετάφραση Στυλιανός Δημόπουλος,
Εκδόσεις Ζήτρος, Θεσσαλονίκη 2002, σελ. 150)
Σκεπτικισμός & Χριστιανισμός
Σκεπτικισμός & Ματαιοδοξία
Βαθειά επηρεασμένος από την εμπειρία της σχετικότητας
των πραγμάτων, κατέφευγε, μας λέγει ο Φίλων ο Αθηναίος, στον Όμηρο και συχνά
επαναλάμβανε τους στίχους του ποιητή για την ματαιότητα του κόσμου, την ζωή
των ανθρώπων, που είναι σαν τα φύλλα στα δέντρα:
«οἵη περ φύλλων γενεή, τοίη δὲ καὶ ἀνδρῶν»
(Ιλιάς, VI, 196) (35)
Δεν τελειώνουν όμως τα όσα διηγούνται για την διδασκαλία του την
οποία ανήγαγε σε τρόπο ζωής. Ο Ποσειδώνιος περιγράφει πως μια μέρα που ταξίδευε
στην θάλασσα χάλασε ο καιρός και σηκώθηκε τρικυμία. Όλοι φοβηθήκαν. Τότε, ο
Πύρρων, ατάραχος και γαλήνιος, τους έδειξε ένα χοιρίδιο που έτρωγε αμέριμνα πάνω
στο πλοίο. λέγοντας ότι σε τέτοια αταραξία πρέπει να περιέλθει ο σοφός (36).
Αυτή την στάση θαύμαζε ο Επίκουρος (37) που διαρκώς ερωτούσε να μαθαίνει για τον
Πύρρωνα.
Γαλήνιος ήταν ο φιλόσοφος που έζησε ενενήντα χρόνια, που εδίδαξε
στους ανθρώπους να είναι μετριοπαθείς και να μην έχουν την αλαζονεία των
δογματικών φιλοσόφων που με προπέτεια όλα τα εξηγούν, τα φανερά και τα αφανή.
(Πηγή: Σέξτος Εμπειρικός, Πυρρώνειες Υποτυπώσεις Α΄, Εισαγωγή:
Τερέζα Πεντζοπούλου - Βαλάλα: Ο πυρρωνισμός, Μετάφραση Στυλιανός Δημόπουλος,
Εκδόσεις Ζήτρος, Θεσσαλονίκη 2002, σελ.. 52)
Σημειώσεις
35 Δ.Λ. ΙΧ 67
36. Δ.Λ. ΙΧ. 68
37. Δ.Λ. ΙΧ 64: «ἔλεγε τε πολλάκις καὶ
Ἐπίκουρον θαυμάζοντα τὴν Πύρρωνος ἀναστροφήν συνεχὲς αὐτοῦ πυνθάνεσθαι περὶ
αὐτοῦ»
Παράξενη ζωή (1) του Πύρρωνος. Από αποτυχημένος
ζωγράφος στα πρώτα του χρόνια, έφθασε να γίνει τόσο σεβαστός φιλόσοφος, ώστε οι
συμπολίτες του να τον τιμήσουν, να τον κάνουν πρωθιερέα, να ψηφίσουν να
απαλλάσσονται οι φιλόσοφοι από την φορολογία... (ό.,π. σελ.
46)
Σημειώσεις
1. Κύρια πηγή για την ζωή και την
προσωπικότητα του Πύρρωνος είναι η βιογραφία του από τον Αντίγονο τον Καρύστιο,
πάνω στην οποία στηρίζονται κατά ένα μεγάλο μέρος ο Διογένης ο Λαέρτιος και ο
Αριστοκλής
Βλ. σχετικά M. von Wilamowitz - Moellendorf, Antigonos von
Karystos, Berlin - Zurich 1965 (Philol. Unters. IV 1881, σ. 37, σσ. 26-40. ειδ.
σ. 37) Η συγκριτική έρευνα γύρω από τις μαρτυρίες του Διογένη και του Αριστοκλή
οδήγησαν τον Wilamowitz στο συμπέρασμα ότι κοινή πηγή και των δύο είναι ο
Αντίγονος από την Κάρυστο, στον οποίο οφείλουμε την βιογραφία του Πύρρωνος
(ίδιος έργο, σσ. 30-31). Ο Διογένης αναφέρει και άλλες πηγές: τον Απολλόδωρο,
τον Αλέξανδρο τον Πολυίστορα, τον Ερατοσθένη, τον Διοκλή, τον Ποσειδώνιο (ΙΧ 61
κ. επ)
Το 1981 η Fernanda Decleva Caizzi
δημοσίευσε την ογκώδη έρευνά της για τον Πύρρωνα, όπου συγκέντρωσε όλα τα
αποσπάσματα και τις δοξογραφικές μαρτυρίες τις οποίες αναζήτησε ακόμη και στα
έργα των Βυζαντινών, με τίτλο Pirrone Testimonianze, Bibliopolis, 1981.
Στο πρώτο μέρος υπάρχουν τα αποσπάσματα (Testimonia), ακολουθεί η μετάφραση τους
στην ιταλική γλώσσα, και στο τρίτο (σσ. 124-288) τα σχόλια. Είναι πολύτιμο
βοήθημα για ότι αφορά τον Πύρρωνα και τον πυρρωνισμό. Επιλεκτικά παραπέμπω σε
ότι βοηθεί κυρίως την φιλοσοφική ερμηνεία, χωρίς να επεκταθώ στα ιστορικά και
φιλολογικά σχόλια.
Ἀδοξάστως βιοῦμεν
μηδένα μηδενὸς
προκεῖσθαι τῶν μαχομένων λόγων, ὡς πιστοτέρου (ΠΥ Ι 10)
ἀνθρωπείου πάθους ἀπαγγελία (ΠΥ Ι 10) [δηλώνουμε
γνώμη που είναι συνάρτηση του υποκειμένου, που δεν έχει δηλαδή αντικειμενική
εγκυρότητα]
Διογ. Λαέρτ. ΙΧ, 63 «ἐκπατεῖν τ᾽ ἐρημάζειν, σπανίως ποτ᾽
ἐπιφαινόμενον τοῖς οἴκοι»
Πώς κρίνει ο σκεπτικός ποια είναι τα άδηλα;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου