Η Επί του Όρους Ομιλία του Κυρίου έγινε στην ελληνική γλώσσα;
Οι
περίφημοι «Μακαρισμοί» του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού και η ελληνική
γλώσσα την οποίαν χρησιμοποίησε ο Θεάνθρωπος εις την επί του Όρους
Ομιλίαν Του, σύμφωνα με πολλούς πανεπιστημιακούς ιστορικούς ερευνητές,
έτσι όπως ακριβώς μνημονεύεται μέσα στα Ευαγγέλια του Ματθαίου και του
Λουκά και διαβάζουμε μέσα στο βιβλίο μας: «Ώρα Απιέναι: Ιησούς και
Σωκράτης»!..
«Πάντα
ουν όσα αν θέλητε ίνα ποιώσιν υμίν οι άνθρωποι, ούτω και υμείς ποιείτε
αυτοίς ούτος γαρ εστιν ο νόμος και οι προφήται» (Ματθ. Ζ΄12)
Κατά
την ταπεινή άποψη του γράφοντος, η επί του Όρους ομιλία του Κυρίου ημών
Ιησού Χριστού θα πρέπει, ως Διδασκαλία, να θεωρηθεί ως το σημαντικότερο
κείμενο όχι μόνον της Καινής Διαθήκης, αλλά και ολοκλήρου της Αγίας
Γραφής, δεδομένου ότι ο Ιησούς ορίζει τον «χρυσούν κανόνα» συμπεριφοράς
που πρέπει να έχουν οι άνθρωποι όχι μόνον απέναντι του Θεού, αλλά και
μεταξύ των μέσα στην αιωνιότητα.
Το γεγονός και μόνον ότι η ομιλία αυτή απετέλεσε αντικείμενο μελέτης όχι μόνον των θεολόγων, αλλά και πολλών ιστορικών ερευνητών, φέρνει στο φως της δημοσιότητας στοιχεία τα οποία αποδεικνύουν την σημασία που έχει για την ιστορία της ανθρωπότητας η διδασκαλία του Κυρίου στο όρος Θαβώρ. Ο Ρωμαίος αυτοκράτωρ Αλέξανδρος Σεβήρος, για παράδειγμα, διακόσια περίπου χρόνια αφότου εμίλησε ο Ιησούς στην εξελληνισμένη αυτή περιοχή της Γαλιλαίας, έγραψε με χρυσά γράμματα στον τοίχο του σπιτιού του την φράση του Ιησού, που δεν ήταν απλώς ένας πρακτικός οδηγός ζωής, αλλά έγινε ο «χρυσούς κανών» των χριστιανών απανταχού της γης: «Πάντα ουν όσα αν θέλητε ίνα ποιώσιν υμίν οι άνθρωποι, ούτω και υμείς ποιείτε αυτοίς ούτος γαρ εστιν ο νόμος και οι προφήται»!
Η περίφημη αυτή επί του Όρους ομιλία του Κυρίου, που φέρει και την ονομασία «Μακαρισμοί», λόγω του ότι κάθε φορά που μιλούσε ο Χριστός άρχιζε με την φράσι «μακάριοι» (= ευλογημένοι) διασώζεται από τους ευαγγελιστές Ματθαίο (κεφάλαια ε΄, στ΄ και ζ΄) και Λουκά (στ΄ 17-49).
Χωρίς αμφιβολία, οι αναφορές που κάνουν οι δύο αυτοί ευαγγελιστές, δείχνουν πολλές ομοιότητες μεταξύ των, παρά το γεγονός, ότι υπάρχουν και κάποια σημεία διαφοράς, που επισημαίνονται χάριν και μόνον των αναγνωστών, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι αλλάζει και η φυσιογνωμία του όλου κειμένου της επί του Όρους ομιλίας του Κυρίου:
Το Κατά Ματθαίον ευαγγέλιον καταγράφει εννέα (9) Μακαρισμούς, ενώ το Κατά Λουκάν τέσσερις (4), συμπεριλαμβανομένων και των «Αλίμονο» (Ουαί), που δεν υπάρχουν στο Κατά Ματθαίον ευαγγέλιο, που παρουσιάζει τους Μακαρισμούς σε τρίτο πρόσωπο (εκτός από τον τελευταίο), ενώ το Κατά Λουκάν σε δεύτερο.
Η εκδοχή του Κατά Ματθαίον ευαγγελίου, αφορά στο ήθος και στην συμπεριφορά, που αρμόζουν στην βασιλεία του Θεού, ενώ του Κατά Λουκάν προσδοκά την αντιστροφήν της οδυνηρής και τρεχούσης πραγματικότητας στο μέλλον.
Μη λησμονήσουμε να αναφέρουμε, ότι είναι δύσκολο να πει κανείς ποία από τις δύο συλλογές Μακαρισμών βρίσκεται πλησιέστερα προς το κήρυγμα του Κυρίου, αφού κάθε μία απ’ αυτές αποσκοπεί εις την ενίσχυση της Διδασκαλίας του Θεανθρώπου.
Ωστόσο, θα πρέπει να πούμε, ότι το Κατά Ματθαίον ευαγγέλιον υπογραμμίζει την ακεραιότητα της εσωτερικής διαθέσεως και συμπεριφοράς του ατόμου, ενώ η έμφαση που δίδεται εις το Κατά Λουκάν ευαγγέλιο είναι η αντιστροφή της υπαρχούσης καταστάσεως, μέσα στα πλαίσια της βασιλείας του Θεού, που αποτελεί τον ακρογωνιαίον λίθον της Διδασκαλίας του Κυρίου.
Το γεγονός και μόνον ότι η ομιλία αυτή απετέλεσε αντικείμενο μελέτης όχι μόνον των θεολόγων, αλλά και πολλών ιστορικών ερευνητών, φέρνει στο φως της δημοσιότητας στοιχεία τα οποία αποδεικνύουν την σημασία που έχει για την ιστορία της ανθρωπότητας η διδασκαλία του Κυρίου στο όρος Θαβώρ. Ο Ρωμαίος αυτοκράτωρ Αλέξανδρος Σεβήρος, για παράδειγμα, διακόσια περίπου χρόνια αφότου εμίλησε ο Ιησούς στην εξελληνισμένη αυτή περιοχή της Γαλιλαίας, έγραψε με χρυσά γράμματα στον τοίχο του σπιτιού του την φράση του Ιησού, που δεν ήταν απλώς ένας πρακτικός οδηγός ζωής, αλλά έγινε ο «χρυσούς κανών» των χριστιανών απανταχού της γης: «Πάντα ουν όσα αν θέλητε ίνα ποιώσιν υμίν οι άνθρωποι, ούτω και υμείς ποιείτε αυτοίς ούτος γαρ εστιν ο νόμος και οι προφήται»!
Η περίφημη αυτή επί του Όρους ομιλία του Κυρίου, που φέρει και την ονομασία «Μακαρισμοί», λόγω του ότι κάθε φορά που μιλούσε ο Χριστός άρχιζε με την φράσι «μακάριοι» (= ευλογημένοι) διασώζεται από τους ευαγγελιστές Ματθαίο (κεφάλαια ε΄, στ΄ και ζ΄) και Λουκά (στ΄ 17-49).
Χωρίς αμφιβολία, οι αναφορές που κάνουν οι δύο αυτοί ευαγγελιστές, δείχνουν πολλές ομοιότητες μεταξύ των, παρά το γεγονός, ότι υπάρχουν και κάποια σημεία διαφοράς, που επισημαίνονται χάριν και μόνον των αναγνωστών, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι αλλάζει και η φυσιογνωμία του όλου κειμένου της επί του Όρους ομιλίας του Κυρίου:
Το Κατά Ματθαίον ευαγγέλιον καταγράφει εννέα (9) Μακαρισμούς, ενώ το Κατά Λουκάν τέσσερις (4), συμπεριλαμβανομένων και των «Αλίμονο» (Ουαί), που δεν υπάρχουν στο Κατά Ματθαίον ευαγγέλιο, που παρουσιάζει τους Μακαρισμούς σε τρίτο πρόσωπο (εκτός από τον τελευταίο), ενώ το Κατά Λουκάν σε δεύτερο.
Η εκδοχή του Κατά Ματθαίον ευαγγελίου, αφορά στο ήθος και στην συμπεριφορά, που αρμόζουν στην βασιλεία του Θεού, ενώ του Κατά Λουκάν προσδοκά την αντιστροφήν της οδυνηρής και τρεχούσης πραγματικότητας στο μέλλον.
Μη λησμονήσουμε να αναφέρουμε, ότι είναι δύσκολο να πει κανείς ποία από τις δύο συλλογές Μακαρισμών βρίσκεται πλησιέστερα προς το κήρυγμα του Κυρίου, αφού κάθε μία απ’ αυτές αποσκοπεί εις την ενίσχυση της Διδασκαλίας του Θεανθρώπου.
Ωστόσο, θα πρέπει να πούμε, ότι το Κατά Ματθαίον ευαγγέλιον υπογραμμίζει την ακεραιότητα της εσωτερικής διαθέσεως και συμπεριφοράς του ατόμου, ενώ η έμφαση που δίδεται εις το Κατά Λουκάν ευαγγέλιο είναι η αντιστροφή της υπαρχούσης καταστάσεως, μέσα στα πλαίσια της βασιλείας του Θεού, που αποτελεί τον ακρογωνιαίον λίθον της Διδασκαλίας του Κυρίου.
Η Επί του Όρους Ομιλία. (Σκηνή από την γνωστή κινηματογραφική ταινία: «Ο Βασιλεύς των Βασιλέων»).
ΕΛΛΗΝΙΣΤΙ
Δεν
μπορούμε να πούμε μετά βεβαιότητος ότι η επί του Όρους ομιλία του
Κυρίου εγένετο εις το όρος Θαβώρ, δεδομένου ότι, για το θέμα αυτό, μόνον
ενδείξεις έχουμε, που να υποδεικνύουν το αναφερόμενο όρος. Ο Ματθαίος,
για παράδειγμα, αναφέρει πως ο Ιησούς απηύθυνε τους Μακαρισμούς του
επάνω σε ένα όρος, που από πολλούς θεωρήθηκε το όρος Θαβώρ. Ο Λουκάς,
όμως, κάνει λόγο για μια επίπεδη τοποθεσία, που ίσως ευρίσκετο πλησίον
της αγαπημένης περιοχής του Κυρίου, όπως ήτο η Θάλασσα της Γαλιλαίας.
Το βέβαιον είναι ότι, σύμφωνα με πολλούς πανεπιστημιακούς δασκάλους (Βασίλειος Χ. Ιωαννίδης, Λουκάς Χαρ. Φίλης, Παναγιώτης Κ. Χρήστου κλπ), η επί του Όρους ομιλία του Κυρίου εγένετο εις την ελληνική γλώσσα, δεδομένου ότι η περιοχή εκείνη της Γαλιλαίας ήτο εξελληνισμένη και μόνον σ’ αυτήν την γλώσσα θα μπορούσε να μιλήσει ο Χριστός, για να γίνει κατανοητή από όλους τους παρευρισκομένους (εθνικούς και μη).
Περισσότερα γι’ αυτό το θέμα, μπορεί κανείς να διαβάσει μέσα στο βιβλίο μας «Ιησούς Χριστός: Ελληνισμός –Χριστιανισμός», όπου υπάρχει ειδικό κεφάλαιο για την γλώσσα του Κυρίου, όπως, ασφαλώς, θα βρη και μία πληθώρα στοιχείων και επιστημονικών αποδείξεων περί της ελληνικής (πέραν της αραμαϊκής) γλώσσης, που χρησιμοποιούσε ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός* .
Η ΕΠΙ ΤΟΥ ΟΡΟΥΣ ΟΜΙΛΙΑΤο βέβαιον είναι ότι, σύμφωνα με πολλούς πανεπιστημιακούς δασκάλους (Βασίλειος Χ. Ιωαννίδης, Λουκάς Χαρ. Φίλης, Παναγιώτης Κ. Χρήστου κλπ), η επί του Όρους ομιλία του Κυρίου εγένετο εις την ελληνική γλώσσα, δεδομένου ότι η περιοχή εκείνη της Γαλιλαίας ήτο εξελληνισμένη και μόνον σ’ αυτήν την γλώσσα θα μπορούσε να μιλήσει ο Χριστός, για να γίνει κατανοητή από όλους τους παρευρισκομένους (εθνικούς και μη).
Περισσότερα γι’ αυτό το θέμα, μπορεί κανείς να διαβάσει μέσα στο βιβλίο μας «Ιησούς Χριστός: Ελληνισμός –Χριστιανισμός», όπου υπάρχει ειδικό κεφάλαιο για την γλώσσα του Κυρίου, όπως, ασφαλώς, θα βρη και μία πληθώρα στοιχείων και επιστημονικών αποδείξεων περί της ελληνικής (πέραν της αραμαϊκής) γλώσσης, που χρησιμοποιούσε ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός* .
Ήλθε, όμως, η ώρα να καταχωρίσωμε εδώ ολόκληρη την επί του Όρους ομιλίαν του Ιησού, έτσι όπως ακριβώς την διασώζει ο Ευαγγελιστής Ματθαίος και που ερμηνεύει ο αείμνηστος πανεπιστημιακός διδάσκαλος Παναγιώτης Ν. Τρεμπέλας**:
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ε΄
Στίχοι 1-12: Οι μακαρισμοί
1.
Ιδών δε τους όχλους ανέβη εις το όρος, και καθίσαντος αυτού προσήλθον
αυτώ οι μαθηταί αυτού, ( Όταν – ο Ιησούς -είδε τους όχλους, ανέβη εις το
γειτονικόν προς την λίμνην όρος και αφού εκάθισε, ήλθαν πλησίον του οι
μαθητές του).
2. και ανοίξας το στόμα αυτού εδίδασκεν αυτούς λέγων (Και αφού άνοιξε το στόμα του με την απόφασιν να ομιλήση τους εδίδασκε λέγων:)
3. μακάριοι οι πτωχοί τω πνεύματι, ότι αυτών εστιν η βασιλεία των ουρανών. (Μακάριοι και πανευτυχείς είναι εκείνοι, που ταπεινώς συναισθάνονται την πνευματικήν πτωχείαν των και την εξάρτησιν ολοκλήρου του εαυτού των από τον Θεόν, διότι είναι ιδική των η βασιλεία των ουρανών).
4. μακάριοι οι πενθούντες, ότι αυτοί παρακληθήσονται. (Μακάριοι είναι εκείνοι, που πενθούν δια τας αμαρτίας των και δια το κακόν, που επικρατεί εις τον κόσμον, διότι αυτοί θα παρηγορηθούν υπό του Θεού).
5. μακάριοι οι πραείς, ότι αυτοί κληρονομήσουσι την γην. (Μακάριοι είναι οι πράοι, που συγκρατούν τον θυμόν τους και δεν παραφέρονται ποτέ, διότι αυτοί θα λάβουν ως κληρονομίαν από τον Θεόν την γην της επαγγελίας και θα απολαύσουν από την παρούσαν ζωήν τα αγαθά της ουρανίου κληρονομίας).
6. μακάριοι οι πεινώντες και διψώντες, την δικαιοσύνην, ότι αυτοί χορτασθήσονται. (Μακάριοι είναι εκείνοι, που με σφοδρόν εσωτερικόν πόθον σαν πεινασμένοι και διψασμένοι επιθυμούν την δικαιοσύνην και τελειότητα, διότι αυτοί θα χορτασθούν δια πλήρους ικανοποιήσεως του πόθου των).
7. μακάριοι οι ελεήμονες, ότι ούτοι ελεηθήσονται. (Μακάριοι είναι οι ευσπλαχνικοί και επιεικείς που συμπονούν εις την δυστυχίαν του πλησίον, διότι αυτοί θα ελεηθούν από τον Θεόν εις την ημέραν της κρίσεως).
8. μακάριοι οι καθαροί τη καρδία, ότι αυτοί τον Θεόν όψονται. (Μακάριοι είναι εκείνοι, που έχουν καθαράν την καρδίαν των από κάθε μολυσμόν αμαρτίας, διότι αυτοί θα ίδουν τον Θεόν).
9. μακάριοι οι ειρηνοποιοί, ότι αυτοί υιοί Θεού κληθήσονται. (Μακάριοι είναι εκείνοι, που έχουν μέσα τους την εκ του αγιασμού ειρήνην και μεταδίδουν αυτήν και εις τους άλλους, ειρηνεύοντες τούτους και μεταξύ των και προς τον Θεόν, διότι αυτοί θα αναγνωρισθούν και θα διακηρυχθούν εις τον ουράνιον κόσμον υιοί Θεού).
10. μακάριοι οι δεδιωγμένοι ένεκεν δικαιοσύνης, ότι αυτών εστιν η βασιλεία των ουρανών. (Μακάριοι είναι εκείνοι, που εδιώχθησαν ένεκα της αρετής και της χριστιανικής των τελειότητος, διότι είναι ιδική των η βασιλεία των ουρανών).
11. μακάριοι εστε όταν ονειδίσωσιν υμάς και διώξωσι και είπωσι παν πονηρόν ρήμα καθ’ υμών ψευδόμενοι ένεκεν εμού. (Μακάριοι γίνεσθε σεις οι μαθηταί μου, όταν σας υβρίσουν οι άνθρωποι και σας διώξουν και είπουν ψευδόμενοι παντός είδους κακολογίας και κατηγορίας εναντίον σας δι’ εμέ).
12. χαίρετε και αγαλλιάσθε, ότι ο μισθός υμών πολύς εν ουρανοίς ούτω γαρ εδίωξαν τους προφήτας τους προ υμών. (Χαίρετε και ζωηρά εκδηλώσατε την χαράν σας, διότι η ανταμοιβή σας εις τους ουρανούς θα είναι μεγάλη. Διότι έτσι κατεδίωξαν και τους προφήτας, τους οποίους έστειλεν ο Θεός προτήτερα από σας).
13. Υμείς εστε το άλας της γης εάν δε το άλας μωρανθή, εν τίνι αλισθήσεται; Εις ουδέν ισχύει έτι ει μη βληθήναι έξω και καταπατείσθαι υπό των ανθρώπων. (Σεις οι μαθηταί μου είσθε το πνευματικόν άλας των επί της γης ανθρώπων, επειδή έχετε προορισμόν να προλαμβάνετε την ηθικήν σαπίλαν. Αλλ’ εάν το άλας χάση την δύναμίν του, με τι θα αλατισθή, ώστε να αποκτήση πάλιν την δύναμιν που έχασε; Δεν χρησιμεύει πλέον εις τίποτε, παρά να πεταχθή έξω εις τους δρόμους και να καταπατήται από τους ανθρώπους. Εάν λοιπόν και σεις χάσετε την ηθικήν σας δύναμιν, δεν θα γίνετε άχρηστοι μόνον, αλλά και θα περιφρονηθήτε από τους ανθρώπους).
14. Υμείς εστε το φως του κόσμου. Ου δύναται πόλις κρυβήναι επάνω όρους κειμένη (Σεις είσθε το φως του κόσμου, διότι προορισμόν έχετε με το φωτεινόν παράδειγμά σας και τους μεταδίδοντας το φως της αληθείας λόγους σας να φωτίζετε τους ανθρώπους, που ευρίσκονται εις το σκότος της αμαρτίας και της πλάνης. Δεν είναι δυνατόν μία πόλις, που είναι κτισμένη επάνω εις όρος, να κρυβή. Έτσι και ο ιδικός σας βίος θα υποπίπτη εις την αντίληψιν όλων).
15. ουδέ καίουσι λύχνον και τιθέασιν αυτόν υπό το μόδιον, αλλ’ επί την λυχνίαν, και λάμπει πάσι τοις εν τη οικία. (Ούτε ανάπτουν οι άνθρωποι λύχνον δια να τον βάλουν κάτω από τον κάδον, με τον οποίον μετρούν τον σίτον αλλά τον τοποθετούν επάνω εις τον λυχνοστάτην και φωτίζει με την λάμψιν του όλους, όσοι είναι μέσα εις το σπίτι).
16. ούτω λαμψάτω το φως υμών έμπροσθεν των ανθρώπων, όπως ίδωσι υμών τα καλά έργα και δοξάζωσι τον πατέρα υμών τον εν τοις ουρανοίς. (Έτσι σαν άλλος λύχνος καλά τοποθετημένος ας λάμψη το φως της αρετής σας εμπρός εις τους ανθρώπους, δια να ίδουν τα καλά σας έργα και δοξάσουν δια τα ενάρετα και άγια παιδιά του τον Πατέρα σας, που είναι μεν πανταχού παρών, αλλά εξαιρετικά φανερώνει την παρουσίαν του εις τους ουρανούς).
Στίχοι 17-18: Ο Κύριος τελειοποιεί και συμπληρώνει τον Μωσαϊκόν νόμον.2. και ανοίξας το στόμα αυτού εδίδασκεν αυτούς λέγων (Και αφού άνοιξε το στόμα του με την απόφασιν να ομιλήση τους εδίδασκε λέγων:)
3. μακάριοι οι πτωχοί τω πνεύματι, ότι αυτών εστιν η βασιλεία των ουρανών. (Μακάριοι και πανευτυχείς είναι εκείνοι, που ταπεινώς συναισθάνονται την πνευματικήν πτωχείαν των και την εξάρτησιν ολοκλήρου του εαυτού των από τον Θεόν, διότι είναι ιδική των η βασιλεία των ουρανών).
4. μακάριοι οι πενθούντες, ότι αυτοί παρακληθήσονται. (Μακάριοι είναι εκείνοι, που πενθούν δια τας αμαρτίας των και δια το κακόν, που επικρατεί εις τον κόσμον, διότι αυτοί θα παρηγορηθούν υπό του Θεού).
5. μακάριοι οι πραείς, ότι αυτοί κληρονομήσουσι την γην. (Μακάριοι είναι οι πράοι, που συγκρατούν τον θυμόν τους και δεν παραφέρονται ποτέ, διότι αυτοί θα λάβουν ως κληρονομίαν από τον Θεόν την γην της επαγγελίας και θα απολαύσουν από την παρούσαν ζωήν τα αγαθά της ουρανίου κληρονομίας).
6. μακάριοι οι πεινώντες και διψώντες, την δικαιοσύνην, ότι αυτοί χορτασθήσονται. (Μακάριοι είναι εκείνοι, που με σφοδρόν εσωτερικόν πόθον σαν πεινασμένοι και διψασμένοι επιθυμούν την δικαιοσύνην και τελειότητα, διότι αυτοί θα χορτασθούν δια πλήρους ικανοποιήσεως του πόθου των).
7. μακάριοι οι ελεήμονες, ότι ούτοι ελεηθήσονται. (Μακάριοι είναι οι ευσπλαχνικοί και επιεικείς που συμπονούν εις την δυστυχίαν του πλησίον, διότι αυτοί θα ελεηθούν από τον Θεόν εις την ημέραν της κρίσεως).
8. μακάριοι οι καθαροί τη καρδία, ότι αυτοί τον Θεόν όψονται. (Μακάριοι είναι εκείνοι, που έχουν καθαράν την καρδίαν των από κάθε μολυσμόν αμαρτίας, διότι αυτοί θα ίδουν τον Θεόν).
9. μακάριοι οι ειρηνοποιοί, ότι αυτοί υιοί Θεού κληθήσονται. (Μακάριοι είναι εκείνοι, που έχουν μέσα τους την εκ του αγιασμού ειρήνην και μεταδίδουν αυτήν και εις τους άλλους, ειρηνεύοντες τούτους και μεταξύ των και προς τον Θεόν, διότι αυτοί θα αναγνωρισθούν και θα διακηρυχθούν εις τον ουράνιον κόσμον υιοί Θεού).
10. μακάριοι οι δεδιωγμένοι ένεκεν δικαιοσύνης, ότι αυτών εστιν η βασιλεία των ουρανών. (Μακάριοι είναι εκείνοι, που εδιώχθησαν ένεκα της αρετής και της χριστιανικής των τελειότητος, διότι είναι ιδική των η βασιλεία των ουρανών).
11. μακάριοι εστε όταν ονειδίσωσιν υμάς και διώξωσι και είπωσι παν πονηρόν ρήμα καθ’ υμών ψευδόμενοι ένεκεν εμού. (Μακάριοι γίνεσθε σεις οι μαθηταί μου, όταν σας υβρίσουν οι άνθρωποι και σας διώξουν και είπουν ψευδόμενοι παντός είδους κακολογίας και κατηγορίας εναντίον σας δι’ εμέ).
12. χαίρετε και αγαλλιάσθε, ότι ο μισθός υμών πολύς εν ουρανοίς ούτω γαρ εδίωξαν τους προφήτας τους προ υμών. (Χαίρετε και ζωηρά εκδηλώσατε την χαράν σας, διότι η ανταμοιβή σας εις τους ουρανούς θα είναι μεγάλη. Διότι έτσι κατεδίωξαν και τους προφήτας, τους οποίους έστειλεν ο Θεός προτήτερα από σας).
13. Υμείς εστε το άλας της γης εάν δε το άλας μωρανθή, εν τίνι αλισθήσεται; Εις ουδέν ισχύει έτι ει μη βληθήναι έξω και καταπατείσθαι υπό των ανθρώπων. (Σεις οι μαθηταί μου είσθε το πνευματικόν άλας των επί της γης ανθρώπων, επειδή έχετε προορισμόν να προλαμβάνετε την ηθικήν σαπίλαν. Αλλ’ εάν το άλας χάση την δύναμίν του, με τι θα αλατισθή, ώστε να αποκτήση πάλιν την δύναμιν που έχασε; Δεν χρησιμεύει πλέον εις τίποτε, παρά να πεταχθή έξω εις τους δρόμους και να καταπατήται από τους ανθρώπους. Εάν λοιπόν και σεις χάσετε την ηθικήν σας δύναμιν, δεν θα γίνετε άχρηστοι μόνον, αλλά και θα περιφρονηθήτε από τους ανθρώπους).
14. Υμείς εστε το φως του κόσμου. Ου δύναται πόλις κρυβήναι επάνω όρους κειμένη (Σεις είσθε το φως του κόσμου, διότι προορισμόν έχετε με το φωτεινόν παράδειγμά σας και τους μεταδίδοντας το φως της αληθείας λόγους σας να φωτίζετε τους ανθρώπους, που ευρίσκονται εις το σκότος της αμαρτίας και της πλάνης. Δεν είναι δυνατόν μία πόλις, που είναι κτισμένη επάνω εις όρος, να κρυβή. Έτσι και ο ιδικός σας βίος θα υποπίπτη εις την αντίληψιν όλων).
15. ουδέ καίουσι λύχνον και τιθέασιν αυτόν υπό το μόδιον, αλλ’ επί την λυχνίαν, και λάμπει πάσι τοις εν τη οικία. (Ούτε ανάπτουν οι άνθρωποι λύχνον δια να τον βάλουν κάτω από τον κάδον, με τον οποίον μετρούν τον σίτον αλλά τον τοποθετούν επάνω εις τον λυχνοστάτην και φωτίζει με την λάμψιν του όλους, όσοι είναι μέσα εις το σπίτι).
16. ούτω λαμψάτω το φως υμών έμπροσθεν των ανθρώπων, όπως ίδωσι υμών τα καλά έργα και δοξάζωσι τον πατέρα υμών τον εν τοις ουρανοίς. (Έτσι σαν άλλος λύχνος καλά τοποθετημένος ας λάμψη το φως της αρετής σας εμπρός εις τους ανθρώπους, δια να ίδουν τα καλά σας έργα και δοξάσουν δια τα ενάρετα και άγια παιδιά του τον Πατέρα σας, που είναι μεν πανταχού παρών, αλλά εξαιρετικά φανερώνει την παρουσίαν του εις τους ουρανούς).
17.
Μη νομίσητε ότι ήλθον καταλύσαι τον νόμον ή τους προφήτας ουκ ήλθον
καταλύσαι, αλλά πληρώσαι. (Μη νομίσετε, ότι ήλθα δια να καταλύσω και
ακυρώσω τον ηθικόν νόμον του Μωϋσέως ή την ηθικήν διδασκαλίαν των
προφητών. Δεν ήλθα να καταλύσω αυτά, αλλά να τα συμπληρώσω και να σας τα
παραδώσω τέλεια).
18. αμήν γαρ λέγω υμίν, έως αν παρέλθη ο ουρανός και η γη, ιώτα εν ή μία κεραία ου μη παρέλθη από του νόμου έως αν πάντα γένηται. (Διότι αληθινά σας λέγω και με πάσαν σοβαρότητα και επισημότητα σας βεβαιώ ότι, έως ότου παραμένει και δεν καταστρέφεται ο ουρανός και η γη, ούτε έν γιώτα ή ένα κόμμα, ούτε δηλαδή η μικροτάτη από τας εντολάς, δεν θα παραπέση από τον Νόμον και δεν θα χάση το κύρος της, έως ότου όλα, όσα διατάσσει ο Νόμος, λάβουν την επαλήθευσιν και πλήρωσίν τους τόσον υπό των γεγονότων της ζωής μου, όσα εκ τούτων ελέχθησαν προφητικώς, όσον και εν τη ζωή των γνησίων μαθητών μου, οι οποίοι θα τηρούν ταύτα επακριβώς).
19. ος εάν ουν λύση μίαν των εντολών τούτων των ελαχίστων και διδάξη ούτω τους ανθρώπους, ελάχιστος κληθήσεται εν τη βασιλεία των ουρανών ος δ’ αν ποιήση και διδάξη, ούτος μέγας κληθήσεται εν τη βασιλεία των ουρανών. (Αφού λοιπόν αι εντολαί έχουν κύρος και ισχύν ακατάλυτον, οποιοσδήποτε θα παραβή μίαν από εκείνας ακόμη τας εντολάς μου, που φαίνονται πολύ μικραί, και θα διδάξη τους ανθρώπους ούτω, ήτοι να θεωρούν αυτάς μικράς και ασημάντους, θα κηρυχθή ελάχιστος και τελευταίος εις την βασιλείαν των ουρανών. Εκείνος όμως, που θα εκτελέση όλας ανεξαιρέτως τας εντολάς και θα διδάξη και τους άλλους να τας τηρούν, ούτος θα αναγνωρισθή μέγας εν τη βασιλεία των ουρανών. Και εις αυτάς λοιπόν τας εντολάς, που οι γραμματείς και οι Φαρισαίοι παραμερίζουν με τας ανθρωπίνους παραδόσεις των, πρέπει να δώσετε μεγάλη προσοχήν).
20. λέγω γαρ υμίν ότι εάν μη περισσεύση η δικαιοσύνη υμών πλείον των γραμματέων και Φαρισαίων, ου μη εισέλθητε εις την βασιλείαν των ουρανών. (Διότι σας λέγω ότι, εάν η αρετή σας δεν περισσεύση και δεν υπερτερήση κατά πολύ την εξωτερικήν αρετήν των γραμματέων και Φαρισαίων, δεν θα εισέλθετε εις την βασιλείαν των ουρανών).
21. Ηκούσατε ότι ερρέθη τοις αρχαίοις ου φονεύσεις ος δ’ αν φονεύση, ένοχος έσται τη κρίσει. (Ηκούσατε από την ανάγνωσιν του Νόμου εις τας συναγωγάς, ότι ελέχθη από τον Θεόν εις τους αρχαίους: Δεν θα φονεύσης εκείνος δε που θα φονεύση, θα είναι ένοχος εις τόσον βαθμόν, ώστε να παραπεμφθή προς δίκην εις το τοπικόν επταμελές δικαστήριον, που λέγεται κρίσις).
22. Εγώ δε λέγω υμίν ότι πας ο οργιζόμενος τω αδελφώ αυτού εική ένοχος έσται εν τη κρίσει ος δ’ αν είπη τω αδελφώ αυτού ρ α κ ά, ένοχος έσται τω συνεδρίω ος δ’ αν είπη μ ω ρ έ, ένοχος έσται εις την γέενναν του πυρός. (Εγώ όμως σας λέγω, ότι καθένας που οργίζεται κατά του αδελφού του άνευ σοβαρού πνευματικού λόγου, διαπράττει έγκλημα ανάλογον προς εκείνο, το οποίον εδικάζετο άλλοτε από το τοπικόν επταμελές δικαστήριον. Εκείνος δε που θα είπη περιφρονητικώς εις τον αδελφόν του: Ανόητε, είναι ένοχος εγκλήματος βαρυτέρου, σαν εκείνα που δικάζονται από το ανώτατον δικαστήριον των Ιουδαίων. Εκείνος δε που με μίσος και κακίαν θα είπη εις τον αδελφόν του: Βλάκα, θα είναι ένοχος εγκλήματος αξίου να τιμωρηθή με την εν τω Άδη γέενναν του πυρός).
23. Εάν ουν προσφέρης το δώρόν σου επί το θυσιαστήριον κακεί μνησθής ότι ο αδελφός σου έχει τι κατά σου, (Αφού λοιπόν κάθε προσβολή κατά των αδελφών μας είναι αξιόποινος, εάν προσφέρης το δώρον σου εις το θυσιαστήριον και εκεί ενθυμηθής, ότι ο αδελφός σου έχει κάτι εναντίον σου δι’ αδικίαν, την οποίαν του έκαμες,)
24. άφες εκεί το δώρόν σου έμπροσθεν του θυσιαστηρίου, και ύπαγε πρώτον διαλλάγηθι τω αδελφώ σου, και τότε ελθών πρόσφερε το δώρόν σου. (άφησε εκεί το δώρον σου εμπρός εις το θυσιαστήριον και πήγαινε πρώτον συμφιλιώσου με τον αδελφόν σου, και τότε, αφού συνδιαλλαγής, ελθέ και πρόσφερε το δώρον σου, διότι μόνον τότε θα γίνη τούτο δεκτόν από τον Θεόν).
25. Ίσθι ευνοών τω αντιδίκω σου ταχύ έως ότου ει εν τη οδώ μετ’ αυτού, μήποτέ σε παραδώ ο αντίδικος τω κριτή και ο κριτής σε παραδώ τω υπηρέτη, και εις φυλακήν βληθήση (Έσο συμβιβαστικός και με συμφιλιωτικάς δαθέσεις προς τον δανειστήν, με τον οποίον ευρίσκεσαι εις δίκην. Και δείξε τας διαθέσεις αυτάς γρήγορα, έως ότου ευρίσκεσαι μαζί του εις τον δρόμον που οδηγεί εις το δικαστήριον. Πρόλαβε, μήπως σε παραδώση ο αντίδικος εις τον δικαστήν και ο δικαστής σε καταδικάση και σε παραδώση εις τον εκτελεστήν των ποινών και έτσι ριφθής εις φυλακήν).
26. αμήν λέγω σοι, ου μη εξέλθης εκείθεν έως ου αποδώς τον έσχατον κοδράντην. (Αληθινά σου λέγω, ότι δεν θα εξέλθης απ’ εκεί, έως ότου εξοφλήσηε και το τελευταίον δίλεπτον. Πόσον φοβερόν είναι λοιπόν να εμφανισθής ενώπιον του υπερτάτου κριτού ασυμφιλίωτος με τους αδελφούς σου, που ηδίκησες!).
27. Ηκούσατε ότι ερρέθη τοις αρχαίοις ου μοιχεύσεις, (Ηκούσατε ότι ελέχθη εις τους αρχαίους να μη μοιχεύσης. Και οι γραμματείς περιορίζουν την εντολήν αυτήν μόνον εις το αμάρτημα με ύπανδρον γυναίκα).
28. Εγώ δε λέγω υμίν ότι πας ο βλέπων γυναίκα προς το επιθυμήσαι αυτήν ήδη εμοίχευσεν αυτήν εν τη καρδία αυτού. (Αλλ’ εγώ σας λέγω, ότι καθένας που βλέπει οιανδήποτε γυναίκα δια να την επιθυμήση προς αμαρτίαν, ήδη με την εμπαθή αυτήν ματιάν εμοίχευσεν αυτήν μέσα εις την καρδίαν του και ημάρτησε με την πρόθεσιν και προαίρεσίν του).
29. ει δε ο οφθαλμός σου ο δεξιός σκανδαλίζει σε, έξελε αυτόν και βάλε από σου συμφέρει γαρ σοι ίνα απόληται εν των μελών σου και μη όλον το σώμα σου βληθή εις γέενναν. (Εάν δε πρόσωπον και προσφιλές εις σε σαν το δεξιόν σου μάτι σου γίνεται αφορμή εμπαθούς επιθυμίας και αμαρτίας, χωρίσου οριστικώς από αυτό, και πέταξέ το μακρυά από σε, όπως θα έκανες και με το μάτι σου, εάν θα εκινδύνευε να πάθη από αυτό το όλον σώμα σου διότι συμφέρει να χαθή εν από τα μέλη σου και να μη ριφθή όλον το σώμα σου εις το πυρ της κολάσεως. Σε συμφέρει να στερηθής την φιλίαν και χρησιμότητα του προσώπου αυτού και να μη ριφθής μαζί με εκείνο εις το πυρ της κολάσεως).
30. και ει η δεξιά σου χειρ σκανδαλίζει σε, έκκοψον αυτήν και βάλε από σου συμφέρει γαρ σοι ίνα απόληται εν των μελών σου και μη όλον το σώμα σου βληθή εις γέενναν. (Και εάν πρόσωπον που σου είναι χρήσιμον σαν την δεξιάν σου χείρα σε σκανδαλίζη, κόψε τελείως την χείρα σου αυτήν και πέταξέ την μακρυά από σε διότι σε συμφέρει να χαθή ένα από τα μέλη σου και να στερηθής τας υπηρεσίας του φίλου σου, που σου είναι χρησιμώτατος, και να μη ριφθής μαζί με εκείνον εις το πυρ της κολάσεως).
31. Ερρέθη δε ος αν απολύση την γυναίκα αυτού, δότω αυτή αποστάσιον. (Ελέχθη ακόμη εκείνος που θα χωρίση και θα διώξη την γυναίκα του, ας της δώση έγγραφον διαζυγίου).
32. Εγώ δε λέγω υμίν ότι ος αν απολύση την γυναίκα αυτού παρεκτός λόγου πορνείας, ποιεί αυτήν μοιχάσθαι, και ος εάν απολελυμένην γαμήση, μοιχάται. (Εγώ όμως σας λέγω, ότι εκείνος που θα διώξη την γυναίκα του, χωρίς να υπάρχη αιτία μοιχείας, συντελεί εις το να γίνη αύτη μοιχαλίς, εάν συζευχθή άλλον. Και εκείνος που θα νυμφευθή διαζευγμένην γυναίκα, γίνεται μοιχός).
33. Πάλιν ηκούσατε ότι ερρέθη τοις αρχαίοις, ουκ επιορκήσεις, αποδώσεις δε τω Κυρίω τους όρκους σου. (Πάλιν ηκούσατε ότι ελέχθη εις τους παλαιούς προγόνους μας Δεν θα αθετήσης τον όρκον σου, αλλ’ ως χρέος ιερόν, που οφείλεις να εξοφλήσης εις τον Κύριον, θα τηρήσης τας ενόρκους υποσχέσεις και μαρτυρίας σου).
34. Εγώ δε λέγω υμίν μη ομόσαι όλως μήτε εν τω ουρανώ, ότι θρόνος εστί του Θεού (Εγώ όμως σας λέγω να μη ορκισθήτε καθόλου ούτε εις τον ουρανόν μη ορκισθήτε, διότι ο ουρανός είναι θρόνος του Θεού).
35. μήτε εν τη γη, ότι υποπόδιον εστι των ποδών αυτού μήτε εις Ιεροσόλυμα, ότι πόλις εστί του μεγάλου βασιλέως (ούτε εις την γην μη ορκισθήτε, διότι σαν άλλο σκαμνίον ακουμβούν επάνω της οι πόδες του ούτε εις τα Ιεροσόλυμα διότι δια τον ναός του Θεού, που είναι εκεί κτισμένος, είναι πόλις του μεγάλου βασιλέως Θεού).
36. μήτε εν τη κεφαλή σου ομόσης, ότι ου δύνασαι μίαν τρίχα λευκήν ή μέλαιναν ποιήσαι. (Ούτε εις την κεφαλήν σου μη ορκισθής, διότι την εδημιούργησεν ο Θεός, συ δε δεν ημπορείς ούτε μίας τριχός το χρώμα πραγματικώς και κατά βάθος να μεταβάλης, ώστε μίαν μαύρην τρίχα να την κάμης λευκήν, ή μίαν λευκήν να την αλλάξης εις μαύρην).
37. έστω δε ο λόγος υμών ναι ναι, ου ου το δε περισσόν τούτων εκ του πονηρού εστιν. (Ας είναι δε ο λόγος σας ναι, όταν πράγματι είναι ναι και όχι, όταν και πράγματι είναι όχι το επί πλέον δε από αυτά είναι από τον πονηρόν, τον πρώτον επινοητήν και πατέρα του ψεύδους).
38. Ηκούσατε ότι ερρέθη, οφθαλμόν αντί οφθαλμού και οδόντα αντί οδόντος. (Ηκούσατε ότι ελέχθη εκείνος που επλήγωσε και ετραυμάτισε κάποιον, πρέπει να δώση μάτι αντί του ματιού που έβλαψε, και δόντι δια το δόντι του πλησίον, που με το κτύπημά του έσπασεν ή επέταξεν έξω).
39. Εγώ δε λέγω υμίν μη αντιστήναι τω πονηρώ αλλ’ όστις σε ραπίσει επί την δεξιάν σιαγόνα, στρέψον αυτώ και την άλλην (Εγώ όμως σας λέγω να μη προβάλετε αντίστασιν εις τον πονηρόν, που χρησιμοποιεί ως όργανόν του εκείνον που σας βλάπτει αλλ’ όποιος σε ραπίση εις το δεξιόν μέρος της σιαγόνος, στρέψον εις αυτόν και το άλλο μέρος δια να ραπίση και τούτο).
40. και τω θέλοντί σοι κριθήναι και τον χιτώνα σου λαβείν, άφες αυτώ και το ιμάτιον (Και εκείνον που θέλει να κάμη δίκην μαζί σου και να σου πάρη το υποκάμισον, άφησέ του και το επανωφόριόν σου).
41. και όστις σε αγγαρεύσει μίλιον έν, ύπαγε μετ’ αυτού δύο (Και με εκείνον, που θέλει να σε αγγαρεύση δια να τον συνοδεύσης επί έν μίλιον, πήγαινε μαζί του δύο μίλια).
42. τω αιτούντί σε δίδου και τον θέλοντα από σου δανείσασθαι μη αποστραφής. (Εις εκείνον που σου ζητεί ελεημοσύνην, δίδε, αλλά πάντοτε με διάκρισιν που θα την διαπνέη ειλικρινής αγάπη και μη περιφρονήσης εκείνον, που θέλει να δανεισθή χωρίς τόκον από σε).
43. Ηκούσατε ότι ερρέθη, αγαπήσεις τον πλησίον σου και μισήσεις τον εχθρόν σου. (Ηκούσατε, ότι ελέχθη Θα αγαπήσης τον πλησίον σου και θα μισήσης τον εχθρόν σου).
44. Εγώ δε λέγω υμίν, αγαπάτε τους εχθρούς υμών, ευλογείτε τους καταρωμένους υμάς, καλώς ποιείτε τοις μισούσιν υμάς και προσεύχεσθε υπέρ των επηρεαζόντων υμάς και διωκόντων υμάς, (Εγώ δε σας λέγω, αγαπάτε τους εχθρούς σας, εύχεσθε προς τον Θεόν αγαθά δι’ εκείνους, οι οποίοι σας καταρώνται, ευεργετείτε εκείνους, που σας μισούν, και προσεύχεσθε υπέρ εκείνων, οι οποίοι σας μεταχειρίζονται υβριστικώς και περιφρονητικώς και σας καταδιώκουν αδίκως, ακόμη και όταν ο διωγμός των αυτός σας γίνεται δια τας θρησκευτικάς σας πεποιθήσεις).
45. όπως γένησθε υιοί του πατρός υμών του εν ουρανοίς, ότι τον ήλιον αυτού ανατέλλει επί πονηρούς και αγαθούς και βρέχει επί δικαίους και αδίκους. (Δια να ομοιάσετε έτσι και να γίνετε τέκνα του Πατρός σας, που είναι εις τους ουρανούς. Διότι και αυτός τον ήλιον, που είναι ιδικός του, ανατέλλει αδιακρίτως εις πονηρούς και εις αγαθούς, και βρέχει την βροχήν του εις δικαίους και αδίκους).
46. εάν γαρ αγαπήσητε τους αγαπώντας υμάς, τίνα μισθόν έχετε; ουχί και οι τελώναι το αυτό ποιούσι; (Διότι, εάν αγαπήσετε εκείνους μόνον, που σας αγαπούν, ποίαν ανταμοιβήν έχετε να λαμβάνετε από τον Θεόν; Δεν κάνουν το αυτό και οι τελώναι;).
47. και εάν ασπάσησθε τους φίλους υμών μόνον, τι περισσόν ποιείτε; ουχί και οι τελώναι ούτω ποιούσιν; (Και εάν χαιρετήσετε μόνον τους φίλους σας Ιουδαίους, τι το εξαιρετικόν πράττετε; Δεν κάνουν έτσι και οι τελώναι;).
48. Έσεσθε ουν υμείς τέλειοι, ώσπερ ο πατήρ υμών ο εν τοις ουρανοίς τέλειός εστιν. (Πρέπει λοιπόν να γίνετε τέλειοι δια της αγάπης προς πάντας, καθώς είναι τέλειος και ο ουράνιος Πατήρ σας, ο οποίος είναι αγάπη).
18. αμήν γαρ λέγω υμίν, έως αν παρέλθη ο ουρανός και η γη, ιώτα εν ή μία κεραία ου μη παρέλθη από του νόμου έως αν πάντα γένηται. (Διότι αληθινά σας λέγω και με πάσαν σοβαρότητα και επισημότητα σας βεβαιώ ότι, έως ότου παραμένει και δεν καταστρέφεται ο ουρανός και η γη, ούτε έν γιώτα ή ένα κόμμα, ούτε δηλαδή η μικροτάτη από τας εντολάς, δεν θα παραπέση από τον Νόμον και δεν θα χάση το κύρος της, έως ότου όλα, όσα διατάσσει ο Νόμος, λάβουν την επαλήθευσιν και πλήρωσίν τους τόσον υπό των γεγονότων της ζωής μου, όσα εκ τούτων ελέχθησαν προφητικώς, όσον και εν τη ζωή των γνησίων μαθητών μου, οι οποίοι θα τηρούν ταύτα επακριβώς).
19. ος εάν ουν λύση μίαν των εντολών τούτων των ελαχίστων και διδάξη ούτω τους ανθρώπους, ελάχιστος κληθήσεται εν τη βασιλεία των ουρανών ος δ’ αν ποιήση και διδάξη, ούτος μέγας κληθήσεται εν τη βασιλεία των ουρανών. (Αφού λοιπόν αι εντολαί έχουν κύρος και ισχύν ακατάλυτον, οποιοσδήποτε θα παραβή μίαν από εκείνας ακόμη τας εντολάς μου, που φαίνονται πολύ μικραί, και θα διδάξη τους ανθρώπους ούτω, ήτοι να θεωρούν αυτάς μικράς και ασημάντους, θα κηρυχθή ελάχιστος και τελευταίος εις την βασιλείαν των ουρανών. Εκείνος όμως, που θα εκτελέση όλας ανεξαιρέτως τας εντολάς και θα διδάξη και τους άλλους να τας τηρούν, ούτος θα αναγνωρισθή μέγας εν τη βασιλεία των ουρανών. Και εις αυτάς λοιπόν τας εντολάς, που οι γραμματείς και οι Φαρισαίοι παραμερίζουν με τας ανθρωπίνους παραδόσεις των, πρέπει να δώσετε μεγάλη προσοχήν).
20. λέγω γαρ υμίν ότι εάν μη περισσεύση η δικαιοσύνη υμών πλείον των γραμματέων και Φαρισαίων, ου μη εισέλθητε εις την βασιλείαν των ουρανών. (Διότι σας λέγω ότι, εάν η αρετή σας δεν περισσεύση και δεν υπερτερήση κατά πολύ την εξωτερικήν αρετήν των γραμματέων και Φαρισαίων, δεν θα εισέλθετε εις την βασιλείαν των ουρανών).
21. Ηκούσατε ότι ερρέθη τοις αρχαίοις ου φονεύσεις ος δ’ αν φονεύση, ένοχος έσται τη κρίσει. (Ηκούσατε από την ανάγνωσιν του Νόμου εις τας συναγωγάς, ότι ελέχθη από τον Θεόν εις τους αρχαίους: Δεν θα φονεύσης εκείνος δε που θα φονεύση, θα είναι ένοχος εις τόσον βαθμόν, ώστε να παραπεμφθή προς δίκην εις το τοπικόν επταμελές δικαστήριον, που λέγεται κρίσις).
22. Εγώ δε λέγω υμίν ότι πας ο οργιζόμενος τω αδελφώ αυτού εική ένοχος έσται εν τη κρίσει ος δ’ αν είπη τω αδελφώ αυτού ρ α κ ά, ένοχος έσται τω συνεδρίω ος δ’ αν είπη μ ω ρ έ, ένοχος έσται εις την γέενναν του πυρός. (Εγώ όμως σας λέγω, ότι καθένας που οργίζεται κατά του αδελφού του άνευ σοβαρού πνευματικού λόγου, διαπράττει έγκλημα ανάλογον προς εκείνο, το οποίον εδικάζετο άλλοτε από το τοπικόν επταμελές δικαστήριον. Εκείνος δε που θα είπη περιφρονητικώς εις τον αδελφόν του: Ανόητε, είναι ένοχος εγκλήματος βαρυτέρου, σαν εκείνα που δικάζονται από το ανώτατον δικαστήριον των Ιουδαίων. Εκείνος δε που με μίσος και κακίαν θα είπη εις τον αδελφόν του: Βλάκα, θα είναι ένοχος εγκλήματος αξίου να τιμωρηθή με την εν τω Άδη γέενναν του πυρός).
23. Εάν ουν προσφέρης το δώρόν σου επί το θυσιαστήριον κακεί μνησθής ότι ο αδελφός σου έχει τι κατά σου, (Αφού λοιπόν κάθε προσβολή κατά των αδελφών μας είναι αξιόποινος, εάν προσφέρης το δώρον σου εις το θυσιαστήριον και εκεί ενθυμηθής, ότι ο αδελφός σου έχει κάτι εναντίον σου δι’ αδικίαν, την οποίαν του έκαμες,)
24. άφες εκεί το δώρόν σου έμπροσθεν του θυσιαστηρίου, και ύπαγε πρώτον διαλλάγηθι τω αδελφώ σου, και τότε ελθών πρόσφερε το δώρόν σου. (άφησε εκεί το δώρον σου εμπρός εις το θυσιαστήριον και πήγαινε πρώτον συμφιλιώσου με τον αδελφόν σου, και τότε, αφού συνδιαλλαγής, ελθέ και πρόσφερε το δώρον σου, διότι μόνον τότε θα γίνη τούτο δεκτόν από τον Θεόν).
25. Ίσθι ευνοών τω αντιδίκω σου ταχύ έως ότου ει εν τη οδώ μετ’ αυτού, μήποτέ σε παραδώ ο αντίδικος τω κριτή και ο κριτής σε παραδώ τω υπηρέτη, και εις φυλακήν βληθήση (Έσο συμβιβαστικός και με συμφιλιωτικάς δαθέσεις προς τον δανειστήν, με τον οποίον ευρίσκεσαι εις δίκην. Και δείξε τας διαθέσεις αυτάς γρήγορα, έως ότου ευρίσκεσαι μαζί του εις τον δρόμον που οδηγεί εις το δικαστήριον. Πρόλαβε, μήπως σε παραδώση ο αντίδικος εις τον δικαστήν και ο δικαστής σε καταδικάση και σε παραδώση εις τον εκτελεστήν των ποινών και έτσι ριφθής εις φυλακήν).
26. αμήν λέγω σοι, ου μη εξέλθης εκείθεν έως ου αποδώς τον έσχατον κοδράντην. (Αληθινά σου λέγω, ότι δεν θα εξέλθης απ’ εκεί, έως ότου εξοφλήσηε και το τελευταίον δίλεπτον. Πόσον φοβερόν είναι λοιπόν να εμφανισθής ενώπιον του υπερτάτου κριτού ασυμφιλίωτος με τους αδελφούς σου, που ηδίκησες!).
27. Ηκούσατε ότι ερρέθη τοις αρχαίοις ου μοιχεύσεις, (Ηκούσατε ότι ελέχθη εις τους αρχαίους να μη μοιχεύσης. Και οι γραμματείς περιορίζουν την εντολήν αυτήν μόνον εις το αμάρτημα με ύπανδρον γυναίκα).
28. Εγώ δε λέγω υμίν ότι πας ο βλέπων γυναίκα προς το επιθυμήσαι αυτήν ήδη εμοίχευσεν αυτήν εν τη καρδία αυτού. (Αλλ’ εγώ σας λέγω, ότι καθένας που βλέπει οιανδήποτε γυναίκα δια να την επιθυμήση προς αμαρτίαν, ήδη με την εμπαθή αυτήν ματιάν εμοίχευσεν αυτήν μέσα εις την καρδίαν του και ημάρτησε με την πρόθεσιν και προαίρεσίν του).
29. ει δε ο οφθαλμός σου ο δεξιός σκανδαλίζει σε, έξελε αυτόν και βάλε από σου συμφέρει γαρ σοι ίνα απόληται εν των μελών σου και μη όλον το σώμα σου βληθή εις γέενναν. (Εάν δε πρόσωπον και προσφιλές εις σε σαν το δεξιόν σου μάτι σου γίνεται αφορμή εμπαθούς επιθυμίας και αμαρτίας, χωρίσου οριστικώς από αυτό, και πέταξέ το μακρυά από σε, όπως θα έκανες και με το μάτι σου, εάν θα εκινδύνευε να πάθη από αυτό το όλον σώμα σου διότι συμφέρει να χαθή εν από τα μέλη σου και να μη ριφθή όλον το σώμα σου εις το πυρ της κολάσεως. Σε συμφέρει να στερηθής την φιλίαν και χρησιμότητα του προσώπου αυτού και να μη ριφθής μαζί με εκείνο εις το πυρ της κολάσεως).
30. και ει η δεξιά σου χειρ σκανδαλίζει σε, έκκοψον αυτήν και βάλε από σου συμφέρει γαρ σοι ίνα απόληται εν των μελών σου και μη όλον το σώμα σου βληθή εις γέενναν. (Και εάν πρόσωπον που σου είναι χρήσιμον σαν την δεξιάν σου χείρα σε σκανδαλίζη, κόψε τελείως την χείρα σου αυτήν και πέταξέ την μακρυά από σε διότι σε συμφέρει να χαθή ένα από τα μέλη σου και να στερηθής τας υπηρεσίας του φίλου σου, που σου είναι χρησιμώτατος, και να μη ριφθής μαζί με εκείνον εις το πυρ της κολάσεως).
31. Ερρέθη δε ος αν απολύση την γυναίκα αυτού, δότω αυτή αποστάσιον. (Ελέχθη ακόμη εκείνος που θα χωρίση και θα διώξη την γυναίκα του, ας της δώση έγγραφον διαζυγίου).
32. Εγώ δε λέγω υμίν ότι ος αν απολύση την γυναίκα αυτού παρεκτός λόγου πορνείας, ποιεί αυτήν μοιχάσθαι, και ος εάν απολελυμένην γαμήση, μοιχάται. (Εγώ όμως σας λέγω, ότι εκείνος που θα διώξη την γυναίκα του, χωρίς να υπάρχη αιτία μοιχείας, συντελεί εις το να γίνη αύτη μοιχαλίς, εάν συζευχθή άλλον. Και εκείνος που θα νυμφευθή διαζευγμένην γυναίκα, γίνεται μοιχός).
33. Πάλιν ηκούσατε ότι ερρέθη τοις αρχαίοις, ουκ επιορκήσεις, αποδώσεις δε τω Κυρίω τους όρκους σου. (Πάλιν ηκούσατε ότι ελέχθη εις τους παλαιούς προγόνους μας Δεν θα αθετήσης τον όρκον σου, αλλ’ ως χρέος ιερόν, που οφείλεις να εξοφλήσης εις τον Κύριον, θα τηρήσης τας ενόρκους υποσχέσεις και μαρτυρίας σου).
34. Εγώ δε λέγω υμίν μη ομόσαι όλως μήτε εν τω ουρανώ, ότι θρόνος εστί του Θεού (Εγώ όμως σας λέγω να μη ορκισθήτε καθόλου ούτε εις τον ουρανόν μη ορκισθήτε, διότι ο ουρανός είναι θρόνος του Θεού).
35. μήτε εν τη γη, ότι υποπόδιον εστι των ποδών αυτού μήτε εις Ιεροσόλυμα, ότι πόλις εστί του μεγάλου βασιλέως (ούτε εις την γην μη ορκισθήτε, διότι σαν άλλο σκαμνίον ακουμβούν επάνω της οι πόδες του ούτε εις τα Ιεροσόλυμα διότι δια τον ναός του Θεού, που είναι εκεί κτισμένος, είναι πόλις του μεγάλου βασιλέως Θεού).
36. μήτε εν τη κεφαλή σου ομόσης, ότι ου δύνασαι μίαν τρίχα λευκήν ή μέλαιναν ποιήσαι. (Ούτε εις την κεφαλήν σου μη ορκισθής, διότι την εδημιούργησεν ο Θεός, συ δε δεν ημπορείς ούτε μίας τριχός το χρώμα πραγματικώς και κατά βάθος να μεταβάλης, ώστε μίαν μαύρην τρίχα να την κάμης λευκήν, ή μίαν λευκήν να την αλλάξης εις μαύρην).
37. έστω δε ο λόγος υμών ναι ναι, ου ου το δε περισσόν τούτων εκ του πονηρού εστιν. (Ας είναι δε ο λόγος σας ναι, όταν πράγματι είναι ναι και όχι, όταν και πράγματι είναι όχι το επί πλέον δε από αυτά είναι από τον πονηρόν, τον πρώτον επινοητήν και πατέρα του ψεύδους).
38. Ηκούσατε ότι ερρέθη, οφθαλμόν αντί οφθαλμού και οδόντα αντί οδόντος. (Ηκούσατε ότι ελέχθη εκείνος που επλήγωσε και ετραυμάτισε κάποιον, πρέπει να δώση μάτι αντί του ματιού που έβλαψε, και δόντι δια το δόντι του πλησίον, που με το κτύπημά του έσπασεν ή επέταξεν έξω).
39. Εγώ δε λέγω υμίν μη αντιστήναι τω πονηρώ αλλ’ όστις σε ραπίσει επί την δεξιάν σιαγόνα, στρέψον αυτώ και την άλλην (Εγώ όμως σας λέγω να μη προβάλετε αντίστασιν εις τον πονηρόν, που χρησιμοποιεί ως όργανόν του εκείνον που σας βλάπτει αλλ’ όποιος σε ραπίση εις το δεξιόν μέρος της σιαγόνος, στρέψον εις αυτόν και το άλλο μέρος δια να ραπίση και τούτο).
40. και τω θέλοντί σοι κριθήναι και τον χιτώνα σου λαβείν, άφες αυτώ και το ιμάτιον (Και εκείνον που θέλει να κάμη δίκην μαζί σου και να σου πάρη το υποκάμισον, άφησέ του και το επανωφόριόν σου).
41. και όστις σε αγγαρεύσει μίλιον έν, ύπαγε μετ’ αυτού δύο (Και με εκείνον, που θέλει να σε αγγαρεύση δια να τον συνοδεύσης επί έν μίλιον, πήγαινε μαζί του δύο μίλια).
42. τω αιτούντί σε δίδου και τον θέλοντα από σου δανείσασθαι μη αποστραφής. (Εις εκείνον που σου ζητεί ελεημοσύνην, δίδε, αλλά πάντοτε με διάκρισιν που θα την διαπνέη ειλικρινής αγάπη και μη περιφρονήσης εκείνον, που θέλει να δανεισθή χωρίς τόκον από σε).
43. Ηκούσατε ότι ερρέθη, αγαπήσεις τον πλησίον σου και μισήσεις τον εχθρόν σου. (Ηκούσατε, ότι ελέχθη Θα αγαπήσης τον πλησίον σου και θα μισήσης τον εχθρόν σου).
44. Εγώ δε λέγω υμίν, αγαπάτε τους εχθρούς υμών, ευλογείτε τους καταρωμένους υμάς, καλώς ποιείτε τοις μισούσιν υμάς και προσεύχεσθε υπέρ των επηρεαζόντων υμάς και διωκόντων υμάς, (Εγώ δε σας λέγω, αγαπάτε τους εχθρούς σας, εύχεσθε προς τον Θεόν αγαθά δι’ εκείνους, οι οποίοι σας καταρώνται, ευεργετείτε εκείνους, που σας μισούν, και προσεύχεσθε υπέρ εκείνων, οι οποίοι σας μεταχειρίζονται υβριστικώς και περιφρονητικώς και σας καταδιώκουν αδίκως, ακόμη και όταν ο διωγμός των αυτός σας γίνεται δια τας θρησκευτικάς σας πεποιθήσεις).
45. όπως γένησθε υιοί του πατρός υμών του εν ουρανοίς, ότι τον ήλιον αυτού ανατέλλει επί πονηρούς και αγαθούς και βρέχει επί δικαίους και αδίκους. (Δια να ομοιάσετε έτσι και να γίνετε τέκνα του Πατρός σας, που είναι εις τους ουρανούς. Διότι και αυτός τον ήλιον, που είναι ιδικός του, ανατέλλει αδιακρίτως εις πονηρούς και εις αγαθούς, και βρέχει την βροχήν του εις δικαίους και αδίκους).
46. εάν γαρ αγαπήσητε τους αγαπώντας υμάς, τίνα μισθόν έχετε; ουχί και οι τελώναι το αυτό ποιούσι; (Διότι, εάν αγαπήσετε εκείνους μόνον, που σας αγαπούν, ποίαν ανταμοιβήν έχετε να λαμβάνετε από τον Θεόν; Δεν κάνουν το αυτό και οι τελώναι;).
47. και εάν ασπάσησθε τους φίλους υμών μόνον, τι περισσόν ποιείτε; ουχί και οι τελώναι ούτω ποιούσιν; (Και εάν χαιρετήσετε μόνον τους φίλους σας Ιουδαίους, τι το εξαιρετικόν πράττετε; Δεν κάνουν έτσι και οι τελώναι;).
48. Έσεσθε ουν υμείς τέλειοι, ώσπερ ο πατήρ υμών ο εν τοις ουρανοίς τέλειός εστιν. (Πρέπει λοιπόν να γίνετε τέλειοι δια της αγάπης προς πάντας, καθώς είναι τέλειος και ο ουράνιος Πατήρ σας, ο οποίος είναι αγάπη).
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΣΤ΄
Συνέχεια της επί του Όρους ομιλίας του Κυρίου.
Στίχοι 1-8: Η ελεημοσύνη και η προσευχή.
Συνέχεια της επί του Όρους ομιλίας του Κυρίου.
Στίχοι 1-8: Η ελεημοσύνη και η προσευχή.
1.
Προσέχετε την ελεημοσύνην υμών μη ποιείν έμπροσθεν των ανθρώπων προς το
θεαθήναι αυτοίς ει δε μήγε, μισθόν ουκ έχετε παρά τω πατρί υμών τω εν
τοις ουρανοίς. (Προσέχετε να μη κάνετε την ελεημοσύνην σας εμπρός εις
τους ανθρώπους, δια να σας ίδουν και σας θαυμάσουν. Ει δ’ άλλως
ανταμοιβήν δεν έχετε πλησίον του Πατρός σας, που είναι εις τους
ουρανούς).
2. Όταν ουν ποιής ελεημοσύνην, μη σαλπίσης έμπροσθέν σου, ώσπερ οι υποκριταί ποιούσιν εν ταις συναγωγαίς και εν ταις ρύμαις, όπως δοξασθώσιν υπό των ανθρώπων αμήν λέγω υμίν, απέχουσι τον μισθόν αυτών. (Όταν λοιπόν κάνης ελεημοσύνην, μη το διαφημίσης σαν με σάλπιγγα, που σημαίνει εμπρός από σε, καθώς κάνουν οι υποκριταί εις τας συναγωγάς και εις τους δρόμους, δια να δοξασθούν από τους ανθρώπους. Αληθώς σας λέγω, ότι επήραν εξ ολοκλήρου την αμοιβήν των, είναι δε αυτή ο παρά των ανθρώπων έπαινος, που επεδίωξαν).
3. σου δε ποιούντος ελεημοσύνη ΄μη γνώτω η αριστερά σου τι ποιεί δεξιά σου, (Συ όμως, όταν κάνης ελεημοσύνη, ας μη μάθη το αριστερό σου χέρι, τι κάνει το δεξί σου χέρι,)
4. εν τω κρυπτώ, και ο πατήρ σου ο βλέπων εν τω κρυπτώ αποδώσει σοι εν τω φανερώ. (δια να μείνη η ελεημοσύνη σου εις τα κρυφά. Και ο Πατήρ σου, που βλέπει εις τα κρυφά, θα σου δώση την αμοιβήν εις τα φανερά).
5. Και όταν προσεύχη, ουκ έση ώσπερ οι υποκριταί, ότι φιλούσιν εν ταις συναγωγαίς και εν ταις γωνίαις των πλατειών εστώτες προσεύχεσθαι, όπως αν φανώσι τοις ανθρώποις αμήν λέγω υμίν ότι απέχουσι τον μισθόν αυτών. (Και όταν προσεύχεσαι, δεν πρέπει να είσαι, καθώς είναι οι υποκριταί. Διότι τους αρέσει να στέκωνται όρθιοι εις τας συναγωγάς και εις τας γωνίας των πλατειών και να προσεύχωνται, δια να φανούν εις τους ανθρώπους. Αληθώς σας λέγω, λαμβάνουν εδώ εξ ολοκλήρου την αμοιβήν τους).
6. συ δε όταν προσεύχη, είσελθε εις το ταμιείόν σου, και κλείσας την θύραν σου πρόσευξαι τω πατρί σου τω εν τω κρυπτώ, και ο πατήρ σου ο βλέπων εν τω κρυπτώ αποδώσει σοι εν τω φανερώ. (Συ όμως, όταν πρόκειται να προσευχηθής, έμβα εις το ιδιαίτερόν σου δωμάτιον, και αφού κλείσης την θύραν σου κάμε την προσευχήν σου εις τον Πατέρα σου, που είναι αόρατος και κρυμμένος και ο Πατήρ σου, που βλέπει εις τα κρυφά, θα σου αποδώση την ανταμοιβήν σου εις τα φανερά).
7. Προσευχόμενοι δε μη βαττολογήσητε ώσπερ οι εθνικοί δοκούσι γαρ ότι εν τη πολυλογία αυτών εισακουσθήσονται. (Όταν δε προσεύχεσθε, μη ζητείτε με μηχανικήν και δεισιδαίμονα επανάληψιν λέξεων, που δεν τας παρακολουθεί ή και δεν τας κατανοεί η διάνοιά σας, αιτήματα ανόητα, καθώς κάνουν οι εθνικοί. Διότι αυτοί φαντάζονται, ότι η ανόητος πολυλογία των θα επιδράση μαγικώς και θα εισακουσθούν).
8. μη ουν ομοιωθήτε αυτοίς οίδε γαρ ο πατήρ υμών ων χρείαν έχετε προ του υμάς αιτήσαι αυτόν. (Μη γίνετε λοιπόν όμοιοι προς αυτούς. Διότι ο Πατήρ σας γνωρίζει εκείνα, που έχετε ανάγκην, προτού σεις να του τα ζητήσετε).
2. Όταν ουν ποιής ελεημοσύνην, μη σαλπίσης έμπροσθέν σου, ώσπερ οι υποκριταί ποιούσιν εν ταις συναγωγαίς και εν ταις ρύμαις, όπως δοξασθώσιν υπό των ανθρώπων αμήν λέγω υμίν, απέχουσι τον μισθόν αυτών. (Όταν λοιπόν κάνης ελεημοσύνην, μη το διαφημίσης σαν με σάλπιγγα, που σημαίνει εμπρός από σε, καθώς κάνουν οι υποκριταί εις τας συναγωγάς και εις τους δρόμους, δια να δοξασθούν από τους ανθρώπους. Αληθώς σας λέγω, ότι επήραν εξ ολοκλήρου την αμοιβήν των, είναι δε αυτή ο παρά των ανθρώπων έπαινος, που επεδίωξαν).
3. σου δε ποιούντος ελεημοσύνη ΄μη γνώτω η αριστερά σου τι ποιεί δεξιά σου, (Συ όμως, όταν κάνης ελεημοσύνη, ας μη μάθη το αριστερό σου χέρι, τι κάνει το δεξί σου χέρι,)
4. εν τω κρυπτώ, και ο πατήρ σου ο βλέπων εν τω κρυπτώ αποδώσει σοι εν τω φανερώ. (δια να μείνη η ελεημοσύνη σου εις τα κρυφά. Και ο Πατήρ σου, που βλέπει εις τα κρυφά, θα σου δώση την αμοιβήν εις τα φανερά).
5. Και όταν προσεύχη, ουκ έση ώσπερ οι υποκριταί, ότι φιλούσιν εν ταις συναγωγαίς και εν ταις γωνίαις των πλατειών εστώτες προσεύχεσθαι, όπως αν φανώσι τοις ανθρώποις αμήν λέγω υμίν ότι απέχουσι τον μισθόν αυτών. (Και όταν προσεύχεσαι, δεν πρέπει να είσαι, καθώς είναι οι υποκριταί. Διότι τους αρέσει να στέκωνται όρθιοι εις τας συναγωγάς και εις τας γωνίας των πλατειών και να προσεύχωνται, δια να φανούν εις τους ανθρώπους. Αληθώς σας λέγω, λαμβάνουν εδώ εξ ολοκλήρου την αμοιβήν τους).
6. συ δε όταν προσεύχη, είσελθε εις το ταμιείόν σου, και κλείσας την θύραν σου πρόσευξαι τω πατρί σου τω εν τω κρυπτώ, και ο πατήρ σου ο βλέπων εν τω κρυπτώ αποδώσει σοι εν τω φανερώ. (Συ όμως, όταν πρόκειται να προσευχηθής, έμβα εις το ιδιαίτερόν σου δωμάτιον, και αφού κλείσης την θύραν σου κάμε την προσευχήν σου εις τον Πατέρα σου, που είναι αόρατος και κρυμμένος και ο Πατήρ σου, που βλέπει εις τα κρυφά, θα σου αποδώση την ανταμοιβήν σου εις τα φανερά).
7. Προσευχόμενοι δε μη βαττολογήσητε ώσπερ οι εθνικοί δοκούσι γαρ ότι εν τη πολυλογία αυτών εισακουσθήσονται. (Όταν δε προσεύχεσθε, μη ζητείτε με μηχανικήν και δεισιδαίμονα επανάληψιν λέξεων, που δεν τας παρακολουθεί ή και δεν τας κατανοεί η διάνοιά σας, αιτήματα ανόητα, καθώς κάνουν οι εθνικοί. Διότι αυτοί φαντάζονται, ότι η ανόητος πολυλογία των θα επιδράση μαγικώς και θα εισακουσθούν).
8. μη ουν ομοιωθήτε αυτοίς οίδε γαρ ο πατήρ υμών ων χρείαν έχετε προ του υμάς αιτήσαι αυτόν. (Μη γίνετε λοιπόν όμοιοι προς αυτούς. Διότι ο Πατήρ σας γνωρίζει εκείνα, που έχετε ανάγκην, προτού σεις να του τα ζητήσετε).
Στίχοι 9-13: Η Κυριακή προσευχή.
9.
ούτως ουν προσεύχεσθε υμείς Πάτερ ημών ο εν τοις ουρανοίς αγιασθήτω το
όνομά σου (Σεις λοιπόν κατ’ αντίθεσιν προς τους εθνικούς πρέπει να
προσεύχεσθε κατά τον ακόλουθον τρόπον Πατέρα μας, που είσαι πανταχού
παρών, αλλ’ εξαιρετικά εις τους ουρανούς δεικνύεις την παρουσίαν σου, ας
αναγνωρισθή η αγιότης σου, ώστε να δοξασθή και να λατρευθή αξίως το
Όνομά σου).
10. ελθέτω η βασιλείας σου γενηθήτω το θέλημά σου, ως εν ουρανώ, και επί γης (Είθε να έλθη η βασιλεία σου δια της ελευθέρας και προθύμου υποταγής πάντων των ανθρώπων εις σε, ώστε δια της υπακοής των εις τα προστάγματά σου να γίνουν ούτοι πραγματικοί και εξ ολοκλήρου αφοσιωμένοι υπήκοοί σου. Είθε να γίνη το θέλημά σου και επί της γης από τους ανθρώπους, όπως γίνεται τούτο εις τον ουρανόν από τους αγγέλους και αγίους).
11. τον άρτον ημών τον επιούσιον δος ημίν σήμερον (Τον άρτον μας, τον καθημερινόν και αναγκαίον δια την συντήρησιν της ουσίας της υπάρξεώς μας, δος μας τον σήμερα).
12. και άφες ημίν τα οφειλήματα ημών, ως και ημείς αφίεμεν τοις οφειλέταις ημών (Και συγχώρησέ μας τα όσα σου χρεωστούμε λόγω των αναριθμήτων αμαρτιών μας, καθώς και ημείς συγχωρούμεν εκείνους, που μας είναι χρεώσται λόγω αδικημάτων, που μας έκαμαν).
13. και μη εισενέγκης ημάς εις πειρασμόν, αλλά ρύσαι ημάς από του πονηρού, ότι σου εστιν η βασιλεία και η δύναμις και η δόξα εις τους αιώνας αμήν. (Και μη επιτρέψης να πέσωμεν εις πειρασμόν, αλλά γλύτωσέ μας από τον πονηρόν, που μας πολεμεί. Ζητούμεν δε αυτά από Σε, διότι ιδική σου είναι η βασιλεία και η δύναμις και η δόξα εις τους ατελευτήτους αιώνας. Αμήν).
10. ελθέτω η βασιλείας σου γενηθήτω το θέλημά σου, ως εν ουρανώ, και επί γης (Είθε να έλθη η βασιλεία σου δια της ελευθέρας και προθύμου υποταγής πάντων των ανθρώπων εις σε, ώστε δια της υπακοής των εις τα προστάγματά σου να γίνουν ούτοι πραγματικοί και εξ ολοκλήρου αφοσιωμένοι υπήκοοί σου. Είθε να γίνη το θέλημά σου και επί της γης από τους ανθρώπους, όπως γίνεται τούτο εις τον ουρανόν από τους αγγέλους και αγίους).
11. τον άρτον ημών τον επιούσιον δος ημίν σήμερον (Τον άρτον μας, τον καθημερινόν και αναγκαίον δια την συντήρησιν της ουσίας της υπάρξεώς μας, δος μας τον σήμερα).
12. και άφες ημίν τα οφειλήματα ημών, ως και ημείς αφίεμεν τοις οφειλέταις ημών (Και συγχώρησέ μας τα όσα σου χρεωστούμε λόγω των αναριθμήτων αμαρτιών μας, καθώς και ημείς συγχωρούμεν εκείνους, που μας είναι χρεώσται λόγω αδικημάτων, που μας έκαμαν).
13. και μη εισενέγκης ημάς εις πειρασμόν, αλλά ρύσαι ημάς από του πονηρού, ότι σου εστιν η βασιλεία και η δύναμις και η δόξα εις τους αιώνας αμήν. (Και μη επιτρέψης να πέσωμεν εις πειρασμόν, αλλά γλύτωσέ μας από τον πονηρόν, που μας πολεμεί. Ζητούμεν δε αυτά από Σε, διότι ιδική σου είναι η βασιλεία και η δύναμις και η δόξα εις τους ατελευτήτους αιώνας. Αμήν).
Στίχοι 14-15: Πώς θα συγχωρηθώμεν.
14.
Εάν γαρ αφήτε τοις ανθρώποις τα παραπτώματα αυτών, αφήσει και υμίν ο
πατήρ υμών ο ουράνιος (Πρέπει δε, όταν ζητήτε την άφεσιν των αμαρτιών
σας, να συγχωρητε και σεις τους άλλους, διότι, εάν συγχωρήσετε εις τους
ανθρώπους τα αμαρτήματα, που έκαμαν εις σας, και ο Πατήρ σας ο ουράνιος
θα συγχωρήση και εις σας τα ιδικά σας αμαρτήματα).
15. εάν δε μη αφήτε τοις ανθρώποις τα παραπτώματα αυτών, ουδέ ο πατήρ υμών αφήσει τα παραπτώματα υμών. (Εάν όμως δεν συγχωρήσετε εις τους ανθρώπους τα προς σας αμαρτήματά των, ούτε ο Πατήρ σας θα συγχωρήση τας προς αυτόν αμαρτίας σας).
15. εάν δε μη αφήτε τοις ανθρώποις τα παραπτώματα αυτών, ουδέ ο πατήρ υμών αφήσει τα παραπτώματα υμών. (Εάν όμως δεν συγχωρήσετε εις τους ανθρώπους τα προς σας αμαρτήματά των, ούτε ο Πατήρ σας θα συγχωρήση τας προς αυτόν αμαρτίας σας).
Στίχοι 16-24: Η θεάρεστος νηστεία. Επίγειοι και ουράνιοι θησαυροί. Ο οφθαλμός της ψυχής. Οι δύο κύριοι.
16.
Όταν δε νηστεύητε, μη γίνεσθε ώσπερ οι υποκριταί σκυθρωποί αφανίζουσι
γαρ τα πρόσωπα αυτών όπως φανώσι τοις ανθρώποις νηστεύοντες αμήν λέγω
υμίν ότι απέχουσι τον μισθόν αυτών. (Όταν δε νηστεύετε, μη γίνεσθε σαν
τους υποκριτάς σκυθρωποί και περίλυποι. Διότι αλλοιώνουν τα πρόσωπά των
και προσλαμβάνουν όψιν και έκφρασιν καταβεβλημένου από τας στερήσεις
ανθρώπου, δια να φανούν εις τους ανθρώπους ΄΄ότι νηστεύουν. Αληθινά σας
λέγω, ότι έλαβαν εξ ολοκλήρου από τους επαίνους των ανθρώπων της αμοιβήν
των).
17. συ δε νηστεύων άλειψαί σου την κεφαλήν και το πρόσωπον νίψαι, (Συ όμως, όταν νηστεύης, άλειψε την κεφαλήν σου και νίψε το πρόσωπόν σου, ώστε να φαίνεσαι χαρούμενος).
18. όπως μη φανής τοις ανθρώποις νηστεύων, αλλά τω πατρί σου τω εν τω κρυπτώ, και ο πατήρ σου ο βλέπων εν τω κρυπτώ αποδώσει σοι εν τω φανερώ. (Και να μη φανής εις τους ανθρώπους, ότι νηστεύεις. Αλλά να φανή η νηστεία σου μόνον εις τον Πατέρα σου, που είναι μεν αόρατος, αλλ’ ευρίσκεται παρών και εις αυτά τα απόκρυφα μέρη. Και ο Πατήρ σου, που βλέπει εις τα κρυφά, θα σου αποδώση την αμοιβήν σου εις τα φανερά).
19. Μη θησαυρίζετε υμίν θησαυρούς επί της γης, όπου σης και βρώσις αφανίζει, και όπου κλέπται διορύσσουσι και κλέπτουσι. (Μη μαζεύετε χάριν του εαυτού σας θησαυρύς επί της γης, όπου ο σκόρος και η φθορά της σαπίλας ή της σκωρίας αφανίζουν τα αποθηκευόμενα είδη του πλούτου και όπου κλέπται διατρυπούν τους τοίχους των θησαυροφυλακίων σας και τα κλέπτουν).
20. θησαυρίζετε δε υμίν θησαυρούς εν ουρανώ, όπου ούτε σης ούτε βρώσις αφανίζει, και όπου κλέπται ου διορύσσουσιν ουδέ κλέπτουσιν (Μαζεύετε δε δια τους εαυτούς σας θησαυρούς εις τον ουρανόν, όπου ούτε σκόρος ούτε σαπίλα και σκωριά αφανίζουν τα θησαυριζόμενα και όπου κλέπται δεν τρυπούν τους τοίχους των θησαυροφυλακίων ούτε κλέπτουν).
21. όπου γαρ εστιν ο θησαυρός υμών, εκεί έσται και η καρδία υμών. (Πρέπει δε να θησαυρίζετε θησαυρούς εις τον ουρανόν, δια να είναι και η καρδία σας προσκολημμένη εις τον Θεόν και εις τα ουράνια. Διότι εκεί, όπου θα είναι ο θησαυρός σας, θα είναι και η καρδία σας).
22. Ο λύχνος του σώματος εστιν ο οφθαλμός εάν ουν ο οφθαλμός σου απλούς ή, όλον το σώμά σου φωτεινόν έσται. (Δεν είναι δε μικρά συμφορά η καρδία σας και ο νους σας να κολλήσουν εις τα γήϊνα και τα μάταια. Δια να το καταλάβετε, σας φέρω μία εικόνα. Ο λύχνος, που δίδει φως εις το σώμα, είναι το μάτι όπως και ο λύχνος, που φωτίζει την ψυχήν, είναι ο νους εάν λοιπόν το μάτι είναι υγιές, όλον το σώμα σου θα είναι γεμάτον φως, σαν να ήτο ολόκληρον το σώμα σου μάτι έτσι θα φωτίζεται και η ψυχή σου, εάν ο νους σου και η καρδία σου εν έχουν τυφλωθή από την φιλαργυρίαν και την προσκόλλησιν εις τα μάταια).
23. εάν δε ο οφθαλμός σου πονηρός ή, όλον το σώμα σου σκοτεινόν έσται, ει ουν το φως το εν σοι σκότος εστί, το σκότος πόσον; (Εάν όμως, το μάτι σου είναι βλαμμένον και τυφλωμένον, όλον το σώμα σου θα είναι βυθισμένον εις το σκότος. Εάν λοιπόν εκείνο, που σου εδόθη δια να μεταδίδη φως εις σε, γίνη σκότος, εις πόσον σκότος θα βυθισθής; Κάτι ανάλογον θα συμβή, εάν και ο νους σου σκοτισθή από την προσκόλλησιν εις τον πλούτον. Εις πόσον σκότος ηθικόν θα βυθισθή τότε η ψυχή σου!).
24. Ουδείς δύναται δυσί κυρίοις δουλεύειν ή γαρ τον ένα μισήσει και τον έτερον αγαπήσει, ή ενός ανθέξεται και του ετέρου καταφρονήσει. ου δύνασθε Θεώ δουλεύειν και μαμωνά. (Μη απατάτε δε τον εαυτόν σας με την ιδέαν, ότι είναι δυνατόν και εις την γην να θησαυρίζη κανείς και εις τον Θεόν να είναι προσκολημμένος. Κανείς δεν ημπορεί να είναι δούλος συγχρόνως εις δύο κυρίους. Διότι ή θα μισήση τον ένα και θα αγαπήση τον άλλον ή θα προσκολληθή εις τον ένα και θα καταφρονήση τον άλλον. Δεν δύνασθε να είσθε συγχρόνως δούλοι και του Θεού και του μαμωνά. Ή θα μισήσετε τον πλούτον, δια να αγαπήσετε τον Θεόν, ή θα προσκολληθήτε εις τον πλούτον και θα καταφρονήσετε τότε τον Θεόν).
17. συ δε νηστεύων άλειψαί σου την κεφαλήν και το πρόσωπον νίψαι, (Συ όμως, όταν νηστεύης, άλειψε την κεφαλήν σου και νίψε το πρόσωπόν σου, ώστε να φαίνεσαι χαρούμενος).
18. όπως μη φανής τοις ανθρώποις νηστεύων, αλλά τω πατρί σου τω εν τω κρυπτώ, και ο πατήρ σου ο βλέπων εν τω κρυπτώ αποδώσει σοι εν τω φανερώ. (Και να μη φανής εις τους ανθρώπους, ότι νηστεύεις. Αλλά να φανή η νηστεία σου μόνον εις τον Πατέρα σου, που είναι μεν αόρατος, αλλ’ ευρίσκεται παρών και εις αυτά τα απόκρυφα μέρη. Και ο Πατήρ σου, που βλέπει εις τα κρυφά, θα σου αποδώση την αμοιβήν σου εις τα φανερά).
19. Μη θησαυρίζετε υμίν θησαυρούς επί της γης, όπου σης και βρώσις αφανίζει, και όπου κλέπται διορύσσουσι και κλέπτουσι. (Μη μαζεύετε χάριν του εαυτού σας θησαυρύς επί της γης, όπου ο σκόρος και η φθορά της σαπίλας ή της σκωρίας αφανίζουν τα αποθηκευόμενα είδη του πλούτου και όπου κλέπται διατρυπούν τους τοίχους των θησαυροφυλακίων σας και τα κλέπτουν).
20. θησαυρίζετε δε υμίν θησαυρούς εν ουρανώ, όπου ούτε σης ούτε βρώσις αφανίζει, και όπου κλέπται ου διορύσσουσιν ουδέ κλέπτουσιν (Μαζεύετε δε δια τους εαυτούς σας θησαυρούς εις τον ουρανόν, όπου ούτε σκόρος ούτε σαπίλα και σκωριά αφανίζουν τα θησαυριζόμενα και όπου κλέπται δεν τρυπούν τους τοίχους των θησαυροφυλακίων ούτε κλέπτουν).
21. όπου γαρ εστιν ο θησαυρός υμών, εκεί έσται και η καρδία υμών. (Πρέπει δε να θησαυρίζετε θησαυρούς εις τον ουρανόν, δια να είναι και η καρδία σας προσκολημμένη εις τον Θεόν και εις τα ουράνια. Διότι εκεί, όπου θα είναι ο θησαυρός σας, θα είναι και η καρδία σας).
22. Ο λύχνος του σώματος εστιν ο οφθαλμός εάν ουν ο οφθαλμός σου απλούς ή, όλον το σώμά σου φωτεινόν έσται. (Δεν είναι δε μικρά συμφορά η καρδία σας και ο νους σας να κολλήσουν εις τα γήϊνα και τα μάταια. Δια να το καταλάβετε, σας φέρω μία εικόνα. Ο λύχνος, που δίδει φως εις το σώμα, είναι το μάτι όπως και ο λύχνος, που φωτίζει την ψυχήν, είναι ο νους εάν λοιπόν το μάτι είναι υγιές, όλον το σώμα σου θα είναι γεμάτον φως, σαν να ήτο ολόκληρον το σώμα σου μάτι έτσι θα φωτίζεται και η ψυχή σου, εάν ο νους σου και η καρδία σου εν έχουν τυφλωθή από την φιλαργυρίαν και την προσκόλλησιν εις τα μάταια).
23. εάν δε ο οφθαλμός σου πονηρός ή, όλον το σώμα σου σκοτεινόν έσται, ει ουν το φως το εν σοι σκότος εστί, το σκότος πόσον; (Εάν όμως, το μάτι σου είναι βλαμμένον και τυφλωμένον, όλον το σώμα σου θα είναι βυθισμένον εις το σκότος. Εάν λοιπόν εκείνο, που σου εδόθη δια να μεταδίδη φως εις σε, γίνη σκότος, εις πόσον σκότος θα βυθισθής; Κάτι ανάλογον θα συμβή, εάν και ο νους σου σκοτισθή από την προσκόλλησιν εις τον πλούτον. Εις πόσον σκότος ηθικόν θα βυθισθή τότε η ψυχή σου!).
24. Ουδείς δύναται δυσί κυρίοις δουλεύειν ή γαρ τον ένα μισήσει και τον έτερον αγαπήσει, ή ενός ανθέξεται και του ετέρου καταφρονήσει. ου δύνασθε Θεώ δουλεύειν και μαμωνά. (Μη απατάτε δε τον εαυτόν σας με την ιδέαν, ότι είναι δυνατόν και εις την γην να θησαυρίζη κανείς και εις τον Θεόν να είναι προσκολημμένος. Κανείς δεν ημπορεί να είναι δούλος συγχρόνως εις δύο κυρίους. Διότι ή θα μισήση τον ένα και θα αγαπήση τον άλλον ή θα προσκολληθή εις τον ένα και θα καταφρονήση τον άλλον. Δεν δύνασθε να είσθε συγχρόνως δούλοι και του Θεού και του μαμωνά. Ή θα μισήσετε τον πλούτον, δια να αγαπήσετε τον Θεόν, ή θα προσκολληθήτε εις τον πλούτον και θα καταφρονήσετε τότε τον Θεόν).
Στίχοι 25-34: Ο Θεός προνοεί δια τας ανάγκας μας.
25.
Δια τούτο λέγω υμίν, μη μεριμνάτε τη ψυχή υμών τι φάγητε και τι πίητε,
μηδέ τω σώματι υμών τι ενδύσησθε ουχί η ψυχή πλείόν εστι της τροφής και
το σώμα του ενδύματος; (Αφού λοιπόν η καρδία σας πρέπει να ανήκη
αποκλειστικά εις τον Θεόν, δια τούτο σας λέγω, κόψατε την ρίζαν της
πλεονεξίας και μη φροντίζετε με αγωνίαν και στενοχωρίαν δια την ζωήν
σας, τι θα φάγετε και τι θα πίετε, ούτε δια το σώμα σας, τι θα ενδυθήτε.
Δεν αξίζει η ζωή περισσότερον από την τροφήν και το σώμα πιο πολύ απλό
το ένδυμα; Ο Θεός λοιπόν, που σας έδωκε τα ανώτερα ταύτα, θα σας δώση
και τα κατώτερα, την τροφήν δηλαδή και το ένδυμα).
26. εμβλέψατε εις τα πετεινά του ουρανού, ότι ου σπείρουσιν ουδέ θερίζουσιν ουδέ συνάγουσιν εις αποθήκας, και ο πατήρ υμών ο ουράνιος τρέφει αυτά ουχ υμείς μάλλον διαφέρετε αυτών; (Κυττάξατε τα πετεινά του ουρανού, που πετούν εις τον αέρα, και ίδετε, ότι αυτά δεν σπείρουν, ούτε θερίζουν, ούτε μαζεύουν εις αποθήκας δια τον χειμώνα ή τον καιρόν της στερήσεως. Και όμως ο Πατήρ σας ο επουράνιος τα τρέφει. Σεις δεν αξίζετε πολύ περισσότερον από αυτά;).
27. τις δε εξ υμών μεριμνών δύναται προσθείναι επί την ηλικίαν αυτού πήχυν ένα; (Δια να καταλάβετε δε, πόσον ανόητος και ανίσχυρος είναι η μέριμνά σας αυτή, σας ερωτώ: Ποίος από σας, οσονδήποτε και αν φροντίση, ημπορεί να προσθέση εις το ανάστημά του ένα πήχυν; Κανείς. Τι κατορθώνετε λοιπόν με την μέριμνάν σας;).
28. και περί ενδύματος τι μεριμνάτε; Καταμάθετε τα κρίνα του αγρού πώς αυξάνει ου κοπιά ουδέ νήθει (Και δια το ένδυμα διατί κυριεύεσθε από ανήσυχον και αγωνιώδη φροντίδα; Παρατηρήσατε τα άνθη, που φυτρώνουν μόνα των εις τον αγρόν, με ποίον τρόπον αυξάνουν. Δεν κοπιάζουν ούτε γνέθουν)
29. λέγω δε υμίν ότι ουδέ Σολομών εν πάση τη δόξη αυτού περιεβάλετο ως εν τούτων. (και όμως σας λέγω, ότι ούτε ο σοφός εις επινοήσεις Σολομών, με όλην την εξακουσμένην βασιλικήν μεγαλοπρέπειάν του και την λαμπράν και ένδοξον περιβολήν και παράστασίν του, δεν περιεβλήθη ένδυμα τόσον ωραίον και θαυμάσιον, όπως περιβάλλεται ένα από τα άνθη αυτά).
30. Ει δε το χόρτον του αγρού, σήμερον όντα και αύριον εις κλίβανον βαλλόμενον, ο Θεός ούτως αμφιέννυσιν, ου πολλώ μάλλον υμάς, ολιγόπιστοι; (Εάν δε ο Θεός τόσον μεγαλοπρεπώς ενδύη τα αγριοχόρταρα, που φυτρώνουν μόνα των εις τον αγρόν, και που δεν έχουν προορισμόν να ζήσουν αιώνια, όπως σεις, αλλά σήμερον υπάρχουν και αύριον ρίπτονται εις τον φούρνον ως καύσιμον υλικόν, δεν θα δώση ένδυμα πολύ περισσότερον εις σας, ώ ολιγόπιστοι;).
31. μη ουν μεριμνήσητε λέγοντες, τι φάγωμεν ή τι πίωμεν ή τι περιβαλώμεθα; (Μη καταληφθήτε λοιπόν ποτέ από ανήσυχον φροντίδα λέγοντες, τι θα φάγωμεν ή τι θα πίωμεν ή τι θα περιβληθώμεν ως ένδυμα;).
32. πάντα γαρ ταύτα τα έθνη επιζητεί οίδε γαρ ο πατήρ υμών ο ουράνιος ότι χρήζετε τούτων απάντων. (Διότι οι εθνικοί και ειδωλολάτραι, που αγνοούν ολοτελώς τα ασυγκρίτου αξίας ουράνια αγαθά, ζητούν όλα αυτά τα μάταια και φθαρτά, ως τα μόνα σοβαρά και απαραίτητα. Σεις όμως μη ανησυχήτε δι’ αυτά, διότι ο Πατήρ σας ο ουράνιος γνωρίζει, ότι έχετε ανάγκην από όλα αυτά και συνεπώς θα σας τα δώση αυτός).
33. ζητείτε δε πρώτον την βασιλείαν του Θεού και την δικαιοσύνην αυτού, και ταύτα πάντα προστεθήσεται υμίν. (Ζητείτε δε πρωτίστως και κυρίως τα πνευματικά αγαθά της βασιλείας του Θεού και την απόκτησιν των αρετών, που ο Θεός ζητεί από σας ως όρον, δια να σας χαρίση τα αγαθά ταύτα, και τότε όλα αυτά τα επίγεια θα σας δοθούν μαζί με εκείνα).
34. Μη ουν μεριμνήσητε εις την αύριον η γαρ αύριον μεριμνήσει τα εαυτής αρκετόν τη ημέρα η κακία αυτής. (Μη κυριευθήτε λοιπόν από ανήσυχον φροντίδα δι’ όσα ενδέχεται να παρουσιασθούν κατά την αύριον. Διότι η αυριανή ημέρα θα φροντίση δι’ όσα θα σας συμβούν κατ’ αυτήν. Αρκεί δια την ημέρα η ιδική της σκοτούρας και ταλαιπωρία).
26. εμβλέψατε εις τα πετεινά του ουρανού, ότι ου σπείρουσιν ουδέ θερίζουσιν ουδέ συνάγουσιν εις αποθήκας, και ο πατήρ υμών ο ουράνιος τρέφει αυτά ουχ υμείς μάλλον διαφέρετε αυτών; (Κυττάξατε τα πετεινά του ουρανού, που πετούν εις τον αέρα, και ίδετε, ότι αυτά δεν σπείρουν, ούτε θερίζουν, ούτε μαζεύουν εις αποθήκας δια τον χειμώνα ή τον καιρόν της στερήσεως. Και όμως ο Πατήρ σας ο επουράνιος τα τρέφει. Σεις δεν αξίζετε πολύ περισσότερον από αυτά;).
27. τις δε εξ υμών μεριμνών δύναται προσθείναι επί την ηλικίαν αυτού πήχυν ένα; (Δια να καταλάβετε δε, πόσον ανόητος και ανίσχυρος είναι η μέριμνά σας αυτή, σας ερωτώ: Ποίος από σας, οσονδήποτε και αν φροντίση, ημπορεί να προσθέση εις το ανάστημά του ένα πήχυν; Κανείς. Τι κατορθώνετε λοιπόν με την μέριμνάν σας;).
28. και περί ενδύματος τι μεριμνάτε; Καταμάθετε τα κρίνα του αγρού πώς αυξάνει ου κοπιά ουδέ νήθει (Και δια το ένδυμα διατί κυριεύεσθε από ανήσυχον και αγωνιώδη φροντίδα; Παρατηρήσατε τα άνθη, που φυτρώνουν μόνα των εις τον αγρόν, με ποίον τρόπον αυξάνουν. Δεν κοπιάζουν ούτε γνέθουν)
29. λέγω δε υμίν ότι ουδέ Σολομών εν πάση τη δόξη αυτού περιεβάλετο ως εν τούτων. (και όμως σας λέγω, ότι ούτε ο σοφός εις επινοήσεις Σολομών, με όλην την εξακουσμένην βασιλικήν μεγαλοπρέπειάν του και την λαμπράν και ένδοξον περιβολήν και παράστασίν του, δεν περιεβλήθη ένδυμα τόσον ωραίον και θαυμάσιον, όπως περιβάλλεται ένα από τα άνθη αυτά).
30. Ει δε το χόρτον του αγρού, σήμερον όντα και αύριον εις κλίβανον βαλλόμενον, ο Θεός ούτως αμφιέννυσιν, ου πολλώ μάλλον υμάς, ολιγόπιστοι; (Εάν δε ο Θεός τόσον μεγαλοπρεπώς ενδύη τα αγριοχόρταρα, που φυτρώνουν μόνα των εις τον αγρόν, και που δεν έχουν προορισμόν να ζήσουν αιώνια, όπως σεις, αλλά σήμερον υπάρχουν και αύριον ρίπτονται εις τον φούρνον ως καύσιμον υλικόν, δεν θα δώση ένδυμα πολύ περισσότερον εις σας, ώ ολιγόπιστοι;).
31. μη ουν μεριμνήσητε λέγοντες, τι φάγωμεν ή τι πίωμεν ή τι περιβαλώμεθα; (Μη καταληφθήτε λοιπόν ποτέ από ανήσυχον φροντίδα λέγοντες, τι θα φάγωμεν ή τι θα πίωμεν ή τι θα περιβληθώμεν ως ένδυμα;).
32. πάντα γαρ ταύτα τα έθνη επιζητεί οίδε γαρ ο πατήρ υμών ο ουράνιος ότι χρήζετε τούτων απάντων. (Διότι οι εθνικοί και ειδωλολάτραι, που αγνοούν ολοτελώς τα ασυγκρίτου αξίας ουράνια αγαθά, ζητούν όλα αυτά τα μάταια και φθαρτά, ως τα μόνα σοβαρά και απαραίτητα. Σεις όμως μη ανησυχήτε δι’ αυτά, διότι ο Πατήρ σας ο ουράνιος γνωρίζει, ότι έχετε ανάγκην από όλα αυτά και συνεπώς θα σας τα δώση αυτός).
33. ζητείτε δε πρώτον την βασιλείαν του Θεού και την δικαιοσύνην αυτού, και ταύτα πάντα προστεθήσεται υμίν. (Ζητείτε δε πρωτίστως και κυρίως τα πνευματικά αγαθά της βασιλείας του Θεού και την απόκτησιν των αρετών, που ο Θεός ζητεί από σας ως όρον, δια να σας χαρίση τα αγαθά ταύτα, και τότε όλα αυτά τα επίγεια θα σας δοθούν μαζί με εκείνα).
34. Μη ουν μεριμνήσητε εις την αύριον η γαρ αύριον μεριμνήσει τα εαυτής αρκετόν τη ημέρα η κακία αυτής. (Μη κυριευθήτε λοιπόν από ανήσυχον φροντίδα δι’ όσα ενδέχεται να παρουσιασθούν κατά την αύριον. Διότι η αυριανή ημέρα θα φροντίση δι’ όσα θα σας συμβούν κατ’ αυτήν. Αρκεί δια την ημέρα η ιδική της σκοτούρας και ταλαιπωρία).
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ζ΄.
Συνέχεια της επί του Όρους ομιλίας.
Στίχοι 1-6: Δεν πρέπει να κατακρίνωμεν.
Συνέχεια της επί του Όρους ομιλίας.
Στίχοι 1-6: Δεν πρέπει να κατακρίνωμεν.
1. Μη κρίνετε, ίνα μη κριθήτε. (Μη κατακρίνετε ασυμπαθώς τον πλησίον σας, δια να μη κατακριθήτε υπό του Θεού).
2. εν ω γαρ κρίματι κρίνετε κριθήσεσθε, και εν ω μέτρω μετρείτε μετρηθήσεται υμίν. (Διότι με την αυτήν ασυμπαθή και αυστηράν κρίσιν, με την οποίαν κατακρίνετε, θα κατακριθήτε, και με το αυτό μέτρο, με το οποίον εξετάζετε και καταδικάζετε τας πράξεις του πλησίον, θα μετρηθή και δια σας υπό του Θεού η πολιτεία και συμπεριφορά σας).
3. τι δε βλέπεις το κάρφος το εν τω οφθαλμώ του αδελφού σου, την δε εν σω οφθαλμώ δοκόν ου κατανοείς; (Διότι δεν βλέπεις τα σαριδάκι, που είναι εις το μάτι του αδελφού σου, το δοκάρι δε, που είναι εις το μάτι σου, δεν το αισθάνεσαι και δεν το καταλαβαίνεις; Διότι το μικρό σφάλμα του αδελφού σου το βλέπεις, μένει δε αναίσθητος εμπρός εις το ιδικόν σου βαρύτατο σφάλμα;).
4. ή πώς ερείς τω αδελφώ σου, άφες εκβάλω το κάρφος από του οφθαλμού σου, και ιδού η δοκός εν τω οφθαλμώ σου; (Ή πώς θα είπης εις τον αδελφόν σου, άφησε να βγάλω το σαριδάκι από το μάτι σου επίτρεψόν μου να διορθώσω το μικρόν σφάλμα σου; Και ιδού εις το μάτι σου το δοκάρι. Ιδού συ κατέχεσαι από βαρύτατον ελάττωμα).
5. υποκριτά, έκβαλε πρώτον την δοκόν εκ του οφθαλμού σου, και τότε διαβλέψεις εκβαλείν το κάρφος εκ του οφθαλμού του αδελφού σου. (Υποκριτά, που προσποιείσαι, ότι από ζήλον υπέρ της αρετής και από αγάπην θέλεις να διορθώσης τους άλλους, αν πράγματι ο ζήλος σε κινή, βγάλε πρώτον το δοκάρι από το μάτι σου και τότε θα ίδης καθαρά δια να βγάλης και το σαριδάκι από το μάτι του αδελφού σου).
6. Μη δώτε το άγιον τοις κυσί μηδέ βάλητε τους μαργαρίτας υμών έμπροσθεν των χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αυτούς εν τοις ποσίν αυτών και στραφέντες ρήξωσιν υμάς. (Η συμπάθεια όμως και η αποφυγή της κατακρίσεως των ελαττωμάτων και κακιών του πλησίον δεν πρέπει να φθάνη μέχρις αδιακρισίας. Υπάρχει και περίπτωσις, που πρέπει με προσοχήν πολλήν να εξετάζετε τον χαρακτήρα του πλησίον. Προσέχετε να μη δώσετε το άγιον μυστήριον της πίστεως εις ανθρώπους, που ως άλλοι κύνες ζουν βίον ασεβή και αναίσχυντον ούτε να παραθέτετε τους πολυτίμους μαργαρίτας της χριστιανικής αληθείας εμπρός εις τους ανθρώπους, οι οποίοι ως άλλοι χοίροι ζουν εις τον βόρβορον των παθών. Υπάρχει μέγας κίνδυνος μήπως καταπατήσουν αυτούς με τα πόδια των και στραφούν να σας κατασπαράξουν ή οπωσδήποτε να σας βλάψουν).
2. εν ω γαρ κρίματι κρίνετε κριθήσεσθε, και εν ω μέτρω μετρείτε μετρηθήσεται υμίν. (Διότι με την αυτήν ασυμπαθή και αυστηράν κρίσιν, με την οποίαν κατακρίνετε, θα κατακριθήτε, και με το αυτό μέτρο, με το οποίον εξετάζετε και καταδικάζετε τας πράξεις του πλησίον, θα μετρηθή και δια σας υπό του Θεού η πολιτεία και συμπεριφορά σας).
3. τι δε βλέπεις το κάρφος το εν τω οφθαλμώ του αδελφού σου, την δε εν σω οφθαλμώ δοκόν ου κατανοείς; (Διότι δεν βλέπεις τα σαριδάκι, που είναι εις το μάτι του αδελφού σου, το δοκάρι δε, που είναι εις το μάτι σου, δεν το αισθάνεσαι και δεν το καταλαβαίνεις; Διότι το μικρό σφάλμα του αδελφού σου το βλέπεις, μένει δε αναίσθητος εμπρός εις το ιδικόν σου βαρύτατο σφάλμα;).
4. ή πώς ερείς τω αδελφώ σου, άφες εκβάλω το κάρφος από του οφθαλμού σου, και ιδού η δοκός εν τω οφθαλμώ σου; (Ή πώς θα είπης εις τον αδελφόν σου, άφησε να βγάλω το σαριδάκι από το μάτι σου επίτρεψόν μου να διορθώσω το μικρόν σφάλμα σου; Και ιδού εις το μάτι σου το δοκάρι. Ιδού συ κατέχεσαι από βαρύτατον ελάττωμα).
5. υποκριτά, έκβαλε πρώτον την δοκόν εκ του οφθαλμού σου, και τότε διαβλέψεις εκβαλείν το κάρφος εκ του οφθαλμού του αδελφού σου. (Υποκριτά, που προσποιείσαι, ότι από ζήλον υπέρ της αρετής και από αγάπην θέλεις να διορθώσης τους άλλους, αν πράγματι ο ζήλος σε κινή, βγάλε πρώτον το δοκάρι από το μάτι σου και τότε θα ίδης καθαρά δια να βγάλης και το σαριδάκι από το μάτι του αδελφού σου).
6. Μη δώτε το άγιον τοις κυσί μηδέ βάλητε τους μαργαρίτας υμών έμπροσθεν των χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αυτούς εν τοις ποσίν αυτών και στραφέντες ρήξωσιν υμάς. (Η συμπάθεια όμως και η αποφυγή της κατακρίσεως των ελαττωμάτων και κακιών του πλησίον δεν πρέπει να φθάνη μέχρις αδιακρισίας. Υπάρχει και περίπτωσις, που πρέπει με προσοχήν πολλήν να εξετάζετε τον χαρακτήρα του πλησίον. Προσέχετε να μη δώσετε το άγιον μυστήριον της πίστεως εις ανθρώπους, που ως άλλοι κύνες ζουν βίον ασεβή και αναίσχυντον ούτε να παραθέτετε τους πολυτίμους μαργαρίτας της χριστιανικής αληθείας εμπρός εις τους ανθρώπους, οι οποίοι ως άλλοι χοίροι ζουν εις τον βόρβορον των παθών. Υπάρχει μέγας κίνδυνος μήπως καταπατήσουν αυτούς με τα πόδια των και στραφούν να σας κατασπαράξουν ή οπωσδήποτε να σας βλάψουν).
Στίχοι 7-11: Τα αποτελέσματα της προσευχής.
7.
Αιτείτε, και δοθήσεται υμίν, ζητείτε, και ευρήσετε, κρούετε, και
ανοιγήσεται υμίν. (Όσον δε αφορά εις τας ιδικάς σας ελλείψεις και
ελαττώματα, να ζητήτε από τον Θεόν και θα δοθή εις σας αυτό, που
ζητείτε, αρκεί να μη είναι άτοπον ή επιβλαβές εις σας. Γυρεύετε να
εύρετε το ζητούμενον και θα το εύρετε, εφ’ όσον σας είναι ωφέλιμον.
Κτυπάτε την θύραν της θείας προστασίας και θα σας ανοιχθή).
8. πας γαρ ο αιτών λαμβάνει και ο ζητών ευρίσκει και τω κρούοντι ανοιγήσεται. (Διότι καθένας που ζητεί παρά του Θεού, λαμβάνει. Και καθένας που γυρεύει, ευρίσκει. Και εις καθένα που κτυπά την θύραν της θείας προστασίας, θα ανοιχθή αύτη).
9. ή τις εστιν εξ υμών άνθρωπος, ον εάν αιτήση ο υιός αυτού άρτον, μη λίθον επιδώσει αυτώ; (Και δια να πεισθήτε περί τούτου σας ερωτώ: Ποίος άνθρωπος από σας, που θα του ζητήση ο υιός του άρτον, είναι δυνατόν να του δώση λίθον αντί άρτου;).
10. και εάν ιχθύν αιτήση, μη όφιν επιδώσει αυτώ; (Και εάν του ζητήση ψάρι, μήπως θα του δώση φίδι αντί ψαριού;).
11. ει ουν υμείς, πονηροί όντες, οίδατε δόματα αγαθά διδόναι τοις τέκνοις υμών, πόσω μάλλον ο πατήρ υμών ο εν τοις ουρανοίς δώσει αγαθά τοις αιτούσιν αυτόν; (Εάν λοιπόν σείς, καίτοι είσθε ατελείς και διεφθαρμένοι από το προπατορικόν αμάρτημα, γνωρίζετε να δίδετε ωφέλιμα πράγματα εις τα τέκνα σας, πόσω μάλλον ο Πατήρ σας ο ουράνιος, που είναι γεμάτος αγαθότητα, θα δώση καλά και ωφέλιμα εις εκείνους, που του ζητούν;).
8. πας γαρ ο αιτών λαμβάνει και ο ζητών ευρίσκει και τω κρούοντι ανοιγήσεται. (Διότι καθένας που ζητεί παρά του Θεού, λαμβάνει. Και καθένας που γυρεύει, ευρίσκει. Και εις καθένα που κτυπά την θύραν της θείας προστασίας, θα ανοιχθή αύτη).
9. ή τις εστιν εξ υμών άνθρωπος, ον εάν αιτήση ο υιός αυτού άρτον, μη λίθον επιδώσει αυτώ; (Και δια να πεισθήτε περί τούτου σας ερωτώ: Ποίος άνθρωπος από σας, που θα του ζητήση ο υιός του άρτον, είναι δυνατόν να του δώση λίθον αντί άρτου;).
10. και εάν ιχθύν αιτήση, μη όφιν επιδώσει αυτώ; (Και εάν του ζητήση ψάρι, μήπως θα του δώση φίδι αντί ψαριού;).
11. ει ουν υμείς, πονηροί όντες, οίδατε δόματα αγαθά διδόναι τοις τέκνοις υμών, πόσω μάλλον ο πατήρ υμών ο εν τοις ουρανοίς δώσει αγαθά τοις αιτούσιν αυτόν; (Εάν λοιπόν σείς, καίτοι είσθε ατελείς και διεφθαρμένοι από το προπατορικόν αμάρτημα, γνωρίζετε να δίδετε ωφέλιμα πράγματα εις τα τέκνα σας, πόσω μάλλον ο Πατήρ σας ο ουράνιος, που είναι γεμάτος αγαθότητα, θα δώση καλά και ωφέλιμα εις εκείνους, που του ζητούν;).
Στίχοι 12-20: Ο χρυσούς κανών. Οι δύο δρόμοι. Προσοχή από τους ψευδοπροφήτας.
12.
Πάντα ουν όσα αν θέλητε ίνα ποιώσιν υμίν οι άνθρωποι, ούτω και υμείς
ποιείτε αυτοίς ούτος γαρ εστιν ο νόμος και οι προφήται. (Και δια να
συγκεφαλαιώσω λοιπόν όλα, όσα προηγουμένως σας είπα, σας προσθέτω: Όλα
όσα θέλετε να σας κάνουν οι άνθρωποι, τα ίδια να κάνετε και σεις εις
αυτούς. Διότι αυτός κατ’ ουσίαν είναι ο νόμος και οι προφήται, το να
αγαπάτε δηλαδή τους πλησίον σαν τον εαυτόν σας).
13. Εισέλθετε δια της στενής πύλης, ότι πλατεία η πύλη και ευρύχωρος η οδός η απάγουσα εις την απώλειαν, και πολλοί εισιν οι εισερχόμενοι δι’ αυτής. (Μη αποθαρρυνθήτε από τας δυσκολίας, που εις την αρχήν θα σας παρουσιάση η εφαρμογή του χρυσού αυτού νόμου και κανόνος. Προσπαθήσατε να έμβητε εις τον δρόμον της αρετής δια της στενής πύλης απαρνούμενοι τον αμαρτωλόν βίον σας. Χειάζεται δε προσπάθεια επίμονος εις τούτο. Διότι είναι πλατεία η θύρα και ευρύχωρος ο δρόμος, που αποπλανά εις την αιωνίαν απώλειαν της κολάσεως, και πολλοί είναι εκείνοι, που εισέρχονται εις αυτήν, διότι με ευκολίαν μεγάλη και χωρίς τον παραμικρόν αγώνα εμβαίνει κανείς εις αυτήν. Ο δρόμος της αμαρτίας είναι ευρύχωρος).
14. τι στενή η πύλη και τεθλιμμένη η οδός η απάγουσα εις την ζωήν, και ολίγοι εισίν οι ευρίσκοντες αυτήν! (Πόσον είναι στενή η θύρα και γεμάτος δυσκολίας και κινδύνους και πιέσεις ο δρόμος, που φέρει εις την αιωνίαν ζωήν, επειδή πρέπει κανείς να αντισταθή και να αντιδράση όχι μόνον εις τας κακάς παρακινήσεις των ανθρώπων, αλλά και εις τας κακάς συνηθείας και κλίσεις του εαυτού του. Δι’ αυτό ολίγοι είναι εκείνοι, που ευρίσκουν τον δρόμον αυτόν).
15. Προσέχετε δε από των ψευδοπροφητών, οίτινες έρχονται προς υμάς εν ενδύμασι προβάτων, έσωθεν δε εισι λύκοι άρπαγες. (Εάν δε θέλετε να εύρετε τον δρόμον αυτόν της αιωνίου σωτηρίας, προσέχετε να μη παρασυρθήτε από κακούς οδηγούς προσέχετε από τους ψευδοπροφήτας, που έρχονται εις σας με το εξωτερικόν φαινόμενον της αθωότητος και ημερότητος του προβάτου, από μέσα των δε είναι άγριοι και αισχροκερδείς σαν λύκοι που αρπάζουν).
16. από των καρπών αυτών επιγνώσεσθε αυτούς, μήτι συλλέγουσιν από ακανθών σταφυλήν ή από τριβόλων σύκα; (Από την διαγωγήν των και τα έργα των, που σαν άλλον καρπόν παράγουν, θα τους μάθετε καλά. Μήπως συλλέγουν από τα αγκάθια σταφύλια ή από τους τριβόλους σύκα;)
17. ούτω παν δένδρον αγαθόν αγαθόν καρπούς καλούς ποιεί, το δε σαπρόν δένδρον καρπούς πονηρούς ποιεί.(Όπως δε δεν συλλέγουν από αγκάθια σταφύλια και από τριβόλους σύκα, έτσι κάθε δένδρον χρήσιμον, που έχει χυμούς καλούς, παράγει καλούς καρπούς, το δε άχρηστον δένδρον παράγει καρπούς αχρήστους ή και επιβλαβείς).
18. ου δύναται δένδρον αγαθόν καρπούς πονηρούς ποιείν, ουδέ δένδρον σαπρόν καρπούς καλούς ποιείν. (Δεν είναι δυνατόν δένδρον χρήσιμον να βγάλη καρπούς επιβλαβείς, ούτε δένδρον, που έχει χυμούς κακούς, να βγάλη καρπούς καλούς. Έτσι και ο αγαθός άνθρωπος εναρέτους πράξεις θα παραγάγη. Ο δε πονηρός και υποκριτής θα δείξη την πονηρίαν του εις την διαγωγήν του και θα γίνη ευδιάκριτος από τους άλλους).
19. παν δένδρον μη ποιούν καλόν καρπόν εκκόπτεται και εις πυρ βάλλεται. (Κάθε δένδρο, που δεν παράγει χρήσιμον καρπόν, κόπτεται και ρίπτεται εις την φωτιάν. Αυτό θα πάθουν και οι υποκριταί).
20. άραγε από των καρπών αυτών επιγνώσεσθε αυτούς. (Δεν είναι δε δύσκολον να τους διακρίνετε. Διότι από όσα είπομεν συνάγεται το συμπέρασμα, ότι ασφαλώς και βεβαίως από τα έργα, που σαν άλλους καρπούς θα έχουν, θα τους γνωρίσετε καλά).
13. Εισέλθετε δια της στενής πύλης, ότι πλατεία η πύλη και ευρύχωρος η οδός η απάγουσα εις την απώλειαν, και πολλοί εισιν οι εισερχόμενοι δι’ αυτής. (Μη αποθαρρυνθήτε από τας δυσκολίας, που εις την αρχήν θα σας παρουσιάση η εφαρμογή του χρυσού αυτού νόμου και κανόνος. Προσπαθήσατε να έμβητε εις τον δρόμον της αρετής δια της στενής πύλης απαρνούμενοι τον αμαρτωλόν βίον σας. Χειάζεται δε προσπάθεια επίμονος εις τούτο. Διότι είναι πλατεία η θύρα και ευρύχωρος ο δρόμος, που αποπλανά εις την αιωνίαν απώλειαν της κολάσεως, και πολλοί είναι εκείνοι, που εισέρχονται εις αυτήν, διότι με ευκολίαν μεγάλη και χωρίς τον παραμικρόν αγώνα εμβαίνει κανείς εις αυτήν. Ο δρόμος της αμαρτίας είναι ευρύχωρος).
14. τι στενή η πύλη και τεθλιμμένη η οδός η απάγουσα εις την ζωήν, και ολίγοι εισίν οι ευρίσκοντες αυτήν! (Πόσον είναι στενή η θύρα και γεμάτος δυσκολίας και κινδύνους και πιέσεις ο δρόμος, που φέρει εις την αιωνίαν ζωήν, επειδή πρέπει κανείς να αντισταθή και να αντιδράση όχι μόνον εις τας κακάς παρακινήσεις των ανθρώπων, αλλά και εις τας κακάς συνηθείας και κλίσεις του εαυτού του. Δι’ αυτό ολίγοι είναι εκείνοι, που ευρίσκουν τον δρόμον αυτόν).
15. Προσέχετε δε από των ψευδοπροφητών, οίτινες έρχονται προς υμάς εν ενδύμασι προβάτων, έσωθεν δε εισι λύκοι άρπαγες. (Εάν δε θέλετε να εύρετε τον δρόμον αυτόν της αιωνίου σωτηρίας, προσέχετε να μη παρασυρθήτε από κακούς οδηγούς προσέχετε από τους ψευδοπροφήτας, που έρχονται εις σας με το εξωτερικόν φαινόμενον της αθωότητος και ημερότητος του προβάτου, από μέσα των δε είναι άγριοι και αισχροκερδείς σαν λύκοι που αρπάζουν).
16. από των καρπών αυτών επιγνώσεσθε αυτούς, μήτι συλλέγουσιν από ακανθών σταφυλήν ή από τριβόλων σύκα; (Από την διαγωγήν των και τα έργα των, που σαν άλλον καρπόν παράγουν, θα τους μάθετε καλά. Μήπως συλλέγουν από τα αγκάθια σταφύλια ή από τους τριβόλους σύκα;)
17. ούτω παν δένδρον αγαθόν αγαθόν καρπούς καλούς ποιεί, το δε σαπρόν δένδρον καρπούς πονηρούς ποιεί.(Όπως δε δεν συλλέγουν από αγκάθια σταφύλια και από τριβόλους σύκα, έτσι κάθε δένδρον χρήσιμον, που έχει χυμούς καλούς, παράγει καλούς καρπούς, το δε άχρηστον δένδρον παράγει καρπούς αχρήστους ή και επιβλαβείς).
18. ου δύναται δένδρον αγαθόν καρπούς πονηρούς ποιείν, ουδέ δένδρον σαπρόν καρπούς καλούς ποιείν. (Δεν είναι δυνατόν δένδρον χρήσιμον να βγάλη καρπούς επιβλαβείς, ούτε δένδρον, που έχει χυμούς κακούς, να βγάλη καρπούς καλούς. Έτσι και ο αγαθός άνθρωπος εναρέτους πράξεις θα παραγάγη. Ο δε πονηρός και υποκριτής θα δείξη την πονηρίαν του εις την διαγωγήν του και θα γίνη ευδιάκριτος από τους άλλους).
19. παν δένδρον μη ποιούν καλόν καρπόν εκκόπτεται και εις πυρ βάλλεται. (Κάθε δένδρο, που δεν παράγει χρήσιμον καρπόν, κόπτεται και ρίπτεται εις την φωτιάν. Αυτό θα πάθουν και οι υποκριταί).
20. άραγε από των καρπών αυτών επιγνώσεσθε αυτούς. (Δεν είναι δε δύσκολον να τους διακρίνετε. Διότι από όσα είπομεν συνάγεται το συμπέρασμα, ότι ασφαλώς και βεβαίως από τα έργα, που σαν άλλους καρπούς θα έχουν, θα τους γνωρίσετε καλά).
Στίχοι 21-29: Να εφαρμόζωμεν τας εντολάς του Θεού.
21.
Ου πας ο λέγων μοι Κύριε Κύριε, εισελεύσεται εις την βασιλείαν των
ουρανών, αλλ’ ο ποιών το θέλημα του πατρός μου του εν ουρανοίς.
(Προσέχετε ακόμη, μήπως παραπλανηθήτε και από τον εαυτόν σας. Πρέπει να
ξεύρετε, ότι όχι καθένας που μου λέγει με επίμονον επίκλησιν της
θεότητός μου, Κύριε, Κύριε, θα εισέλθη εις την βασιλείαν των ουρανών,
αλλ’ εκείνος θα εισέλθη εις αυτήν, που εκτελεί το θέλημα του Πατρός μου,
ο οποίος είναι εις τους ουρανούς).
22. πολλοί ερούσι μοι εν εκείνη τη ημέρα Κύριε Κύριε, ου τω σω ονόματι προεφητεύσαμεν, και τω σω ονόματι δαιμόνια εξεβάλομεν, και τω σω ονόματι δυνάμεις πολλάς εποιήσαμεν; (Πολλοί θα μου είπουν κατά την ημέραν εκείνην της Κρίσεως Κύριε, Κύριε, δια της πίστεώς μου εις σε ως Μεσσίαν και Υιόν του Θεού, δεν επροφητεύσαμεν; Και δια της πίστεώς μας εις σε δεν εβγάλαμεν δαιμόνια; Και δια την πίστεώς μας εις σε δεν εκάμαμεν θαύματα πολλά; Και τώρα λοιπόν δεν θα έμβωμεν εις την βασιλείαν σου;).
23. και τότε ομολογήσω αυτοίς ότι ουδέποτε έγνων υμάς αποχωρείτε απ’ εμού οι εργαζόμενοι την ανομίαν. (Και τότε θα διακηρύξω καθαρά εις αυτούς, ότι ουδέποτε σας ανεγνώρισα ιδικούς μου. Φύγετε μακράν από εμέ σεις, που εργάζεσθε την ανομίαν, διότι τα χαρίσματά μου τα εχρησιμοποιήσατε όχι προς δόξαν ιδικήν μου, αλλά κατά τα ιδικά σας θελήματα και δια τους εγωϊστικούς σκοπούς σας).
24. Πας ουν όστις ακούει μου τους λόγους τούτους και ποιεί αυτούς, ομοιώσω αυτόν ανδρί φρονίμω, όστις ωκοδόμησε την οικίαν αυτού επί πέτραν (Θα αναγνωρίσω ως ιδικούς μου εκείνους μόνον, που θα έχουν καλά και ενάρετα έργα. Καθένας λοιπόν που ακούει τους λόγους μου αυτούς και εκτελεί αυτούς, θα τον παραβάλω προς άνδρα φρόνιμον, που έκτισε το σπίτι του επάνω εις την πέτραν, εις το στερεόν δηλαδή και αδιάσειστον θεμέλιον της διδασκαλίας μου και του παραδείγματός μου).
25. και κατέβη η βροχή και ήλθον οι ποταμοί και έπνευσαν οι άνεμοι και προσέπεσον τη οικία εκείνη, και ουκ έπεσε τεθεμελίωτο γαρ επί την πέτραν. (Και κατέβη η βροχή εις την στέγην του σπιτιού και ήλθον τα ποτάμια της νεροποντής εις τα θεμέλιά του, και εφύσηξαν οι άνεμοι εις τους τοίχους του, και έπεσαν επάνω εις το σπίτι αυτό και δεν εκρημνίσθη, διότι ήτο θεμελιωμένον επάνω εις την πέτραν της πίστεως και της υπακοής εις εμέ).
26. και πας ο ακούων μου τους λόγους τούτους και μη ποιών αυτούς ομοιωθήσεται ανδρί μωρώ, όστις ωκοδόμησε την οικίαν αυτού επί την άμμον (Και καθένας που ακούει τους λόγους μου αυτούς και δεν τους εκτελεί, θα είναι όμοιος προς άνθρωπον ανόητον, που έκτισε το σπίτι του όχι εις στερεόν θεμέλιον, αλλ’ επάνω εις την άμμον).
27. και κατέβη η βροχή και ήλθον οι ποταμοί και έπνευσαν οι άνεμοι και προσέκοψαν τη οικία εκείνη, και έπεσε, και ην η πτώσις αυτής μεγάλη. (Και κατέβη η βροχή και ήλθαν τα ποτάμια, που σχηματίζονται από την βροχήν, και εφύσηξαν οι άνεμοι και εκτύπησαν εις το σπίτι εκείνο και έπεσε. Και ήτο η πτώσις του ολοκληρωτική και πλήρης).
28. Και εγένετο ότε συνετέλεσεν ο Ιησούς τους λόγους τούτους, εξεπλήσσοντο οι όχλοι επί τη διδαχή αυτού (Και συνέβη, όταν ο Ιησούς ετελείωσε τους λόγους αυτούς, τα πλήθη επί πολλήν ώραν έμεναν εκστατικά και έκπληκτα από την διδασκαλίαν του).
29. ην γαρ διδάσκων αυτούς ως εξουσίαν έχων, και ουχ ως οι γραμματείς. (Διότι τους εδίδασκε πάντοτε με εξουσίαν και κύρος σαν νομοθέτης και κριτής και αυθεντικός γνώστης της αληθείας και όχι σαν τους γραμματείς, οι οποίοι προς βεβαίωσιν των λεγομένων τους ανεφέροντο εις τον νόμον ή εις τας παραδόσεις των παλαιοτέρων).
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:22. πολλοί ερούσι μοι εν εκείνη τη ημέρα Κύριε Κύριε, ου τω σω ονόματι προεφητεύσαμεν, και τω σω ονόματι δαιμόνια εξεβάλομεν, και τω σω ονόματι δυνάμεις πολλάς εποιήσαμεν; (Πολλοί θα μου είπουν κατά την ημέραν εκείνην της Κρίσεως Κύριε, Κύριε, δια της πίστεώς μου εις σε ως Μεσσίαν και Υιόν του Θεού, δεν επροφητεύσαμεν; Και δια της πίστεώς μας εις σε δεν εβγάλαμεν δαιμόνια; Και δια την πίστεώς μας εις σε δεν εκάμαμεν θαύματα πολλά; Και τώρα λοιπόν δεν θα έμβωμεν εις την βασιλείαν σου;).
23. και τότε ομολογήσω αυτοίς ότι ουδέποτε έγνων υμάς αποχωρείτε απ’ εμού οι εργαζόμενοι την ανομίαν. (Και τότε θα διακηρύξω καθαρά εις αυτούς, ότι ουδέποτε σας ανεγνώρισα ιδικούς μου. Φύγετε μακράν από εμέ σεις, που εργάζεσθε την ανομίαν, διότι τα χαρίσματά μου τα εχρησιμοποιήσατε όχι προς δόξαν ιδικήν μου, αλλά κατά τα ιδικά σας θελήματα και δια τους εγωϊστικούς σκοπούς σας).
24. Πας ουν όστις ακούει μου τους λόγους τούτους και ποιεί αυτούς, ομοιώσω αυτόν ανδρί φρονίμω, όστις ωκοδόμησε την οικίαν αυτού επί πέτραν (Θα αναγνωρίσω ως ιδικούς μου εκείνους μόνον, που θα έχουν καλά και ενάρετα έργα. Καθένας λοιπόν που ακούει τους λόγους μου αυτούς και εκτελεί αυτούς, θα τον παραβάλω προς άνδρα φρόνιμον, που έκτισε το σπίτι του επάνω εις την πέτραν, εις το στερεόν δηλαδή και αδιάσειστον θεμέλιον της διδασκαλίας μου και του παραδείγματός μου).
25. και κατέβη η βροχή και ήλθον οι ποταμοί και έπνευσαν οι άνεμοι και προσέπεσον τη οικία εκείνη, και ουκ έπεσε τεθεμελίωτο γαρ επί την πέτραν. (Και κατέβη η βροχή εις την στέγην του σπιτιού και ήλθον τα ποτάμια της νεροποντής εις τα θεμέλιά του, και εφύσηξαν οι άνεμοι εις τους τοίχους του, και έπεσαν επάνω εις το σπίτι αυτό και δεν εκρημνίσθη, διότι ήτο θεμελιωμένον επάνω εις την πέτραν της πίστεως και της υπακοής εις εμέ).
26. και πας ο ακούων μου τους λόγους τούτους και μη ποιών αυτούς ομοιωθήσεται ανδρί μωρώ, όστις ωκοδόμησε την οικίαν αυτού επί την άμμον (Και καθένας που ακούει τους λόγους μου αυτούς και δεν τους εκτελεί, θα είναι όμοιος προς άνθρωπον ανόητον, που έκτισε το σπίτι του όχι εις στερεόν θεμέλιον, αλλ’ επάνω εις την άμμον).
27. και κατέβη η βροχή και ήλθον οι ποταμοί και έπνευσαν οι άνεμοι και προσέκοψαν τη οικία εκείνη, και έπεσε, και ην η πτώσις αυτής μεγάλη. (Και κατέβη η βροχή και ήλθαν τα ποτάμια, που σχηματίζονται από την βροχήν, και εφύσηξαν οι άνεμοι και εκτύπησαν εις το σπίτι εκείνο και έπεσε. Και ήτο η πτώσις του ολοκληρωτική και πλήρης).
28. Και εγένετο ότε συνετέλεσεν ο Ιησούς τους λόγους τούτους, εξεπλήσσοντο οι όχλοι επί τη διδαχή αυτού (Και συνέβη, όταν ο Ιησούς ετελείωσε τους λόγους αυτούς, τα πλήθη επί πολλήν ώραν έμεναν εκστατικά και έκπληκτα από την διδασκαλίαν του).
29. ην γαρ διδάσκων αυτούς ως εξουσίαν έχων, και ουχ ως οι γραμματείς. (Διότι τους εδίδασκε πάντοτε με εξουσίαν και κύρος σαν νομοθέτης και κριτής και αυθεντικός γνώστης της αληθείας και όχι σαν τους γραμματείς, οι οποίοι προς βεβαίωσιν των λεγομένων τους ανεφέροντο εις τον νόμον ή εις τας παραδόσεις των παλαιοτέρων).
*
Για την ακρίβειαν, όμως, των λεγομένων μας, καταχωρίζουμε εδώ τους
πανεπιστημιακούς και ιστορικούς ερευνητές που υποστηρίζουν ότι ο Ιησούς
Χριστός μιλούσε ελληνικά Και ας αρχίσωμεν με τους Έλληνες συγγραφείς:
1. ΝΙΚΟΛΑΟΣ Π. ΠΑΡΚΑΣ ο οποίος συνέγραψε και πραγματείαν «Περί της Ελληνικής του Ιησού Εκπαιδεύσεως» (εν Αλεξανδρεία 1908).
2. ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ Χ. ΔΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ κατά τον οποίον, μάλιστα, όταν «επεδόθη αυτώ βιβλίον Ησαϊου του προφήτου» για να αναγνώση εις την συναγωγήν τις ιδιαιτέρας Του πατρίδος της Ναζαρέτ η ανάγνωσις του Ιησού έγινε από την ελληνικήν Μετάφρασιν των Ο΄(Λουκ. 4, 16-19 κ.α. Ησ. 61,1,2).
3. ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΗΛΙΟΠΟΥΛΟΣ, ο οποίος εδημοσίευσεν ειδικήν πραγματείαν υπό τον τίτλον: «Η μητρική γλώσσα του Ιησού Χριστού εν Αθήναις» 1961, όπου υποστηρίζει ότι ο Χριστός μιλούσε ελληνικά.
4. ΛΕΩΝΙΔΑΣ ΙΩ. ΦΙΛΙΠΠΙΔΗΣ, Τακτικός καθηγητής της Ιστορίας των Θρησκευμάτων, εις το έργο του: «ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΠΟΧΗΣ ΤΗΣ ΚΑΙΝΗΣ ΔΙΑΘΗΚΗΣ ΕΞ ΑΠΟΨΕΩΣ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΥ ΚΑΙ ΠΑΝΘΡΗΣΚΕΙΑΚΗΣ», Αθήναι 1958, εις την σελίδα 539, αναφερόμενος εις τον διάλογον μεταξύ Ιησού και Πιλάτου δεν αποκλείει την χρησιμοποίησιν της ελληνικής: «…μόνον κατά τον εν τω εσωτερικώ του Πραιτωρίου διάλογον του Πιλάτου μετά του Ιησού (Ματθ. 27,11 εξ. Ιω. 18,33 εξ. και Ιω. 19,9 εξ.) όστις εν τη παγγνωσία αυτού εγνώριζε και ηδύνατο λαλείν πάσαν γλώσσαν και την ελληνικήν άρα, δεν αποκλείεται η χρησιμοποίησις της ελληνικής ή της λατινικής υπ’ αμφοτέρων» (πρβλ. κα Gustaf Dalman :Jesus Jeschua Die drei Sprachen Jesu, Jesus in der Synagoge, auf den Berge beim Passahmali am Kreuz, Leipzig 1922, σελ. 2 εξ Ιησούς Χωσσεά. Οι τρεις γλώσσες του Ιησού. Ο Ιησούς στην συναγωγή, επί του όρους, στο δείπνο του Πάσχα, στον σταυρό.
5. ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ Χ. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Τακτικός Καθηγητής της Εισαγωγής και Ερμηνείας της Καινής Διαθήκης του Πανεπιστημίου Αθηνών, εις το βιβλίο του: «ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΕΙΣ ΤΗΝ ΚΑΙΝΗΝ ΔΙΑΘΗΚΗΝ» (Αθήναι 1960) σαφώς υποστηρίζει ότι ο Ιησούς όχι μόνον μιλούσε την ελληνικήν γλώσσαν αλλά πως «ουδόλως αποκλείεται η πιθανότης να έγινε η Επί του Όρους Ομιλία εις την ελληνικήν»!
6. ΛΟΥΚΑΣ ΧΑΡ. ΦΙΛΗΣ διδάκτωρ της Θεολογίας, ο οποίος εις το βιβλίο του : «Η «ΚΟΙΝΗ» ΩΣ ΓΛΩΣΣΑ ΤΟΥ ΙΗΣΟΥ ΚΑΙ ΤΩΝ 27 ΒΙΒΛΙΩΝ ΤΗΣ Κ.Δ.» υποστηρίζει ότι αδιάσειστα ιστορικά ντοκουμέντα πείθουν πως η μητρική γλώσσα όλων των κατοίκων της Γαλιλαίας, κατά την εποχήν του Χριστού ήταν η Κοινή ελληνική διάλεκτος. Επομένως ο Χριστός μιλούσε την ελληνικήν!
7. ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ Γ. ΧΙΩΝΗΣ εις το βιβλίο του: «ΜΙΛΟΥΣΕ Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΕΛΛΗΝΙΚΑ;» πιστεύει, ότι όχι μόνον ο Χριστός μιλούσε ελληνικά, αλλά πως ενδεχομένως είχε και ελληνικήν καταγωγήν!
8. ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ Κ. ΧΡΗΣΤΟΥ («ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑ ΣΤΗΝ ΠΑΛΑΙΣΤΙΝΗ», Εκδοτικός Οίκος «ΚΥΡΟΜΑΝΟΣ») Προβάλλει πάμπολλα επιχειρήματα για την χρήσιν της ελληνικής γλώσσας όχι μόνο για τους κατοίκους της Γαλιλαίας της Δεκαπόλεως κ.λ.π. που είχαν ελληνικήν καταγωγήν ή προέλευσιν, αλλά και για τους υπολοίπους εξελληνισθέντες και μη (άρα και του Χριστού, όπως συνάγεται το συμπέρασμα).
9. ΙΑΚΩΒΟΣ (ΓΕΩΡΓΙΟΣ) ΠΗΛΙΛΗΣ: Επίσκοπος Κατάνης εις το βιβλίο του: «Ο Ελληνισμός και η Καινή Διαθήκη» (σελίς 242) αναφέρει ότι η ελληνική ήταν η γλώσσα του Χριστού μετά πλήθους βιβλιογραφικών στοιχείων!
Πέραν
των ως άνω συγγραφέων, υπάρχουν και άλλοι Έλληνες ιστορικοί ερευνητές
(Μιχαήλ Στασινόπουλος , Κώστας Πλεύρης κ.λ.π.) οι οποίοι εμμέσως πλην
σαφώς υποστηρίζουν ότι ο Χριστός μιλούσε ελληνικά.1. ΝΙΚΟΛΑΟΣ Π. ΠΑΡΚΑΣ ο οποίος συνέγραψε και πραγματείαν «Περί της Ελληνικής του Ιησού Εκπαιδεύσεως» (εν Αλεξανδρεία 1908).
2. ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ Χ. ΔΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ κατά τον οποίον, μάλιστα, όταν «επεδόθη αυτώ βιβλίον Ησαϊου του προφήτου» για να αναγνώση εις την συναγωγήν τις ιδιαιτέρας Του πατρίδος της Ναζαρέτ η ανάγνωσις του Ιησού έγινε από την ελληνικήν Μετάφρασιν των Ο΄(Λουκ. 4, 16-19 κ.α. Ησ. 61,1,2).
3. ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΗΛΙΟΠΟΥΛΟΣ, ο οποίος εδημοσίευσεν ειδικήν πραγματείαν υπό τον τίτλον: «Η μητρική γλώσσα του Ιησού Χριστού εν Αθήναις» 1961, όπου υποστηρίζει ότι ο Χριστός μιλούσε ελληνικά.
4. ΛΕΩΝΙΔΑΣ ΙΩ. ΦΙΛΙΠΠΙΔΗΣ, Τακτικός καθηγητής της Ιστορίας των Θρησκευμάτων, εις το έργο του: «ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΠΟΧΗΣ ΤΗΣ ΚΑΙΝΗΣ ΔΙΑΘΗΚΗΣ ΕΞ ΑΠΟΨΕΩΣ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΥ ΚΑΙ ΠΑΝΘΡΗΣΚΕΙΑΚΗΣ», Αθήναι 1958, εις την σελίδα 539, αναφερόμενος εις τον διάλογον μεταξύ Ιησού και Πιλάτου δεν αποκλείει την χρησιμοποίησιν της ελληνικής: «…μόνον κατά τον εν τω εσωτερικώ του Πραιτωρίου διάλογον του Πιλάτου μετά του Ιησού (Ματθ. 27,11 εξ. Ιω. 18,33 εξ. και Ιω. 19,9 εξ.) όστις εν τη παγγνωσία αυτού εγνώριζε και ηδύνατο λαλείν πάσαν γλώσσαν και την ελληνικήν άρα, δεν αποκλείεται η χρησιμοποίησις της ελληνικής ή της λατινικής υπ’ αμφοτέρων» (πρβλ. κα Gustaf Dalman :Jesus Jeschua Die drei Sprachen Jesu, Jesus in der Synagoge, auf den Berge beim Passahmali am Kreuz, Leipzig 1922, σελ. 2 εξ Ιησούς Χωσσεά. Οι τρεις γλώσσες του Ιησού. Ο Ιησούς στην συναγωγή, επί του όρους, στο δείπνο του Πάσχα, στον σταυρό.
5. ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ Χ. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Τακτικός Καθηγητής της Εισαγωγής και Ερμηνείας της Καινής Διαθήκης του Πανεπιστημίου Αθηνών, εις το βιβλίο του: «ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΕΙΣ ΤΗΝ ΚΑΙΝΗΝ ΔΙΑΘΗΚΗΝ» (Αθήναι 1960) σαφώς υποστηρίζει ότι ο Ιησούς όχι μόνον μιλούσε την ελληνικήν γλώσσαν αλλά πως «ουδόλως αποκλείεται η πιθανότης να έγινε η Επί του Όρους Ομιλία εις την ελληνικήν»!
6. ΛΟΥΚΑΣ ΧΑΡ. ΦΙΛΗΣ διδάκτωρ της Θεολογίας, ο οποίος εις το βιβλίο του : «Η «ΚΟΙΝΗ» ΩΣ ΓΛΩΣΣΑ ΤΟΥ ΙΗΣΟΥ ΚΑΙ ΤΩΝ 27 ΒΙΒΛΙΩΝ ΤΗΣ Κ.Δ.» υποστηρίζει ότι αδιάσειστα ιστορικά ντοκουμέντα πείθουν πως η μητρική γλώσσα όλων των κατοίκων της Γαλιλαίας, κατά την εποχήν του Χριστού ήταν η Κοινή ελληνική διάλεκτος. Επομένως ο Χριστός μιλούσε την ελληνικήν!
7. ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ Γ. ΧΙΩΝΗΣ εις το βιβλίο του: «ΜΙΛΟΥΣΕ Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΕΛΛΗΝΙΚΑ;» πιστεύει, ότι όχι μόνον ο Χριστός μιλούσε ελληνικά, αλλά πως ενδεχομένως είχε και ελληνικήν καταγωγήν!
8. ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ Κ. ΧΡΗΣΤΟΥ («ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑ ΣΤΗΝ ΠΑΛΑΙΣΤΙΝΗ», Εκδοτικός Οίκος «ΚΥΡΟΜΑΝΟΣ») Προβάλλει πάμπολλα επιχειρήματα για την χρήσιν της ελληνικής γλώσσας όχι μόνο για τους κατοίκους της Γαλιλαίας της Δεκαπόλεως κ.λ.π. που είχαν ελληνικήν καταγωγήν ή προέλευσιν, αλλά και για τους υπολοίπους εξελληνισθέντες και μη (άρα και του Χριστού, όπως συνάγεται το συμπέρασμα).
9. ΙΑΚΩΒΟΣ (ΓΕΩΡΓΙΟΣ) ΠΗΛΙΛΗΣ: Επίσκοπος Κατάνης εις το βιβλίο του: «Ο Ελληνισμός και η Καινή Διαθήκη» (σελίς 242) αναφέρει ότι η ελληνική ήταν η γλώσσα του Χριστού μετά πλήθους βιβλιογραφικών στοιχείων!
Οι Ξένοι συγγραφείς:
1.
Ο νομομαθής από την Νεάπολη Dominicos Diodati εις το έργο του: De
Christe Graece Loquente Dissertario (Νεάπολη 1767) υποστηρίζει ότι ο
Ιησούς και οι σύγχρονοί Του μιλούσαν την ελληνικήν, καθ’ όσον οι
Ιουδαίοι από την εποχήν ήδη του Μ. Αλεξάνδρου εξελληνίσθησαν.
2. Ο Ιs Vossius Γερμανός θεολόγος διαμαρτυρόμενος, Καθηγητής της Θεολογίας (1618-1689) υποστηρίζει την άποψιν ότι ο Ιησούς και οι Απόστολοι μιλούσαν την ελληνικήν και όχι την συριακήν γλώσσαν.
3. Ο G. Dalman, Γερμανός θεολόγος, διαμαρτυρόμενος, Διευθυντής Ινστιτούτου Ιστορίας της Παλαιστίνης του Greifswald, επίστευε μεν την αραμαϊκήν ως γλώσσα του Ιησού, πλην όμως δέχεται ότι ο Χριστός συνωμίλησε εις την ελληνικήν γλώσσαν με τον Πόντιον Πιλάτον (Ιω. 18,34 εξ. 19,11) καθώς επίσης και με την Χαναναίαν γυναίκα, η οποία ήταν Ελληνίδα κατά την γλώσσαν αφού: «η δε γυνή ην Ελληνίς, Συροφοίνισσα τω γένει˙ και ηρώτα αυτόν ίνα το δαιμόνιον εκ της θυγατρός αυτής» (Μάρκ. 7,26)
4. Ο Th. Zahn Γερμανός διαμαρτυρόμενος Καθηγητής της Θεολογίας του Πανεπιστημίου, δέχεται ότι ο Ιησούς συνωμίλησε ελληνικά με τον Ρωμαίον ηγεμόνα (Πόντιον Πιλάτον) όχι όμως και με την Χαναναίαν γυναίκα. Πάντως κατά τον Zahn : «Ο Ιησούς και οι μαθητές Του έπρεπε να είναι σε θέση στην κατάλληλη στιγμή να απαντούν στην ελληνική γλώσσα σε κάποια τυχόν προσφώνηση στα ελληνικά».
5. Ο Όσκαρ Ουάιλντ (De profundis – Εκ βαθέων): «Για μένα- γράφει – η απόλαυση διπλασιάζεται στην σκέψη ότι είναι πολύ πιθανόν ότι στο ελληνικό κείμενο έχουμε τις ακριβείς εκφράσεις, που χρησιμοποίησε ο Χριστός».
6. Ο Θεόδωρος Μπερτ («Μ. Αλέξανδρος και Παγκόσμιος Ελληνισμός»): «Ο Χριστός κατείχε την ελληνική γλώσσα»!
2. Ο Ιs Vossius Γερμανός θεολόγος διαμαρτυρόμενος, Καθηγητής της Θεολογίας (1618-1689) υποστηρίζει την άποψιν ότι ο Ιησούς και οι Απόστολοι μιλούσαν την ελληνικήν και όχι την συριακήν γλώσσαν.
3. Ο G. Dalman, Γερμανός θεολόγος, διαμαρτυρόμενος, Διευθυντής Ινστιτούτου Ιστορίας της Παλαιστίνης του Greifswald, επίστευε μεν την αραμαϊκήν ως γλώσσα του Ιησού, πλην όμως δέχεται ότι ο Χριστός συνωμίλησε εις την ελληνικήν γλώσσαν με τον Πόντιον Πιλάτον (Ιω. 18,34 εξ. 19,11) καθώς επίσης και με την Χαναναίαν γυναίκα, η οποία ήταν Ελληνίδα κατά την γλώσσαν αφού: «η δε γυνή ην Ελληνίς, Συροφοίνισσα τω γένει˙ και ηρώτα αυτόν ίνα το δαιμόνιον εκ της θυγατρός αυτής» (Μάρκ. 7,26)
4. Ο Th. Zahn Γερμανός διαμαρτυρόμενος Καθηγητής της Θεολογίας του Πανεπιστημίου, δέχεται ότι ο Ιησούς συνωμίλησε ελληνικά με τον Ρωμαίον ηγεμόνα (Πόντιον Πιλάτον) όχι όμως και με την Χαναναίαν γυναίκα. Πάντως κατά τον Zahn : «Ο Ιησούς και οι μαθητές Του έπρεπε να είναι σε θέση στην κατάλληλη στιγμή να απαντούν στην ελληνική γλώσσα σε κάποια τυχόν προσφώνηση στα ελληνικά».
5. Ο Όσκαρ Ουάιλντ (De profundis – Εκ βαθέων): «Για μένα- γράφει – η απόλαυση διπλασιάζεται στην σκέψη ότι είναι πολύ πιθανόν ότι στο ελληνικό κείμενο έχουμε τις ακριβείς εκφράσεις, που χρησιμοποίησε ο Χριστός».
6. Ο Θεόδωρος Μπερτ («Μ. Αλέξανδρος και Παγκόσμιος Ελληνισμός»): «Ο Χριστός κατείχε την ελληνική γλώσσα»!
**
¨Η ΚΑΙΝΗ ΔΙΑΘΗΚΗ ΜΕΤΑ ΣΥΝΤΟΜΟΥ ΕΡΜΗΝΕΙΑΣ ΥΠΟ +Π. Ν. ΤΡΕΜΠΕΛΑ», Έκδοσις
εικοστή ογδόη, Αδελφότης Θεολόγων «Ο ΣΩΤΗΡ», Αθήναι – Αύγουστος 1988.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου