Πρίν λίγα χρόνια (2000) ἕνας Ὑπουργός τῆς τότε Κυβέρνησης, ἀναφερόμενος στόν τότε Ἀρχιεπίσκοπο καί τούς Ἱεράρχες τούς ἀπεκάλεσε «δημοσίους ὑπαλλήλους» πού δέν δικαιοῦνται νά «ἐπαναστατοῦν» κατά τῆς Κυβερνήσεως. Ἦταν ἡ ἐποχή πού ἐκδηλώθηκαν οἱ διαμαρτυρίες γιά τήν ἀπόφαση τῆς Κυβερνήσεως νά μή ἀναγράφεται τό θρήσκευμα στά Δελτία Ταυτοτήτων. Αὐτό τό εἶπε, γιατί οἱ Κληρικοί μισθοδοτοῦνται ἀπό τό Κράτος.
Καί βέβαια οἱ Κληρικοί δέν εἶναι «δημόσιοι ὑπάλληλοι», ἀλλά θρησκευτικοί λειτουργοί, ὅπως ἐπανειλημμένα ἔχει ἀποφανθῆ τό Συμβούλιο τῆς Ἐπικρατείας. Τό ὅτι μισθοδοτοῦνται ἀπό τήν Ἑνιαία Ἀρχή Πληρωμῶν δέν σημαίνει ὅτι εἶναι δημόσιοι ὑπάλληλοι, ὅπως τό ἴδιο δέν εἶναι δημόσιοι ὑπάλληλοι οἱ Πανεπιστημιακοί διδάσκαλοι καί ἄλλοι Λειτουργοί πού μισθοδοτοῦνται κατά τόν ἴδιο τρόπο.
Πάντως, τότε ἡ Ἐφημερίδα «Ἑστία» ἀπήντησε στόν Ὑπουργό μέ ἕνα σημαντικό ἄρθρο, πού εἶχε ὡς τίτλο τό ἐρώτημα: «Ὑπάλληλοι ἤ εὐεργέτες;». Καί βέβαια ὑποστήριξε ὅτι οἱ Κληρικοί παντός βαθμοῦ ὄχι μόνον δέν εἶναι δημόσιοι ὑπάλληλοι, ἀλλά εἶναι εὐργέτες τῆς Ἑλληνικῆς Πολιτείας.
Γιά τήν μισθοδοσία τοῦ Κλήρου ἔγραφε:
«Προφανῶς ὁ κ. ..... (Ὑπουργός) δέν γνωρίζει τό ἱστορικό τῆς "μισθοδοσίας" τῶν κληρικῶν ἀπό τόν Κρατικό Προϋπολογισμό. Καθιερώθηκε τό ἔτος 1945 –τοῦ δέ Ἀρχιεπισκόπου καί τῶν Μητροπολιτῶν ἀπό ἔτος 1980– ὡς ὑποχρέωσις τοῦ Κράτους ἔναντι τῶν μεγάλων παραχωρήσεων γῆς στίς ὁποῖες εἶχε προβῆ ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος κατά τήν δεκαετία 1922-32. Τεράστιες ἐκτάσεις στήν Πρωτεύουσα (Ζωγράφου, Γουδί, Πέραμα κ.ἄ.), ἀλλά καί στήν ὑπόλοιπη Ἑλλάδα, ἐκχωρήθηκαν τότε γιά τήν ἀποκατάσταση τῶν προσφύγων τῆς Μικρασιατικῆς Καταστροφῆς. Καί ἐπειδή τό Κράτος ἀδυνατοῦσε νά καταβάλη ὁποιοδήποτε ἀντίτιμο –ὅπως προέβλεπε ὁ Νόμος τοῦ 1932– συνεφωνήθη νά μισθοδοτοῦνται οἱ, κατά τόν κ. ... (Ὑπουργό), σημερινοί "δημόσιοι ὑπάλληλοι"».
Γιά τίς δωρεές τῆς Ἐκκλησίας ἔγραφε:
«Προφανῶς δέν γνωρίζει ὅτι τά περισσότερα ἱστορικά κτίρια τῆς Πρωτευούσης ἀνηγέρθησαν ἐπί ἐκτάσεων πού προσεφέρθησαν στό Δημόσιο ἤ σέ Κοινωφελῆ Ἱδρύματα ἀπό τήν Ἐκκλησία: Εὐαγγελισμός, Ἱπποκράτειο, Αἰγινήτειο, Νοσοκομεῖο Νοσημάτων Θώρακος (Σωτηρία), Γηροκομεῖο, Ἐθνική Βιβλιοθήκη, Πανεπιστήμιο καί Ἀκαδημία Ἀθηνῶν, εἶναι λίγα μόνον ἀπό τά κτίρια πού οἰκοδομήθηκαν ἐπί ἐκτάσεων τίς ὁποῖες ἐδώρησε ἡ Ἐκκλησία».
Κατά τήν σκληρή ἑξαετία 1912-18, παρεχώρησε –ἄνευ ἀνταλλαγμάτων– περίπου τό 50% τῶν ἀγροτικῶν γαιῶν της σέ ἀκτήμονες καλλιεργητές. Κατά τά ἔτη 1950-1952 παρεχώρησε –ἔναντι πινακίου φακῆς– ὅλες τίς ἀγροτικές ἐκτάσεις της, προκειμένου νά συνδράμη στήν ἀνασυγκρότηση τοῦ Ἑλληνικοῦ Κράτους».
Οἱ δωρεές τῆς Ἐκκλησίας συνεχίζονται:
«Ἡ ἴδια πρακτική συνεχίζεται μέχρι τῶν ἡμερῶν μας. Παρά τήν βουλιμία πού ἐπιδεικνύει τό Κράτος ἔναντι τῆς περιουσίας της, ἡ Ἐκκλησία δέν ἔπαυσε νά ἐκχωρῆ καί νά δωρίζη πανάκριβες ἀστικές ἐκτάσεις γιά τήν ἐξυπηρέτηση κοινωφελῶν σκοπῶν. Ἀρκεῖ νά ἐπισημανθῆ ὅτι μόνον στό Λεκανοπέδιο Ἀττικῆς λειτουργοῦν σήμερα 142 Δημοτικά, Γυμνάσια καί Λύκεια, πού ἔχουν ἀνεγερθῆ ἐπί οἰκοπέδων τά ὁποῖα παρεχώρησε ἡ Ἐκκλησία. Ἐνῶ ἀνάλογες εἶναι οἱ ἐκχωρήσεις γῆς καί σέ ὅλη τήν ὑπόλοιπη Ἑλλάδα» (Ἑστία 21-7-2000).
Συνεπῶς, εἶναι ἀπαράδεκτο νά ὀνομάζονται εἰρωνικά ἤ ἀπαξιωτικά οἱ Κληρικοί «δημόσιοι ὑπάλληλοι», ἀλλά πρέπει νά ἀποκαλοῦνται εὐεργέτες, ὄχι μόνον γιατί ἡ Ἐκκλησία προσέφερε τεράστια περιουσία στό Κράτος, ἀλλά γιατί οἱ Κληρικοί εἶναι ἐκεῖνοι πού εὐεργετοῦν ποικιλοτρόπως τήν κοινωνία, εἶναι παράγοντες ἑνότητος τῆς κοινωνίας, ὅταν οἱ ἄλλοι τήν διαιροῦν.
Ν.Ι.
Νοέμβριος 2018
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου