Υλική κτίση, αγιαζόμενη και αγιάζουσα
Η υλική κτίση, ως αποτέλεσμα της θεϊκής
δημιουργίας, είναι ο χώρος της ιστορικής υπάρξεως και πραγματώσεως του
ανθρώπου. Έξω από αυτό το φυσικό πλαίσιο ο άνθρωπος δεν έχει ούτε χώρο.
ούτε και λόγο υπάρξεως. Εξάλλου, από την αρχή της ιστορίας του στον
κόσμο αυτό, ο άνθρωπος είναι αχώριστα ενωμένος με την υλική κτίση στην
ίδια τη σάρκα του, σε μιαν «ενοείδεια» μαζί της, που επιτρέπει την
πρόσληψη της κτίσεως από τον άνθρωπο ως τροφής, ώστε ο άνθρωπος να
συναυξάνει και να συμφθείρεται μαζί της. Οι καρδιακές και συνειδησιακές
προϋποθέσεις του ανθρώπου τον αναδεικνύουν ή κύριο και βασιλέα (πρβλ.
Γεν. 1, 27 ) ή εκμεταλλευτή και καταστροφέα της υλικής κτίσεως (π.χ.
μόλυνση του περιβάλλοντος).
Ο
ελληνικός πολιτισμός, τόσο στην προχριστιανική, όσο και στην
ελληνοχριστιανική εκδοχή του, δεν παρουσιάζει αγεφύρωτες αντινομίες στη
σχέση με την κτίση. Τη μακρά διαδικασία και ταλάντευση στο θέμα αυτό
κλείνει η χριστιανική-ορθόδοξη σύνθεση, διατυπούμενη από τον μεγάλο
εκκλησιαστικό Πατέρα και Θεολόγο Ιωάννη τον Δαμασκηνό (8ος
αι.): «Σέβων ου παύομαι τη ύλη, δι’ ης η σωτηρία μου είργασται» (δεν θα
παύσω να σέβομαι την ύλη, με την οποία πραγματοποιήθηκε η σωτηρία μου, ΡG.
94. 1245 ΑΒ). Η σωτηρία θεμελιώνεται χριστιανικά στην Ενσάρκωση- την
Ενανθρώπηση και συνάμα «υλοποίηση» του Θεού Λόγου (Ιωάν. 1, 14).
Πρόκειται για την αυτεπάγγελτη λυτρωτική εισβολή του Θεού στην κτίση,
την χρονικότητα, την ύλη για τον αγιασμό τους. Ενσάρκωση είναι η
πρόσληψη του ανθρωπίνου στο σύνολό του, ως ψυχή και σώμα («το
συναμφότερον»).
Έτσι όμως καταξιώθηκε η σωματικότητα, η υλικότητα, η κτιστότητα, μαζί
με ό,τι συνιστά το «ανθρώπινον», αλλά χωρίς την αμαρτία. Με τη
λειτουργική-ευχαριστιακή αναφορά του ανθρωπίνου στο Άκτιστο η
αποστολικοπατερική Χριστιανοσύνη καταργεί κάθε έννοια δυαλισμού, καταφάσκοντας
με τον εμφαντικότερο μάλιστα τρόπο, το γεγονός της Σαρκώσεως και τις
σωτηριολογικές συνέπειές του. Αυτό δηλώνεται σε ένα Κάθισμα (τροπάριο)
των Χριστουγέννων: «…άσαρκος γαρ ων, εσαρκώθη εκών και γέγονεν ο Ων, ο
ουκ ην δ’ ημάς. Και μη εκστάς της φύσεως, μετέσχε του ημετέρου
φυράματος…».
Με τη Σάρκωση του Θεού Λόγου καταφάσκεται η ύλη και η υλικότητα, στα
όρια φυσικά της θεόνομης πορείας του ανθρώπου, που κορυφώνεται στην
ένωση με τον Θεό, τη θέωση. Τίποτε δεν μπορεί, άλλωστε, να θεωρηθεί
πατερικά έξω από αυτή την προοπτική. Ταυτόχρονα όμως η ελληνορθόδοξη
θεολόγηση απέκρουσε με μοναδικό δυναμισμό κάθε τάση για περιορισμό της
Σαρκώσεως στη σφαίρα του φαντασιώδους και α-ρεαλιστικού, και συνεχώς
απόρριψή της. Η πατερική θεολογία αντιμετώπισε αποτελεσματικά τον
Δοκητισμό (από το «δοκείν» – φαίνεσθαι) και τη φυσική συνέπειά του, τον
Μονοφυσιτισμό (Δ΄ Οικουμενική Σύνοδος. 451 μ.Χ.), διότι αρνούνται το
γεγονός της Σαρκώσεως, το ρεαλισμό και τις σωτηριολογικές συνέπειές της.
Ο Δοκητισμός δεχόταν σάρκωση «κατά δόκησιν» (κατά φαντασίαν), αλλά και
Πάθος κατά φαντασίαν («το δοκείν -κατά δόκησιν- σεσαρκώσθαι» και «το
δοκείν πεπονθέναι»), όχι πραγματικά δηλαδή. Τα αίτια της αιρετικής αυτής
μετεωροπορίας πρέπει να αναζητηθούν σε γνωστικίζουσες δυαλιστικές
τάσεις. Ο Δοκήτης ή Δοκητής αισθάνεται εντροπή για το γεγονός της
Σαρκώσεως και ενυλώσεως του Θεού Λόγου, και μάλιστα μέσω της οδού της
μητρότητας, έστω και «εκ Πνεύματος Αγίου». Ο Μονοφυσιτισμός, εξάλλου,
ανεπτυγμένος μέσα σε παραεκκλησιαστικές υπερασκητικές (εγκρατητικές)
τάσεις, αποδέχθηκε την απορρόφηση της ανθρωπίνης φύσεως του Χριστού από
τη θεία. Και στις δύο περιπτώσεις αυτό που πολεμείται και απορρίπτεται
είναι η ύλη, η σάρκα, δυαλιστικά, για την επιδιωκόμενη σπιριτουαλιστική
εξαΰλωση. Το αποτέλεσμα; Χάνεται η ίδια η ζωή με όλο τον ρεαλισμό της
και τελικά αμφισβητείται ο ίδιος ο άνθρωπος και η δυνατότητα σωτηρίας
του.
Η σχέση του ανθρώπου με την υλική κτίση ομολογείται πανηγυρικά στην
Ορθόδοξη Λατρεία, στα όρια της οποίας η ύλη προσλαμβάνεται στη «σάρκα»
του Χριστού για τον αγιασμό της. Παρατείνεται, έτσι, το γεγονός της
Σαρκώσεως, ο ενθρονισμός «της πηλού εις τον θρόνον του Θεού» (Ιωάν.
Σιναΐτης). Όσοι πιστοί, πηγαίνοντας στην εκκλησιαστική Σύναξη, φέρνουν
τα «δώρα» της Δημιουργίας: τον άρτο, τον οίνο, το έλαιο, το ύδωρ, τα
άνθη, τους καρπούς των αγρών και ό,τι άλλο, για να «αναφερθούν» στο
θρόνο του Θεού και «βαπτισμένα» στη Χάρη Του να επιστραφούν στους
προσφέροντες για τη διατροφή και τον αγιασμό τους. Έτσι, ενώ θα περίμενε
κανείς να λησμονήσουν οι πιστοί, εισερχόμενοι στο Ναό, τις βιοτικές
ανάγκες τους, η Λειτουργία τους καλεί να τις μεταφέρουν εκεί,
αποβάλλοντας κάθε αγωνία και ανησυχία και εναποθέτοντας την προσευχή
τους στα πόδια της θείας Μεγαλωσύνης, ευχόμενοι «υπέρ ευκρασίας αέρων,
ευφορίας των καρπών της γης και καιρών ειρηνικών…». Πρόκειται για μια
πρακτική, που «αποκαλύπτει ότι κατά τη Λειτουργία συντελείται ακριβώς
μία πορεία, μια παρέλαση. θα έλεγε κανείς, του όλου κόσμου προς την Αγία
Τράπεζα» (Περγάμου Ιωάννης). Στη διαδικασία όμως αυτή συντελείται η
υπέρβαση κάθε αντιθέσεως υλικού-πνευματικού, φυσικού-υπερφυσικού και
αποκαθίσταται η ισόρροπη σχέση ανάμεσά τους στο Σώμα του Χριστού. Η
ενότητα του σύμπαντος κόσμου στην εκκλησιαστική λατρεία επιβεβαιώνεται
με το πανηγύρι στη μνήμη των Αγίων, το οποίο στην ελληνική ύπαιθρο
διατηρεί ακόμη τη λαμπρότητά του. Το πανηγύρι («πανήγυρις») έχει δύο
φάσεις: με το λειτουργικό του μέρος πάνω στην αγία Τράπεζα προσφέρεται ο
«ουράνιος Άρτος»-Χριστός «εις τροφήν του σύμπαντος κόσμου». Έξω από
τον Ναό οι πανηγυριστές, αδελφωμένοι, κάθονται στο κοινό τραπέζι της
χαράς και μοιράζονται τον βιοτικό άρτο, το λάδι και τον οίνο και τα άλλα
δώρα του Δημιουργού, για τη «συν-αμφότερη» χαρά τους και την ολοκλήρωσή
της.
Μια αντίληψη, συνεπώς, για σπιριτουαλιστική εξαΰλωση της ύλης, με σκοπό
την αποπνευμάτωσή της, είναι στην Ελληνορθοδοξία απαράδεκτη,
συνιστώντας αίρεση. Η χριστιανική πίστη μας είναι υλική και ιστορική.
«Και ο Πιλάτος στο Σύμβολο», λέει μια σερβική παροιμία, εφ’ όσον το
αβουλότερο πλάσμα στην ιστορία της εξουσίας, ο Πιλάτος, ως υπαρκτό
ιστορικό πρόσωπο, βεβαιώνει την ιστορικότητα της πίστεώς μας με τη φράση
«επί Ποντίου Πιλάτου». Η σχέση με το όντως Πνευματικό, δηλαδή το
Άκτιστο, δεν συντελείται με την εξαΰλωση της υλικής πραγματικότητας και
τη δαιμονική έκστασή της, αλλά συναρτάται με τον τρόπο της χρήσεώς της
(το «πως»).
Η αναφορά της ύλης στον Τριαδικό Θεό καθαγιάζει την ύλη και την καθιστά
φορέα Χάρης, δηλαδή Πνεύματος. Έτσι, όταν πρόκειται να θυμιάσει ο
Ιερέας, ευλογεί το θυμίαμα, απαγγέλλοντας την ευχή «Θυμίαμα Σοι
προσφέρομεν, Χριστέ ο Θεός, εις όσμήν ευωδίας πνευματικής·
αντικατάπεμψον ημίν την χάριν του Παναγίου Σου Πνεύματος…». Αντίθετα, ο
«άφρων πλούσιος» του Ευαγγελίου (Λουκ. κεφ. 9), σφετεριζόμενος τα υλικά
αγαθά, που παρέχει ο Θεός «εις τροφήν του σύμπαντος κόσμου» και όχι για
την ατομοκρατική συσσώρευσή τους (φεουδαρχία, καπιταλισμός),
υλιστικοποιεί την αθάνατη ψυχή του και την αποπνευματώνει, στηρίζοντας
την ύπαρξή της στην αποσυνδεμένη από τον Θεό, με την ενέργειά του,
κτιστή ύλη («Ψυχή. έχεις πολλά αγαθά, κείμενα εις έτη πολλά· αναπαύου.
φάγε. πίε, ευφραίνου»). Δολοφονεί, έτσι, την ψυχή του, καταστρέφοντας τη
λειτουργία της ύλης και τον προορισμό της.
Ο λόγος του Φόϋερμπαχ «ο άνθρωπος είναι ό,τι τρώει» βρίσκει κατ’ αρχήν
χριστιανικά δικαίωση, διότι ο άνθρωπος με την τροφή, που προσλαμβάνει
από τη Φύση, ζει, βάζοντας την υλική κτίση μέσα στο σώμα του και
μετασχηματίζοντάς την σε σάρκα και αίμα. Ο Θεός από την αρχή της
ιστορίας έδωσε την κτίση στον άνθρωπο «εις βρώσιν και πόσιν» (Γεν. 1,
29). Χριστιανικά όμως το πρόβλημα τοποθετείται διαφορετικά. Το ουσιώδες
δεν είναι τι τρώει ο άνθρωπος, άλλα πως το τρώει, με ποιές δηλαδή
προϋποθέσεις. Αυτό το «πως», μπορεί να είναι πνευματικό ή υλιστικό,
νοηματοδοτώντας ανάλογα και την προσλαμβανόμενη ύλη. Γι’ αυτό η παράδοσή
μας επιμένει στην ευλογία της τροφής με την «Προσευχή» (υπάρχει «ευχή»
προ και μετά το γεύμα και το δείπνο, ενώ οι άλλοι Ορθόδοξοι, περισσότερο
από τους ‘Έλληνες. και έκτος γεύματος, πριν φάγουν ή πιουν κάτι,
σταυροκοπιούνται).
(Πρωτοπρ. Γεωργίου Δ. Μεταλληνού, «Δοκίμια Ορθόδοξης Μαρτυρίας», εκδ. Άθως, σ. 245-249)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου